Κεφάλαιο 20°


Έπιασε τα κάγκελα του κρεβατιού με το ζόρι.  Δύναμη δεν υπήρχε σε εκείνο το κορμί μα σηκώθηκε. Λευκοί τοίχοι υπήρχαν τριγύρω, μηχανήματα και τα χέρια της ήταν καρφωμένα με τρεις βελόνες. Σε κάθε μιας από αυτές, υπήρχε ένας σωλήνας που κατέληγε σε ένα σταντ γεματο με ορούς. Οι κουρτίνες ήταν μισάνοιχτες. Τα παράθυρα κλειστά και εκείνο το νεκροκρέβατο όπως το έβλεπε, ήταν το μοναδικό που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο.
Το κοκαλιασμενο της χέρι εμοιαζε σαν το χέρι μιας ξύλινης μαριονέτας έχοντας σαν κλωστές, εκείνους τους ορούς που γέμιζαν το κορμί της με μια ψεύτικη ζωή. Έσυρε το ένα πόδι στο κρύο πάτωμα, κι έπειτα εσυρε και το άλλο...
Τα γόνατα δεν άκουγαν τις εντολές για να σηκωθούν. Το σταντ σαν χάρος την ακολουθούσε παντού ακόμα κι αν εκείνη, δε το κράταγε  ενώ εκείνος ο τσιριχτος ήχος που έβγαζαν τα ροδακια της προκαλούσε ανατριχιλα.

Τρία λεπτά της πήρε για να διανύσει μια απόσταση δύο μέτρων και να φτάσει στο μπάνιο. Άναψε το φως, σύρθηκε μέχρι το καθρέφτη και κοίταξε το πρόσωπο της. Τα λακακια στα καποτε ροδαλα μάγουλα της είχαν εξαφανιστεί , τα χείλη της ήταν άχρωμα, τα μάτια κενά γεμάτα μαύρους κύκλους, ενώ το δέρμα της το οποίο έβλεπε σε κάθε γυμνό σημείο, έμοιαζε σαν μια αεροστεγή σακούλα . Από εκείνες που η μάνα της έκλεινε μέσα το φαγητό, έπειτα έβγαζε τον αέρα και τα έβαζε στη κατάψυξη..
Ήταν κολλημένο πάνω στα κόκαλα...
Σακουλιασμενο... Γεμάτο ζαρες, κοκκινηλες και μελανιές...

Δακρυσε μα δάκρυ δεν έπεσε. Ίσα ίσα βραχηκε λιγάκι το εσωτερικό των ματιών της. Ήταν αφυδατωμένη. Το κεφάλι της έμοιαζε μεγαλύτερο από το σώμα ενώ τα μαλλιά της, ήταν κομμένα σε ένα άσχημο αγορέ.

Ένιωσε έναν οξύ πόνο χαμηλά στη κοιλιά και κοιτάζοντας προς τα κάτω, είδε κόκκινες σταγόνες να τρέχουν.
Άνοιξε τα χείλη για να φωναξει μα ένιωθε τόσο αδύναμη που φωνή δεν έβγαινε. Σαν όλους εκείνους τους εφιάλτες που βλέπεις ότι κάποιος σε σκοτώνει μα αδυνατείς να ουρλιαξεις.

"Δεσποινίς Μακρή!!!" Ένας άντρας μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ντυμένος στα πράσινα . Προφανώς και ήταν νοσοκόμος μα η Εύα κόλλησε σε εκείνο το σκούρο κυπαρισσί που φορούσε...σαν το νερό της παραλίας.. σαν τα μάτια του ..
"Αμάν βρε κορίτσι μου" της είπε λυγίζοντας στη θέα της "Γιατί σηκώθηκες. Για το Θεό..." Ο άντρας χωρίς δυσκολία τη σήκωσε αγκαλιά και σέρνοντας με το πόδι του παράλληλα τον ορό τη ξάπλωσε στο κρεβάτι. Άρχισε να ρυθμίζει τα μηχάνημα και έπειτα καθάρισε το πρόσωπο από τον ιδρώτα της με μια βαμβακερή πετσέτα που υπήρχε πλάι στο κρεβάτι και τη κοίταξε. Αν και η Εύα ήταν σε μια κωματώδη κατάσταση, μπορούσε να τον ακούσει μα όχι να αντιδράσει.
Τον άκουσε να καλεί και άλλες νοσοκόμες και ύστερα ένιωσε τα χέρια του, στα δικά της.

"Τόσο νέο πλάσμα..." μουρμουρισε πειράζοντας τις βελόνες. "Δε θα χαθείς. Όχι στη δική μου βάρδια"

Άκουσε φωνές. Γυναικείες. Μετά τη δική του αλλά πλέον ήταν θολές.

"Αιμορραγεί.."

"Αύξησε τη δόση στον ορό"

"Φωνάξτε το γιατρό."

"Κάτι ίσως πήγε λάθος στην αποξεση"

"Μα πως να αντέξει αυτό το κορμί να κουβαλήσει δύο ψυχές..."

"Πρεζακι ήταν;"

"Πάψε Ματίνα! Όχι. Πάντα κρίνεις και μιλάς χωρίς να ξέρεις! Κάνε τη δουλειά σου!"

"Ο σφυγμος της πέφτει!!"

Σειρήνες... Μια γλυκιά αίγλη αγκάλιασε το κορμί της και ένιωσε το κόσμο γύρω της να εξαφανίζεται. Το κορμί δεν πονούσε. Το βάρος του έμοιαζε με πούπουλο...

"Κάντε στην άκρη!!"

"Γρήγορα! Τη χάνουμε!"

Φωτάκια...Κι άλλες σειρήνες.. βήματα. Το κρεβάτι κινήθηκε ολόκληρο.

Ο Ορέστης... Μέσα στα μάτια της πεταρισε η μορφή του σαν φλασάκι μα όσο γρήγορα ήρθε, τόσο εξαφανίστηκε. Άφησε τον εαυτό της να ξεκουραστεί και ένιωσε να χάνεται ...

*******

"Καλημέρα Ξανθίππη μου..." χρησιμοποίησε ενικό αριθμό παρά το σεβασμό που της είχε πάντοτε. Ένιωσε πιο οικεία..Εκτός αυτού, μεγαλώνοντας η Ξανθίππη πάντα της έλεγε πως σιχαίνεται τους τύπους. Την εκνευριζαν. Της είχε ζητήσει άπειρες φορές να μη της μιλάει στο πληθυντικό.

"Καλημέρα κόρη μου.." η Ξανθίππη κατέβασε τα πόδια της από το καναπέ και κοιτάζοντας στο τραπεζάκι είδε ένα φλυτζάνι ελληνικό καφέ και μια κούπα.
"Δεν ήταν ανάγκη..."

"Είναι δυνατόν; Ακόμα θυμάμαι πως σου αρέσει... Μέτριος με αρκετό καϊμάκι.."

Η Ξανθίππη δε μίλησε. Έμεινε να τη κοιτάζει.

"Σε τρόμαξα χθες; Με συγχωρείς... Ίσως ήταν η κούραση από το ταξίδι και η ταραχή. Πόσα χρόνια έχω να δω αυτό το προσωπάκι σου..." σαν να ήταν προορισμένα εκείνα τα μάτια να κλαίνε, η Ξανθίππη δακρυσε.

"Δεν πειράζει. Απλά δεν κατάφερα να σε μεταφέρω επάνω. Αφού είσαι καλά αυτό μετράει..."

"Ίσως πρέπει να φύγω. Βλέπω κι εσύ είσαι έτοιμη για το σχολείο.."

"Αν είναι δυνατόν! Όχι. Το σπίτι μου, σπίτι σου..." είπε χαρίζοντας της ένα γλυκό χαμόγελο. "Εκτός αυτού, που θα πας; Ξέρω πολύ καλά πως και να φύγεις, δεν έχεις που να πας. Ένα μοναστήρι έχουμε στο χωριό κι αυτό είναι χιλιόμετρα μακριά..."

"Κάτι θα βρω. Δεν θέλω να γίνω βάρος"

Η Εύα χαμήλωσε στα γόνατα μπροστά της και πιάνοντας τα χέρια της , τη κοίταξε γλυκά

"Αισθάνομαι πως έχω τη μάνα μου στο σπίτι... Σε παρακαλώ" της είπε και η Ξανθίππη πράγματι ένιωσε τα λόγια της. Ήταν αληθινά. Δεν έβγαζαν ψέμα.

"Εντάξει κόρη μου. Σε ευχαριστώ"

"Δυστυχώς δε καταφέραμε να πούμε λέξη χθες. Πήρα όμως το θάρρος και τακτοποίησα το σάκο σας. Είναι μικρό το σπίτι αλλά ειλικρινά, το νιώθω τεράστιο με εσάς εδώ"

"Πάλι πληθυντικος; Και πάνω που χάρηκα..." Η Εύα γέλασε

"Πρέπει να φύγω, ο καφές καίει ακόμα. Έχω αφήσει ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά πάνω στο τραπέζι και είσαι ελεύθερη να κάνεις οτι θελήσεις. Λίγο προσοχή στις σκάλες μόνο... Δεν έβαλα ακόμα καγκελακια και είναι..."

"Εύα..." τη διέκοψε "Έμαθα να κοιμάμαι σε σταύλους, σε υπόγεια, σε γωνίες..." της είπε κρύβοντας μια πίκρα "Μην ανησυχείς... Πήγαινε και εγώ εδώ θα είμαι..."

Η Εύα την αγκάλιασε και σηκώθηκε. Άρχισε να ετοιμάζει τη τσάντα και είδε τη Ξανθίππη να πιάνει το καφέ της.

"Λοιπόν, ανυπομονώ να επιστρέψω..." της είπε πηγαίνοντας προς τη πόρτα

"Τον είδες κόρη μου;" ρώτησε και το βήμα της Εύας πάγωσε πιάνοντας το χερούλι. Γύρισε το κεφάλι και ήξερε πως δε μπορεί να πει ψεμα σε εκείνη τη γυναίκα.

"Ναι.. Μα ο Ορέστης που ήξερα, δεν ζει πια... Επαψε να ζει χρόνια πριν .." της είπε λυπημένη, και έφυγε...

********

"Το θέλω!" 

"Τι θέλεις ρε Ορέστη από αυτά τα παλιοσίδερα είσαι σοβαρός;"

Εκείνος παραμέρισε τον Άρη και πλησιάζοντας το αμάξι το άγγιξε

"Είναι απλά πανέμορφο... Κοίταξε το. Σαν να έκανε κάποτε τη δουλειά του και πλέον παλιωσε... Το πέταξαν σε αυτή τη μάντρα να περιμένει το θάνατο"

"Μαλάκα είσαι σοβαρός τώρα; Όλα αυτά τα λες για ένα αμάξι;"

Ο Ορέστης ακούμπησε τα χέρια στο πάνω του και ύστερα κοίταξε το εσωτερικό του.

"Μαζευαμε με το ζόρι, λεφτά τόσους μήνες . Μπορούμε να ένα σχεδόν καινούριο .."

"Αυτό θέλω..."

Ο Άρης ξανακοίταξε το αμάξι.
Ήταν ένα μαύρο παλιό παλιοσιδερο.
Σίγουρα της δεκαετίας του εβδομήντα.

"Είσαι σίγουρος;" ρώτησε μα ο Ορέστης είχε ήδη μπει μέσα . Κοιτούσε το σαλόνι, το τιμόνι, τις ταχύτητες.

"Ξέρεις τι μπάντες θα κόβει αυτό;"

"Θα μπορούσα να πω ότι είσαι καγκουρας αλλά δεν είσαι... "

"Δεν είμαι.. μα φαντάσου να πατάς τέρμα τα γκάζια.."

"Εντάξει εντάξει με έπεισες! Μα θέλει φτιαξιμο..."

"Μη σκας. Θα το αφήσω στο χαμόσπιτο και σιγά σιγά θα το κάνω κούκλα...Κοίτα τα φώτα του. Μοιάζει σαν να έχει θυμωμένο άγριο ύφος..."

"Ώρες ώρες, ειλικρινά απορώ..."

"Θα δεις... Θα το λατρέψεις..."

Ο Άρης σήκωσε το χέρι προς το μάστορα κι εκείνος πλησίασε

"Θα πάρουμε τελικά αυτό..." Του είπε απογοητευμένος και ο μάστορας γέλασε.
"Είπα κάτι αστείο;"

"Αυτό δε το πουλάω μικρέ!"
Μόλις τον άκουσε ο Ορέστης , βγήκε από το αμάξι , έβαλε το χέρι στη τσέπη και πέταξε πάνω στο καπό όλα τους τα χρήματα.

"Το θέλω!"

"Δε το νομίζω. Είναι αντίκα. Εκτός αυτού, έχει ιστορία το συγκεκριμένο"

"Έχετε κάτι παρόμοιο;" ρώτησε ο Άρης μα ο Ορέστης γρυλισε

"Το θέλω...Το παίρνω όσο και να το δίνεις. Πες απλά μια τιμή"

"Είσαι επίμονος! Παιδάκια σας εσάς δεν έχουν ιδέα από τέτοια αμάξια!"

"Α ναι;" Τον ειρωνευτηκε ο Ορέστης

"Ναι! Βγάλε με ψεύτη αν μπορείς!" Ο μάστορας έβγαλε τα προσωπικά κλειδιά του. Μέσα σε εκείνα , είχε χωμένο και το κλειδί του αμαξιού. Ήταν εμφανής πια πως ήταν δικό του και όχι κάποιο από εκείνα της μάντρας . Εβγαλε το κλειδί και πετώντας το ο Ορέστης το επιασε στον αέρα. "Εντυπωσίασε με. Δειξε μου πως το ελέγχεις και μπέσα στα παντελόνια μου, θα στο δώσω με το χέρι στη καρδιά..."

Ο Άρης άρχισε να γελάει.

"Γιατί, παίρνει μπρος στη κατάσταση του;" Σχολίασε μα σαν άκουσε ένα δυνατό μαρσαρισμα σώπασε. Ο Ορέστης είχε ήδη μπει στο αμάξι. Το χειρόφρενο ήταν ψηλά, πατούσε το γκάζι και σαν  έφτανε στα αυτιά του ο ήχος, έμοιαζε ηδονικος. Έριξε ένα στραβό χαμόγελο στο μάστορα και ύστερα απελευθερώνοντας το χειρόφρενο, έκοψε το τιμόνι , οατησ τέρμα το γκάζι και το αμάξι τσιριξε. Έκανε ένα ξύλο γύρω τους περνώντας ξυστά από τα πόδια τους και έπειτα πιάνοντας την ευθεία βγήκε από τη μάντρα και ακολούθησε το χωματόδρομο.

"Κοίτα να δεις τι πάθαμε..." ψέλλισε ο μάστορας σαν τον έβλεπε να χώνεται ανάμεσα στα δέντρα με τα χειρόφρενα
"Που διάολο έμαθε να οδηγεί έτσι αυτό το πιτσιρίκι..."

Ο Άρης κούνησε το κεφάλι. Καθε φορά που ο Ορέστης έφτανε στα όρια του με το Κώστα, πήγαινε σπίτι του. Ζητούσε τα κλειδιά από το αμάξι της μάνας του και ο Άρης του έδινε. Όταν επέστρεφε πίσω, το αμάξι ήταν μέσα στις λάσπες και τα χώματα αλλά δεν είχε ούτε γρατζουνιά...

Άκουσαν την βαριά εξάτμιση να πλησιάζει και βλέποντας τον να τρέχει με φόρα κατά πάνω τους, ο μάστορας έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένος ενώ ο Άρης έμεινε στατικός. Δέκα μέτρα πριν το αυτοκίνητο συγκρουστεί με τον Άρη, ο Ορέστης άλλαξε ταχύτητα, έπιασε το χειρόφρενο και γύρισε το αμάξι τόσο όσο έπρεπε έτσι ώστε να το ακινητοποιήσει λίγα εκατοστά μακριά από τον Άρη. Έμεινε με τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι να χαμογελάει λαχανιασμενος από ένταση. Έσβησε τη μηχανή, κατέβηκε και κοιτάζοντας το μάστορα ο οποίος είχε ασπρίσει του πέταξε τα κλειδιά μα εκείνος μόλις τα έπιασε του τα πέταξε πίσω.

"Χρόνια είχα να δω το μωρό μου, να τρέχει έτσι... Πόσο μάλλον να ακούσω τον ήχο της εξάτμισης της να ξεδινει..." Έκανε μια παύση , πλησίασε το αμάξι και άφησε το χέρι στο πορτμπαγκάζ "Να μου τη φέρνεις καμιά φορά..."

"Τι παίρνουμε δηλαδή;" Πετάχτηκε ο Άρης ενθουσιασμένος

"Ναι. Και τώρα δρόμο. Πάρτε και τα λεφτά σας. Σας το κάνω δώρο.." ο μάστορας έφυγε με το κεφάλι κάτω. Σαν να είδε τα νιάτα που κρατούσε και τις αναμνήσεις που είχε από εκείνο το αμάξι, να φεύγουν. Πάραυτα ένιωσε όμως τη ψυχή του να ηρεμεί. Η μπέμπα, όπως το ονόμασε  ήταν σε καλά χέρια...

*******

"Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως γίνεται αυτό το αμάξι να δουλεύει τόσο ρολόι..." Ο Άρης κάθισε στο πλατυσκαλο έχοντας μια μπύρα στο χέρι ενώ ο Ορέστης ήταν χωμένος κάτω από το αμάξι. "Πάλι καλά που δεν το πήραν όταν.." ξεκίνησε να λέει μα σταμάτησε βλέποντας το πόδι του Ορέστη να κουνιέται νευρικά.
Με το ζόρι τον κράτησε τη προηγούμενη μέρα από το να ψάξει και να βρει το Δημήτρη. Τα νεύρα του είχαν φτάσει στο κόκκινο. Γιατί να τον χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να τη τρομάξει. Πιο το όφελος; Ρωτούσε συνεχώς μα απάντηση δεν κατάφερε να πάρει. Εκτός αυτού, ο Άρης του είχε πει πως διάβασε κάτι σαν ημερολόγιο που κρατούσε η Εύα και εκνευρίστηκε διπλά. Δεν πίστεψε λέξη από όσα είπε ο Άρης. Δεν είχε ιδέα γιατί την έδιωξαν; Του φάνηκε τόσο αστείο... πληγώθηκε; Αυτό κι αν ήταν αστείο. Του ζήτησε να κόψει τη κουβέντα εκεί και ο Άρης το σεβάστηκε.
"Έχεις σκεφτεί τι θα κάνουμε με δουλειά;" είπε θέλοντας να αλλάξει εντελώς το κλίμα. "Η Κική μου είπε ότι πατέρας της θέλει άτομα στην αποθήκη και δε σου κρύβω, πως το σκέφτομαι αρκετά. Για πόσο θα έχουμε τα λεφτά της φυλακής; Κάποια στιγμή πρέπει να δουλέψουμε πριν τελειώσουν. Άσε που δε νομίζω να βρούμε κάτι άλλο. Τρεις φορές κατέβηκα στο κέντρο και όσους παλιούς είδα, με κοιτούσαν με εκείνο το βλέμμα της ταμπελας..."

Ο Ορέστης συνέχισε να σκαλίζει το αμάξι αδιάφορα.

"Λες να πάμε;"

Σύρθηκε κάτω από το αμάξι και πίνοντας λίγη από τη μπύρα του τον κοίταξε. "Να πας και με την ευχή μου"

"Ορέστη δε μιλάω μόνο για μένα! Εσύ τι θα κάνεις!"

"Θα βάλω το σπίτι για πούλημα για αρχή" του είπε μοιάζοντας ξανά από κάτω "Ύστερα θα φύγω..."

Ο Άρης έμεινε έκπληκτος

"Τι εννοείς θα φύγεις;"

"Αυτό που άκουσες... Δε μας χωράει και τους δύο αυτό το νησί. Η εγώ θα φύγω ή αυτή" είπε τελεσίδικα και ο Άρης αναστεναξε . Ήταν και ο ίδιος φυσικά εκνευρισμένος και ένιωθε προδομένος μα είχε έρθει σε επαφή μαζί της περισσότερες φορές και τα συναισθήματα που του έβγαζε , ήταν αλλιωτικα. Ένιωθε μπερδεμένος παρά τα όσα προηγήθηκαν.

"Νομίζω πως το νησί είναι αρκετά μεγάλο έτσι ώστε ναας χωρέσει όλους. Και στη τελική θα με αφήσεις μόνο μου ρε;"

"Μεγάλος άντρας έγινες. Τράβα πιάσε δουλειά. Βρες και μια γυναίκα να τακτοποιηθεις και θα είσαι εντάξει. Δε με.βαρεθηκες τόσα χρόνια να με τρως στη μούρη;"

Ο Ορέστης ένιωσε ένα σκουντηγμα στα πόδια και βγαίνοντας είδε τον Άρη να στέκεται όρθιος μπροστά του.

"Κι εσύ ολόκληρος άντρας έγινες αλλά τη μαλακια καραμέλα την έχεις..." του είπε χαμογελώντας "Κάτι θα βρούμε. Και πίστεψέ με μόνο γυναίκα παιδιά σπίτι δεν έχω στο μυαλό. Όπως και να έχει όμως ίσως πάω να δω τι παίζει στην αποθήκη. Σε κάνα δυο μήνες δε θα έχουμε φράγκο"

"Ξέρεις πόσα αλλάζουν σε δύο μήνες;" του είπε ο Ορέστης

"Λες να μη ξέρω; Εδώ άλλαξε η ζωή μας μέσα σε μια μέρα..." Ίσως ήταν από τις σπάνιες φορές που ο Ορέστης έβλεπε τον Άρη να μη προσπαθεί να τον συνετίσει αλλά να παραδέχεται τις δυσκολίες με βαθιά ειλικρίνεια. Τόσα χρόνια ο ένας δίπλα στον άλλο , πάντα προσπαθούσε να πιάσει τη κουβέντα στον Ορέστη. Να τον κρατάει χαλαρό και ήρεμο. Όχι πως ήταν ήρεμος και ο ίδιος μα ανάμεσα τους, ίσως ο Άρης προσπαθούσε να αγγίξει τη φωνή της λογικής τις περισσότερες φορές...

Ο Ορέστης άφησε στην άκρη τα εργαλεία και κοίταξε το χαμόσπιτο σκεπτικός

"Κάτι σκέφτεσαι και νομίζω δεν θα μου αρέσει..."

"Δεν είναι κάτι κακό. Απλά αναρωτιομουν..."

"Τι ακριβώς;"

"Τίποτα. Σκεφτόμουν όσα έλεγες για τη δουλειά..." Αρκέστηκε να πει σιγανα "Πάμε μέχρι κάτω να πάρουμε καμία μπύρα; Θέλω να πάμε και στη μάντρα μετά. Φαντάσου το ύφος του γερό Μιχάλη σαν μας δει..."

***********

"Γιατί δε φεύγουμε ρε μαμά; Κάτι θα κάνουμε. Θα δουλέψω. Όλη μέρα θα δουλεύω!" Η Ξανθίππη κοίταξε τον Ορέστη περήφανα αλλά συνάμα έχοντας μια θλίψη

"Είσαι τόσο μικρός μωράκι μου. Δεν καταλαβαίνεις..."

"Μα έφτασα τα δέκα! Γιατί δε καταλαβαίνω; Εξήγησε μου. Θα πάω να κάνω ότι δουλειά βρω. Όπου με δεχτούν. Ακόμα και στα σκουπιδιαρικα. Θα βρούμε και ένα σπίτι..." Η μάνα του δακρυσε

"Κάποτε είχαμε ένα σπίτι..." του είπε κι εκείνο τη κοίταξε περίεργα

"Πότε; Δε θυμάμαι να φύγαμε κάπου και να ήρθαμε σε  αυτό εδώ.."

"Πριν γεννηθείς, όταν ήμουν ακόμα πολύ νέα, οι παππούδες σου , είχαν ένα σπίτι το οποίο μου ανήκει. Μα βλέπεις αγόρι μου, ήρθαν έτσι τα πράγματα που πλέον έγινε σαν φάντασμα. Ίσως έχει διαλυθεί..."

"Το ξέρει εκείνος;" Εκείνος... τα τελευταία χρόνια, πάντοτε αναφερόταν στο πατέρα σαν ένα απλό , εκείνος...

"Ναι. Είχα ζητήσει τότε να το φτιαξουμε. Μα δεν ήθελε... Έλεγε πως δεν ήθελε να μείνει σογαμπρος πουθενά. Βλέπεις παντρευτηκαμε οταν έμεινα έγκυος σε σένα..."

"Πες μου κι άλλα μαμά!!"

"Δεν έχω αλλά γιε μου..."

"Ήταν καλος μαμά; Γιατί τώρα..."

Η Ξανθίππη αναστεναξε

"Ας πούμε πως ήρθες και έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεών του. Όπως και να έχει, ίσως κάποια στιγμή η μαμά καταφέρει να μαζέψει αρκετά χρήματα. Ίσως το φτιάξουμε... Ίσως απλά σε πάρω και φύγουμε..."

"Που είναι αυτό το σπίτι;"

"Ωω... Είσαι μικρούλια για να πας. Και ξέρεις πως δε μπορώ να βγω και να στο δείξω. Ίσως κάποια στιγμή το καταφέρουμε.."

"Ναι αλλά θέλω να το δω... Ίσως καταφέρω να το χτίσω με τα χέρια μου ! Θα δουλέψω! Θα βγάλω λεφτά και όταν θα είναι έτοιμο θα σε πάρω και θα εξαφανιστουμε! Δε θα μας βρει. Θα βάλω φράχτες!"

Η Ξανθίππη γέλασε με την επιμονή του.

"Είναι μέσα στο βουνό. Πάνω στο λόφο... Μόνο τσιμέντα έμειναν γιε μου. Μα είσαι τόσο γλυκός..."

Η εξάτμιση από το αμάξι ακούστηκε και ο Ορέστης τη κοίταξε έντρομος. Είχαν πιάσει τη κουβέντα και το φαγητό καθυστέρησε. Η Ξανθίππη πετάχτηκε όρθια και πήγε προς τη κουζίνα
"Γρήγορα πήγαινε στο δωμάτιο σου. Θεουλη μου... Πήγε τρεις!"

"Όχι!" Πεισμωσε εκείνος. "Θα μείνω εδώ. Μαζί κάναμε τη κουβέντα. Μαζί θα..."

"Μωρό μου... Δεν το αντέχω. Πήγαινε απλά..."

"Δε μυρίζω τίποτα!" Ο Κώστας μπήκε σπίτι, πέταξε τη τσάντα από τη δουλειά στο πάτωμα και πήγε στη κουζίνα. "Φαι δεν εκανες ακόμα;" είπε μα η μυρωδιά της μπύρας , ξεχύθηκε αμέσως τριγύρω τους. Η Ξανθίππη έπιασε απαλά τον Ορέστη βάζοντας τον πίσω από τη πλάτη της κι εκείνος αγκάλιασε τα πόδια της έχοντας το κεφάλι του ελαφρώς στο πλάι κοιτάζοντας θυμωμένο το Κώστα.

"Σε λίγο θα έτοιμο. Δεν πρόλαβα.. Καθάριζα και..." Ο ήχος που έκανε η ζώνη κάθε φορά που έβγαινε έσπερνε ανατριχιλα στον Ορέστη. "Κώστα μη. Απλα πήγαινε μέσα και σε λίγο στο ορκίζομαι..." Η Ξανθίππη ούρλιαξε. Η ζώνη εκσφενδονίστηκε με απίστευτη ταχύτητα στα μούτρα της και εκείνη μάτωσε κατευθείαν.

"Άχρηστη!"

"Σταμάτα!!!" Ο Ορέστης μπήκε μπροστά και ο Κώστας τον κοίταξε με μίσος

"Κάνε στην άκρη μοασταρδο γιατί εσύ θα τη πληρώσεις!"

"Όχι το παιδί!!!" Τσιριξε η Ξανθίππη βάζοντας δύναμη στα χέρια και ο Κώστας αρπάζοντας τη από τα ρούχα άρχισε να τη σέρνει προς το σαλόνι.
Ο Ορέστης έτρεξε μα εκείνος του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά και σωριάστηκε κάτω... Έμεινε εκεί να ακούει τη μάνα του να σπαραζει ανήμπορος να σηκωθεί πιάνοντας σφιχτά τη κοιλιά του. Ρουφούσε τη μύτη του από τα δάκρυα και τα χεράκια του σχημάτισαν γροθιές. Λεπτά αργότερα ο Κώστας κοπανησε τη πόρτα και εκείνος σύρθηκε ως τη μάνα του που είχε ήδη λιποθυμήσει.

Ξάπλωσε πάνω στο στήθος της, και την αγκάλιασε

Λέξη δεν είπε... Ήταν από εκείνες τις πρώτες του μεγάλες σιωπές...
Εκείνη τη βουβή οδύνη που δεν μπορούσε λέξη να χαρακτηρίσει...

❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top