Κεφάλαιο 18°
"Πάρε τα χέρια σου από πάνω της!"
φώναξε μπαίνοντας στη κουζίνα και βλέποντας τη μάνα του αιμόφυρτη στο πάτωμα. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη αλλά ακόμα κι αν ήταν δέκα, κατάφερε και τη παραβίασε
"Βούλωσε το μαλακισμενο γιατι θα έχεις ίδια τύχη!"
"Άφησε τη! Τη πονάς!"
"Ορέστη..ο... Φυ..φύγε... Φύγε γιε μου..." Η μάνα σύρθηκε με τα χέρια ως τα μικρά του ποδαράκια αλλά εκείνος την έπιασε από τα μαλλιά και τη χαστούκισε
"ΦΤΑΝΕΙ!!" έβγαλε φωνή πιάνοντας τα αυτιά του και χτυπώντας τα πόδια του κάτω με μανία και όρμησε στο πατέρα του. Ένα παιδάκι αδύνατο, έχοντας το μισό του ύψος, δε λογάριασε τίποτα...
Εκείνος του έδωσε μια δυνατή στο κεφάλι κι αυτό σωριάστηκε.
"Μαλακισμενο! Αν δε γεννιοσουν τώρα θα ήμουν άλλου!"
"Κώστα μη!! Χτύπα εμένα!!"
Μπήκε σαν ασπίδα στο γιο της κι εκείνος δίχως έλεος άρχισε να τη χτυπά αλύπητα . Προσπάθησε με νύχια και με δόντια να κρύψει μέσα στην αγκαλιά της το βλαστάρι της ώσπου έπεσε αναίσθητη . Το κεφάλι της σαν ένα σακί, προσγειώθηκε μέσα στα μικρά του χεράκια και ο Ορέστης κρατώντας το σφιχτά , σπαραζε. Ο Κώστα άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε μια ακόμα μπύρα και κάθισε στη κουζίνα κοιτάζοντας ανέκφραστος το θέαμα.
"Πάρε 2 χιλιαρικα από το πορτοφόλι και τράβα φέρε μου μπυρες!" πρόσταξε το μικρό κι εκείνος άπλωσε τα χέρια στο πρόσωπο της μάνα του. Σκούπισε τα αίματα καθαρισε τα ιδρωμενα της μαλλιά και τη κούνησε
"Ξύπνα μάνα... Μη τολμήσεις μάνα..." έλεγε και ξαναελεγε δακρυσμένο
"Ρε άκουσες τι είπα!" Ο Κώστας σηκώθηκε , χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και κατευθύνθηκε προς τον Ορέστη "Σήκω αμέσως πάνω γιατί θα τη σκοτώσω με ακούς;"
"Όχι!" του φώναξε θυμωμένο
"Τότε σήκω!"
Χαμήλωσε το κεφαλάκι του , έβαλε το αυτί του στη μύτη της μάνας του , και μόλις ένιωσε τη βαριά της ανάσα, τη φίλησε στο μέτωπο και σηκώθηκε. Σκούπισε τα ματάκια του και κοίταξε το πατέρα του με μίσος.
"Μην την ακουμπήσεις μέχρι να έρθω. Αν το κανεις, θα σε σκοτώσω!"
"Μου φύγε η όρεξη! Και τώρα τράβα φέρε τις μπύρες γιατί αν δε το κάνεις θα έρθει ξανά!"
Ο Ορέστης έτρεξε στο σαλόνι, πήρε λεφτά και έφυγε. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο μπροστά του παρά μόνο τις πόρτες από το μπακάλικο και το ναρκωτικό που θα κρατούσε το θηρίο μαντρωμενο για λίγες ώρες...
*****
Κλώτσησε το τραπεζάκι, άνοιξε μια μπύρα και ανάβοντας το δικό του ναρκωτικό, κάθισε στο καναπέ. Το σπίτι ήταν όπως ακριβώς το άφησε... Τόσο εκείνος, όσο και η Ξανθίππη όταν εξαφανίστηκε. Μόλις βγήκαν τα μαντάτα πως ο Κώστας βρέθηκε νεκρός, πουθενά δεν υπήρχε ίχνος της. Ρώτησαν τον Ορέστη αλλά εκείνος λέξη δεν έβγαλε. Το μόνο που είχε πει, ήταν ένα ξερό τον γάμησα το πουστη επιτέλους...
Δεν άνοιξε παράθυρα.
Ούτε κουρτίνες...
Μπήκε μέσα και απλά άφησε τα φίδια να τον φάνε.
Τόσες αναμνήσεις...
Εκεί που οι άνθρωποι χτίζουν μια δυνατή φωλιά, η δική του ήταν γεμάτη με φίδια και μύριζε θάνατο.
Η μοκέτα είχε ακόμα εκείνες τις κόκκινες κηλίδες αίματος επάνω. Μερικές του πατέρα του , άλλες πιο παλιές της μάνας και δικές του...
Ανέβασε τα πόδια στο τραπεζάκι και ξεφυσωντας δυνατά , έβαλε το τσιγάρο στα χείλη και τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Έμαθε αρκετά σε εκείνο το μπουρδέλο και ένα από αυτά ήταν να καπνίζει δίχως χέρια...
*****
"Δέκα μέρες κι εσύ ακόμα μας το παίζεις σκληρός!" ο δεσμοφύλακας χτύπησε το γκλομπ πάνω στη παλάμη του και κοίταξε τον Ορέστη ο οποίος κρεμόταν στη μέση του δωματίου με τα χέρια αλυσοδεμένα ψηλά. "Δε θα βγεις ζωντανός από εδώ μέσα καθίκι! Δολοφόνοι σαν εσένα σαπίζουν!"
Ο Ορέστης έφτυσε το φρουρό και εκείνος σήκωσε το γκλομπ και τον χτύπησε στη μούρη. Στην επαφή του δέρματος με το πλαστικό το δέρμα ετσουξε και μάτωσε. Ο Ορέστης όμως, ξανασηκωσε κεφάλι και τον κοίταξε σιωπηλός
"Μπασταρδακι!" Ο δεσμοφύλακας πήγε κοντά και μόλις πλησίασε αρκετά ο Ορέστης κρατήθηκε από την αλυσίδα για να βάλει κόντρα και τον κλώτσησε.
"Θα σου γαμησω ρε πουστη!" Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν μπουκαρουν μέσα και οι υπόλοιποι και καταλήξει μισοπεθαμενος...
Ώρες αργότερα, έχοντας και τα δύο του μάτια κλειστά και πρησμένα από το ξύλο, ένιωσε στα χείλη μια γνώριμη αίσθηση . Δεν ήξερε που ήταν .. πάντως ήταν ξαπλωμένος.
"Τράβα μια τζούρα..." η γνώριμη φωνή του Άρη, έφτασε στα αυτιά του
"Θ..θα .."
"Μη μιλάς ρε μαλάκα. Άσε... Θα τους γαμησω εγώ για πάρτη σου. Ούτε στο γιατρό δε σε πήγαν. Δεν έχω χρόνο. Είσαι στο κελί. Είμαι απέξω αλλά σε φτάνω..."
Ο Άρης άφησε το τσιγάρο στα χείλη του και σηκώθηκε
"Αν δε σε δω αύριο, ευχήσου μου καλό παράδεισο ..." Του είπε δένοντας ταυτόχρονα ένα αυτοσχέδιο κομμάτι υφάσματος στη γροθιά του. Μέσα σε αυτό, υπήρχαν δεκάδες σπασμένα γυαλιά. Ο Άρης έριξε ένα τελευταίο βλέφαρο στον Ορέστη. Έναν Ορέστη που μετά βίας αναγνώρισε έτσι όπως τον χτύπησαν. Έσφιξε τα χείλη, ύστερα τις γροθιές του και περπατώντας σταθερά , πήγε ως το μέρος που άραζαν οι δεσμοφύλακες όταν τους άφηναν στην αυλή. Ήταν δύο...
Έβγαλε μια φωνή, και όρμησε χωρίς να φοβηθεί λεπτό. Έριξε κάτω τον ένα, και άρχισε να τον γρονθοκοπει τόσο δυνατά που τα γυαλιά που είχε φυτέψει σε εκείνο το πανί, κόλλησαν στο πρόσωπο του βαθιά. "Για τον Ορέστη ρε μπάσταρδε!!!"
Μπάτσοι και κρατούμενοι μαζεύτηκαν τριγύρω ώσπου ένιωσε ένα βαρύ χτύπημα στο κεφάλι και ζεστό υγρό να τρέχει κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης. Το κορμί εγυρε μόνο προς τα πίσω μα εκείνος γέλασε...
"Τουλάχιστον τον γάμησα το πουστη..." Ψέλλισε και λιποθύμησε...
**********
Τότε έμαθε να καπνίζει δίχως χέρια...
Τότε που το τσιγάρο έκαιγε στα χείλη ενώ την ίδια στιγμή άκουγε τις κραυγές του Άρη που πλάκωνε στο ξύλο το φρουρόμα εκείνος ήταν ανήμπορος ακόμα και να κουνηθεί.. Τότε που ένιωσε , βαθιά μέχρι το κόκαλο πόσο πουτανα ήταν εκείνη η μπέσα... Ήξερε τη κατάληξη... Το μόνο που παρακάλεσε εκείνο το θεό που έπαψε να πιστεύει, ήταν απλά να ζήσει ο Άρης... Να ζήσει... Γιατί αν πέθαινε, θα τους καθάριζε όλους μέσα σε εκείνο το μπουρδέλο.
Η θέρμη έφτασε ως τη γοπα και πιάνοντας τη με την ανάποδη των δαχτύλων του, την έστριψε μέσα τους και τη πέταξε στο τασάκι πετυχαίνοντας άψογα το στόχο.
Μα ακόμα κι αν εκείνη δεν έφτασε ως το τέρμα των χειλιών του, ο Ορέστης τα ένιωθε καμένα.
Ένιωθε τα χέρια του βρώμικα και το κορμί του σαν νεκροταφείο συναισθημάτων.
Είχε ακόμα τη μυρωδιά του κορμιού της πάνω του...
Τον ιδρώτα της, τη θέα από τα γυμνά της στήθη...
Τη γεύση από το κρασί στη γλώσσα της.
Την αίσθηση να μπαίνει μέσα της και κάθε σπάσιμο που έκανε το πρόσωπο της σαν κατακτούσε εκείνο το κορμί ξανά .
Λύγισε στη φυσική ανάγκη;
Αναρωτήθηκε ... Ήταν το κορμί που ξέσπασε;
Ήθελε να βιάσει τη ψυχή της , να της δώσει αυτό που της άξιζε αλλά κατέληξε να βιάσει τη δική του για ακόμα μια φορά...
Εκείνη η γυναίκα ήταν το άλφα και το ωμέγα της ζωής του κάποτε...
Ο λόγος που ο Ορέστης έκλαψε για δεύτερη φορά στη ζωή του.
Δύο γυναίκες αγάπησε και για αυτές τις δύο γυναίκες έκλαψε..
Η μία δεν υπήρχε πια εκεί, ενώ η άλλη επέστρεψε για να τον αποτελειώσει.
Σαν θυμήθηκε τη στιγμή που την είδε, σφίχτηκε ολόκληρος.
Πήγαινε προς το σπίτι του Άρη, όταν ξαφνικά την είδε να βγαίνει από το ψιλικατζιδικο. Τρία λεπτά απόγνωσης και θυμού. Τόσα όσα έμεινε απ' έξω προσπαθώντας να φτιάξει τη τσάντα της. Τόσα όσα του χάρισε χωρίς να το ξέρει. Τρία λεπτά που εκείνος παρατηρούσε προσεκτικά κρυμμένος πίσω από ένα αμάξι κάθε της χαρακτηριστικο...
Την αναγνώρισε αμέσως...
Μεγάλωσε , είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα μα αυτό το ένιωσε και το προηγούμενο βράδυ που τη κρατούσε στα χέρια του κι εκείνη έτρεμε ...
Έφερε στο μυαλό την εικόνα εκείνου του άντρα που της φώναζε στο στενό και το σαγόνι του ετριξε.
Αν κάποιος είχε δικαίωμα να φωνάξει πάνω της, να την αγγίξει και να τη σκοτώσει , ήταν μόνο ο ίδιος... Κάθε άλλος, θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει νεκρός από τα χέρια του.
Τον είδε να τη τραβάει κι εκείνη να φωνάζει και εξαγριώθηκε. Ίσως μέσα σε εκείνο το νεύρο, υπήρχαν κλεισμένα κατάλοιπα της παιδικής του ηλικίας. Τότε που ο πατέρας του τραβούσε ανελέητα τη μάνα του κι εκείνη παρακαλούσε για έλεος...
Αυτός ήταν ο λόγος που παρά τα όσα έγιναν, ο Ορέστης προτιμούσε να τη πετάξει από το γκρεμό μια και έξω, παρά να τη χτυπήσει... Μα δεν έκανε ούτε το ένα, ούτε το άλλο...
Η Εύα έπαιξε καλά και της το αναγνώρισε μα δεν την άφησε να τον σκοτώσει για δεύτερη φορά.
Πάραυτα όμως, κάθε φορά που έκλεινε τα βλέφαρα του , ένιωθε το κορμί της να μπαίνει βαθιά μέσα στο πετσί του και την αίσθηση εκείνη, ανεπανάληπτη. Έμοιαζε ακόμα με παρθένα. Ήταν ακριβώς όπως τότε που την έκανε δική του για πρώτη φορά. Ο πόνος στο βλέμμα της όταν βυθίστηκε μέσα της, δεν άλλαξε. Μα δεν τον ενδιέφερε. Τη γάμησε δυνατά όπως της άξιζε.
"Εδώ είσαι λοιπόν ...!" Ο Άρης μπήκε μέσα κι ούτε που τον κατάλαβε. Πλησίασε και του δώσε μία στο κεφάλι από πίσω "Περιμένω σαν τον μαλάκα ! Πήγα έξω από τη φυλακή για να μάθω πως έφυγες το ξημέρωμα!!"
Ο Ορέστης τον αγριοκοιταξε μα σηκώθηκε. Αντάλλαξαν μια δυνατή αγκαλιά και αλληλοκοιταχθηκαν.
"Καλωσόρισες αδερφέ μου..." του είπε χτυπώντας τον στη πλάτη και ο Ορέστης ανταπέδωσε. Ο Άρης κοίταξε γύρω του το σπίτι και ανταστεναξε στις θύμησες εκείνης της μέρας.
"Μόνο εδώ δε περίμενα να σε βρω...μα βγήκα ψεύτης" του είπε και ο Ορέστης παρέμεινε σιωπηλός. "Σε γεμίζει να τριγυρίζεις στο θάνατο ..."
"Νομίζω πως ο θάνατος τριγυρίζει κοντά μου..." Αρκέστηκε να πει ανάβοντας ένα τσιγάρο.
"Πρέπει να μιλήσουμε" ο Άρης κάθισε απέναντι του στηρίζοντας τα χέρια στα γόνατα σοβαρός μα ο Ορέστης έχοντας μια απάθεια στο βλέμμα, άπλωσε ξανά τα πόδια του στο τραπεζάκι.
"Το ξέρεις έτσι;" ο Άρης τον διάβασε πολύ καλά. "Όχι που θα σου ξέφευγε... Πως σκατα έμαθες ότι επέστρεψε.." απόρησε μα για απάντηση πήρε ένα στραβό χαμόγελο που εμφανίστηκε στα χείλη του . "Ορέστη τι έκανες..."
"Τίποτα" απάντησε επιτέλους
"Δε σε πιστεύω. Κάτι έκανες. Το βλέπω πάνω σου... Έχεις αυτή τη περίεργη έκφραση που ξέρω καλά ότι κρύβει πολλά από πίσω..."
"Τίποτα δεν έκανα. Πήρα ότι μου ανήκει"
"Τη σκοτωσες!" Ο Άρης σηκώθηκε έντρομος "Όχι όχι.. δεν υπάρχει περίπτωση να τη σκοτωσες σωστά;"
Ο Ορέστης άλλαξε έκφραση
"Σου είπα νομίζω, κομμένη κάθε συζήτηση για αυτή..."
"Εκεί! Τώρα είμαστε έξω! Τριγυρίζει στο χωριό! Δε γίνεται να μου ζητάς..."
"Τελείωσε!" Φώναξε έξαλλος "Το καλό που της θέλω να εξαφανιστεί! Κι αν θες να ξέρεις..." Ο Ορέστης σηκώθηκε και πηγαίνοντας μπροστά του άλλαξε για δεύτερη φορά ύφος και γέλασε πονηρά. "Αν θες να ξέρεις την είδα. Η πουτανα δεν αλλάζει... Μα πήρε το μάθημα. Και όχι, δε τη σκότωσα! Ακόμα και ο θάνατος δεν της αξίζει..."
"Ορέστη τι έκανες..."
"Μην αγχώνεσαι. Ζει" ο Άρης εκλεισε τα βλέφαρα ανακουφισμένος ακόμα κι αν ο Ορέστης δεν του αποκάλυψε τίποτα παραπάνω από το γεγονός πως η Εύα ζει...
******
"Που ήσουν! Κόντεψα να τρελαθώ! Η Εύα που είναι; Την αρπαξες και έφυγες ανάθεμα σε και με άφησες να τρελαίνομαι!"
"Μην αγχώνεσαι..Όλα τελείωσαν..."
"Ορέστη κόψε τις παπαριές θα πάρω ανάποδες ειλικρινά! Το ξέρεις πως..."
"Πως ο χρόνος τελειώνει απόψε;"
"Ακριβώς!"
"Σήκω και φύγε από το νησί" Του είπε κοφτά μα ο Άρης νευρίασε. Η όψη του Ορέστη ήταν διαφορετική.
"Αυτές τις μαλακίες όχι σε μένα. Ή μαζί, ή κανένας..."
"Το ξέρεις πως οι για να μας βρουν οι μπάτσοι είναι θέμα χρόνου σήμερα..."
"Στα αρχιδια μου. Δε θα τρέξω να κρυφτώ και θα σε αφήσω μόνο! Ειδικά όταν..."
"Πάψε!" Μουγκρησε ο Ορέστης και όλα της χαμήλωσε το κεφάλι σκεπτικός και ανάβοντας ένα τσιγάρο κάθισε σε εκείνα τα τελάρα.
"Τι της είπες;" ρώτησε σιγανα αναφερόμενος στην Εύα και τη φυγή τους το προηγούμενο βράδυ "Την έβαλες σε εκείνο το αμάξι και... Ξέρω πως δε τη πειραξες. Ξέρω πως το χαστούκι που σου έδωσε δε σε πόνεσε... Μα μη με αφήνεις άλλο στα σκοταδια..."
Ο Ορέστης άρπαξε το μισοτελειωμένο μπουκάλι από μια παρατημένη βότκα και ξεκίνησε να το κατεβάζει.
"Δε ξηγηθηκα σαν άντρας..." ήταν η πρώτη του κουβέντα "Ορκίστηκα στα παντελόνια μου να μην την αγγίξω γιατί ξέρω..." ο Ορέστης αγριεψε "Ξέρω ο μαλάκας πως τη γουστάρεις κι εγώ..." Πέταξε το μπουκάλι στο τοίχο κι εκείνο έγινε θρυψαλα "Εγώ της πήρα τα πάντα σήμερα..."
Ο Άρης σηκώθηκε σοβαρός
"Οχι...Δεν τα πήρες. Σου τα χάρισε.. Την αγάπησα αυτή τη κοπέλα. Ακόμα το κάνω " παραδέχθηκε ύστερα από πολλά χρόνια "Μα όχι όπως εσύ...Στο είπα πολλές φορές..."
"Πως μπόρεσα..." Ο Ορέστης έκλεισε το πρόσωπο του στις παλάμες και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε εκνευρισμένος. Ώσπου ο Άρης σήκωσε το χέρι και το έβαλε στον ώμο του.
"Κάναμε πολλά για να προσθέσεις ένα ακόμα βάρος στη ψυχή σου αδερφέ... Έτσι έπρεπε και έτσι έγινε. Άργησες κι όλας..."
"Δεν έπρεπε να το κάνω Άρη... Τη πήδηξα ξέροντας πως ..."
"Καλημέρα!!!" Η Εύα μπήκε ευδιάθετη μέσα στο χαμόσπιτο και τους κοίταξε "Γιατί είστε έτσι; Τι χάλια είναι αυτά και γιατί βρωμάει αλκοόλ παντού..." απόρησε αφήνοντας το βλέμμα να περιπλανηθεί στο χώρο.
Ο Άρης της χαμογέλασε σφίγγοντας παράλληλα τον ώμο του Ορέστη για να τον συνεφέρει
"Τίποτα κοριτσάκι μου. Κάναμε εδώ μαλακίες και ξέρεις ..."
"Γιατί δεν σας πιστεύω;"
"Πως και ξύπνησες τόσο πρωί;"
Εκείνη κοκκινησε κοιτάζοντας παράλληλα τον Ορέστη . Ο Άρης ένιωσε την αμηχανία της. Μπορεί εκείνος να γνώριζε αλλά η Εύα δεν είχε ιδέα ότι ήξερε. Έλαμπε όμως ολόκληρη...
"Λάμπεις σήμερα..." της είπε πηγαίνοντας κοντά της. Χάιδεψε το μάγουλο της απαλά και ύστερα χωρίς να την αφήσει να καταλάβει πως δακρυσε, τη φίλησε στο κούτελο και γύρισε προς τα τελάρα μαζεύοντας τα πράγματα του. "Πάω λίγο να πάρω τηλέφωνο τη Κική και έρχομαι..." είπε και χωρίς πολλά πολλά βγήκε από το χαμόσπιτο. Ήξερε πως οι μπάτσοι μπορεί να έκαναν την εμφάνιση του ανά πάσα ώρα και στιγμή και ήξερε, πως τους είχε μια στιγμή...
Αν και η αλήθεια τον πόνεσε , ο Άρης ένιωθε εντάξει. Του άξιζε του Ορέστη η αγάπη της και ήξερε καλά, πως κι εκείνος την είχε ανάγκη.
Η Εύα μόλις έμεινε μόνη με τον Ορέστη, ένιωσε ντροπή. Αν και την είχε αφήσει σπίτι τα ξημερωματα , η στάση του ώρες ώρες τη μπερδευε. Έπιασε μια τούφα από τα μαλλιά της αμήχανα και περπατώντας προς το μέρος του αργά, χαμογέλασε διστακτικά από την άλλη ο Ορέστης ήξερε πολύ καλά το λόγο που ο Άρης έφυγε και τους άφησε μόνους.
"Καλημέρα..." του είπε κοιτάζοντας τον ντροπαλά . Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και κάνοντας να τον φιλήσει στο μάγουλο , εκείνος γύρισε το κεφάλι , την επιασε από τη μέση και ζουλωντας τη πάνω του τη φίλησε στα χείλη.
Η Εύα άλλαξε χίλια χρώματα
"Μου λείπεις... Υπάρχουν στιγμές που μου λείπεις ακόμα κι όταν είμαι είμαι εδώ..." γουρλωσε τα μάτια της μόλις τον άκουσε. Μια περίεργη αίσθηση πλημμύρισε τη ψυχή της και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό προκαλώντας της πόνο.
"Δε πρόλαβα ούτε να σε χορτάσω ο μαλάκας... Ίσως δεν έπρεπε..."
"Ορέστη τι λες;" η Εύα τον έπιασε από τα μπράτσα θυμωμένη
"Δεν έπρεπε να γίνει τίποτα χθες! Ήταν λάθος! Εμείς είμαστε λάθος! Φύγε Εύα! Ξέχασε με! Δεν υπάρχω! Πες πως πέθανα πως είμαι ένας νεκρός! " της φώναξε έξαλλος θέλοντας να τη διώξει πριν να είναι αργά. Είδε τα δάκρυα της να τρέχουν και σκίστηκε η ψυχή του
"Ψυγε σου λέω!!!" Τσιριξε μέσα στη μούρη της κι εκείνη του δώσε ένα γερό χαστούκι δακρυσμένη με αποτέλεσμα να τεντώσει το σχοινί στο μάξιμουμ.
Ο Ορέστης την άρπαξε από τη μέση και γυρίζοντας τη στο τοίχο, την έβαλε κόντρα και την αγκάλιασε με όλη του τη δύναμη. Έπειτα έκλαψε... Έμεινε να κλαίει σαν μωρό παιδί χωμένος στο λαιμό της και εκείνη βρέθηκε σε σοκ.
"Πεθαίνω για σένα... Σπάω για σένα... Καταστρεφομαι..." της ψιθύρισε ανεβάζοντας το κεφάλι προς το μέρος της.
"Κλαίς..." του είπε ταραγμένη βλέποντας τον πρώτη φορά να κλαίει...
"Συγχώρεσε με... Αλλά κάπου εδώ στο βάθος" της είπε βάζοντας το χέρι της πάνω στη καρδιά του "Όσο κι αν με πληγώνει, δεν μετάνιωσα ο καριολης για ότι έγινε χθες... Μετανιώνω που απλά θα πονέσεις..."
"Γιατί να πονέσω; Ορέστη μου μη κλαίς. Γιατί κλαίς..."
Ξάφνου σειρήνες αντιχησαν παντού και ο Άρης μπουκαρε εξτασιασμενος στο χαμόσπιτο.
"Έρχονται!"
"Ποιοί έρχονται! Τι έγινε!" Η Εύα πάτησε τα κλάματα και ο Ορέστης τη γραπωσε από το χέρι και την έβγαλε από τη μπαλκονόπορτα στη πίσω μεριά
"Φύγε μάτια μου. Φύγε και μη κοιτάζεις πίσω σαν τρέχεις. Σε ικετεύω!!"
"Ορέστη μου τι έγινε.. τι συμβαίνει;" Η Εύα μετά βίας κρατιόταν και οι λυγμοι έφτασαν στα χείλη της τα οποία ξέσπασαν σε τρέμουλο.
"Σ'αγαπαω... Πιο πολύ και από τον ίδιο μου τον εαυτό σ'αγαπαω...Μη το ξεχάσεις ποτ..."
Φρεναρίσματα. Σειρήνες. Φωνες. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε κι εκείνη έπεσε στα γόνατα. Οι μπάτσοι μπουκαραν και ο Ορέστης δίχως δεύτερη σκέψη όρμησε προς το μέρος τους προστατεύοντας τον Άρη.
Κι εκείνη έμεινε στατική...
Έβλεπε τους μπατσους να τους χτυπάνε αλύπητα δίχως έλεος και βάζοντας τα χέρια στο στόμα για να αποτρέψει το ουρλιαχτό εκείνο βγήκε ακόμα χειρότερο...
******
"Δεν θέλω να λείψετε ξανά από το μάθημα κυρία. Χωρίς εσάς δεν ήταν το ίδιο..." Η Φωτεινή έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά "Διαβάσατε την έκθεση μου;"
"Ναι Φωτεινουλα μου, τη διάβασα. Εξαιρετική. Πάμε όμως στη τάξη;"
"Κυρία; Να σας πω κάτι που έγινε πριν ξεκινήσουμε το μάθημα;" Η Εύα χαμήλωσε στα γόνατα και πιάνοντας τα χεράκια της τη κοίταξε γλυκά
"Εννοείται, όλα μπορείς να μου τα λες..."
"Ο Παύλος με έριξε κάτω τη Πέμπτη στη γυμναστική και ο Στέλιος τον χτύπησε" η Εύα έπαθε σοκ "Δεν το είδε ο γυμναστής όμως. Ο Παύλος έτρεξε και έπειτα ο Στέλιος με ρώτησε αν είμαι καλά. Ξέρετε τι μου είπε όταν του είπα πως θα το μάθει ο γυμναστής και τον μαλώσει;"
"Τι.. τι σου είπε Φωτεινουλα μου;" ρώτησε μη πιστεύοντας στα αυτιά της "Πως με αγαπάει πιο πολύ από τον εαυτό του... Πως δε φοβάται και αν χρειαστεί θα δείρει και το γυμναστή..." Η καρδιά της Εύας ξεκίνησε να χτυπάει σε ένα ρυθμο που ανέβασε δάκρυα στα μάτια. Σηκώθηκε ήρεμη. Έβαλε τα γυαλιά της και χαμογέλασε.
"Λέτε να με αγαπάει αλήθεια κυρία;"
"Είστε μικρούλια Φωτεινουλα μου.."
"Έχει ηλικία η αγάπη κυρία;"
"Όχι..." απάντησε κρύβοντας τη λύπη της "Μα μερικές φορές, περνάει από δοκιμασίες και το αποτέλεσμα διαφέρει από τη πραγματικότητα" η μικρή τη κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει "Έλα, πάμε στο μάθημα κορίτσι μου..."
Το δάκρυ χάθηκε πάνω στα μαύρα της γυαλιά και πιάνοντας τη Φωτεινή από το χέρι, κίνησε για την αίθουσα...
❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top