Κεφάλαιο 14°

"Κάποιες φορές φοβάμαι πολύ..."

"Τι είναι αυτό που φοβάσαι;"

"Τα τέρατα κάτω από το κρεβάτι μου Άρη..."

"Και εγώ τι κάνω εδώ; Τα βλέπεις αυτά τα ξύλινα σπαθιά; Τα έφτιαξα χθες... Περιμένω να έρθει και ο Ορέστης για να του δώσω ένα και με αυτά στα χέρια μας, θα έρθουμε σπίτι σου να σκοτώσουμε τα τέρατα..."

"Είσαι τόσο γλυκός..."

"Χθες και η μαμά είπε ότι είμαι γλυκός... Πολλές φορές τη βλέπω να κλαίει Εύα.. Νομίζω της λείπει ο μπαμπάς μου..."

"Λυπάμαι πολύ που δεν έχεις μπαμπά Άρη..."

"Δε πειράζει. Όταν μεγαλώσω θα τον βρω. Κι αν δεν το βρω θα γίνω για τα δικά μου παιδιά ο καλύτερος μπαμπάς!"

"Μη τα χτυπάς εντάξει;"

"Πως θα μπορούσα να κάνω αυτό; Δεν βλέπεις τον Ορέστη κάθε μέρα;"

"Θεουλη μου... Ο πατέρας του το κάνει αυτό; Ο Ορέστης είπε πως είναι σκουντουφλης και πέφτει" το προσωπάκι της χαμήλωσε λυπημένο

"Νομίζω μεγάλωσες αρκετά για να ξέρεις πως τα τέρατα περπατάνε ανάμεσα μας Εύα κακά δεν ζουν κάτω από το κρεβάτι. Γίνεσαι 8 την άλλη εβδομάδα..."

"Άρη; Δεν μου αρέσει να πονάει ο Ορέστης..."

"Ούτε και μένα...Δεν μπορώ όμως να κάνω τίποτα τώρα Εύα. Ίσως όταν μεγαλώσω. Το ξέρεις όμως πως είναι δυνατός; Προχθές που πήγα σπίτι του να τον πάρω το είδα..."

"Τι είδες Άρη; Έτσι που το λες τρομάζω..."

"Τίποτα τίποτα χαζομαρες. Έλα να κάτσουμε στις κούνιες..."

"Πες μου! Μη με αφήνεις έτσι, έλα εδώ!"
Η μικρή έτρεξε και τον έπιασε από τη μπλούζα "Σε παρακαλώ. Εσύ είπες πως είμαι μεγάλη πια..."

"Δε νομίζω να σου αρέσει αυτό Εύα. Άφησε το καλύτερα"

"Θέλω να ξέρω..."

"Πήγα να τον πάρω και..."
Ο Άρης έσφιξε τα σπαθιά στα χέρια και βουρκωσε , πρώτη φορά η Εύα έβλεπε εκείνο το αδύνατο αγοράκι έτοιμο να βάλει τα κλάματα "Απλά..."

Η Εύα ανοιξε τα χεράκια της και τον αγκάλιασε

"Μη κλάψεις..." Του είπε αλλά εκείνο σαν να του ζήτησε το αντίθετο έβαλε τα κλάματα "Με αυτά τα σπαθιά θα το σκοτώσω και θα ελευθερώσω τον Ορέστη στο ορκίζομαι. Ήταν στο πάτωμα..." ξεκίνησε να λέει νευριασμένο "είχε πέσει κάτω Εύα! Κάτω... Κουλουριασμένος σε μια γωνιά και ο πατέρας του από πάνω με τη ζώνη τον χτυπούσε... Τρόμαξα τόσο πολύ. Ήθελα να μπω μέσα και να του δείξω! Μα πριν πηδήξω από το παραθύρι , η μαμά του μπήκε στη μέση..."

"Αχ Παναγίτσα μου..."

"Δεν υπάρχει Παναγία και θεός Εύα... Όχι με αυτά που είδα..."

"Μη λες τέτοια πράματα !"

"Τα λέω και τα πιστεύω. Ποιος θεός αφήνει κάποιον να χτυπάει έτσι; Όχι ο δικός μου σίγουρα.."

"Μα δεν τον έσωσε η μαμά του;"

"Όχι... Τη κλώτσησε και εκείνη μπήκε σαν ασπίδα μπροστά από τον Ορέστη.. όπως καμιά φορά κάνουμε εμείς όταν παίζουμε... Εκείνος χτυπούσε και άκουγα τον Ορέστη να ουρλιάζει..."

Η Εύα άρχισε να κλαίει και ούτε που το κατάλαβε. Ξάφνου είδαν τον Ορέστη να περπατάει από μακριά έχοντας όπως πάντα το κεφάλι κάτω και τα χέρια στις τσέπες. Τα ποδαράκια της έτρεξαν γρήγορα και πηδώντας επάνω του έπεσαν κάτω μαζί

"Εύα τρελάθηκες;!" της φώναξε μα εκείνη αν και πεσμένη στα χώματα μαζί του τον αγκάλιασε σφιχτά

"Σ'αγαπαω Ορέστη μου. Πολύ πολύ. Μια μέρα θα σε πάρω και θα φύγουμε.."

"Εύα φύγε από πάνω μου! Πέσαμε κάτω!"

Εκείνη του χάρισε μικρά φιλάκια στο πρόσωπο και ο Ορέστης έμεινε κάγκελο να τη κοιτάζει να τον φιλάει και να του δείχνει τρυφερότητα με κάθε τρόπο.

"Σ'αγαπαω Ορέστη μου. Μ'αγαπας κι εσύ;"

"Δυστυχώς σ'αγαπαω κι εγώ..." της είπε και την αγκάλιασε πίσω...

*****

"Μα είναι τόσο περίεργο ρε Κατερίνα!"

"Μήπως πρέπει να πας στην αστυνομία η να μιλήσεις αυτό Δημήτρη; Ποιος αφήνει ραβασάκια και σημειώματα ρε Εύα! Εκτός αυτού γιατί δε μου είπες τίποτα τη προηγούμενη φορά; Τι περιμένεις δηλαδή;"

"Μα δε καταλαβαίνω. Καταρχήν σίγουρα δεν ανήκουν αυτά τα γράμματα ούτε στον Άρη ούτε στον Ορέστη. Εκτός αυτού, δε βρίσκω το λόγο κάποιος να μπει σε αυτή τη διαδικασία... Δεν βγάζει νόημα"

"Δεν ξέρω τι λες αλλά εγώ φοβάμαι. Θεωρώ σαν φίλη αλλά και σαν γιατρός σου πως πρέπει να μιλήσεις σε κάποιον. Και από τη στιγμή που εδωσες στο Δημήτρη μια ευκαιρία , ίσως θα ήταν καλό να του μιλήσεις τη Κυριακή. Αν μία στο εκατομμύριο όντως τους έχει στρίψει και θέλουν να σε βγάλουν από τη μέση για τους λόγους τους;"

"Ποτέ δε θα το έκαναν αυτό ο Ορέστης και ο Άρης! Μη το ξαναπείς .."

"Τώρα τους υπερασπίζεσαι μετά από όσα έγιναν;"

"Όχι.. Μα αυτό δε σημαίνει πως δε τους ξέρω..." της απάντησε ενοχλημένη πια

"Α ναι; Για αυτό έπεσες από τα σύννεφα οταν σκότωσαν τον πατέρα του;"

"Καταβαθος χάρηκα..." παραδέχθηκε και σιωπή απλώθηκε στο ακουστικό.

"Χάρηκες που πέθανε ένας άνθρωπος;"

"Αυτός δεν ήταν άνθρωπος... Ένα κτήνος ήταν και πήγε εκεί όπου αξίζει. Όπως και να έχει, ο πυρετός ανεβαίνει. Πρέπει να βγω στο φαρμακείο. Δύο μέρες τώρα δε πήγα ούτε στο σχολείο. Αύριο είναι Παρασκευή και αν δε πάω , μετά θα πιάσουμε καλή Δευτέρα..."

"Δύο μέρες πυρετό έχεις. Μήπως αντί για φαρμακείο να πας στο γιατρό;"

"Όχι. Θα είμαι εντάξει. Απλά δε βγήκα καθόλου χθες και σήμερα ήθελα να πάω για μάθημα αλλά ανέβασα πάλι πυρετό. Θα πάρω μερικά αναλγητικά και θα είναι εντάξει αύριο"

"Εντάξει .. πάρε με αργότερα να μου πεις πως είσαι και σε παρακαλώ, σκέψου λιγάκι αυτό που σου είπα καλά;"

"Καλά, ίσως του μιλήσω τη Κυριακή και βλέπουμε... Πάντως δε φοβάμαι κανένα.  Αν αυτό νομίζεις... Όποιος θέλει ας έρθει!" Η Εύα άρχισε να βήχει δυνατά "Σε κλείνω πριν πέσω κάτω. Θα σε πάρω μετά.."

Αν και είχε ήλιο έξω, έβαλε μια φαρδιά ζεστή ζακέτα, μια χοντρή φόρμα για να είναι ζεστή και ξέροντας πως βράζει από το πυρετό, βγήκε με προορισμό το πιο κοντινό φαρμακείο. Όταν έφυγε από το χαμόσπιτο και μέχρι να φτάσει είχε γίνει παπί. Θέμα χρόνου ήταν να αρρωστήσει και το ήξερε. Πάραυτα όμως δεν την ανησυχούσε αυτό..
Εκείνο το χαστούκι που έδωσε στον Άρη ήταν τρομακτικότερο από το πυρετό της..


***

"Εύα αν ξανασηκωσεις χέρι επάνω μου έστω και για πλάκα θα στο κόψω!"

"Τώρα γιατί νευριάζεις ρε! Στη τελική εσύ το ξεκίνησες!"

"Εγώ σου έβαλα τρικλοποδιά και σε έπιασα κι εσύ κοντεψες να μου σκάσεις μπουκέτο στη μούρη! Το ίδιο είναι;"

"Εεε γιατί μαλώνετε !" Ο Ορέστης πλησίασε σκουπίζοντας το κορμί του με τη πετσέτα και τους κοίταξε. Ο ένας καθόταν δεξια ο άλλος αριστερά και έδειχναν θυμωμένοι. "Μέχρι μέσα ακουγεστε!"

"Με βαρεσε ρε!" του εξήγησε ο Άρης

"Εγώ σε βαρεσα ρε ηλίθιε; Εσύ ήθελες να με ρίξεις κάτω!"

"Ρε ηρεμηστε είπα!!!!" Φώναξε ο Ορέστης και η φωνή του έσκισε ολόκληρη τη παραλία

"Εγώ φεύγω! Πάω στη Κική και θα έρθω μετά!" Ο Άρης σηκώθηκε μέσα στα νευρα και έριξε μια στραβή μάτια στην Εύα η οποία έδειχνε το ίδιο έξαλλη

"Ναι! Να πας! Πάνε να διώξεις τις ορμές σου μιας και στρώσεις!"

"Εύα!" φώναξε ο Ορέστης κι εκείνη σώπασε. Ο Άρης πήρε τη μπλούζα του κάθε μόλις έφυγε εκείνη αναστεναξε βαθιά

"Δεν ήθελα να τον χτύπησε ρε Ορέστη... Αλλά κι εκείνος με κατατρομαξε. Αντίδραση του οργανισμού ήταν! Έπρεπε να μου βάλει τις φωνές; Αφού ξέρει πως δε μου αρέσει να φωνάζουν..."

Εκείνος πήγε κοντά της, και κάθισε πλάι της

"Αφού το ξέρεις πως δε γουστάρει να τον χτυπάνε και ξέρεις πολύ καλά πόση αδυναμία σου έχει.. ίσως κι αυτός αντέδρασε κάπως πιο υπερβολικά είναι η αλήθεια. Από το πρωί είναι εκνευρισμένος..."

Η Εύα χαμήλωσε το κεφάλι και άρχισε να σκαλίζει την άμμο σιωπηλή.

"Χτύπα εμένα.. Αν ποτέ το θελήσεις χτύπα εμένα... Αντέχω εγώ και δε θα νευρίασω στο υπόσχομαι..." Γύρισε και τον κοίταξε σοβαρή

"Δεν είναι αστείο πλέον Ορέστη αυτό...Κοίτα το κορμί σου..." Άπλωσε το χέρι της πάνω στο γυμνό του στήθος κι εκείνος τραβήχτηκε μονομιάς
"Με συγχωρείς..."

"Δε πειράζει... Όπως και να έχει, μη του κρατάς μούτρα. Έχει κι αυτός τα δικά του... Δεν είναι εύκολο να σε βλέπουν σαν παράσιτο Εύα."

"Το ξέρω... Μα κουράστηκα όλους αυτούς τους δήθεν ανθρώπους ..."

"Δυστυχώς μωράκι μου, αυτοί πάντα θα υπάρχουν..."

Εκείνη τον κοίταξε περίεργα

"Πως με είπες;"

"Έλα ρε Εύα. Κολλάς κι εσύ σε κάτι πράγματα ..."

"Απλά..."

"Απλά τι; Στη τελική το μωρό μας είσαι. Από τόσα δα σκατό τριγυρίζεις στα πόδια μας. Αν κάποιος έχει δικαίωμα να σε λέει έτσι, είμαστε εμείς..."

Η Εύα κοκκινησε και ξεκίνησε να σκαλίζει πάλι την άμμο σιωπηλή.

"Έλα, πάμε να κάνουμε μια βουτιά. Ίσως αυτή τη φορά καταφέρω να σε κάνω να κολυμπήσεις.. Και θα δεις πως όταν γυρίσει από μόνος του θα έρθει να σε βρει. Είναι μαλάκας μερικές φορές, μα είναι δικός μας μαλάκας εντάξει; Ο Άρης είναι πολύ ξήγας..Ποτέ μη φοβηθεις πλάι του... Ποτέ..."

*****

Ποτέ της είχε πει αλλά η Εύα δε μπορούσε να ξεχάσει το σοκ στο βλέμμα του όταν τον χαστούκισε. Και ξέροντας κι εκείνη με τη σειρά της τον Άρη, ήταν σίγουρη πως κατά πάσα πιθανότητα θα πετάγονταν από κάποια γωνιά να τη τραμπουκισει έτσι για το γαμωτο.
Ένιωσε το κεφάλι της βαρύ και τα μάτια να καινε..

"Καλημέρα σας... Ένα ντεπον παρακαλώ για το πυρετό. Ή ότι έχετε που να κάνει δράση γρήγορα" είπε στη φαρμακοποιό μόλις μπήκε στο φαρμακείο.

"Έχετε υψηλό πυρετό;" ρώτησε και η Εύα σήκωσε το φρύδι και τη κοίταξε

"Έχει διαφορά; Κάτι για να πέσει μπορώ να έχω;"

"Ήθελα απλά να δω αν σας δώσω σιρόπι η χάπια"

"Χάπια. Δεν μπορώ το σιρόπι..."

"Πολύ καλά, αυτό νομίζω θα κάνει δουλειά. Έχουμε και κάτι καινούριες κομπρεσες που τις βάζεις στο ψυγείο και .."

Η Εύα γύρισε το κουτάκι, είδε τη τιμή και βγάζοντας λεφτά τα άφησε πάνω στο πάγκο ..

"Δεν θέλω ευχαριστώ" είπε βηχοντας

"Θέλετε κάτι γιατί βήχα; Έχουμε κάτι πολύ ωραίες καραμέλες..."

"Δε θέλω βρε κορίτσι μου τίποτα άλλο! Κράτα και τα ρέστα!"

Πήρε το κουτί όπως ήταν και βγαίνοντας από το φαρμακείο άρχισε να βρίζει από μέσα της

"Καταραμένε καιρε. Δε μπορουσες να περιμένεις να φτάσω σπίτι;"μονολογησε σαν είδε να ψιζαλιζει βάζοντας τη κουκούλα από τη ζακέτα στο κεφάλι της . Στραυρωσε τα χέρια και ξεκίνησε να περπατάει προς το σπίτι.

"Εύα!!" αναγνώρισε τη φωνή του Δημήτρη και γυρίζοντας τον είδε με τη στολή

"Έχω βάρδια στη περιοχή σου σήμερα, καλημέρα" της είπε πηγαίνοντας κοντά "Τι έχεις; Δείχνεις χάλια"

"Ανέβασα λίγο πυρετό αυτό είναι όλο..."

Η Εύα άνοιξε τη πόρτα και εκείνος μπήκε πίσω της

"Θέλεις να ζητήσω άδεια να κάτσω μαζί σου να σου φτιάξω κάτι; Ξέρω πως δεν έχεις κανένα..." Της είπε αλλά το μάτι της έπεσε σε ένα φάκελο που ήταν πεταμένος στο πάτωμα. Δίχως να τον υπολογίζει έσκυψε και το πήρε
"Τι είναι αυτό;" Τη ρώτησε περίεργα

"Ίσως λογαριασμός..." Αρκέστηκε να του πει

"Δε μοιάζει με λογαριασμό Εύα"

"Όπως και να έχει, δικό μου είναι ρε Δημήτρη!"

"Έχεις δίκιο με συγχωρείς. Καμιά φορά γίνομαι λιγάκι..."

"Υπερπροστατευτικος χωρίς λόγο;" Τον ειρωνευτηκε με άσχημο τρόπο και αναστεναξε "Συγνώμη. Είμαι λίγο άρρωστη και..."

"Μην ανησυχείς. Φαίνεσαι χαλιά ούτως ή άλλως. Σίγουρα δε θέλεις να μείνω; Γενικά μήπως να σου φέρω κάτι;"

"Όχι όχι, πήρα άδεια και από το σχολείο και θα είμαι μια χαρά. Ευχαριστώ.." τον διαβεβαίωσε

"Όπως αγαπας. Θα έχω βάρδια στη περιοχή σήμερα οπότε αν θελήσεις κάτι..."

"Ξέρω Δημήτρη. Πήγαινε. Να είσαι καλά..." Η Εύα τον έδιωξε όπως όπως και μόλις έκλεισε τη πόρτα, άνοιξε το φάκελο

Τρεις και σήμερα ...
Τικ τοκ... Εύα... Ο χρόνος περνάει.
Έρχομαι... Που θα κρυφτείς;

"Ρε άντε γαμησου!!!" Η Εύα φώναξε δυνατά και αντι να αφήσει το σημείωμα μαζί με τα υπόλοιπα στο τραπέζι , το  τσαλακωσε και το πέταξε προς το αποθηκακι που υπήρχε δίπλα από τη κουζίνα. Μα από η δυνατή φωνή που έβγαλε της προκλήθηκε τόσο έντονος βήχα, που κατέληξε με τα δύο χέρια στον νεροχύτη να βήχει χωρίς σταματημό.

Άρχισε να τρέμει από την ένταση και ανοίγοντας τη βρύση έσκυψε και ξεκίνησε να βρέχει το πρόσωπο της σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει. Σχεδόν ποτέ δεν τύχαινε να αρρωστήσει και κάθε φορά, περνούσε την ίδια ταλαιπωρία. Βήχας του θανατα και πυρετός.

Σαν σήκωσε το κεφάλι, ένιωσε ενα χέρι να βυθίζεται μέσα από τη μπλούζα της καταλήγοντας γύρω από τη κοιλιά της και κατατρομαγμενη γύρισε φωνάζοντας αλλά εκείνος της έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες το στόμα

"Καις ολόκληρη..." Η Εύα μουγκρησε αλλά δεν είχε δυνάμεις. Ο Άρης κατέβασε το χέρι μόλις την είδε να χαλαρώνει

"Δεν είμαι σε θέση να αντιμετωπίσω καμία υστερία σου. Δεν ξέρω πως μπήκες εδώ μέσα αλλά να η πόρτα. Σήκω και φύγε .." ήταν τόσο ταλαιπωρημένο το κορμί της που ούτε δύναμη να τον σπρώξει δεν είχε. Ένιωσε μια ζάλη η οποία φυσικά και προήλθε σε συνδιασμό με το βήχα αλλά και την ταραχή που προκλήθηκε απο εμφάνιση του Άρη σπίτι της και βάζοντας τα χέρια στη καρέκλα , στηρίχθηκε και περπάτησε
"Είπα σήκω και ..." ανέβασε το τόνο της μα ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν, τα μάτια της μαύρισαν για μια στιγμή και λίγο πριν πέσει με το κεφάλι στο τραπεζάκι, εκείνος άπλωσε τα χέρια και τη κράτησε

"Δεκαπέντε χρόνια περίμενα ... Ήθελα να βγω, να έρθω να σε βρω και να σε σπάσω στο ξύλο... Μα βγήκα, και αντί για αυτο ήρθες εσύ... Ήρθες να τα κάνεις όλα πουτανα πάλι..." της ψιθύρισε ενώ την ίδια στιγμή, τη σήκωσε αγκαλιά. Ανέβηκε προσεκτικά τις σκάλες και τη ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έδειχνε σαν να παραληρεί από το πυρετό. Έσκυψε έχοντας και ο ίδιος ένα δισταγμό στις κινήσεις του και σαν αγγιξε με τα χείλη του το κούτελο της, τη κοίταξε θυμωμένος

"Αμάν ρε Εύα. Τόσα χρόνια τις ίδιες μαλακίες..."

*****

"Πως μπήκες μέσα..."

"Όπως μπαίνω κάθε φορά ρε Εύα.. αλλά αυτή τη φορά δεν ήρθα μόνος..." Ο Ορέστης έκανε στην άκρη και πίσω του φάνηκε ο Άρης.

"Άρη!!" Φώναξε σιγανα μα ήταν αδύναμη για να σηκωθεί

"Ξάπλωσε ρε χαζό. Τρέμεις από το πυρετό .."

"Μα είμαι τόσο χαρούμενη... Συνήθως αυτός ο βλάκας έρχεται μόνο και με τρομάζει. Δε πιστεύω πως σκαρφαλωσες το δέντρο!"

"Εμ... "

"Τι εμ μωρέ μαλάκα! Πες της πως απλά ανησυχησες που αρρώστησε!" Πήρε θέση ο Ορέστης "Αλλά βλέπεις τι κάνει η ανησυχία; Μέχρι και δέντρα σε κάνει να σκαρφαλώνεις..." αποκρίθηκε ήρεμα πλησιάζοντας τη πόρτα. Κλείδωσε το υπνοδωμάτιο της και κάθισε κοντά της
" Πως αισθάνεσαι;"

"Νομίζω πως θα εκραγω Ορέστη..."

"Όντως.. γι'αυτό την άλλη φορά , όταν λέω πως θα σε φέρω σπίτι , μη μου κάνεις τη δύσκολη επειδή είσαι θυμωμένη! Αντιλαβου;"

"Ναι ναι.. άντε τώρα ελάτε να ξαπλώσουμε. Νυστάζω ..."

Ο Άρης ξάπλωσε δεξιά και ο Ορέστης αριστερά

"Πόση ώρα έχουμε;"

"Σε μισή ώρα έρχονται οι γονείς μου..."

Την αγκάλιασαν και οι δύο και εκείνη εκλεισε ήρεμη τα μάτια της...

"Θα το θυμάμαι αυτό..." τους ψιθύρισε γαλήνια και τα αγόρια έμειναν να την αγκαλιάζουν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο...

*****

"Άνοιξε λιγάκι..." Τα χείλη της διασπάστηκαν , ο Άρης εχωσε μέσα το χάπι και ύστερα της έδωσε λίγο νερό . Ήταν τόσο σίγουρος πως δε θα θυμόταν τίποτα την επόμενη μέρα. Θα το είχε σαν όνειρο στο κεφάλι της. Έτσι είχε και εκείνη τη μέρα που κοιμήθηκαν μαζί της στο δωματίο της. Έκαιγε τόσο από το πυρετό που νόμιζε ότι έβλεπε ονειρο.
Ήθελε τόσο μα τόσο πολύ να της βάλει της φωνές . Για αυτό πήγε άλλωστε. Του ήταν παιχνιδάκι να μάθει πού μένει και το ήξερε. Μα δεν περίμενε να τη βρει σε αυτή τη κατάσταση και δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβει πως έγινε έτσι επειδή έφυγε μέσα στη βροχή.

Η Εύα κατάπιε το χάπι και την άφησε μαλάκα στο μαξιλάρι.

"Θα το θυμάμαι αυτό..." ψέλλισε αδυναμα χωρίς ίχνος χρώματος στη φωνή και παραδόθηκε.

"Ναι... Δεν έχω αμφιβολία" απάντησε σίγουρος πως ούτε τον ακούει. Έκλεισε τις κουρτίνες, άφησε δίπλα από το κρεβάτι το νερό και κατέβηκε κάτω. Έβαλε το χέρι στη τσέπη και έβγαλε εκείνο το τσαλακωμενο χαρτί...

"Γαμωτο σου ρε μαλάκα... Είπες πως δε θα ασχοληθείς ποτέ..." ψέλλισε ώσπου πρόσεξε πάνω στο τραπέζι και τα υπόλοιπα. Ο Ορέστης έχοντας αποκτήσει αυτή τη φήμη μέσα στη φυλακή , θα μπορούσε να κάνει ότι θελήσει έξω. Μα από την άλλη, ο Άρης ήταν τόσο σίγουρος πως δεν είχε ιδέα ότι η Εύα είναι έξω. Δεν είχαν μιλήσει από τη στιγμή που βγήκε μα  από την άλλη, ήξερε πως αν ο Ορέστης ήθελε , θα μάθαινε. Κι αν ο Ορέστης έμαθε, τότε η κατάσταση δεν θα ήταν καλή...
Όχι πως και ο ίδιος ένιωθε εντάξει αφήνοντας τη να σουλατσαρει στο χωριό ύστερα από όσα έγιναν αλλά σε εκείνον, ίσως τελικά είχε μείνει λίγη ψυχή ακόμα..
Ο Ορέστης από την άλλη, την είχε χάσει εντελώς και ο Άρης το είχε δει.. έπειτα από έξι ημέρες στη φυλακή και από τους χάρισαν το γέρο καλωσόρισμα και βγήκαν από την απομόνωση, δεν έβλεπε ψυχή σε εκείνα τα μάτια..
Έβλεπε κενό...
Μα ήταν τέτοιο κενό που την ίδια στιγμή πηγαίνοντας κόντρα στην ίδια τη λέξη , έκλεινε μέσα του τα πάντα.
Μια συμπιεσμένη κενότητα που φοβόταν πως αν ξεσπάσει , τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά για όλους.

Όταν βγήκε πρώτος, ένιωθε σίγουρος για τον εαυτό του. Μα η συνήθεια να έχει τον Ορέστη του, του έβγαλε μια ταραχή. Δεν ήταν και λίγο να βασίζεται ο ένας στον άλλο τόσο καιρό. Ήταν σαν το άλλο του μισό να έλειπε. Μπορεί τα κελιά τους να ήταν διαφορετικά μα δεν είχε σημασία αφού το τελευταίο χρόνο ειδικά, έκαναν ότι ήθελαν εκεί μέσα.

Τρεις μέρες είχαν μείνει.
Ο Άρης κάθισε στο καναπέ πριν φύγει. Ολόκληρο το σπίτι μύριζε μια γλυκιά ευωδία μαλακτικού. Σου έβαζε μια αίσθηση οικεία... Σαν κοίταξε προς τη πόρτα και θυμήθηκε τον άντρα που είδε στο στενό, έσφιξε τις γροθιές του. Μπάτσος; Έτσι εξηγούνταν πολλά, σκέφτηκε.
Ίσως η Εύα να θέλησε προστασία στη τελική...
Ίσως ο φόβος της για την επιστροφή να ήταν περισσότερος κι αυτή ηταν η τρανή απόδειξη. Πάραυτα, ο Άρης γέλασε.

"Έφυγε ο μαλάκας... Ποιος αφήνει μια γυναίκα έτσι και φεύγει... Παπάρα..." Μονολογησε πιάνοντας το κεφάλι του. "Ενώ εγώ που τη φρόντισα κι όλας... Καλός μαλάκας είμαι" συνέχισε μπερδεμένος μα δε πρόλαβε να σκεφτεί πολλά... Το μάτι του έπεσε ασυναίσθητα σε ένα βιβλιαράκι που είχε αφημένο πάνω στο κομοδίνο δίπλα από το καναπέ. Έμοιαζε καινούριο μα είχε σελιδοδείκτη μέσα. Σε κάθε άλλη περίπτωση δε θα έδινε σημασία μα τα πράγματα ήταν διαφορετικά πλέον ...
Ξέροντας πως κοιμάται του καλού καιρού , και μην έχοντας τίποτα να κάνει, το έπιασε και το άνοιξε στη σελίδα που υπήρχε ο δείκτης

"Χρόνια έχω να γράψω σε κάποιο κομμάτι χαρτί για όσα αισθάνομαι. Η Κατερίνα πάντοτε έλεγε πως ήταν ο μόνος τρόπος για να τα βγάζω από μέσα μου αλλά δεν τα είχα καταφέρει.. Ποιος νοιάζεται να γράψει όταν οι εφιάλτες γίνονται πραγματικότητα και σε τρώνε μέχρι το κόκαλο; Έλεγαν πως θα πεθάνω μα να που τους έβγαλα ψεύτες. Εκείνο το σακί από δέρμα και κόκαλα , πήρε ζωή και τα κατάφερα...
Δεν ήθελα να επιστρέψω...
Δεν ξέρω γιατί ήρθα...
Πίστευα πως ίσως θα μου κάνει καλό η μετάθεση; Δεν ξέρω...
Μα είμαι εδώ...

Σήμερα τον είδα ξανά...
Σήμερα τον πρόσεξα πιο πολύ από τη πρώτη φορά.
Μεγάλωσε... Τα μάτια του δεν θύμιζαν σε τίποτα εκείνο το αγόρι που μου γελούσε και θύμωνε μαζί μου. Έγινε άντρας .. σαν όλους εκείνους που βλέπεις στο δρόμο.
Έκοψε τα μαλλιά του.
Ασπρισαν ελαφρά αλλά...
Θεουλη μου σαν χώθηκα μέσα στα χέρια του ένιωσα πως ήθελα να ουρλιαξω.. ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα. Ίσως επειδή ήταν ο Δημήτρης εκεί. Αυτός ο άντρας έχει εντελώς άγνοια κινδύνου... Αν ήξερε για τι είναι ικανός ο Άρης θα έφευγε τρέχοντας..."

Ένα χαμόγελο έσκισε τα χείλη του μα συνέχισε

"Δεν φορούσε άρωμα.. τα χρόνια είναι πολλά μα το κορμί του είχε ακόμα την ίδια μυρωδιά όπως και τότε. Εκείνη τη μυρωδιά που ρουφούσα αχόρταγα όταν ήμουν θλιμμένη και με κρατούσε, ή όταν απλά χωρίς λόγο ξάπλωνα στην αγκαλιά του. Δεν είχα μια ψυχή μα τρεις... Και τις αγαπούσα και τις δύο τόσο πολύ και ούτε που το έβλεπαν...
Γιατί δε μου άφησε περιθώριο να του εξηγήσω; Με πλήγωσε και ούτε που το βλέπει... Δεν θα καταλάβω ποτέ τι έκανα λάθος. Έδωσα αλλά πήρα απαξίωση και πόνο... Τουλάχιστον από τον Άρη τότε πήρα και μίσος.. ο Ορέστης από την άλλη...
Θεέ μου δε μπορω ούτε τα μάτια μου να κρατήσω στεγνά σαν γράφω και μόνο το όνομα του... Σιωπή... Εισέπραξα μια σιωπή που ήταν χειρότερη από κάθε λέξη..Μια μέρα πριν μου είχε ορκιστεί... Μια μέρα πριν εμείς... "

Το γραμματα από το στυλό σε εκείνο το σημείο , είχαν μουτζουρωθει. Το μελάνι είχε απλωθεί σε μικρούς κύκλους και ο Άρης κατάλαβε αμέσως πως κατά πάσα πιθανότητα ήταν δάκρυα που έπεσαν καθώς έγραφε. Μα ηξερε ακριβώς τι ήθελε να γράψει η Εύα ακόμα κι αν δεν υπήρχε εκεί...

Ένα έντονο ξέσπασμα βήχα ακούστηκε και εκείνος κλείνοντας απότομα το τετραδιακι το άφησε στη θέση του και ανέβηκε τις σκάλες τόσο όσο έτσι ώστε αν ήταν ξύπνια να μην τον δει. Την είδε να προσπαθεί να σηκωθεί πιάνοντας το κεφάλι της αλλά ξαναεπεσε στο κρεβάτι αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι.

"Δε θέλω χάπι Άρη.. άσε με..." Παραμιλησε με το ζόρι μουγκριζοντας έχοντας ίσως ελαφρώς στο μυαλό το πριν. "Μη φεύγεις..." Η Εύα βυθίστηκε ξανά σε ύπνο και εκείνος έβγαλε μια βαθιά ανάσα μέσα από τα στήθη και την άφησε να χαθεί...

"Αν δε φύγω, θα κάνω πράματα που θα μετανιώσω..." Ψέλλισε εντελώς μπερδεμένος και κατέβηκε. Έριξε ένα περίεργο βλέμμα σε εκείνο το βιβλιαράκι, έπειτα στα σημειώματα ,και ανοίγοντας τη πόρτα, έφυγε...

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top