Κεφάλαιο 23°
"Πολύ ήσυχη είσαι σήμερα..." Η Εύα ανέβασε τα πόδια της στο ταμπλό παρά τα τραντάγματα του χωματόδρομου και γύρισε ελαφρώς το κορμί της προς το πλάι. "Έκανα κάτι και μου κρατάς μούτρα; Μήπως θέλεις να σε πάω σπίτι;"
"Όχι Ορέστη.."
"Και γιατί είσαι έτσι; Φωνή δεν έβγαλες από την ώρα που ήρθα να σε πάρω..."
"Ίσως μερικές φορές, να μαθαίνω από τους καλύτερους..." του είπε στολίζοντας τα χείλη με ένα λυπημένο χαμόγελο. Ο Ορέστης τράβηξε χειρόφρενο και σταμάτησε το αμάξι
"Τι έπαθες σήμερα; Τι πρόσωπο είναι αυτό..." Άπλωσε τα χέρια του και στη προσπάθεια του να αγγίξει το δικό της, εκείνη τραβήχτηκε.
"Είμαι εντάξει. Πάμε; Με συγχωρείς είναι εκείνες οι περίεργες μέρες μου. Είμαι λιγάκι αδιαθετη από χθες..."
"Κατάλαβα. Για αυτό είσαι έτσι... Πονάς;"
"Όχι Ορέστη!" εκείνο το όχι βγήκε τόσο μα τόσο νευριασμένο.
Μη θέλοντας να τη πιέσει έβαλε μπρος και έπειτα από πέντε λεπτά σιωπής είχαν φτάσει στο χαμόσπιτο.
"Άντε ρε! Επιτέλους!" Ο Άρης ήδη είχε φτάσει και περιμενε. Μόλις κατέβηκαν από το αμάξι, η Εύα τον χαιρέτησε μα τον προσπέρασε αδιάφορα και μπήκε μέσα
"Περίοδο έχει.." σχολίασε ο Ορέστης πριν μπει
"Τι λες ρε.. Τη προηγούμενη εβδομάδα δε θέλαμε να πάμε για μπάνιο και δε μπορούσε; Σκέφτεσαι και τα λες; Και τι παπαριές είναι αυτές στο λαιμό σου! Από πότε αφήνεις τη Χριστίνα να σε γεμίζει ρουφηγματα!" Ο Ορέστης έβαλε ασυναίσθητα το χέρι στο λαιμό και πηγαίνοντας προς το καθρέφτη του αμαξιού , τσεκαρε το σημείο που του υπέδειξε ο Άρης. Είχε γεμίσει μελανιές από τα ρουφηγματα.
"Πάω μέσα..." Ο Άρης έφυγε και έμεινε μόνος. Ανάθεμα πόσο είχε πιει το προηγούμενο βράδυ σαν το διάλυσαν από το χαμόσπιτο. Ένιωθε τόσο εκνευρισμένος. Δεν καταλάβαινε τον εαυτό του. Έβρεχε, ο Άρης καθόταν στο στρώμα και η Εύα είχε ξαπλώσει στην αγκαλιά του. Συνηθισμένη εικόνα αλλά για κάποιο πουστη λογο , του έβγαλε νεύρα. Ήπιε, πήγε στο μπαρ και πήδηξε τη πρώτη γκόμενα που βρήκε.
Πάραυτα δεν έβλεπε το λόγο για να θυμώσει η Εύα.
Μπήκε μέσα και τους είδε να κάθονται και να μιλάνε ήρεμα στα τελάρα. Η Εύα χαμογελούσε μα μόλις πλησίασε ο Ορέστης, το χαμόγελο της χάθηκε. Έγινε πιο μικρό. Πιο ψεύτικο. Τα λακακια εξαφανίστηκαν και το καταλάβαινε... Η Εύα είχε εκείνα τα χαμόγελα που διάβαζε. Ειδικά τα ψεύτικα τα ξεχώριζε από χιλιόμετρα.
"Θα μου δείξεις τελικά εκείνο το κολιέ που τόσο σου άρεσε;" της είπε ο Άρης κι εκείνη κοίταξε δεξιά και αριστερά
"Πρέπει να άφησα τη τσάντα στο αμάξι. Μισό.." μόλις βγήκε , ο Άρης κοίταξε τον Ορέστη κουνώντας το κεφάλι πάνω κάτω.
"Σε λίγες μέρες είναι τα γενέθλια της..." του είπε και ο Ορέστης τον στραβοκοιταξε
"Λες να μη το ξέρω;" απάντησε κοφτά
"Δεν ξέρω πως τα καταφέρνεις ειλικρινά... "
"Να καταφέρνω τι;"
"Τίποτα. Γύρισες από το στρατό και ώρες ώρες κάνεις σαν μαλάκας απέναντι της . Αυτό είναι όλο. Θαρρείς και κάτι σου φταίει! Νευριάζεις χωρίς λόγο και.. και ειλικρινά , δείχνεις σαν ένας θυμωμένος ερωτευ.."
"Κλείστο!" Ο Ορέστης τον έκοψε και σηκώθηκε. "Φεύγω. Τα λέμε μετά" αρκέστηκε να πει μα φτάνοντας στη πόρτα γύρισε προς τα πίσω και τον κοίταξε "Μη την αφήσεις να γυρίσει μόνη σπίτι"
"Που πας;" Η Εύα τον πέτυχε να βγαίνει κι εκείνος ανοιγοκλεισε τα βλέφαρα κουρασμένος
"Ξέρω γω... Στο διάολο υποθέτω!" της είπε κι εκείνη κατέβασε αμέσως μούτρα λυπημένη. Ο Ορέστης μπήκε στο αμάξι και έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ένιωσε το κορμί του Άρη πίσω της, και ασυναίσθητα εγυρε το κεφάλι προς τα πίσω ακουμπώντας στο στερνο του.
"Δεν ξέρω τι δικαιολογία να σου πω αυτή τη φορά..." ξεκίνησε να της λέει "Ίσως περνάει τη δική του φάση... Μη δίνεις σημασία. Θα έρθει στα συγκαλα του, θα δεις..."
"Δεν με νοιάζει" αν και δεν την έβλεπε, ένιωσε το τρίξιμο στο σαγόνι της μα και μόνο ο θυμός στη φωνή της, ήταν αρκετός...
"Δεν έχω αμφιβολία..." την ειρωνεύτηκε σιγανα μα εκείνη δεν απάντησε "Έλα, πάμε μέσα να μου δείξεις το κολιέ που πήρες... Φυσάει κι όλας. Θα κρυωσουμε εδώ. Κάνει ρεύμα..."
********
Αν και πάντα έπινε μέτριο το καφέ της, έφτιαξε ένα σκέτο. Ήταν πέντε το πρωί. Η Εύα ακόμα κοιμόταν μα η Ξανθίππη δεν κατάφερε να κλείσει μάτι από τους εφιάλτες. Ένα εγγόνι; Θα γινόταν γιαγιά; Πόσο αποτρόπαιη τροπή πήραν τα πράγματα... Αισθανόταν πως για κάποιο λόγο ο θεός τους τιμώρησε μα δεν ήξερε γιατί. Ο Ορέστης τη λάτρευε την Εύα. Η Ξανθίππη δεν ήταν από τις γυναίκες που σύγκριναν την αγάπη ενός άντρα για μια γυναίκα με αυτή για τη μάνα. Είχε ένα αρκετά καθαρό μυαλό για να ξεχωρίζει. Ήξερε πως ο Ορέστης θα έδινε τη ζωή του τόσο για εκείνη όσο και για την Εύα. Όλα όσα όμως της περιέγραψε η Εύα δεν έβγαζαν νόημα. Προσπάθησε να βρει εκείνες τις μαύρες τρύπες που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι, και ίσως να είναι λόγοι για να δικαιολογήσει εν μέρη την αντίδραση του μα δεν τα κατάφερε. Δεν ήταν μόνο ο τρόπος που φέρθηκε ο γιος της μα και ο Άρης. Εκείνο το παιδί, ήταν στην ίδια κατηγορία. Το ένιωθε σαν παιδί της. Ήξερε πως η αγάπη που είχε για το γιο της ήταν τεράστια. Κάθε φορά που εκείνη δε κατάφερνε να κουβαλήσει τον Ορέστη , ο Άρης ήταν εκεί... Να σκουπίζει τις πληγές... Από τόσο δα παιδάκι...
Γιατί την έδιωξε; Όταν την έβαλε στο αμάξι εκείνη τη μέρα, τον άκουσε... Το είχε πει στον Άρη.. θα τον σκότωνε το Κώστα. Μα ήταν σαν φυτό για να αντιδράσει. Εκτός αυτού, ύστερα από τόσα χρόνια, πραγματικά φοβόταν τον Ορέστη και τις αντιδράσεις του. Μα ο Άρης όσο κι αν τον παρακάλεσε δε τη γύρισε πίσω. Έκανε ακριβώς ότι του είπε ο γιος της. Η σκέψη πως έδιωξε και την Εύα για να τη προστατέψει πέρασε από το μυαλό της αλλά και πάλι δεν τον είχε ικανό για να αντιδράσει έτσι.
Εκτός αυτού, όσα της περιέγραψε η Εύα, ερχόταν σε αντίθεση. Μια μέρα πριν κάνανε έρωτα, αφού είχε σκοτώσει το Κώστα. Ο Ορέστης ήξερε πως θα τον συλλάβουν. Επίσης η συμπεριφορά του στο χαμόσπιτο όταν πήγε η αστυνομία και πάλι δεν ταίριαζε με τη σιωπή που της χάρισε μα και τα λόγια του Άρη μετέπειτα.
Κάτι δεν ήταν σωστό και η Ξανθίππη το ένιωθε...
"Καλημέρα..." βυθισμένη στις σκέψεις ούτε κατάλαβε πως η Εύα ξύπνησε.
"Καλημέρα κορίτσι μου..." της είπε ανάβοντας το μάτι για να της ψήσει ένα καφέ. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα. Κατακόκκινα.
"Δε χρειάζεται Ξανθίππη μου, θα κάνω ένα καφέ μόνη μου, κάθισε σε παρακαλώ. Με κανεις να αισθάνομαι άσχημα..."
"Είδες πολλούς εφιάλτες χθες..." της είπε και η Εύα αναστεναξε "Σε άκουγα να παραμιλας όλη νύχτα.. Μήπως να μη πας στο σχολείο σήμερα;"
"Έχω καθήκον σε εκείνα παιδιά.." έκανε μια παύση πλησιάζοντας τη Ξανθίππη "Αν όπως λες με νιώθεις σαν κόρη σου, κράτα τα λόγια που σου είπα χθες μέσα σου. Σαν να μην τα άκουσες..."
"Νομίζω αυτό δεν χρειαζόταν καν να ειπωθεί. Έλα, πιες ένα καφέ να ξεκινήσει καλά η μέρα, και όλα θα φτιάξουν..."
"Δεν υπάρχει τίποτα χαλασμένο για να φτιάξει Ξανθίππη. Έκανα ενα καλό ξεσκαρτάρισμα αυτές τις μέρες... Τα χιλιοκατεστραμενα μου όνειρα, δεν φτιάχνουν. Τα έχω ήδη πετάξει στα σκουπίδια..." Η Εύα πήρε το καφέ της, της χαμογέλασε και ανέβηκε για να ετοιμαστεί...
************
"Μήπως φτάνει να με κρατάς στα σκοτάδια;" Η Τασια κάθισε κοντά του και πιάνοντας του το χέρι, τον κοίταξε γλυκά. Αν και της έφτανε που ο γιος της βγήκε από εκείνο το μέρος, ένιωθε πως ένα κομμάτι έλειπε. Ήθελε εξηγήσεις. Ήθελε να μάθει. Ο Άρης λέξη της είχε πει.
"Ήρθα εδώ με έναν όρο μάνα" της είπε κοφτά και σηκώθηκε "Συζήτηση για το παρελθόν κομμένη εντάξει;"
"Βρε αγόρι μου... "
"Κομμένη είπα! Ότι έγινε έγινε και δε θέλω να το συζητήσω..." Η Τασία λυπήθηκε κι εκείνος κίνησε για το δωμάτιο
"Είδα τη Ξανθίππη προχθές..." του είπε και ο Άρης έμεινε στατικός ένα βήμα πριν ανέβει τη σκάλα.
"Τι είπες;" Γύρισε προς το μέρος της έκπληκτος
"Ερχόμουν από το σούπερ και την είδα να μπαίνει σε ένα σπίτι..."
"Παραλογιζεσαι. Έχεις να τη δεις τόσα.."
"Άρη! Μπορεί να γέρασα αλλά δεν είμαι τυφλή! Η Ξανθίππη γύρισε! Και ανάθεμα με, κάτι μου λέει πως το έκανε για κάποιο λόγο... Ίσως... Ίσως για τον ίδιο που προσπαθώ και εγώ να σου μιλήσω..." Η Τασία δακρυσε "Μας κλείσατε τις πόρτες! Στις ίδιες σας τις μάνες! Μπήκατε φυλακή χωρίς να πείτε λέξη και ούτε ..." Έβαλε τα κλάματα "Και ούτε να σε δω με αφηνες..." Ο Άρης πήγε κοντά της αλλά μόλις την ακούμπησε η Τασια αστραψε και βροντηξε "Πως τόλμησες να αφήσεις τη μάνα σου στα σκοτάδια μου λες; Και εσύ και ο άλλος! Από ντροπή και μόνο θα έπρεπε να μας αφήσετε! Έκανες τόσα και εγώ είμαι ακόμα εδώ! Ακούς; Εδώ! Έπρεπε να σου δώσω μια και να σε στείλω στον αγύριστο για αυτό που έκανες μα όχι! Εγώ έμεινα!"
"Μάνα τι λες;'
"Ξέρω πολύ καλά τι λέω και μη νομίζεις πως κάθισα με σταυρωμένα χέρια! Ξέρω πολλά περισσότερα από τη κατηγορία του φόνου!" Ο Άρης τη κοιτούσε σοκαρισμένος "Σπλαχνο μου είσαι... Και δεν σε δικαιολογώ. Ίσως μάλιστα, θα έπρεπε να σε διώξω. Μα λύγισα..."
"Δε ξέρεις τι λες!" Φώναξε μπροστά της και η Τασία σήκωσε το χέρι και του αστραψε ένα χαστούκι
"Αυτό, γιατί τόλμησες να πειράξεις ένα κορίτσι! " Ο Άρης εσφιξε τις γροθιές του. "Πόσο μάλλον εκείνη που την είχατε σαν αδερφή σας!"
"Πάψε!" Απαίτησε έξαλλος
"Πονάει; Καιρός είναι να ακούσεις ίσως την αλήθεια από κάποιον μέσα στα μούτρα! Νομίζεις ο δικηγόρος που σε ανέλαβε θα γλίτωνε από μένα; Ίσως η Ξανθίππη ήταν αδύναμη αλλά εγώ μόνη μου σε μεγάλωσα! Έφτυσα αίμα για να κάτσω στα σκοτάδια! Με απογοητευσες...Περίμενα να μου ανοιχτεις από χθες αλλά εσύ..."
"Βούλωσε το δε ξέρεις τι λες!!!" Είπε μα μετάνιωσε αμέσως το τρόπο που της μίλησε
"Φύγε..." Του είπε με βαριά καρδιά δείχνοντας του τη πόρτα "Φύγε και μη ξαναπατήσεις το πόδι σου σπίτι!"
Ο Άρης τη κοίταξε με μισό βλέμμα και αρπάζοντας το σάκο που δεν πρόλαβε καν να αδειάσει, κοπανησε τη πόρτα πίσω του και έφυγε.
***********
Για κάποιο λόγο η ανηφόρα της φαινόταν εξαντλητική. Είχε κάνει μια στάση στο σούπερ μάρκετ μόλις τελείωσε το μαθημα, πήρε κάποια πράγματα και κίνησε για το σπίτι μα έμοιαζε ατελείωτος ο δρόμος.
"Μπορώ;"
"Ωω, καλησπέρα Χρήστο" του είπε βλέποντας τον να ξεπροβάλλει από πίσω. "Όχι ευχαριστώ, είμαι εντάξει"
"Μα σε παρακαλώ. Στο κάτω κάτω σπίτι δε πας; Κι εγώ μόλις τώρα κατάφερα να βρω πάρκινγκ. Χαμός γινόταν. Στον ίδιο δρόμο πάμε, έλα..." Άπλωσε το χέρι του στις σακούλες κι εκείνη τον άφησε διστακτικά
"Ευχαριστώ"
"Μη το συζητάς καν. Έχετε πολύ περίεργο καιρό σε αυτό το νησί. Το πρωί βγήκα και ένιωθα μια ψύχρα. Τώρα έχει 40°! Το βράδυ, θα παγώνουμε! Ούτε στη Σαχάρα να ήμασταν!"
Η Εύα χαμογέλασε
"Έτσι είναι το νησί. Αν και νομίζω πως στα περισσότερα νησιά ο καιρός πάνω κάτω έτσι είναι. Ποτέ δε ξέρεις τι θα φέρει η θάλασσα..."
"Δεν έχεις και άδικο"
"Τακτοποιηθηκες;" τον ρώτησε έχοντας αληθινό ενδιαφέρον στη φωνή, κι όχι εκείνο το ψεύτικο τυπικό
"Έτσι λέω. Το μόνο πράγμα που δεν έχει το σπίτι είναι πλυντήριο αλλά μεταξύ μας, έμαθα να πλένω στο χέρι τη στολή και τα ρούχα οπότε..." Η Εύα γέλασε "Γιατί γελάς;"
"Σπάνια βλέπεις ή ακούς για άντρα να βάζει μπουγάδα και να σιδερωνει" ο Χρήστος ανασηκωσε τους ώμους
"Δεν θέλησα να ανοίξω σπίτι και να είμαι μακριά ..."
"Καταλαβαίνω... Μα δε γινόταν να τακτοποιηθεις έστω; "
"Όχι. Ξέρεις... Ήμουν έτοιμος να αρραβωνιαστω μα δεν έγινε.."
"Ωω, λυπάμαι πολύ..."
"Δε πειράζει. Δεν δέχθηκε να έρθει μαζί μου, εγώ δεν δέχθηκα να μείνω από πείσμα, και κατέληξα μόνος εδώ και δύο χρόνια. Αποφάσισα πως δεν κάνουν για μένα οι έρωτες.."
Ο Χρήστος είχε ένα πανέμορφο χαμόγελο το οποίο της χάριζε απλόχερα ενώ τα λεγόμενα του αλλά και ο τρόπος που αναφερόταν στο λιγοστό παρελθόν του, της θύμιζε τον εαυτό της. .
"Κάποια στιγμή όμως, θα πρέπει να... Εννοώ καταλαβαίνεις... "
"Από ότι βλέπω, δε φοράς βέρα... Άρα μάλλον κι εσύ στην ίδια κατηγορία βρίσκεσαι δεσποινίς μου, για να δίνεις συμβουλές!" της είπε χαριτολογώντας και η Εύα γέλασε
"Για να πω την αλήθεια έχεις δίκιο. Είναι ωραία η μοναξιά μερικές φορές!"
"Στα λόγια μου έρχεσαι..."
Δεν τη φλέρταρε, ούτε την έκανε να νιώσει περίεργα. Ίσα ίσα, ένιωσε πως κάνει μια όμορφη φυσιολογική συζήτηση με έναν άνθρωπο.
"Φτάσαμε. Χίλια ευχαριστώ. Ειλικρινά το εκτιμώ. Κι αν κάποια μέρα δε μπορείς, ή δεν έχεις χρόνο, μπορώ να σε βοηθήσω στο πλυντήριο" αστειευτηκε
"Με τίποτα! Ντροπή και μόνο που το είπες.. " ο Χρήστος άφησε κάτω τις σακούλες και έμεινε λιγακι αμήχανα να τη κοιτάζει. "Εμ.. Ξέρεις , το Σάββατο έχω ένα κενό. Θα ήθελες να βγούμε για φαγητό; Μη βάζεις ραντεβού και τέτοια χαζά στο μυαλό σου. Απλά φαίνεσαι νοήμων ανθρωπος και .. και βαρέθηκα τους βαρβατηλες στο στρατό"
"Το Σάββατο;" του είπε ελαφρώς περίεργα "Εμ... Δε μπορώ..."
"Εντάξει εντάξει. Μη σκας. Κατάλαβα..."
"Όχι όχι. Δεν είναι αυτό ειλικρινά..."
"Εύα, αλήθεια δεν τίθεται θέμα , απλώς ήθελα να ξεφύγω λιγάκι κι εγώ από τις αντροπαρεες. Κατανοητό ."
"Χρήστο, έχω γενέθλια το Σάββατο και.." του είπε κι εκείνος ένιωσε αμέσως βλάκας
"Ωωω , με συγχωρείς υπέθεσα πως..."
"Απλά συνήθως τα περνάω μόνη στο σπίτι οπότε για αυτό δίστασα..."
"Πόσα μόνα γενέθλια έχεις περάσει Εύα;" Ρώτησε βγάζοντας μια κατανόηση στη φωνή
"Πολλά.." είπε βγάζοντας τα κλειδιά της "Σε ευχαριστώ για τις σακούλες"
"Δεν κάνει τίποτα" αρκέστηκε να της πει χωρίς να θέλει να προκαλέσει κάποια παραπάνω ταραχή στην ατμόσφαιρα και ξεκίνησε να κατηφορίζει.
Λίγο πριν ανοίξει τη πόρτα η Εύα αναστεναξε
"Χρήστο περιμενε!" φώναξε κι εκείνος έκοψε το βήμα "Στις οχτώ είναι καλά;"
"Τέλεια..." της είπε βάζοντας τα χέρια στις τσέπες και χαρίζοντας της ένα τελευταίο χαμόγελο, έφυγε προς το σπίτι του.
Μόλις η Εύα άνοιξε, είδε τη Ξανθίππη έτοιμη να βγει.
"Βόλτα;" της είπε αφήνοντας τις σακούλες κάτω
"Όχι όχι, μέχρι την εκκλησία πάω στα γρήγορα και έρχομαι κορίτσι μου. Σε δέκα λεπτά θα είμαι πίσω"
"Προσεκτικά. Είδα πως ο παλιός δρόμος είναι χαλασμένος"
"Μην ανησυχείς" τη διαβεβαίωσε και βγήκε.
Η Ξανθίππη άκουσε σχεδόν όλη τη συζήτηση μα δεν ήθελε να βγει και διακόψει. Περιμενε υπομονετικά να τελειώσουν για να μη δημιουργησει στην Εύα αμηχανία. Όχι πως της πέρασε από το μυαλό ότι η Εύα θα μπορούσε ποτέ να καταλήξει με κάποιον άλλο άντρα πέρα από το γιο της αλλά, ήξερε καλά πως μόνο αυτό δεν είχε στο μυαλό της τη δεδομένη στιγμή .
Ήταν τόσο βαθιές οι πληγές , που αν και η Ξανθίππη ήθελε να τη δει ευτυχισμένη, ήξερε πως μόνο με ένα τρόπο θα έκλειναν.
***********
"Τι είναι αυτό;" Ο Άρης την έβαλε να καθίσει στο παγκάκι της παιδικής χαράς και άφησε στα πόδια της ένα περίεργο καλαθάκι. Ήταν πασχαλινό μα το Πάσχα δεν ήρθε ακόμη. Γύρω του υπήρχε κάτι που έμοιαζε με τούλι και μάλιστα έδειχνε σαν να υπήρχαν πολλές στρώσεις από αυτό. Πάραυτα το καλαθάκι ανεδυε μια όμορφη μυρωδιά.
Σίγουρα το έφτιαξαν μόνοι τους σκέφτηκε σαν είδε τα αυτοκόλλητα πουειχε κολλημένα με δυσκολία στο τούλι και έπεφταν.
"Δε θα το ανοίξεις;" Της είπε ενθουσιασμένος ενώ ο Ορέστης από την άλλη, είχε κολλημένα τα χέρια στις τσέπες σιωπηλός. Η Εύα άρχισε να ξετυλίγει σιγά σιγά το τούλι ώσπου ανοίγοντας το , είδε μέσα ένα λευκό τριαντάφυλλο
"Χρόνια πολλά!!!" Ο Άρης την αγκάλιασε μα εκείνη έμεινε να το κοιτάζει. Μόνο ένα σπίτι είχε αυτά τα λουλούδια στη περιοχή. Της Εύας πάντοτε της άρεσαν τα λευκά και ειδικά εκείνα τα τριαντάφυλλα που έμοιαζαν να έχουν χιλιάδες πέταλα . "Δεν βρήκαμε άλλο καλαθάκι μα σήμερα δεν είναι τα γενέθλια σου;" η Εύα κούνησε το προσωπάκι της χαρούμενη.
"Μα πώς καταφέρατε να το πάρετε; Ο φράχτης είναι τόσο ψηλός και..."
"Ο Ορέστης το πήρε!" Η Εύα τον κοίταξε και έτσι όπως ήταν χαρούμενη , όρμησε και τον αγκάλιασε. Τον φίλησε στο μάγουλο δέκα φορές κι εκείνος κοκκινησε σαν το παντζάρι.
"Μήπως σε δάγκωσε ο σκύλος; Η μαμά λέει πως είναι άγριο σκυλί! Μη το ξανακάνεις! Μήπως χτύπησες; Ο φράχτης είναι ψηλός!"
"Ωχου! Καλά είμαι! Τίποτα δεν έπαθα! Χρόνια πολλά. Και τώρα άντε ξεκολα από πάνω μου! Πρέπει να πάω σπίτι. Ξέχασα να πάρω ψωμί"
"Μα ακόμα δεν ήρθατε!" Γκρινιαξε εκείνη.
"Ναι ναι αλλά πρέπει να φύγω" ο Ορέστης ξεκίνησε να περπατάει και η Εύα κόλλησε το βλέμμα πάνω του.
Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά και νόμιζε ότι δεν τον βλέπει, άρχισε να κουτσαίνει...
*******
"Μια φορά γίνεσαι δεκαπέντε!!" Της είπε βάζοντας τη να καθίσει στις κερκίδες και αφήνοντας στα πόδια της ένα κουτάκι, η Εύα τους χαμογέλασε.
"Καλά είστε σοβαροί; Δεν μπορούσατε να περιμένετε μέχρι το απόγευμα;"
"Έλα μωρέ Εύα! Ώρα στα γενέθλια θα βάλουμε; Άντε άνοιξε το!!!!" Ο Άρης έδειχνε ενθουσιασμένος ενώ από την άλλη ο Ορέστης , τη κοιτούσε χαμογελαστός . Μόλις η Εύα τράβηξε τη κορδέλα περίμενε να μυρίσει εκείνη τη γνωστή όμορφη μυρωδιά μα δεν μυρισε.
Κατά κάποιο τρόπο τα αγόρια το είχαν κάνει έθιμο. Κάθε χρόνο, έβρισκαν έναν ωραίο τρόπο να τυλίξουν κάπου το λευκό τριαντάφυλλο και έτσι ήξερε το δώρο της.
Έπιασε το κουτάκι γεμάτη χαρά μα μόλις το άνοιξε, ένα πλαστικό φίδι πετάχτηκε από μέσα και εκείνη άρχισε να τσιριζει σαν τρελή.
"Θα σας σκοτώσω ρε!!"
Τα αγόρια έβαλαν τα γέλια κι εκείνη ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
"Ωωω μη κλάψεις σε παρακαλώ!!"
"Μια πλάκα θέλαμε να κάνουμε!"
"Πλάκα είναι αυτό;" Του είπε λυπημένη ώσπου φύσηξε απαλά το αεράκι και η μυρωδιά από το τριαντάφυλλο έσκασε στα ρουθούνια της. Ο Άρης πήγε κοντά, και βγάζοντας το χέρι πίσω από τη πλάτη, της έδωσε ένα καλαθάκι... Ένα καλαθάκι με το δώρο της.
*******
Ήξερε πως αυτά τα γενέθλιά δεν ήταν ίδια με τα άλλα... Μπορεί να έκλεινε τα δεκαεπτά μα η κατάσταση μεταξύ τους είχε αλλάξει δραματικά σε σχέση με άλλες χρονιές. Με τον Ορέστη τα είχαν σπάσει τη προηγούμενη μέρα αλλά και άλλη μέρα, καυγαδιζαν. Πάραυτα, όπως έκανε συνήθως, ετοιμάστηκε για να πάει στο χαμόσπιτο.
Μόλις έφτασε είδε απέξω και τα δύο αυτοκίνητα.
Αν και είχε μια αίσθηση ότι δεν θα τα ξεχνούσαν, ένιωθε περίεργα. Παραμέρισε τις σκέψεις της και μπαίνοντας είδε τον Ορέστη να καπνίζει αδιάφορα στη μπαλκονόπορτα και τον Άρη κολλημένο στο κινητό.
"Καλησπέρα..." Τους είπε
"Σπέρααα" αποκρίθηκε ο Άρης δίχως να σηκώσει κεφάλι από τη συσκευή. Η Εύα κατσουφιασε ενώ ο Ορέστης έσβησε το τσιγάρο και άναψε άλλο. Ο καυγάς που είχαν πατήσει δεν είχε προηγούμενο μια μέρα πριν. Ήταν σίγουρη πως θα της έκανε μούτρα αλλά κι εκείνη ήταν εκνευρισμένη. Βλέποντας πως δεν της δίνουν πολύ σημασία , απογοητεύτηκε.
"Βασικά, ξέχασα το σίδερο οπότε πρέπει να φύγω" τους ανακοίνωσε μα εισέπραξε αδιαφορία. Το ειχαν ξεχάσει τελικά...
Σαν γύρισε το κορμί της για να φύγει άκουσε ένα θόρυβο πίσω της και πριν καταφέρει να δει τι συμβαίνει ένιωσε το κορμί να αιωρείται
"Είναι δυνατόν να ξεχνούσαμε τα γενέθλια σου; " Της είπε αφήνοντας τη κάτω απαλά. Σε κάθε άλλη περίπτωση η Εύα θα τσιριζε, θα τον χτυπούσε θα γελούσε μα εκείνη είχε μια θλίψη στα μάτια. Σαν να της έβγαινε ένα παράπονο.
"Μη το ξανακάνεις αυτό... Προτιμώ τα φίδια στο κουτάκι..." αποκρίθηκε λυπημένη.
"Ίσως έχεις δίκιο. Μεγαλώσαμε για αυτά. Έλα... Κάποιος έχει δωραααακι!"
Ο Άρης την έβαλε να καθίσει σε εκείνα τα τελάρα μα ο Ορέστης σημασία δεν έδωσε.
Σήκωσε το μπουφάν του αποκαλύπτοντας ένα καλαθάκι. Ένα γνώριμο για αυτή καλαθάκι.
"Πως...μα... Αυτό ήταν στο δωμάτιο μου..." Απόρησε βλέποντας εκείνο το πασχαλινό λαγουδισιο καλαθάκι
"Έλα μωρέ Εύα κολλάς κι εσύ σε κατι λεπτομέρειες. Γίνεσαι δεκαεπτά! Ένας χρόνος έμεινε για την ελευθερία. Έπρεπε να είναι φαντασμαγορικό!" Η Εύα χαμογέλασε ελαφρά. Τόσο όσο μπόρεσε. Τα αγόρια είχαν φτάσει δεκαεννιά και είκοσι αλλά ακόμα δεν ήταν ελεύθερα και το ήξερε.
Μόλις έβγαλε το τούλι και ενώ περίμενε να έρθει η χαρακτηριστική μυρωδιά, αντιλήφθηκε πως το κουτί όχι μόνο δεν μύριζε αλλά ήταν υπερβολικά μικρό για να κρύβει μέσα του εκείνα τα τριαντάφυλλα.
"Δεν έχω τριαντάφυλλο φέτος;" ρώτησε λυπημένη. Μα δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες της λύπες. Στεναχωρήθηκε και μάλιστα ήταν αρκετά εμφανής. Πόσο εύκολο είναι να λαμβάνεις για χρόνια ολόκληρα κάτι που αγαπάς με όλη τη ψυχή σου και τώρα όχι ..
"Μεγαλώνεις Εύα. Ολόκληρη γυναίκα έγινες και μάλιστα μια πανέμορφη γυναίκα. Σου αξίζει... Άνοιξε το..." Της είπε ο Άρης κι εκείνη ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Ορέστη ο οποίος επιτέλους τη κοίταξε, έπιασε και το άνοιξε.
"Δε το πιστεύω!" ψέλλισε έκπληκτη σαν είδε μέσα εκείνο το κολιέ...
Λίγες μέρες πριν έλεγε για αυτό το κολιε στον Άρη. Είχε ζητήσει από τη μάνα της χρήματα και δεν της έδωσε οπότε αναγκάστηκε να πάει από ένα άλλο κατάστημα με ψεύτικα κοσμήματα και να πάρει ένα παρόμοιο. Μα αυτό που κρατούσε, δεν ήταν ψεύτικο, ούτε του έμοιαζε. Ήταν ακριβώς το ίδιο. Η Εύα συγκινήθηκε. Όχι μόνο από τη κίνηση, αλλά και από το γεγονός πως ήξερε την οικονομική κατάσταση τους. Ο Άρης δίχως να της πει κάτι, το έπιασε . Έκανε τα μαλλιά της στην άκρη, και αφήνοντας της ένα απαλό φιλί στο λαιμό, της το φόρεσε.
"Χρόνια πολλά μικρή μου..." έριξε ένα βλέμμα στον Ορέστη όλο νόημα αλλά εκείνος δεν έδειξε να πλησιάζει για να της ευχηθεί. "Λοιπόν, πάω να πάρω μπύρες και έρχομαι να το γιορτάσουμε! Μέχρι να έρθω όμως, δε θέλω να έχεις αυτά τα μούτρα! Σύμφωνοι;" της δήλωσε σοβαρός και εκείνη αρκέστηκε σε ένα κούνημα του κεφαλιού. "Έρχομαι σε κάνα εικοσαλεπτο."
Ο Άρης έφυγε και εκείνη η στυγερή απονη σιωπή απλώθηκε παντού. Ήταν η σιωπή που ήθελε να πει τόσα άλλα λέξη δεν έβγαζε. Η Εύα άγγιξε το κολιέ στο λαιμό της και βουρκωσε.
"Δεν μου ευχήθηκες..." Ψέλλισε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του και τον άκουσε να περπατάει. Όσο τα βήματα πλησίαζαν , άλλο τόσο η καρδιά της έτρεμε. Ώσπου σταμάτησαν πίσω της. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε φέρνοντας την ευωδιά μαζι και όπως εκείνη τη μέρα στις κερκίδες , έτσι και τώρα την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν τόσα πολλά που κρατούσε μέσα της κι άλλα τόσα που ήθελε να πει στον Ορέστη αλλά σιωπούσε. Σαν κατάρα ήταν εκείνο το φιλί που του είχε ζητήσει. Από εκείνη τη μέρα και μετά , ο Ορέστης άλλαξε. Ύστερα κατέληξαν σε εκείνο το στρώμα και η κατάσταση χειροτερευε. Εκείνη καρδιοχτυπουσε μα εκείνος έφευγε για να μην ακούει τους χτύπους.
Ο Ορέστης έκανε το γύρω του κορμιού της και σαν στάθηκε μπροστά της, χαμήλωσε στα γόνατα. Έβαλε το χέρι πίσω στη πλάτη, και βγάζοντας το τριαντάφυλλο ένα δάκρυ έπεσε από τα μάτια της.
"Χρόνια πολλά μωρό μου... " της είπε και μόλις έσκασε στα αυτιά της εκείνο το μωρό μου, όλη αυτη η οικειότητα που μηνες είχε να της δείξει η Εύα έβαλε τα κλάματα. Ο Ορέστης ανασηκώθηκε για να τη φιλήσει στο δεξί μαγουλο, εκείνη χαμήλωσε προς τα δεξιά πιστεύοντας πως στοχεύει αριστερά και χωρίς να το επιζητεί, τα χείλη τους ενώθηκαν.
Ξεροκαταπιε αμηχανα μα χωρίς να το περιμένει ο Ορέστης τη γραπωσε από τα μάγουλα και βάθυνε το φιλί ως το τέρμα. Τόσο διψασμένο φιλί. Τόσο παραπονιαρικο... Μόλις όμως εκείνο το παράπονο χάθηκε και το φιλί άρχισε να αγριευει, όπως πάντα, ο Ορέστης τραβήχτηκε.
"Εγώ .."
"Σσς..." έβαλε τα δάχτυλα της πάνω στα χείλη του και τον ανάγκασε να σωπάσει. "Δε θέλω να πεις κάτι. Είναι εντάξει... Εμένα αυτό μου αρκεί για να είμαι ευτυχισμένη..." ένα αμυδρό χαμόγελο γκυκανε το πρόσωπο της αλλά και τα λακακια της. Τοποθέτησε το τριαντάφυλλο στα μαλλιά της και σηκώθηκε χαρούμενη.
Άνοιξε το ραδιόφωνο και ακούγοντας μια όμορφη μπαλάντα , έκανε δύο στροφές γύρω από τον εαυτό της.
"Δεν είναι όμορφη Ορέστη;" τον ρώτησε κι εκείνος τη κοίταξε μπερδεμένος
"Ποια;"
"Η παραδοχή των συναισθημάτων..." η Εύα άνοιξε πιο πολύ τη μουσική, και συνέχισε να χορεύει...εκείνη τόλμησε να το παραδεχτεί και ένιωθε εντάξει με αυτό ενώ εκείνος, έμεινε απλά να τη κοιτάζει θαμπωμένος...
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top