Κεφάλαιο 16°
Έχοντας ένα καφέ στο χέρι και ένα τσιγάρο, κοιτούσε τα πεταμένα ρούχα στο κρεβάτι σκεπτική. Είχε ανοίξει διάπλατα τις κουρτίνες και τα παράθυρα της βεράντας. Ο ήλιος έμπαινε φωτίζοντας ολόκληρο το δωμάτιο κι εκείνη ξεφύσαγε προβληματισμένη. Δεν ανησυχούσε φυσικά για το τι ακριβώς θα βάλει έτσι ώστε να κάνει εντύπωση στο Δημήτρη, μα για το γεγονός πως ο καιρός ήταν περίεργος. Είχε έναν λαμπερό ήλιο , απίστευτη ζεστή μα από την άλλη, ένιωθε στο αεράκι ότι θα χαλάσει.
Οι ώρες πέρασαν γρήγορα από το πρωί.
Είχε αφήσει το μπλε φάκελο για σήμερα έτσι ώστε να έχει κάτι να κάνει , μετά άλλαξε ελαφρώς τη διαρρύθμιση στο σαλόνι θέλοντας να το κάνει πιο ζεστό και κοντά στα γούστα της από ότι ηταν και τέλος βγήκε και ψώνισε λίγα πράγματα από το μοναδικό ανοιχτό ψιλικατζιδικο.
Είχε πάει όμως πέντε παρά τέταρτο...
Ο Δημήτρης της είπε ότι θα πάει να την πάρει στις έξι αλλά εκείνη ήταν ακόμα με τη πετσέτα. Ένιωσε να ιδρώνει. Άφησε τη κούπα, έσβησε το τσιγάρο και έπιασε στα χέρια ένα λευκό λινό φορεματακι που είχε αγοράσει πριν κατέβει στη Μυτιλήνη. Ήταν από εκείνα που της θύμιζαν το κοριτσάκι που ζούσε κάποτε μέσα της. Άσπρο, μαλακό ύφασμα, λίγη δαντέλα στα μανίκια αλλά τόση όση ώστε να μπορεί να το φορέσει και με αθλητικά. Τους τελευταίους μήνες είχε μια αδυναμία σε εκείνα τα φορέματα που τα συνδιαζες με πιο σπορ εμφάνιση.
Το τράβηξε στην άκρη, ξεχώρισε και ένα τζιν κοντό μπουφάν που είχε, έβγαλε και τα αθλητικά της και πίστεψε πως δε χρειαζόταν κάτι παραπάνω.
Όπως και τότε που ήταν πιο μικρή, έτσι και τώρα, δεν της άρεσε να βάφεται.
Πέταξε τη πετσέτα από πάνω της, ντύθηκε και βγάζοντας το κοκαλακι από τα μαλλιά εκείνα έπεσαν στους ώμους έχοντας ένα ατημέλητο μεν στυλ, αλλά προσεγμένο ταυτόχρονα.
Η Κατερίνα πάντα της έλεγε για αυτό. Δεν καταλάβαινε πως γίνεται να άφηνε κάτω τα μαλλιά της και εκείνα να είχαν ένα λουκ, που η ίδια προσπαθούσε να πετύχει με τις ώρες.
Έκλεισε τις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα και κατέβηκε κάτω. Έπρεπε κάποια στιγμή να φτιάξει κάτι σαν μπάρα σε καποια πλευρά της σκάλας γιατί ήταν σίγουρη πως θα πέσει και θα σκοτωθεί τόσο απότομη που ήταν.
Σαν να κόλλησαν οι δείκτες του ρολογιού, εκείνο έδειχνε ακόμα πέντε και μισή. Έβαλε μια από τις αγαπημένες της καραμέλες στο στόμα για να διώξει τη πίκρα του τσιγάρου, και κάθισε υπομονετικά στο καναπέ.
Ξάπλωσε προς τα πίσω, και το βλέμμα της κόλλησε στους δείκτες... Εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος, της θύμησε το σημείωμα... Τικ, τοκ...
****
"Θα κοιτάζεις για πολύ το ρολόι;"
"Τι θες ρε μαμα; Σε ενοχλώ;"
"Πήγα και ήρθα τρεις φορές στο δωμάτιο σου κι εσύ ακόμα κάθεσαι στο κρεβάτι κοιτάζοντας το ρολόι Εύα! Το βρίσκεις φυσιολογικό;"
"Μαμά σε παρακαλώ. Με χρειάζεσαι κάτι;"
"Όχι απλά..."
"Ωραία. Αν δε σε πειράζει τότε θα ήθελα να μείνω μόνη..."
Η Ελένη έκλεισε τη πόρτα εκνευρισμένη μα η Εύα, αδιαφόρησε.
"Δεν έπρεπε να το πω γαμωτο! Ο Άρης είπε θα ήταν εδώ δύο ώρες πριν... Γαμωτο!!"
Στη σκέψη πως τους είπε τελικά αυτό που έκανε ο Σπύρος, θύμωνε με τον εαυτό της. Όχι πως θα μπορούσε να κρυφτεί εύκολα. Το τελευταίο διάστημα αν και ο Ορέστης είχε απομακρυνθεί, τη παρατηρούσε συνεχώς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον έπιασε να κοιτάζει έχοντας ένα περίεργο ύφος στο πρόσωπο. Δε ήθελε να τους πει τίποτα και δεν είχε σκοπό. Μα το κατάλαβε...
Εκείνος όλα τα καταλάβαινε εκτός από το πιο σημαντικό... Τα μπερδεμένα της συναισθήματα.
Μετρούσε τα δευτερόλεπτα ώσπου πέρασε ακόμα μια ώρα και δεν άντεξε. Φόρεσε το μπουφάν της, και κατέβηκε κάτω
"Που πας παιδί μου μέσα στη νύχτα!"
"Δεν είναι νύχτα ακόμα!!"
"Εύα! Θα νυχτώσει και θα γυρίσει ο πατέρας σου σε λίγο που πας...!!"
Σαν απάντηση η Ελένη πήρε τον ήχο της πόρτας που έκλεισε.
Η Εύα άρχισε να τρέχει μόλις βγήκε έξω. Το γοργό βήμα έγινε αέρας κι έμοιαζε σαν να πετάει. Λεπτό παραπάνω δεν άντεξε μέσα στο δωμάτιο. Αν και ο Άρης της είπε να μη βγει, να μην πάει να τους βρει και πως θα πήγαιναν εκείνοι αργότερα, είχαν αργήσει τρομακτικά πολύ. Τα έβαζε με τον εαυτό της όμως και με κανέναν άλλο...
Δεν έπρεπε να τους πει ότι ο Σπύρος προσπάθησε να τη φιλήσει με τη βία ούτε και όσα έγιναν. Ο Ορέστης όμως είδε το μάγουλο της που είχε μελανιασει και έγινε σωστό θηρίο. Λάθος... Όλα ήταν λάθος... Προσπάθησε να τους εξηγήσει πως τους πέτυχε στο δασάκι καθώς πήγαινε στο χαμόσπιτο. Πως ήταν μεθυσμένοι μαζί με το Γιάννη και τη πήραν από πίσω.
Η λέξη όμως μέθη, δεν έφτανε σαν δικαιολογία στα αυτιά κανενός.
Αν και στην αρχή δεν τους αποκάλυψε λεπτομέρειες, ο Ορέστης αγριεψε τόσο που δεν είχε επιλογή. Τους είπε ότι άρχιζαν να σφυρίζουν, έπειτα έτρεξαν πίσω της, ο Γιάννης την έπιασε και ο Σπύρος της ρίχτηκε. Τους είπε ότι προσπάθησε να ξεφύγει και πως τον κλώτσησε μα κατάφεραν να τη πιάσουν ξανά. Ο Σπύρος την έριξε στα χωματα , προσπάθησε να τη φιλήσει και ύστερα ο Γιάννης βλέποντας πως έφερνε αντίσταση τη κράτησε σταθερή. Της ξεκουμπωσαν το παντελόνι και λίγο πριν το βγάλουν, ένα αυτοκίνητο πλησίασε και τράπηκαν σε φυγή.
Όσο κι αν η Εύα τους παρακάλεσε να μη κάνουν τίποτα, εκείνοι αλληλοκοιταχθηκαν. Έμοιαζαν σαν να έκλειναν ένα συμβόλαιο μεταξύ τους. Ο Ορέστης μπήκε στο αμάξι χωρίς να σηκώνει κουβέντα από την Εύα η οποία φώναζε και τον παρακαλούσε , ενώ ο Άρης της είπε να πάει σπίτι αμέσως και να τους περιμένει.
Οι ώρες όμως έμοιαζαν με κατάρα και η Εύα δεν άντεξε να περιμένει.
Έφτασε λαχανιασμενη στο χαμόσπιτο και βλέποντας το αμάξι του Ορέστη απ' έξω, κράτησε την αναπνοή της και πλησίασε διστακτικά από την πλάγια μεριά. Στάθηκε κάτω από το παράθυρο και προσπάθησε να τους ακούσει.
"Ο καριολης!"
"Λες να ζει; Σερνοταν ματωμένος..."
"Δε με ενδιαφέρει! Να ψοφήσει ο πουστης και ο ένας και ο άλλος!"
"Ηρέμησε ρε Ορέστη! Τρέμεις ολόκληρος ακόμα! Τι σκατα θα κάνουμε;"
"Τι να κάνουμε; Εγώ φταίω;"
"Όχι . Κανένας από τους δύο μας δε φταίει"
"Τους το είχα πει ... Πριν φύγω φαντάρος τους το είχα πει... Μια τρίχα αν πείραζαν από τα μαλλιά της θα τους καθάριζα!"
"Ώρες ώρες τρομάζω από το τρόπο που την αγαπάς..."
"Κι εσύ το ίδιο κάνεις..."
"Όχι Ορέστη... Μη το συγκρίνεις... Ειλικρινά μη το κάνεις. Η δική σου η αγάπη σε μεταμορφώνει. Άνοιξε επιτέλους τα μάτια σου! "
"Άρη πάψε!"
"Όχι ρε! Δε θα πάψω! Συνέχεια αυτό κάνω και έχω κουραστεί!"
"Σκάσε σου είπα! Δεν την αγαπάω με το τρόπο που το εννοείς και η κουβέντα κλείνει εδώ!"
"Εθελοτυφλεις και σε λυπάμαι για αυτό..."
"Εγώ ξέρεις τι λυπάμαι; Το βλέμμα της κάθε φορά που με βλέπει χτυπημένο... Θέλω να φύγω μακριά της... Να πάψει να ανησυχεί. Να πάψει να νιώθει... Να πάψει να με βλέπει σαν έναν άντρα ανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του στον ίδιο του το πατέρα... Δεν αντέχω να βλέπω τη λυπηση στα μάτια της!"
"Κάνεις λάθος! Δε σε λυπάται ρε μαλάκα! Λιώνει και πονάει!"
"Ένα ρεμαλι σαν εμένα δεν της αξίζει! Κατάλαβε το και μην ακούσω ξανά τίποτα!"
Ο Ορέστης άρχισε να σπάει πράγματα και η Εύα τρόμαξε ...
******
Το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη κοίταξε το ρολόι. Έξι ακριβώς. Τι διάολο... Απέξω περίμενε για να χτυπήσει; Αναρωτήθηκε βάζοντας το μπουφάν της.
"Ερχομαι..!" φώναξε ανοίγοντας τη πόρτα . Ο Δημήτρης όπως και στο πρώτο τους ραντεβού ήταν ντυμένος απλά αλλά όμορφα. Ένα χακί παντελόνι τόνιζε τα γυμνασμενα του πόδια και το κρεμ μπλουζάκι που επέλεξε άφηνε ακάλυπτα τα δεκάδες ξεθωριασμένα τατουάζ στα χέρια του. Αν και συνήθως δεν έβλεπε αστυνομικούς με τατουάζ, όταν τον ρώτησε στη Θεσσαλονίκη της εξήγησε πως ήταν ημιμόνιμα. Μερος της δουλειάς όταν κατέβαινε στο κέντρο. Έπρεπε να δείχνει σαν αλήτης έτσι ώστε να φαίνεται πειστικός. Αν και η Εύα δεν κατάλαβε ποτέ γιατί κάποιος με αληθινά τατουάζ επρεπε να χαρακτηρίζεται αλήτης...
"Είσαι κούκλα...." τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και χαμογέλασε σαν παιδί που βλέπει ένα πουγκί με σοκολατάκια
"Ευχαριστώ..." Η Εύα δεν ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση . Όχι επειδή δεν ήταν, ο Δημήτρης ήταν όμορφος άντρας, μα εκείνη, μόνο αυτό δεν είχε στο μυαλό της.. "Δεν έφερες το αμάξι;" ρώτησε κλείνοντας τη πόρτα
"Όχι. Έγινε μια στραβή. Δυστυχώς θα βγούμε στο κέντρο στο χωριό" η Εύα ασπρισε. Υποτίθεται πως θα έφευγαν μακριά και ήταν το μόνο που ήθελε τη συγκεκριμένη μέρα. "Σε ενοχλεί τόσο πολύ; Με συγχωρείς ειλικρινά αλλά το λάστιχο τρύπησε. Κανέναν δε μπόρεσα να βρω τέτοια μέρα να το φτιάξει" εξήγησε ελαφρώς απογοητευμένος
"Δεν πειράζει. Είμαι εντάξει.."
Αν και κατάλαβε πως η Εύα δεν ήταν εντάξει όπως του είπε, της πρόσφερε το μπράτσο του χαμογελαστός
"Πάμε δεσποινίς Μακρή;"
Να του δώσει δεύτερο "χαστούκι" και να αρνηθεί της φάνηκε πολύ. Κράτησε διστακτικά το μπράτσο του και ξεκίνησαν να κατηφορίζουν μα θέλοντας και μη η Εύα το άφησε σταδιακά βρίσκοντας για δικαιολογία πως ήθελε να ελέγξει τη τσάντα της. Μετέπειτα, απλά περπατούσε πλάι του
"Έχεις καμιά ιδέα;" Το ρώτησε καθώς πλησίαζαν προς το κέντρο
"Για την ακρίβεια όχι. Βέβαια κάτι συνάδελφοι στη δουλειά, μου πρότειναν δύο τρία μαγαζάκια. Δεν ξέρω αν τα πρόλαβες πριν έρθεις Θεσσαλονίκη. Είναι προς το λιμανάκι..."
"Δε θα σου πω ψέματα πως δεν έβγαινα σχεδόν σε κανένα μαγαζί. Δεν ήταν του στυλ μου η ταβέρνα εκείνη την εποχή . Εκτός αυτού, ήμουν και μικρή για ταβέρνες. Οπότε διάλεξε ένα από αυτά και πάμε"
"Έχει αρκετό κόσμο..." Παρατήρησε κοιτάζοντας γύρω του
"Όντως. Αν και κάθε Κυριακή , το έχουν σαν συνήθειο να κατεβαίνουν όλοι στο κέντρο"
"Έλα, πάμε από εδώ... Νομίζω το μαγαζί είναι από αυτή τη κατεύθυνση"
Λίγο πριν στρίψουν, η Εύα σταμάτησε ξαφνικά σαν πεισματάρικο πουλάρι που αρνείται να προχωρήσει έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο πλήθος που απλώνονταν πίσω τους.
"Είσαι εντάξει; Ασπρισες..." Ρώτησε ο Δημήτρης ανήσυχα
Μέσα στο χάος που επικρατούσε στο κέντρο, θα ορκιζόταν πως κάπου εκεί... Κάπου μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους, είδε έναν άντρα να τη κοιτάζει έντονα.
"Κα.. καλά ειμαι. Με συγχωρείς. Νόμιζα πως είδα ένα γνωστό μου.."
"Σίγουρα; Έχεις χάσει το χρώμα σου ρε Εύα! Μήπως θέλεις να πάμε σπίτι; Ειλικρινά δεν έχω πρόβλημα. Ήσουν άρρωστη τόσες μέρες.."
"Καλά είμαι" τον διαβεβαίωσε κοιτάζοντας ακόμα προς το πλήθος. Μα εκείνος ο μαυροντυμενος άντρας δεν ήταν πουθενά.
"Δε θα σε πιεσω. Πάμε λοιπόν;"
"Ναι φυσικά" η Εύα χαμογελασε διστακτικά και έστριψαν σε ένα στενάκι που έδειχνε πιο απόμερο .
"Φυσιολογικά πρέπει να είναι κάπου εδώ... Κοντά στο παλιό λιμάνι είπαν..."
Ο κόσμος είχε λιγοστευσει τριγύρω τους ώσπου βγαίνοντας από εκείνο έρημο στενό, βρέθηκαν σε ένα μέρος που της θύμισε τη πλατεία Άθωνος σε μικρότερη μορφή.
"Απίστευτο..." Σχολίασε ο Δημήτρης "Ούτε φαινόταν πως πίσω από αυτά τα παλιά κτήρια κρύβεται κάτι τέτοιο" συνέχισε κοιτάζοντας τα πέντε περίπου ταβερνάκια που ήταν απλωμένα κατά μήκος του λιμανιού.
Η Εύα ενιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Το ένιωθε από την ώρα που επέστρεψε το πρωί σπίτι αλλά δεν έδωσε αρκετή σημασία.
"Σου αρέσει αυτό;" Ο Δημήτρης της έδειξε ένα γωνιακό που είχε τραπεζάκια πάνω ακριβώς από τη θάλασσα . Δεν είχε πολύ κόσμο και της άρεσε. Η βαβούρα εξάλλου ήταν κάτι που πραγματικά μισούσε.
"Όμορφο φαίνεται. Πάμε;"
"Οι κυρίες προηγούνται..." Της χαμογέλουσε τόσο πολύ. Ούτε στη Θεσσαλονίκη δεν έδειχνε τόσο ενθουσιασμένος. Βέβαια ίσως εκεί ήταν υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του κάτι που άλλαξε όταν η Εύα τον απέρριψε.
Κάθισαν σε ένα από αδειανα τραπεζάκια και σχεδόν αμέσως ένας χοντρούλης κύριος που έμοιαζε με χασάπης, βγήκε από το μαγαζί και τους πλησίασε. Η Εύα ούτε κοίταξε το κατάλογο σε αντίθεση με τον Δημήτρη που ήθελε να διαλέξει. Όταν ήταν έτοιμοι, έδωσαν τη παραγγελία, και περίμεναν. Άρχισαν να μιλάνε λιγάκι για τη δουλειά στο σχολείο αλλά και για το τμημα που ανέλαβε ο Δημήτρης στο σώμα. Το λευκό κρασί ήρθε πρώτο. Γέμισαν τα ποτήρια και εκείνη κοίταξε τη θάλασσα. Ο ήλιος είχε κατέβει χαμηλά.
"Πανέμορφα είναι έτσι;" Της είπε κι εκείνη κούνησε το κεφάλι.
"Σε λίγο μόλις ο ήλιος πέσει, θα δεις ένα δεύτερο φεγγάρι στα νερά..."
"Όλα είναι πανέμορφα Εύα... Και μόνο που είσαι εδώ μαζί μου, είναι αρκετό .."
Η Εύα ξεροβηξε και καθάρισε το λαιμό της κατεβάζοντας μονοκοπανια όσο κρασί είχε το ποτήρι. Έπειτα άνοιξε τη τσάντα της , έβγαλε τα τσιγάρα και τα άφησε στο τραπέζι ψάχνοντας τον αναπτήρα.
"Ακόμα να το κόψεις;"
"Εύκολα κόβεται;" αστειευτηκε χαμογελώντας του ίσως αληθινά για πρώτη φορά.
Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν μερικά αρωματικά κεριά , πιάτα ποτήρια μα πουθενά τασάκι.
"Που πας;"
"Να ζητήσω ένα σταχτοδοχείο και έρχομαι.."
"Ρε Εύα περίμενε. Σε λίγο θα φωνάξω έναν σερβιτόρο"
"Θα φωνάξεις για να μας φέρουν κάτι που μπορώ να σηκωθώ να πάρω. Σε παρακαλώ... Δεν είναι όμορφο. Μισό λεπτάκι και έρχομαι.." σηκώθηκε με προορισμό το εσωτερικό του μαγαζιού . Μπήκε μέσα και κοίταξε μια κοπελίτσα που καθόταν πίσω από τη ταμειακή μηχανή.
"Με συγχωρείς. Να πάρω ένα τασάκι;" ρώτησε δείχνοντας τη στίβα που υπήρχε δίπλα στο παράθυρο.
"Μα φυσικά. Θα μπορούσαμε να σας φέρουμε ένα.."
"Δεν πειράζει. Ευχαριστώ πολύ..." Λίγο πριν βγει έξω, το βλέμμα της έπεσε προς το στενάκι το οποίο ήρθαν. Η καρδιά της χτύπησε ξανά δυνατά. Θα ορκιζόταν πως είδε μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα στα σκοτάδια ακουμπησμενη στο τοίχο.
"Εμ, δεσποινίς; Όλα καλά;" πετάχτηκε η κοπελίτσα σαν την είδε σταματημένη στη πόρτα.
"Ναι ναι. Αφαιρέθηκα.." η Εύα παραμέρισε κάθε αρνητικό συναίσθημα και επέστρεψε στο τραπέζι. Άναψε στα γρήγορα ένα τσιγάρο , γέμισε το ποτήρι της με κρασί και προσπάθησε να ηρεμήσει.
"Έχω την αίσθηση πως κάτι συμβαίνει και μου το κρύβεις..."
"Παραλογιζεσαι. Όλα είναι εντάξει. Ίσως κουράστηκα λιγάκι. Θέλησα να χαλαρώσω το Σαββατοκύριακο αλλά κατέληξα να κάνω συνεχώς δουλειές" εξήγησε όσο πιο πειστικά μπορούσε.
"Λοιπόν; Τι θα κάνεις όταν επιστρέψεις;" Η Εύα προσπάθησε να αλλάξει τη κουβέντα . Ο σερβιτόρος ξεκίνησε να φέρνει λίγα λίγα τα πιάτα και είκοσι λεπτά αργότερα, είχαν ήδη παραγγείλει το δεύτερο κρασί. Μιλώντας τελικά για εντελώς άσχετα πράγματα , η ώρα όχι μόνο περνούσε ευχάριστα αλλά η Εύα, έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει συχνά πυκνά με τη καρδιά της.
"Είδες που δεν έφταιγα; Τι να έκανα; Να έκοβα πρόστιμο στο σκύλο;"
"Έχεις δίκιο. Ότι και να πω εκείνη η γυναίκα πρέπει να ήταν τρελή!"
Ο Δημήτρης καθάρισε το λαιμό του και της έδειξε το κρασί.
"Να πάρουμε ένα ακόμα; Τελειώνει.."
"Δεν είναι λιγάκι αργά; Άσε που δε θέλω να πιω πολύ. Νομίζω ακόμα ένα ποτηράκι από αυτό που ήδη έχουμε και είμαστε εντάξει" απάντησε ευδιάθετη
"Όπως επιθυμείς. Πέρασα ομορφα σήμερα..." Σχολίασε φέρνοντας ξανά στην ατμόσφαιρα μια περίεργη αμηχανία.
"Για να πω και του στραβου το δίκιο, κι εγώ δεν πέρασα άσχημα. Είχα καιρό να γελάσω έτσι. Απορώ πως δε πήγαμε σε ένα τέτοιο μέρος στη Θεσσαλονίκη που έχει και πολλά και καταλήξαμε σε εκείνο το άθλιο εστιατόριο" ο Δημήτρης συμφώνησε πιάνοντας το κεφάλι του
"Ήθελα να σε εντυπωσιάσω και καταλήξαμε νηστικοί. Πόσο βλάκας ένιωσα θεέ μου όταν καταλήξαμε στη καντίνα"
Η Εύα ήπιε τη τελευταία της γουλια και του χάρισε ένα γλυκό βλέμμα.
"Όπως και να έχει ήταν όμορφα σημερα. Σε ευχαριστώ"
"Ίσως αν θέλεις... Δεν ξέρω. Αν έχεις δηλαδή χρόνο, μπορούμε να βγούμε ξανά την επόμενη εβδομάδα..."
Ήταν η στιγμή που ένιωσε ότι ναι μεν καλή η πλάκα, μα δεν ήθελε να αφεθεί. Πάραυτα το κρασί της είχε φτιάξει ένα τόσο όμορφο γλυκό 'κεφαλι' που δέχθηκε. Ο Δημήτρης σήκωσε το χέρι κάνοντας νόημα στο σερβιτόρο να φέρει τον λογαριασμό μα σαν την είδε να βάζει το χέρι στη τσάντα αγριεψε
"Πρέπει να είσαι τρελή αν πιστεύεις πως θα πληρώσεις!" της ξεκαθάρισε "Βάλε το πορτοφόλι μέσα σε παρακαλώ. Με προσβάλεις..."
"Ρε Δημήτρη... Δες το σαν να βγήκαμε έξω όπως κάνουν οι παρέες. Όλοι δε βάζουν από κάτι; Αισθάνομαι άσχημα!"
Εκείνος την αγριοκοιταξε. Ο σερβιτόρος έφερε το λογαριασμό και έφυγε.
"Εύα; Άφησε με να χαρώ . Περάσαμε τόσο όμορφα μη το χαλάσουμε τώρα..."
"Εντάξει εντάξει. Την επόμενη όμως ..."
"Και μόνο που θα υπάρχει επόμενη δέχομαι!" της είπε μπαμ μπαμ. Υπεγραψε το λογαριασμό, άφησε μεσα τη πιστωτική του μα ο σερβιτόρος μάζευε ένα τραπεζάκι παραδίπλα
"Πάω ένα λεπτό στο μπάνιο και επιστρεφω. Αν έρθεις ο πιτσιρίκος τα έχω όλα έτοιμα"
"Ναι, μην ανησυχείς..."
Μόλις ο Δημήτρης μπήκε στη ταβέρνα η Εύα τράβηξε το λογαριασμό περίεργη για να δει το ποσό μα σαν άνοιξε και κοίταξε μέσα, ένιωσε τα στήθη της να φλέγονται. Η ανάσα της βγήκε πιο γρήγορη και σε δευτερόλεπτα άρχισε να αισθάνεται ταχυπαλμια. Έκλεισε το λογαριασμό και τον άφησε στη θέση του.
Ο Δημήτρης πλησίασε έχοντας μαζί το σερβιτόρο. Του έδωσε το βιβλιαράκι που είχε μέσα τη κάρτα και εκείνος επέστρεψε ένα λεπτό μετά με την απόδειξη.
"Έτοιμη; Δε θα κρυώσεις;" παρατήρησε σαν την είδε να παίρνει το μπουφάν στο χέρι.
"Όχι. Καλά είμαι" ο τρόπος της είχε αλλάξει και εκείνος το παρατήρησε αλλά προτίμησε να μη πει κάτι. Κακία φορά η Εύα, χανόταν και ξέροντας το παρελθόν προτίμησε να μη την αναστατώσει κάτι που του γύρισε μπούμερανγκ μόλις απομακρύνθηκαν από τη ταβέρνα και χώθηκαν σε εκείνο το έρημο στενάκι.
"Ποτέ είχες σκοπό να μου το πεις; Και εκτός από το πότε, θέλω να ξέρω και το γιατί!!" Η Εύα σταμάτησε πριν βγουν στον κεντρικό βάζοντας του τις φωνές.
"Τι να σου πω; Τι έκανα;" ρώτησε σαν την είδε εκνευρισμένη
"Δημήτρη; Με πέρασες για ηλίθια; Η μήπως πιστεύεις πως δε θα το μάθαινα ποτέ; Δασκάλα είμαι που να πάρει! Αναγνωρίζω έναν γραφικό χαρακτήρα από χιλιομετρα!"
Εκείνος κατάλαβε αμέσως σε τι ακριβώς αναφερόταν.
"Εύα άφησε με να σου εξηγήσω" ξεκίνησε μα εκείνη ήταν ανένδοτη.
"Να εξηγήσεις τι! Πως μπήκες κρυφά σπίτι μου ; Ή το γεγονός πως οετιυσες σημειώματα κάτω από τη πόρτα μου; Είσαι σοβαρός;"
"Ρε Εύα σε παρακαλω! Εντολές του Κοσμά ήταν. Άκουσε με..."
"Τελειώσαμε! Δεν έχουμε να πούμε τίποτα! Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που δέχθηκα να βγω μαζί σου!"
Η Εύα τον προσπέρασε κι εκείνος την άρπαξε από το μπράτσο
"Δεν έχεις να πας πουθενά αν δε με αφήσεις να σου εξηγήσω!!!" Ο Δημήτρης φώναξε τόσο δυνατά που ακούστηκε αντίλαλος στο στενό . Η Εύα χαμήλωσε το βλέμμα στο κράτημα του και έπειτα το έστρεψε στα μάτια του
"Πάρε τα ξερά σου από πάνω μου. Τώρα..." είπε χαμηλά
"Όχι! Πρώτα θα με ακούσεις! Δεν ήταν δική μου ιδέα!!!"
"ΠΑΡΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ!" ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη και προσπάθησε να απελευθερωθεί αλλά ο Δημήτρης την κράτησε και με τα δύο χέρια
"Δεν φταίω! Δεν ήθελα να το κάνω!!! Και δε θα πας πουθενά αν ..." δε πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του όταν ξαφνικά, δύο μεγάλα χέρια τον άρπαξαν από τη πλάτη και τον απομάκρυναν από πάνω της. Στο γύρισμα που έκανε για να δει ποιος είναι , μια μπουνιά του ήρθε χαμηλά κάτω από το σαγόνι και παραπάτησε. Η Εύα κόλλησε έντρομη στο τοίχο. Ήταν εκείνος ο άντρας. Μαύρα ρούχα... Μαύρη κουκούλα... Έμοιαζε με σκιά.
Ο Δημήτρης στάθηκε και του όρμησε αλλά όσο καλός κι αν ήταν στο αστυνομικό σώμα, όσο κι αν τον θεωρούσαν μάγκα πίσω στη Θεσσαλονίκη, μόλις έφαγε τη δεύτερη , σωριάστηκε σαν στίβα από τραπουλόχαρτα στο πάτωμα.
Ο άντρας πλησίασε την Εύα η οποία δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη από το σοκ. Γραπωσε το χέρι της χωρίς να της πει κουβέντα και άρχισε να τη τραβολογαει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν μάταιο να προσπαθεί να ανοίξει τη παλάμη του. Τη κρατούσε τόσο σφιχτά που το δέρμα άλλαξε χρώμα. Είχε την αίσθηση που ένιωθε όταν κουβαλούσε πολλά πράγματα από το σούπερ μάρκετ.
"Άφησε με θα φωνάξω!" του είπε εν τέλει αλλά εκείνος περπατούσε με βήμα σταθερό τραβώντας την μαζί του. Μόλις έφτασαν κάπου που δεν υπήρχε ψυχή, η Εύα είδε ένα αμάξι παρκαρισμενο το οποίο την έκανε να ανατριχιασει. Ένα αμάξι που μέσα του, έγινε γυναίκα... Πάτησε πόδι και βάζοντας κόντρα στο κορμί της προσπάθησε με όση δύναμη είχε να ξεφύγει μα ήταν αδύνατο.
Άπλωσε το χέρι και βγάζοντας του τη κουκούλα , έσπασε σε χίλια κομμάτια...
"Ορέστη..." ψέλλισε αφήνοντας ελεύθερο ενα τρέμουλο να βγει από τις φωνητικές χορδές της αλλά εκείνος ούτε βλέμμα δεν της έριξε. Μπορεί να ήταν τέρμα σκοτεινά αλλά ακόμα και το λιγοστό φως από τις λάμπες ήταν αρκετό για να εστιάσει σε εκείνα τα μάτια του. Τα μούσια του είχαν μεγαλώσει. Ολόκληρο το σώμα του ήταν πιο ογκώδες. Μα το βλέμμα... Εκείνα τα μάτια του , είχαν το ίδιο ακριβώς βλέμμα με εκείνη τη καταραμένη μέρα που τη πήγε στο βουνό.
Ο Ορέστης άνοιξε τη πόρτα του συνοδηγού και τη πέταξε μέσα χωρίς πολλά πολλά.
Μόλις η Εύα προσπάθησε να την ανοίξει , σήκωσε το πόδι του, τη τράβηξε μια δυνατή κλωτσιά και εκείνη έκλεισε προκαλώντας ένα πολύ δυνατό θόρυβο.
Ώσπου να συνέλθει η Εύα από το σοκ εκείνος είχε ήδη μπει στη θέση του οδηγού. Πάτησε ένα κουμπί και οι πόρτες κλείδωσαν...
Γύρισε το κλειδι στη μίζα βάζοντας μπρος και εχοντας κρατημένο το χειρόφρενο πάτησε τέρμα το γκάζι σπινιαροντας το αυτοκίνητο.
"Σε ικετεύω.. μη..." Ψέλλισε μα εκείνος ούτε που γύρισε...
Απελευθέρωσε το χέρι από το χειρόφρενο , το αμάξι έκοψε μια μπάντα και ανεβάζοντας ταχύτητα , πήρε την ευθεία που έβγαζε στο δάσος.
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top