Κεφάλαιο 21°
"Πάλι μούτρα έχεις; Δεν έχει άδικο η Εύα, Κοσμά..." Έβγαλε τις τιράντες του , τα παπούτσια και απογοητευμένος κίνησε προς το καναπέ. Από την ώρα που έφτασαν τα νέα από το νησί στη Θεσσαλονίκη, ένιωθε να πνίγεται. Προσπάθησε αμέτρητες φορές να πάρει την Εύα αλλά εκείνη δε δέχθηκε να του μιλήσει σε αντίθεση με τη Μάρθα , η οποία μόλις τη πήρε τηλέφωνο το σήκωσε. "Ήταν βαρύ αυτό που έκανε ο Δημήτρης. Εγώ την καταλαβαίνω..."
"Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κερδίσει την εμπιστοσύνη της..."
"Όπως βλεπεις όμως, όχι απλά δε τη κέρδισε αλλά την έχασε εντελώς. Και εκείνος και εσύ. Ειλικρινά απορώ γιατί μου το έκρυψες μα ακόμα πιο πολύ, απορώ πως μπόρεσες να μπεις σε αυτή τη διαδικασία!" Η Μάρθα κάθισε απέναντι του ήρεμη. Για εκείνη το γεγονός πως η Εύα της μίλησε για όσα έγιναν με το Δημήτρη και τα σημειώματα ήταν αρκετό.
"Φοβήθηκα..." Ο Κοσμάς έπαθες το κεφάλι του και εγυρε το κορμί τέρμα πίσω στο καναπέ "Αν γίνει κάτι; Δύο εγκληματίες είναι ελεύθεροι το καταλαβαίνεις;"
"Δεν ξέρω Κοσμά. Και εγώ ανησυχώ αλλά δε θα καταπατουσα ποτέ το προσωπικό της χώρο. Πόσο μάλλον να λέω ψέματα μέσα στα μούτρα της..."
Ο Κοσμάς γύρισε και της χάρισε ένα φαρμακερό βλέμμα
"Μη με κοιτάζεις έτσι. Άλλο το ένα άλλο το άλλο...Δεν μπορείς να τα συγκρίνεις"
"Μάρθα δεν έχω όρεξη για άλλη κουβέντα"
"Όπως αγαπας. Πάντως αν θέλεις τη συμβουλή μου, επειδή σε άκουσα να μιλάς στο τηλέφωνο με το Δημήτρη, πες του να γυρίσει. Αν προσπαθήσει να τη πλησιάσει ξανά θα φάει τα μούτρα του. Θα το δεις... Και όχι τίποτα άλλο, αλλά..."
"Ο Δημήτρης δε θα το έκανε ποτέ αυτό" ο Κοσμάς έκοψε τη κουβέντα και σηκώθηκε. "Πάω να ξαπλώσω"
*********
"Μα δεν καταλαβαίνω . Νόμιζα πως έπειτα από τόσες μέρες δε θα έκανε κάποια κίνηση" ο Γρηγορίου της παρέδωσε το λευκό φάκελο προβληματισμένος. Η Εύα από την άλλη, έδειχνε ατάραχη. Ίσως εκείνος δε το περιμενε μα η ίδια ήξερε καλά το ποιόν της Χριστίνας και μάλιστα εκείνο εξελίχθηκε προς το χειρότερο.
Καλούσαν την Εύα να απολογηθεί στο τμήμα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του νησιού, για τη πράξη της , και έπειτα να κρίνουν αν θα συνεχίσει να διδάσκει η όχι.
"Μην ανησυχείτε. Δεν είναι τίποτα που δε μπορώ να χειριστώ. Σας διαβεβαιώνω"
Έβγαλε τα γυαλιά και χαμήλωσε το βλέμμα του
"Το ίδιο είπες και εκείνη τη μέρα και δες που καταλήξαμε. Και σου το είχα πει πως είναι περίεργος άνθρωπος"
"Έφταιγα; Συγνώμη για τη συμπεριφορά μου, μα άνθρωπος είμαι και εγώ..."
"Το ξέρω κορίτσι μου και πίστεψέ σου δίνω χίλια δίκια. Για αυτό και άλλωστε δέχθηκα να έρθω σαν μάρτυρας"
"Ειλικρινά δεν... Με συγκινείτε.."
"Ούτε λόγος. Και τώρα, πάρε το φάκελο να μη χαθεί γιατί δεν έχουμε κάποιο αντίγραφο και βλέπουμε. Έχουμε μια εβδομάδα εξάλλου προθεσμία"
"Με χρειάζεστε κάτι άλλο;"
"Για την ακρίβεια ναι... Ήθελα να σου πω ότι βλέπω σε εκείνα τα παιδιά τρομερή βελτίωση. Ειλικρινά έχω εντυπωσιαστεί. Συγχαρητήρια Εύα. Τελικά ήσουν δώρο για αυτό το σχολείο.."
"Εγώ σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη" η Εύα σηκώθηκε, έβαλε το φάκελο στη τσάντα και τον αποχαιρέτησε. Το μάθημα είχε τελειώσει αλλά εκείνη είχε στο μυαλό της το σπίτι της Φωτεινής. Ήταν άρρωστη και δε πήγε σχολείο. Η Εύα θέλησε να παραδώσει προσωπικά τα μαθήματα έτσι ώστε να μη χάσει τη μέρα. Φόρεσε τα γυαλιά και βλέποντας τον ήλιο να καίει , έβγαλε τη ζακέτα. Το είπε και το έκανε. Δεν ξαναφόρεσε ταγιέρ από την ημέρα που τα παιδιά της ζήτησαν να ντύνεται πιο απλά.
Ξεκίνησε να κατηφορίζει προς τα ανατολικά. Η Φωτεινή έμενε σε μια από τις πιο όμορφες περιοχές του νησιού. Μάλιστα ήταν από εκείνες που αρκετοί τουρίστες σταματούν και βγάζουν φωτογραφίες κάθε καλοκαίρι. Πλέον όμως ο Σεπτέμβρης είχε φύγει για να τα καλά, και ελάχιστοι είχαν μείνει.
"Τελικά η μοίρα μου το έχει έτσι; Κάθε φορά που το ρολόι μου χαλάει πέφτω επάνω σου..." Η Εύα γύρισε και είδε τον άντρα με τα στρατιωτικά που συνάντησε έξω από το σπίτι της, να στέκεται ένα μέτρο μακριά της. Βέβαια αυτή τη φορά ήταν ντυμένος φυσιολογικά. Χαμογέλασε ελαφρά κι εκείνος πλησίασε.
"Χρήστος.." της είπε τείνοντας το χέρι του κι εκείνη ανταλλαξε διστακτικά τη χειραψία. "Έτσι; Ούτε το όνομα σου δε θα μου πεις;"
"Με συγχωρείς .. Εύα"
"Ωραίο... Παντοτε μου θύμιζε κατά κάποιο τρόπο το μήλο..."
Είχε κουραστεί να ακούει για αυτό το πράγμα η Εύα από παιδί... Πόσο μάλλον από τότε που ένιωσε καλύτερα και πήγε στο πανεπιστήμιο...
*****
"Θα σε φάω..." Της είπε κρατώντας τη σφιχτά κι εκείνη σπαρταρουσε από τα γέλια
"Άρη άσε με! Γίνεσαι αστείος!"
Εκείνος δεν έδωσε σημασία και χαμηλώνοντας το κεφάλι στη κοιλιά της άρχισε να φυσάει αέρα και να κάνει ήχους από ψεύτικες μπουρμπουληθρες.
"Δεν είμαι φαγώσιμο άσε με!!!" Γελούσε εκείνη ασταμάτητα
"Για την ακρίβεια είσαι..." Η είσοδος του Ορέστη στο χαμόσπιτο εμοιαζε με την αρχή του τέλους και ο Άρης βγάζοντας λίγους ακόμα ήχους σηκώθηκε από πάνω της.
"Καθυστερημένε! Κόντεψα να σκάσω από τα γέλια." του είπε κι εκείνος της έβγαλε τη γλώσσα "Και για πες εσύ που μπήκες και πετάχτηκες, τι ακριβώς φαγώσιμο είμαι;"
Σαν να ένιωσε ο Άρης την ένταση που ήταν έτοιμη να δημιουργηθεί, βγήκε προς τα έξω χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Κάθε φορά που ο Ορέστης έμπαινε έτσι ή πετάγονταν και έλεγε τη γνώμη του, κατέληγαν σε καυγά. Μούτρα. Νεύρα και ειρωνίες.
Ο Ορέστης έβγαλε το μπουφάν πετώντας το κάτω και τη πλησίασε. Η Εύα ήταν καθισμένη πια στο στρώμα μα εκείνος στάθηκε από πάνω της.
"Είσαι μήλο..." της είπε και εκείνη πήρε μια έκφραση απάθειας.
"Απορώ πως γίνεται να λες τις ίδιες μαλακίες με όλους. Τα ακούω από τους ξένους να τα ακούω και από εσένα;"
"Ναι αλλά εγώ έχω κάτι που οι ξένοι δεν έχουν!"
"Α μπα;"
"Νομίζω δε σου έχω πει ποτέ ότι έχεις μεγάλη γλώσσα...." Η Εύα χαμήλωσε διστακτικά το σώμα της αφού ο Ορέστης στο τελείωμα, γονάτισε πάνω στο στρώμα πιάνοντας τη απροετοίμαστη.
"Ζεσταίνεσαι και τα έβγαλες όλα έξω σήμερα;"
"Εμ... Νομίζω..." Το σχόλιο του για την ενδυμασία της, την έκανε να νιώσει άβολα.
"Μασάς τα λόγια σου ;"
"Όχι!" Πεισμωσε εκείνη στο λεπτό
"Ωραία... "
"Και δε μου λες για να χουμε καλο ερώτημα! Τι έχεις εσύ που δεν έχουν οι άλλοι;"
Ο Ορέστης γέλασε πονηρά . Τόσο που η Εύα ξεροκαταπιε.
Άρχισε σαν αίλουρος να χαμηλώνει πάνω στο κορμί της ενώ εκείνη με τη σειρά της για να τον αποφύγει, έπεφτε προς τα πίσω σταδιακά ώσπου κατέβηκε αρκετά χαμηλά και κατέληξε στο στρώμα
Δίχως να της απαντήσει, έβαλε τις γροθιές του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι της , χαμήλωσε και τη κοίταξε
"Με κάνεις να αισθάνομαι άβολα σε παρακαλώ..." Του είπε σιγανα
"Και ο Άρης πριν σκαρφαλωμένος επάνω σου ήταν και έτρωγε τη κοιλιά σου. Δεν είδα να νιώθεις άβολα..."
"Ζηλεύεις;" του είπε κι εκείνος γέλασε με τα μάτια.
"Θέλεις να ζηλεύω;" Ρώτησε μα η Εύα απάντηση δεν είχε να δώσει. Αντί αυτού, εκείνος χώθηκε στο λαιμό και τη δάγκωσε ελαφρά κοντά στο αυτί "Βλέπεις τι έχω εγώ και δεν έχουν αυτοί; Εγώ μπορώ να φάω το μήλο αν το θελήσω..." Η Εύα άλλαξε χίλια χρώματα. Αν και είχε κουρνιάσει αμέτρητες φορές στο λαιμό της τώρα έμοιαζε διαφορετικά. "Για ατρόμητη γλωσσου, κάγκελο η τρίχα Ευάκι μου!" Ο Ορέστης έβαλε τα γέλια και σηκώθηκε από πάνω της γυρίζοντας ταυτόχρονα τη πλάτη του προς εκείνη.
"Βλάκα..." αποκρίθηκε πολύ πολύ σιγανα εκείνη σε αντίθεση με άλλες φορές που απλά του το φώναζε στα μούτρα
"Τι είπες;"
"Τίποτα..." Η Εύα γύρισε στο πλάι , και έπειτα τον άκουσε να ανάβει ένα τσιγάρο και να βγαίνει έξω...
********
"Βέβαια μην ανησυχείς, σιχαίνομαι τα μήλα οπότε το βρίσκω εντελώς τραγικό σας παράδειγμα μα και σαν κοπλιμεντο..." Ο Χρήστος της τράβηξε τη προσοχή και η απάντηση του της άρεσε. "Χαμογελάς οπότε υποθέτω, αυτό είναι καλό..."
"Επιβάλεται που και που να χαμογελάμε σωστά;" του είπε πιο άνετα αυτή τη φορά
"Όντως. Ξέρεις τελικά βρήκα σπίτι. Και πραγματικά συγνώμη αν σε τρόμαξα εκείνη τη μέρα"
"Δεν με τρόμαξες.."
"Στρατιωτικός είμαι δεσποινίς μου. Λες να μην νιώθω ποτέ κάποιος φοβάται;" της είπε χαμογελαστός . Ο Χρήστος έδειχνε διαφορετικός χωρίς τη στολή. Πιο προσιτός και φυσιολογικός από εκείνη τη μέρα
"Ωραία λοιπόν, το παραδέχομαι. Με τρόμαξες"
"Δεν θα επαναληφθεί δεσποινίς μου, το υπόσχομαι" ο τρόπος του της χάρισε ένα ακόμα χαμόγελο "Τελικά εκείνες οι γυναίκες που ρώτησα, εννοούσαν το απέναντι σπίτι από το δικό σου"
"Αλήθεια; Δεν είχα ιδέα πως ενοικιάζεται"
"Μάλλον εκείνες είχαν. Όπως και να έχει, βλέπω πως σε διέκοψα από το δρόμο σου... Δεν επιθυμώ να σε καθυστερήσω αλλά χάρηκα που σε είδα."
"Μην ανησυχείς. Δεν βιαζομουν τόσο. Εύχομαι το σπίτι να είναι εντάξει γιατί δείχνει λίγο παλιό και να τακτοποιηθεις" του είπε βολεύοντας καλύτερα τη τσάντα στον ώμο της
"Καλό είναι μωρέ... Έχω συνηθίσει. Να έχεις ένα όμορφο μεσημέρι Εύα..."
Τον αποχαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο της . Ήταν γλυκιά η προσέγγιση του και δεν μπορούσε να το αρνηθει στον εαυτό της. Μα εκτός από αυτό, ήταν ένας αρκετά γοητευτικός άντρας. Όχι πως είχε το μυαλό της , τη δεδομένη στιγμή σε αυτά, μα σε κακία περίπτωση δεν ένιωσε εκείνο το αίσθημα του φόβου που είχε στη πρώτη της συνάντηση. Φόρεσε ξανά τα γυαλιά της, και έχοντας ένα πιο ανάλαφρο αέρα στο βήμα, κατευθύνθηκε και πάλι προς το σπίτι της Φωτεινής.
******
Βγήκε από το τμήμα ταραγμένος. Ο Κοσμάς δε σταμάτησε να τον καλεί και μόλις τελείωσε τη βάρδια του, τον πήρε πίσω αλλά δε του άρεσαν καθόλου όσα άκουσε. Του ζήτησε να επιστρέψει πίσω. Του είπε πως επικοινώνησε και με το τοπικό τμήμα για να τον ανακαλέσουν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν εντελώς διαφορετικό να του το ανακοινώνει και διαφορετικό να τον ρωτάει.
Αν και η Εύα δεν απάντησε σε καμία από τις κλήσεις του ο Δημήτρης ήθελε να προσπαθήσει. Βέβαια καπου εκεί στο βάθος, ήξερε κατά κάποιο τρόπο πως είχε χάσει εντελώς το παιχνίδι. Μπήκε στο αυτοκίνητο και βγάζοντας το αστυνομικό του πουκάμισο, φόρεσε ένα μπλουζάκι. Πάτησε γερό καυγά με το Κοσμά. Μάλιστα του είπε πως δε σκοπεύει να φύγει μέχρι να τελειώσει το εξάμηνο αλλά εκείνος επέμενε.
Λίγο πριν βγει στο κεντρικό που οδηγούσε σπίτι της, διέκρινε στο καθρέφτη ένα μαύρο αυτοκίνητο. Δε θα του κινούσε τη περιέργεια μα ήταν πίσω του από την ώρα που έφυγε από το τμήμα. Ο οδηγός του έπαιξε τα φώτα και ο Δημήτρης ανοίγοντας αλαρμ , πάρκαρε στην άκρη.
Κατεβαίνοντας είδε τον οδηγό να βγαίνει με τη σειρά του και μόλις πλησίασε αρκετά, ο Δημήτρης τον αναγνώρισε. Μπορεί να ήταν σκοτεινά σε εκείνο το στενό και η Εύα να του είπε εν μεσως πλην σαφώς ότι τον χτύπησε κάποιος περαστικός μα δε τη πίστεψέ. Εκτός αυτού, είχε δει τον Ορέστη στις φωτογραφίες του φακέλου του.
"Τι θες;" Του είπε εκνευρισμένος μα ο Ορέστης σήκωσε αμέσως το χέρι και του έδωσε ένα μπουκέτο στη μούρη.
Τον γραπωσε από το γιακά και τον έσπρωξε στο αμάξι
"Γιατί άφησες εκείνα τα σημειώματα! Τι ζητάς; Γιατί χρησιμοποίησες το όνομα μου!"
"Τράβα τα χέρια σου !" Ο Δημήτρης έβγαλε μια φωνή και πιάνοντας τα χέρια του Ορέστη τα τίναξε από πάνω του.
"Λέγε γιατι δε θα βγεις ζωντανός από αυτό το χαντάκι !" Το βλέμμα του Ορέστη ήταν αρκετό. Όχι πως ο Δημήτρης φοβόταν μα είχε διαβάσει ολόκληρο το φάκελο του εντός και εκτός φυλακής.
"Δεν έχω να πω τίποτα σε ένα τυπο σαν εσένα! Απορώ γιατί σε άφησαν ελεύθερο! Ένα σκουπίδι της κοινωνίας εισαι!" το Ορέστης του όρμησε και πιάστηκαν στα χέρια. Επεσαν κάτω και ξεκίνησαν να παλεύουν σαν αγρίμια ώσπου κατάφερε και σκαρφάλωσε πάνω του.
"Θα σε ξαναβάλω ρε πουστη στη στενή!!" Του φώναξε ο Δημήτρης προσπαθώντας να απελευθερωθεί
"Φούστα φοράς κι όχι παντελόνια! Αλλά τι να περιμένει κανένας από ένα αποβρασμα σαν εσένα ! Από έναν αλήτη! Ένα πατροκτόνο! Ένα σαδιστή που τη βρίσκει να βιάζει γυναίκες! Σιχαμα!!!"
Ο Ορέστης βγήκε εκτός ελέγχου. Τον χτύπησε στο πρόσωπο πολύ δυνατά και ο Δημήτρης για λίγο έχασε το φως του. Τον κράτησε από τη μπλούζα, ανασηκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε σοβαρός
"Αν δε φύγεις σε τρεις μέρες από το νησί, θα βάλω να σε ξηλώσουν από το σώμα το κατάλαβες; Και από ότι βλέπω, το ξέρεις ότι είμαι ικανός για αυτό! Μείνε μακριά της!" έσπρωξε το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο και σαν σηκώθηκε, έφτυσε λίγο παραπέρα τα αίματα και κατευθύνθηκε πίσω στο αμάξι τρελαμενος...
*********
"Υπάρχουν στιγμές που με φιλάς, μα το μυαλό σου δεν είναι εδώ ..."
"Μη με ζαλίζεις ρε Κική. Καθε φορά τα ίδια. Κοφτο πια!"
"Μη μισείς;" Ο Άρης τη στραβοκοιταξε
"Τώρα με τα νεύρα μου θέλεις να παίξεις;"
Σηκώθηκε όρθιος και έπιασε το μποξερακι του. Το φόρεσε και ύστερα βλέποντας πως παίρνει και το παντελόνι η Κική καταλαβε ότι θα φύγει.
"Άρη μη φεύγεις. Μη με αφήνεις έτσι ξανά..."
"Κουράστηκα να ακούω τη γκρίνια σου. Ειλικρινά..."
"Συγνώμη δε θα το ξανακάνω..."
"Δύο μήνες τώρα όλη την ώρα κλαίγεσαι! Μου στέλνεις 30 μηνύματα τη μέρα και ..."
"Η Χριστίνα χτύπησε την Εύα στις τουαλέτες. Και ήμουν κι εγώ εκεί. Τη χτύπησα..."
Ο Άρης τους τελευταίους μήνες είχε αλλάξει συμπεριφορα και η Κική υπέθεσε πως η Εύα τους τα είχε πει όλα μα έκανε λάθος. Λέξη δεν τους είχε πει. Η Κική προδόθηκε μόνη της και το κατάλαβε αμέσως από το βλέμμα του Άρη.
"Τι κάνατε λέει;" της είπε κι εκείνη άρχισε να τρέμει
"Δεν το ήθελα... Νο... Νόμιζα ήξερες... Νόμιζα... Εγώ..."
Ο Άρης πήγε κοντά και την έπιασε από το λαιμό. Τη σήκωσε σχεδόν από το κρεβάτι και εκείνη άρχισε να κλαίει γοερα
"Δεν το ήθελα χίλια συγγνώμη!! Η Χριστίνα με ανάγκασε! Με πονάς!!!"
Ο Άρης πίεζε και πίεζε το χέρι του στο λαιμό της ώσπου είδε τα μάτια της να ανοιγοκλείνουν απαλά . Σαν να ήταν έτοιμη να λιποθυμισει.
Της έδωσε μια γερή σπρωξια και τη πέταξε στο κρεβάτι
"Τελειώσαμε" της είπε σοβαρος βάζοντας τη μπλούζα του. Εκείνη όρμησε με όση δύναμη είχε και έπεσε στα πόδια του.
"Σε ικετεύω μη μου το κάνεις αυτό. Δε θα τη ξαναπειραξω στο υπόσχομαι! Μη με αφήνεις. Νομιζα πως ήσουν ερωτευμένος μαζί της..." Παραδέχθηκε χτυπώντας την ευαίσθητη χορδή του Άρη και ξέσπασε σε κλάματα.
Εκείνος έμεινε σαστισμένος.
"Μη ξαναπείς κάτι τέτοιο ποτέ σου. Ακούς; Ποτέ!!!" Της φώναξε και τραβώντας το πόδι του, έφυγε από το σπίτι της σαν τρελός.
******
"Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή..." Η Κική του χαμογέλασε διαπλατα και βγαίνοντας από το γραφείο , πήγε κοντά του. Από ότι του είχε πει τη προηγούμενη φορά, ο πατέρας της, την είχε βάλει υπεύθυνη .
"Περνούσα από τη γειτονιά και θεώρησα πρέπον να πω ένα γεια..." η Κική είχε αλλάξει κι εκείνη. Το κοριτσάκι που άφησε , έδειχνε ότι μεταμορφώθηκε σε μια αξιόλογη γυναίκα. Δεν ήταν άσχημη. Ποτέ όμως δε τη σύγκρινε με την Εύα. Είχε μαζί της μια διαφορετική σχέση. Πολλές φορές ήταν ένα πήδημα. Άλλες πάλι καταφύγιο για να αποταξει τα αληθινά του συναισθήματα, μα πάντα ήταν εκεί. Όσο κι αν την έδιωχνε πάντα ήταν εκεί.. ακόμα και στη φυλακή προσπάθησε αμέτρητες φορές να τον επισκεφθεί.
"Καλά έκανες. Εδώ απέναντι έχει ανοίξει ένα ήρεμο καφέ, θέλεις να πάμε; Κι εγώ ετοιμάζομουν να κάνω ένα διάλειμμα..." Ήταν τόσο μαζεμένη και διστακτική. Ποτέ δεν την είχε δει έτσι. Πάντα είχε εκρηκτικό χαρακτήρα. Όταν γελουσε. Όταν έκλαιγε. Αν και είχε προτείνει νωρίτερα στον Ορέστη να πάνε για δουλειά εκεί, καταβαθος ήξερε και ο ίδιος πως δε θα πήγαινε ποτέ. Ήθελε απλά να τον τσιγκλησει λιγάκι έτσι ώστε να σκεφτεί το μέλλον. Το τελευταίο μέρος στη γη που θα έπιανε ποτέ δουλειά ο Άρης, ήταν η αποθήκη του πατέρα της Κικης. Ήταν πολύ ψηλά ο εγωισμός του για να πάει.
Πάραυτα ομως, του κέντρισε το ενδιαφέρον σαν γυναίκα. Έβαλε την Εύα σε ένα τεράστιο γυάλινο θόλο, γιατί εκεί έπρεπε να μείνει, και αποφάσισε πως ότι ένιωσε. Ότι ακόμα ένιωθε, έπρεπε να σβήσει.
"Και δε πάμε; Δεν έχω και κάτι να κάνω αυτή τη στιγμή"
Η Κική έλαμψε ολόκληρη.
"Βρήκες δουλειά;" ρώτησε διστακτικά
"Ναι. Βρήκα χθες. Όλα είναι καλά..."
Κάθισαν χωρίς πολλά λόγια και μόλις έδωσαν τη παραγγελία τους, η Κική αποφάσισε να πάρει τα ηνία. Άπλωσε το χέρι της προς το δικό του και βρίσκοντας το κουράγιο, αποφάσισε να ανοίξει τη καρδιά της με κάθε τίμημα
"Δεν κατάφερα να προχωρήσω στη ζωή μου..." Ξεκίνησε να λέει χωρίς φόβο και ντροπή "Δεν άλλαξες καθόλου... από προχθες που σε είδα η καρδιά μου δε λέει να ηρεμήσει... Στιγμή δεν έπαψα να ..." κομπιασε . Δεν κατάφερε να συνεχίσει κι εκείνος το κατάλαβε αμέσως. Για κάποιο λόγο όμως, έφερε στο νου του όλες εκείνες τις στιγμές τους. Το τρόπο που της φέρθηκε, όλες εκείνες της φορές που έπαιρνε το κορμί της πεινασμένα σκεπτόμενος την Εύα... Τα δάκρυα της όταν την παράτησε. Το χαμόγελο της... Όλα...
"Ούτε κι εγώ κατάφερα..." Της είπε κι εκείνη βουρκωσε.
"Πονάει να ξέρω πως δεν εννοείς εμένα αλλά..." Ο Άρης έκανε έναν ελιγμό και πιάνοντας τη από το πίσω μέρος του κεφαλιού, συνθλιψε τα χείλη του στα δικά της κάνοντας τη να πάψει. Ήταν ο μόνος τρόπος να μην ακούσει το όνομα της Εύας να βγαίνει από τα χείλη της αλλά παράλληλα ήξερε και ο ίδιος, πως ίσως τελικά, να τους άξιζε μια ακόμα ευκαιρία... Ίσως τελικά, η τόσο δυνατή αγάπη της, να ήταν η λύτρωση. Από τα δεκατέσσερα την είχε γκομενα και ποτέ δεν της φέρθηκε όπως της άξιζε...
Η Κική πάνω στο φιλί συγκινήθηκε, άρχισε να τρέμει ελαφρά και εκείνος σταματώντας το την αγκάλιασε σφιχτά.
"Συγνώμη, δεν ήθελα να ..." Ξεκίνησε να της λέει μα εκείνη έλαμπε ολόκληρη . Βλέποντας την σε αυτή τη κατάσταση, δεν ήθελε και πολύ για να νιώσει τύψεις για όσα της έκανε. Σκούπισε κάποια δάκρυα που της ξέφυγαν απαλά και κρατώντας τη από τη μάγουλα της χάρισε ένα ακόμα απαλό φιλί.
"Εσένα... Εσένα δε κατάφερα να ξεπεράσω.." της ψιθύρισε και τα κλάματα της, μεταμορφώθηκαν σε χαρούμενους λυγμούς....
**********
Μύριζε τόσο όμορφα. Κάποιος σίγουρα έψηνε κέικ και ολόκληρο το στενό, γέμισε με μια γλυκιά ευωδία που της προκάλεσε ζήλια. Ήταν τόσο χάλια στη μαγειρική. Όσο όμως πλησίαζε στο σπίτι, άλλο τόσο γινόταν εντονότερη .
Δεν ήθελε να το πιστέψει πως ίσως έβγαινε από το δικό της σπίτι. Έβγαλε γεμάτη όρεξη τα κλειδιά όταν ξαφνικά ένιωσε ένα κράτημα και γυρίζοντας είδε το Δημήτρη.
"Θεουλη μου... Τι χάλια είναι αυτά!" η Εύα τρόμαξε. Η μπλούζα του ήταν σκισμένη, το πρόσωπο του είχε ξεραμένα αίματα και έδειχνε πως μόλις είχε βγει από καυγά. Η Εύα ξέχασε τα σημειώματα, ξέχασε τη συμπεριφορά του απέναντι της και απλά ανησυχησε με τον ίδιο τρόπο που θα ανησυχούσε για το καθένα..
"Φεύγω" ήταν η πρώτη του κουβέντα. "Πριν φύγω όμως από το νησί ήθελα να έρθω να σε βρω και να στο πω ο ίδιος. Πέρα από αυτό... Ήρθα σαν άντρας να ζητήσω συγνώμη"
"Φεύγεις..." είπε περισσότερο σαν δήλωση παρά σαν ερώτηση.
"Ναι Εύα. Έπαιξα , έχασα , τελείωσα. Δε θέλω να σε καθυστερήσω. Σήμερα κι όλας τα μαζεύω και γυρίζω στη Θεσσαλονίκη. Μόνο μια συμβουλή θα σου δώσω..."
Η Εύα παρέμεινε σιωπηλή.
"Ο Ορέστης είναι πολύ επικίνδυνος άνθρωπος. Νομίζω το βλέπεις..." Αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό της, καταβαθος ήξερε πως για τη κατάσταση του ίσως ευθύνεται εκείνος "Μείνε μακριά του. Αυτός ο άνθρωπος είναι ικανός να σε αγγίξει ξανά... Και δε το θέλω..."
"Να με αγγίξει;"
"Ναι... Ξέρω τι έγινε Εύα. Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Όπως και να έχει, νομίζω ότι είχαμε να πούμε ειπώθηκε. Και πάλι συγνώμη..." Ο Δημήτρης χωρίς να της αφήσει περιθωρια και νιώθοντας ήδη αρκετά ντροπιασμένος, γύρισε τη πλάτη του και έφυγε...
Η Εύα έβαλε το κλειδί στη πόρτα μπερδεμένη. Πως ήταν δυνατόν να έμαθε πως βρέθηκε με τον Ορέστη στο δάσος ξανά... Της ήταν τόσο περίεργο. Πάραυτα ένιωθε ανακούφιση που έφευγε. Ότι έγινε δεν της άρεσε καθόλου. Δεν είχε ιδέα, πώς ο Ορέστης κατάφερε να τον βρει ούτε γιατί τον χτύπησε. Το μόνο που ένιωθε, ήταν ανακούφιση που έφευγε από το νησί.
Πλέον ο τρόπος που τη προσέγγιζε, της προκαλούσε φόβο έπειτα από τη παραδοχή της πράξης του.
Μπήκε στο σπίτι έχοντας χιλιάδες σκέψεις μόλις όμως είδε τη Ξανθίππη στη κουζίνα να κρατάει ένα τεράστιο κέικ, πέταξε τσάντα και παπούτσια και όρμησε λαίμαργα.
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top