Κεφάλαιο 22°

"Ποτέ δεν μου έτυχε να σε παρατηρήσω από τόσο κοντά..."

"Αν δε σου αρέσει το θέαμα είσαι ελεύθερη να φύγεις. Εσύ ήρθες και κόλλησες πάνω μου σαν τη βδέλλα.."

"Μην αρπαζεσαι ρε Ορέστη. Εκτός αυτού, πόσες φορές θα έχω τη τύχη να με φέρεις σε ένα καλοκαιρινό σινεμά; Βγάλαμε ρίζες στο σπίτι..."

"Και τι ακριβώς δεν σου άρεσε τώρα που με παρατηρείς από τόσο κοντά;"

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Ξαπλωμένοι και οι δύο πάνω στο καπό του αμαξιού, έβλεπαν τους τίτλους τέλους της ταινίας από μακριά.

"Ποιος σου είπε πως παρατήρησα κάτι κακό; Έχεις μια μικρή ελίτσα... Να ..εδώ" η Εύα άπλωσε το δάχτυλο της κοντά στο αριστερό του φρύδι κι εκείνος έκανε μια γκριμάτσα ενόχλησης "Επίσης έχεις έξι ακριβώς φακίδες!"

"Ρε Εύα σοβαρολογεις τώρα; Εμένα έβλεπες η την ταινία! Άκου εκεί έξι..." Η Εύα κοκκινησε. Ο Ορέστης γύρισε λιγάκι το κεφάλι προς τα δεξιά και βλέποντας τη σε αυτό το αγαπημένο του χρώμα, ένιωσε περίεργα. Αν και είχε συνηθίσει τις ντροπες της τόσα χρόνια, υπήρχαν στιγμές καθώς μεγάλωναν που του προκαλούσαν μια διαφορετική αίσθηση στο κορμί.
"Τώρα θα με κοιτάζεις σιωπηλή;"

"Τσου..."

"Ωραία. Αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, έχεις μια ελιά κάτω από το δεξί στήθος. Τέσσερις στη πλάτη , 2 στο μπικίνι σου, οι διαφανές τριχουλες στο χέρι σου έχουν αντίθετη φορά από το κανονικό σε ορισμένα σημεία, το πάνω σου χείλος μερικές φορές τρέμει περισσότερο από το κάτω ενώ το αριστερό σου λακκακι , μπαίνει πιο μέσα από το δεξί όταν γελάς..."

Η Εύα γουρλωσε τα μάτια

"Τώρα γιατί εκπλήσσεσαι; Εγώ δε μπορώ να σε προσέχω δηλαδή;" Η Εύα όμως έγινε ακόμα πιο κόκκινη.
"Έλα, άντε κατέβα να σε γυρίσω σπίτι. Τα κουνούπια έχουν αρχίσει να τσιμπάνε άγρια... Ίσως βρέξει. Μου τη δίνουν οι καλοκαιρινές βροχές..."

Ο Ορέστης κατέβηκε πρώτος και κάνοντας το γύρω, την έπιασε από τη μέση και τη κατέβασε.

"Που έχεις δει τις ελιές του μπικίνι μου;" του πέταξε πριν μπουν στο αμάξι.

"Σοβαρά τώρα; Πόσες φορές έχουμε πάει για μπάνιο;"

"Αχ τώρα που είπες μπάνιο... Πάμε;"

"Που;"

"Για μπάνιο μωρέ Ορέστη! Η Κική έχει γενέθλια. Ο Άρης σιγά μην έρθει. Πάμε;"

"Νυχτώνει ρε Εύα και θα βρέξει..."

"Δικαιολογίες... Τέλος πάντων. Έλα να με πας σπίτι..." Η Εύα κατσουφιασε , μπήκε στο αμάξι και κατέβασε λιγάκι το κάθισμα

"Γιατί πειράζεις όλη την ώρα το αμάξι μου λες;" της είπε σαν μπήκε και εκείνος

"Γιατί με αφήνεις; Λέω εγώ τώρα..."

"Έλα μου ντε... "

Ο Ορέστης ξεκίνησε να οδηγεί ώσπου φτάνοντας στη διασταύρωση για το σπίτι της, άλλαξε κατεύθυνση

Η Εύα πετάχτηκε σχεδόν στο κάθισμα.

"Ε τι να σου πω τώρα!!!"

"Πως είμαι τέλειος;" της χαμογέλασε στραβά πιάνοντας το δρόμο για την παραλία

"Τσου..."

"Ωραία, πες μου τότε κάτι που σε εκφράζει!"

"Τσου..."

Ο Ορέστης αναστεναξε

"Τι θέλω ο μαλάκας και σου κάνω τα χατίρια μου λες;"

Η Εύα κάθισε στο κάθισμα χαρούμενη. Ανά και είχε αφόρητη ζέστη, ο Ορέστης απέφευγε να πηγαίνουν το βράδυ για μπάνιο. Πήγαινε συχνά μόνος αλλά ήξερε πως έχοντας την Εύα μαζί, θα έπρεπε να στρέψει τη προσοχή του εκεί οπότε στην ουσία δεν έκανε ποτέ μπάνιο. Εκτός αυτού, σχεδόν πάντα, κατέληγαν απλά να πλατσουριζουν όλοι μαζί στα ρηχά. Η διαφορά ήταν, πως ο Άρης δεν ήταν μαζί τους...

"Φτάσαμε!" η Εύα δεν περίμενε ούτε το σταμάτημα του αυτοκινήτου. Άνοιξε τη πόρτα και ο Ορέστης έμεινε να τη κοιτάζει να τρέχει ενθουσιασμένη προς τη θάλασσα "Έλα Ορέστη! Έλα! Είναι ζεστό το νερό..." Τόσο χαρούμενη... Τόσο μοναδική...

Βγήκε και μέχρι να φτάσει εκείνη είχε ήδη ξεντυθει.

"Ρε Εύα!! Γαμω τη πουτανα μου! Τη τρέλα μου μέσα! Χαζεψες;"

Μόλις η Εύα αντιλήφθηκε πως δε φορούσε κανονικό εσώρουχο αλλά ένα  κοφτό γύρισε αμέσως κατάκοκκινη.

"Αχ χίλια συγνώμη. Ξέχασα.. γαμωτο..." Πάντα φρόντιζε να φοράει εσώρουχα τα οποία έμοιαζαν με μαγιό , όταν είχε ζεστή αφού ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να κατέληγαν στη θάλασσα. Μα δεν είχε σχεδιάσει τη σημερινή απόδραση. Έβαλε τα χέρια της στα οπίσθια και κάνοντας μικρά βήματα άρχισε να μπαίνει στο νερό.

"Εύα θα πέσεις!" της φώναξε έξαλλος

"Μη κοιτάς! Μέχρι να μπω!"

"Ρε τη τύχη μου μέσα..." Ο Ορέστης όμως δεν έβριζε για την επιλογή η για το εσώρουχο της. Έβρισε γιατί δεν ήξερε πως να βγάλει και ο ίδιος το παντελόνι. Εκείνη η περίεργη αίσθηση προκάλεσε το μόριο του και ένιωσε μπερδεμένος.

"Έλα μεσα γκρινιάρη! Μπήκα!" έκλεισε τα μάτια του, διέταξε όπως όπως τον εαυτό του να ηρεμήσει και βγάζοντας τα ρούχα του, μπήκε στο νερό.

"Δίκιο δεν είχα; Τέλεια είναι..." Η Εύα άρχισε να πλατσουριζει στο νερό. Ο ήλιος είχε κατέβει, και εκείνο ξεκίνησε να παίρνει μια γυαλαδα που του προκαλούσε ηρεμία. Κοίταζε το νερό και ένιωθε σαν να τον καλεί... Σαν να του ζητούσε να μπει και να χαθεί μέσα του.

"Σου μιλάω ρε Ορέστη.." η Εύα μπήκε μπροστά κόβοντας του τη θέα κι εκείνος αντιλήφθηκε πως αφαιρέθηκε. Αν και δεν είχε μάθει ακόμα μπάνιο, στα ρηχά είχε το θάρρος να βουτήξει το κεφάλι της μέσα και κατάλαβε πως το είχε ήδη κάνει κι εκείνος δε τη πήρε χαμπάρι. "Τι σκέφτεσαι;" Η Εύα έκανε το γύρω του κορμιού του, και απλώνοντας τα χέρια στη πλάτη του, στηρίχθηκε στο κορμί του και επέπλευσε.

"Μου αρέσει το νερο..." της είπε σιγανα. "Αν βάλεις τα χέρια σου.." ο Ορέστης σταμάτησε ξαφνικά "Βασικά έλα εδώ, θα σου δείξω..." Άπλωσε το χέρι του προς τα πίσω και πιάνοντας το χέρι της τη τράβηξε μπροστά  του. Τη γύρισε έτσι ώστε να κοιτάζει την απέραντη θάλασσα και ένωσε τα χέρια του με τα δικά της. Ένα απαλό κυματακι σηκώθηκε κουνώντας τα κορμια τους μα εκείνος ήταν απορροφημένος. "Άσε τα χέρια σου να αγγίξουν το νερό χωρίς να βουλιάξουν.." της ψιθύρισε στο αυτί. "Νιώθεις το μαγνητισμό; Σαν κάτι που απλά να σε τραβάει... Να σε ηρεμεί..."
Ένα μεγαλύτερο κύμα έσκασε παρασέρνοντας το κορμί της περισσότερο στο δικό του ώσπου ένιωσε τα χέρια του να αφήνουν τα δικά της.

"Το νιώθεις;" της είπε και εκείνη κούνησε το κεφάλι. Έμεινε με τα χέρια ανοιχτά όπως της είπε να χαϊδεύει τη θάλασσα... Στο επομενο κύμα, τα χέρια του Ορέστη κλείδωσαν τη μέση της. Μόλις τα ένιωσε , ταράχτηκε. Η καρδιά της ξεκίνησε να χτυπάει ενώ η ανάσα του που έσκαγε από πίσω, χειροτέρευε την αίσθηση.
Κάνοντας έναν ελιγμό, η Εύα γύρισε. Βύθισε ελαφρά το κεφάλι της και αναδύθηκε την ίδια στιγμή. Ήθελε τόσο να διώξει εκείνη την αίσθηση της θερμότητας . Ήταν περίεργη...

"Ορέστη;" του είπε διστακτικά

"Αισθάνομαι την αμηχανία σου... Τι έπαθες;" τη ρώτησε κι εκείνη αναστεναξε και πλησιάζοντας τον, κλείδωσε τα πόδια της γύρω του και τον αγκάλιασε  χωρίς να τον ρωτήσει η να σκεφτεί παραπάνω . Αυτό ένιωσε. Αυτό έκανε..

"Αισθάνομαι περίεργα..." Παραδέχθηκε ενώ μόλις εκείνος την έπιασε πάλι από τη μέση η Εύα σφίχτηκε "Να! Τώρα... Αυτό που έκανες..."

"Τι έκανα;"

"Ορέστη.... Μερικές φορές νομίζω πως, το κορμί μου... Δεν ξέρω... Ίσως κάνω λάθος μα..." Η Εύα άνοιξε τα μάτια διάπλατα

"Τι έπαθες;"

"Ορέστη γιατί το κάνεις πάλι αυτό μου λες;"

"Τι κάνω ρε Εύα!"

"Εντάξει... Φταίω. Μου είπες να μη σε ξαναπάρω έτσι αγκαλιά αλλά κοφτο..." Του είπε κατάκοκκινη

"Είσαι με τα καλά σου;"

"Ρε Ορέστη..." Θύμωσε περίεργα "Ξέρω πως... Να... Εκείνο... Το... Ξέρεις τώρα... Το νιώθω... Ουφ..." Αναστεναξε

"Τι νιώθεις μωρέ Εύα!" Της είπε μα στο επόμενο δευτερόλεπτο ο Ορέστης σοβαρεψε "Εύα... Άκουσε με προσεκτικά. Χωρίς να με αφήσεις γύρνα από πίσω μου.."

"Ορέστη με τρομάζεις..."

"Αν σου πω τι είδα κάτω από το νερό..." Η Εύα άρχισε να ουρλιάζει πανικόβλητη. Χτυπούσε χέρια και πόδια και ξεκίνησε να τρέχει προς τη στεριά . Ο Ορέστης ακολούθησε εξτασιασμενος . Μόλις βγήκαν είδαν μια τεράστια ουρά να σκάει στην επιφάνεια και η Εύα έβαλε τα κλάματα.

"Καρχαρίας ήταν! Θα μας έτρωγε!"

"Ρε κορίτσι μου. Τι καρχαρίας! Αγγελοψαρο ήταν χαλάρωσε λιγάκι. Απλά ηταν ακριβώς από πίσω σου και δεν ήθελα να..." Η Εύα βγήκε εκτός ελέγχου και άρχισε να χοροπηδάει ώσπου αρπάζοντας την από τη μέση, την έριξε μαζί του στην άμμο.
Η στάση όμως που βρέθηκαν ήταν διαφορετική από εκείνη που είχε στο μυαλό του και η Εύα κατέληξε ακριβώς επάνω του. Το στήθος της κόλλησε στο δικό του και έτσι όπως ήταν λαχανιασμενη της κόπηκε η μιλιά.

"Θα βρέξει..." του είπε μόλις έσκασε ένα μπουμπουνητο στον ουρανό αλλά εκείνος είχε μια αλλόκοτη σιωπή. Ξάφνου ένιωσε τις παλάμες του να αγκαλιάζουν τα οπίσθια της. Η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη και βαριά. Την κοίταζε με ένα τόσο βαθύ βλέμμα, ενώ άρχισε παράλληλα να αισθάνεται μια πίεση χαμηλά .

"Σας έψαχνα παντού!" η φωνή του Άρη ακούστηκε και η Εύα τινάχτηκε πάνω από τον Ορέστη σαν αστραπή. Ο Άρης ξεπρόβαλε από τους θάμνους και σαν τους κοίταξε καλά, καλά εξυσε το κεφάλι του.

"Μαλώσαμε με τη Κική και ... Τι διάολο! Μπάνιο χωρίς εμένα κάνετε ρε;" ο Άρης ξεντυθηκε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβαν να του πουν τίποτα για το ψάρι. Μόλις ο Άρης έπεσε μέσα νερό και το είδε όμως άρχισε να ουρλιάζει σαν χαζός και ξέσπασαν όλοι μαζί σε γέλια... Μόνο που κάπου εκεί στο χαμόγελο, ο Ορέστης έριξε ένα βλέμμα στην Εύα και το χαμόγελο της έσβησε...

**********

Τα ρούχα του είχαν ποτησει υγρασία .
Πάνω από τρεις ώρες είχε περάσει σε εκείνη την αμμουδιά. Έπιανε τα πετραδάκια, τα πετούσε, ξάπλωνε , σηκώνονταν, καθόταν. Κάπνιζε, έπινε..

Τόσες όμορφες γλυκές αθώες στιγμές...
Τότε που απλά κάθε συναίσθημα ήταν εικασία της καρδιάς. Τότε που όσα ένιωθε δεν έβγαζαν νόημα. Απλά γεννιόντουσαν. Από την ώρα που έπιασε το Δημήτρη κατέληξε σε εκείνη την απόμερη ακροθαλασσιά. Έψαχνε για ένα κομμάτι ηρεμίας. Για λίγες στιγμές μοναξιάς. Μόνο η θάλασσα κατάφερνε να τη βγάλει από το μυαλό... Ήθελε να μπει, να βυθιστεί μέσα της και να μείνει εκεί... Να ξεπλύνει το κορμί της από πάνω του. Να ξεπλύνει κάθε χάδι και φιλί...

Όλα εκείνα τα βογγητα της που έμειναν σαν μουσική στα αυτιά του. Θύμωνε τόσο με τον εαυτό του.

Άκουσε βήματα μα δε γύρισε...

"Δεκαπέντε χρόνια..." ψέλλισε ήρεμος. "Δεκαπέντε χρόνια είχα να γευτώ το κορμί της... Τι έκανα..." έβαλε τα χέρια του σαν απελπισμένος στο κεφάλι . Ο Άρης αν και δε περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο , συνέχισε να περπατάει σιωπηλός . Έφτασε δίπλα του και κάθισε. Έβγαλε ένα στριφτό τσιγάρο από τη τσέπη, και το άναψε. Η μυρωδιά του χασίς έσκασε σε ολόκληρη τη παραλία.

"Πήγα με τη Κική σήμερα.." είπε σοβαρος.  Έμοιαζε θαρρείς και έφτιαξαν μια στιγμή, που ο ένας έβγαζε στον άλλο αλήθειες. Που απλά άφηναν τα λόγια να τα πάρει το κύμα.

"Ένιωσες;" ρώτησε ο Ορέστης

"Ένιωσα όσα έπρεπε να νιώσω... Εσύ;"

"Εγώ πέθανα..." του είπε και ο Άρης του πασαρε το τσιγάρο "Δε θα πάρω... Μετά τη φυλακή δε κάπνισα. Δε θέλω..."

Ο Άρης ξάπλωσε από τη γλυκιά ζάλη που του δημιουργησε

"Δεν έπρεπε Ορέστη..."

"Έπρεπε..."

"Δεκαπέντε χρόνια.... Άξιζαν;" Τον ρώτησε και ο Ορέστης ξάπλωσε πλάι του.

"Ως το κόκαλο..." του είπε σίγουρος
Ο Άρης έκρυψε ένα δάκρυ που βγήκε από τα μάτια. Ποτέ δεν έκλαιγε. Ποτέ κανένας δεν τον είδε να κλαίει. Ούτε σαν παιδί, μα ούτε σαν άντρα...
Ήταν πολλά όμως για να κρατήσει...
"Ξέρεις ποιο είναι το γαμωτο;"
Ο Άρης έμεινε σιωπηλός
"Πως αν έπρεπε να φάω άλλα δεκαπέντε , θα τα έτρωγα για πάρτη σου..."

Αυτή του η φράση τον σακατεψε...

*******

Είχε πάει εξι ...
Ο Ορέστης του είχε πει πως θα πήγαινε από τη μάντρα και έπειτα θα πήγαινε να τον πάρει από το σπίτι γιατί το αμάξι της μάνας του χάλασε. Μα αυτό είχε γίνει ώρες πριν...

"Γιατί πηγαινοέρχεσαι σαν τρελός ρε αγόρι μου; Ίσως κάτι έγινε..." του είπε η μάνα του

"Άργησε πολύ. Φεύγω μάνα. Θα πάω μια να δω αν το αυτοκίνητο είναι σπίτι του. Θα μας περιμένει  και η Εύα και δεν έχει τηλέφωνο ούτε να τη πάρω"

"Όπως αγαπας παιδί μου"

Ο Άρης έφυγε μέσα στα νευρα και την ανησυχία. Φτάνοντας στο σπίτι του Ορέστη είδε το αμάξι του απέξω.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε στο παραθύρο. Το αμάξι του Κώστα έλειπε και παίρνοντας θάρρος , το άνοιξε και μπήκε.

"Ανάθεμα!" φώναξε βλέποντας τη Ξανθίππη σε άσχημη κατάσταση και τον Ορέστη από πάνω της να τη κρατάει έντρομος.

"Βρήκε ευκαιρία ο πουστης που έλειπα!!!" Ο Ορέστης έβγαλε μια δυνατή κραυγή. "Δε μπορώ... Δεν μπορώ άλλο ρε μάνα..."

Ο Άρης έτρεξε στη κουζίνα και έβγαλε πάγο. Είχε μάθει τα κατατόπια απ' έξω. Η Ξανθίππη δεν ήταν αναίσθητη μα αρκετά χτυπημένη.

"Μη.. γιε μου... Φύγε... Πριν έρθει..." του είπε μα ο Ορέστης έσφιξε το σαγόνι.
Κοίταξε τη μάνα τοτ και έπειτα έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα στον Άρη

"Στο δωμάτιο έχω το σάκο από το στρατό" του είπε "Παρτον και πάνε στο δωμάτιο της. Γέμισε τον με ότι ρούχα βρεις και έλα κάτω!!" Ο Άρης δίχως δεύτερη κουβέντα έπραξε όπως του είπε και έφυγε "Έλα μάνα.. σήκω...." Ο Ορέστης τη σήκωσε απαλά απαλά και την έβαλε να καθίσει στο καναπέ. Πήρε τα παπούτσια της, της τα φόρεσε μα εκείνη δεν ήθελε. "Αν με αγαπάς σταμάτα να φέρνεις αντίσταση. Είναι ο μόνος τρόπος! Δεν μπορώ να ξηγηθω με εσένα εδώ δε το βλέπεις;"

"Έτοιμο!" ο Άρης άφησε το σάκο κάτω. Ο Ορέστης καθάρισε το πρόσωπο της και έπειτα τη βοήθησε να σταθεί.

"Βαλτη στο αμάξι... Πήγαινε τη στα λεωφορεία και απλά βαλτην μέσα σε ένα..."

"Τι λες..."

"Άρη! Κάνε αυτό που είπα!"

Η Ξανθίππη έβαλε τα κλάματα στα βουβα. Το σώμα της ήταν ταλαιπωρημένο και ήξερε πως δεν θα μπορούσε να φέρει αντίσταση. Ο Ορέστης γονάτισε , έπιασε τα χέρια της και τα φίλησε.

"Θα έρθω να σε βρω μάνα... Στο υπόσχομαι..." Έπειτα κοίταξε τον Άρη και του έδωσε τα κλειδιά.

"Πάμε κυρία Ξανθίππη.. κρατηθειτε πάνω μου..." ο Ορέστης άνοιξε τη πόρτα και βλέποντας πως δυσκολεύεται, έκανε στην άκρη τον Άρη και τη πήρε αγκαλιά. Ήταν τόσο αδύνατη αλλά και δυνατή συνάμα... Την έβαλε στο αμάξι , έκλεισε τη πόρτα και βουρκωσε.

"Πρόσεχε την. Και μην γυρίσεις. Μόλις την αφήσεις πήγαινε στο χαμόσπιτο. Θα έρθω εκεί να σε βρω" ο Άρης δεν απάντησε. Μπήκε στο αμάξι και έβαλε μπρος. Το κεφάλι της Ξανθίππης εγυρε μοναχό του προς το παράθυρο και κοίταξε το γιο της...

Σιωπή... Ο Ορέστης σώπασε...

Μόλις το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, έσφιξε τις γροθιές του. Μπήκε στο σπίτι, έβγαλε το κονιάκ που κρατούσε κρυμμένο η μάνα του, άναψε ένα τσιγάρο και περίμενε...

*********

"Το κέικ ήταν απίστευτο !" Η Εύα έβαλε και τα τελευταία κομματακια στο στόμα .

"Αμάν βρε κορίτσι μου. Έχει νυχτώσει και ακόμα κέικ τρως!"

Η Εύα χαμογέλασε

"Ξέρετε πόσα χρόνια έχω να..." μια πίκρα έφερε στα χείλη της τη θλίψη, και η θλίψη έσβησε το χαμόγελο.

"Κι εγώ στεναχωριέμαι..." η Ξανθίππη άπλωσε το χέρι στο δικό της. Ήταν καθισμένες στο καναπέ. Σαν ανάγκη για ηρεμία, καμία από τις δύο δεν αναφέρθηκε στο παρελθόν με τη βαριά σημασία του. Η Εύα της μίλησε για τις σπουδές και τη δουλειά της, καθώς φυσικά της εκμυστηρεύτηκε και το πρόβλημα που αντιμετώπισε με τη Χριστίνα ενώ εκείνη με τη σειρά της, της μίλησε για το μοναστήρι, για τη ζωή εκεί αλλά και για τις δυσκολίες που υπήρχαν σε αυτό το είδος ζωής.

"Πέρασα δύσκολα..." πήρε το λόγο και το θάρρος η Εύα.. "Συγνώμη. Κάθε φορά που τριγυρίζω εκεί, με πιάνει ένας κόμπος και..."

"Δικό σου είναι αυτό;" η Ξανθίππη τράβηξε απαλά το τετραδιακι της Εύας κι εκείνη κούνησε το κεφάλι "Καταλάθος έπεσε όταν κάθισα στο καναπέ... Άνοιξε και ενώ πήγα να το κλείσω..." παραδέχθηκε και η Εύα ήξερε πως δεν έλεγε ψέματα. Εκείνη η γυναίκα σιχαίνοταν το ψέμα  "Διάβασα πέντε σειρές και μετά ντροπιασμένη το έκλεισα... Μα έγραφες κάτι που έμοιαζε με ποίημα, και μια βάρκα..." Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Εύας.

"Θέλεις να μου διαβάσεις; Γράφεις πολύ όμορφα..."

"Αυτό δεν είναι ποίημα Ξανθίππη μου..." της είπε νιώθοντας το κόμπο στο λαιμό να σφίγγει την ανάσα της.

"Γιατί κλαίς..." και μόνο στην ερώτηση, η Εύα χώθηκε στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε λυγμούς. Η Ξανθίππη ταράχθηκε.

"Εύα μου; Μη με κάνεις έτσι και είμαι μεγάλη γυναίκα. Ηρέμησε να χαρείς... Για όλα έχει ο Θεός..." Τίποτα . Η Εύα πλανταξε στο κλάμα

"Το σκότωσα.. Ήθελα να πεθάνω και το πήρα στο λαιμό μου..." της είπε και η Ξανθίππη δεν καταλαβε.

"Σσς... Όλα θα φτιάξουν... Απλά πάρε βαθιές ανάσες" της χάιδεψε τα μαλλιά και η Εύα έμεινε χωμένη στην αγκαλιά της

"Δεν φτιάχνουν..."

"Όλα φτιάχνουν κόρη μου... Όλα..."

Η Εύα ανασηκώθηκε. Η Ξανθίππη άπλωσε τα ταλαιπωρημένα χέρια της και μόλις την άγγιξε στο πρόσωπο στη προσπάθεια να σκουπίζει τα δάκρυα της,  λύγισε...

"Ήμουν έγκυος όταν με έδιωξαν.." η Ξανθίππη έφαγε το πρώτο χαστούκι "Τον άφησα... πίστεψα.. του είπα να ζήσει μέσα μου κι εκεινος το είπε και το έκανε..."

"Ποιος κόρη μου;" αν και κάπου στο βάθος της ψυχής της , ήξερε την απάντηση , η Ξανθίππη βουρκωσε

"Ο Ορέστης..."

Ήταν από εκείνες τις στιγμές που το κλάμα δεν αγγίζει τον εσωτερικό πόνο της ψυχής. Περνάει από δίπλα του , τον κοιτάζει και τρέμει... Όταν ο πόνος ξεπερνάει , τα δάκρυα, μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ τρομακτικό. Κι αυτό ακριβώς , κρυβόταν μέσα στα μάτια της Ξανθίππης.
Χωρίς να βγάλει λέξη, ώθησε την Εύα ξανά την αγκαλιά της. Ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο δικό της, και εκείνα τα πελώρια μάτια της, έμειναν νεκρά να κοιτάζουν το κενό σαν νεκρά.

"Εκείνη τη μέρα θα πέθαινα..." Μάνα τελικά, δεν είναι αυτή που μας γεννάει και η Εύα το ένιωσε πολύ δυνατά. Ξεκίνησε να λέει στη Ξανθίππη όλα όσα έγιναν. Από τη νύχτα που πέρασαν στο αμάξι , τη σύλληψη , την άρνηση του να της μιλήσει, τη κατάθλιψη όταν την έδιωξαν αλλά και το θάνατο που φλέρταρε μαζί της για χρόνια ολόκληρα.

Κι αυτό ήταν...
Η Ξανθίππη, πέθανε για δεύτερη φορά εκείνη τη νύχτα...

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top