Κεφάλαιο 13°
"Είστε τρελοί; Γίναμε μούσκεμα!" τσιριξε η Εύα αγριοκοιταζοντας τους εναλλάξ. "Έπρεπε να τρέχουμε μέσα στη βροχή; Χάθηκε ο κόσμος να περιμένουμε να σταματήσει; Και όχι τίποτα άλλο, δεν πήραμε το αμάξι και ιδού τα αποτελέσματα! Εμείς βρεγμενοι, κι εκείνο αραχτο έξω από το σπίτι!"
"Μέσα στη γκρίνια!" Μουρμουρισε ο Άρης "Γιατί ρε Εύα, από ζάχαρη είσαι και φοβάσαι να μη λιώσεις;"
"Ναι ρε! Εσύ δε λες συνέχεια πως είμαι γλυκιά;"
"Τι λέει;" πετάχτηκε ο Ορέστης "Τέτοιες παπαριές της λες ρε;" συνέχισε χαμογελώντας
"Ε τώρα τι να σας πω!"
"Τίποτα να μη πεις εσύ. Περίμενε εδώ, παω στο αμάξι νομίζω είχα πεταμένη μια μπλούζα." Ο Ορέστης άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε.
Τα μαλλιά της δεν έφταναν για να καλύψουν τις ρώγες της οι οποίες προεξείχαν πάνω από το βρεγμένο ύφασμα μα δε το πρόσεξε. Έσταζε ολόκληρη.
"Εσύ τώρα που πας;" ρώτησε τον Άρη ο οποίος κατευθύνθηκε προς τα έξω
"Πάω να πάρω τη Κική γιατί με έχει ζαλίσει στα μηνύματα και έρχομαι"
Η Εύα έμεινε μόνη και σηκώνοντας ένα τελάρο κάθισε . Στο τοίχο υπήρχε ακουμπισμενος ένα καθρέφτης και έτσι όπως καθόταν έβλεπε άμεσα το είδωλο της. Ξέροντας πως τα αγόρια είναι έξω σηκώθηκε και πλησίασε. Ίσως είχε ραγισματα επάνω αλλά μπορούσε να δει κάλιστα την ανάκλαση της. Μόλις αντιλήφθηκε πως η μπλούζα της δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα , άλλαξε χίλια χρώματα από ντροπή.
"Θαυμάζεις τα κάλλη σου;" άκουσε τον Ορέστη και γύρισε διστακτικά βάζοντας παράλληλα τα χέρια της στο στήθος
"Εμ; Όχι.. απλά κοίταζα μήπως έφυγε η.. η μάσκαρα;"
"Τώρα αυτό είναι απάντηση η ερώτηση; Και από πότε φοράς εσύ τέτοιες μαλακίες. Εύα γιατί κάθεσαι έτσι; Σε πόνεσε η κοιλιά σου;" Ο Ορέστης πλησίασε κι εκείνη πισωπατησε με αποτελέσμα να συγκρουστεί με το καθρέφτη μα λίγο πριν πέσει πάνω της, εκείνος όρμησε και τον κράτησε.
"Έχεις βαλθεί να με σκοτώσεις;" της είπε στηρίζοντας το καθρέφτη ξανά στο τοίχο και πιάνοντας τα χέρια της τα οποία κρατούσε ακόμα ψηλά τα άνοιξε. Η Εύα κοκκινησε αμέσως και τον έσπρωξε
"Είσαι βλάκας ρε;" Του είπε κι εκείνος χαμογέλασε
"Για αυτό είχες τα χέρια σου εκεί; Επειδή οι ρώγες σου...."
"Ορέστη σκάσε! Ειλικρινά θα..."
Εκείνος κούνησε το δάχτυλο του μέσα στη μούρη της και πήγε κοντά της. Είχε τη καθαρή μπλούζα ακουμπισμένη στον ώμο και πιάνοντας την Εύα από τα μπράτσα τη γύρισε πριν την αντίθετη κατεύθυνση.
"Καλύτερα τώρα;"
"Ναι... Αλλά γύρνα εντελώς και δώσε μου τη μπλούζα! Πλάτη με πλάτη!"
"Εντάξει..."
Της έδωσε τη μπλούζα και όπως ακριβώς του είπε γύρισε τη πλάτη του . Η Εύα κάνοντας γρήγορες κινήσεις άλλαξε αμέσως
"Τάρα τα τα!!" είπε γυρίζοντας μα έτσι όπως γύρισε, πρόσεξε το καθρέφτη . Ο Ορέστης αν και πλάτη είχε πλήρη θέα στο κορμί της κατά τη διάρκεια που άλλαζε. "Ε είσαι μεγάλος..."
"Σσς.... Εσύ είπες όχι κακές λεξουλες σωστά;" την ειρωνεύτηκε
"Ορέστη ειλικρινά εξαφανίσου τώρα! Αν σε πιάσω ξέρεις τι θα κάνω;" Εκείνος έτρεξε λίγο μακριά της αλλά το σπίτι ήταν μικρό . Έκαναν ένα γύρο από τα τελάρα ώσπου εκείνος σταμάτησε απότομα και η Εύα κατέληξε ακριβώς μέσα στην αγκαλιά του.
"Τι θα κάνεις...." της ψιθύρισε πονηρά και ο τσαμπουκας της εξανεμίστηκε μονομιάς. "Είσαι σέξυ με τη μπλούζα μου..." η Εύα ξεροκαταπιε, ήταν η πρώτη φορά που της έκανε τέτοια πλάκα όταν ήταν μόνοι. Συνήθως τη πείραζε όπως και ό Άρης όταν ήταν όλοι μαζί. Τα χέρια του είχαν κολλήσει πάνω στη μέση της , τα μαλλιά της έσταζαν καινούριες σταγόνες στο στεγνό ύφασμα ενώ και τα δικά του, είχαν πέσει χαμηλά στο κούτελο.
"Αυτή η κοπέλα μου δημιουργεί πονοκεφ..." Ο Άρης μπήκε στο σπίτι μα σταμάτησε να μιλάει. Η Εύα γύρισε ταραγμένη μα ο Ορέστης, είχε ακριβώς την ίδια στάση "Ψείρες θα πιάσετε! Ξεκολλατε λιγάκι.!" σχολίασε
"Μου κάνει τη δύσκολη..." απάντησε ο Ορέστης χαριτολογώντας
"Μπα; Υπάρχει γυναίκα σε αυτό το κόσμο που να σου κάνει τη δύσκολη;"
"Από ότι φαίνεται υπάρχει μια..." Σχολίασε ο Ορέστης πιέζοντας τα χέρια του στη μέση της Εύας και ύστερα απομακρύνθηκε. Έκανε δύο βήματα και έβγαλε τη μπλούζα του
"Ορέστη τι κάνεις;"
"Πρώτη φορά θα με δεις χωρίς μπλούζα ρε Εύα; Ο Άρης από ότι βλέπω άλλαξε , εσύ άλλαξες , εγώ τι θα κάνω; Θα μείνω έτσι;"
"Όχι... Αλλά..."
"Αλλά τι;"
"Τίποτα!"
"Ωραία!"
"Πολύ ωραία!"
"Πάρα πολύ ωραία!"
"Είσαι ηλίθιος!" Του είπε η Εύα εν τέλει
"Σου μοιαξα..."
"Ει! Κόφτε το επιτέλους! Πρέπει να φύγω ούτως ή άλλως. Η Κική φοβάται και είναι μόνη στο σπίτι. Με ζαλίσει και αν δε πάω θα αρχίσει τις υστερίες!" Πήρε θέση ο Άρης κοιτάζοντας τον Ορέστη
"Με το αμάξι θα πας;"
"Όχι θα σας το αφήσω εδώ. Θα σε γυρίσει μετά ο Ορέστης"
"Περίμενε να έρθω μαζί να με αφήσεις σπίτι αν είναι..."
"Βιάζομαι ρε Εύα..."
"Ωχου... Καλά..."
"Φρόνιμα όσο θα λείπω! Μη μου το κάνετε λαμπογυαλο εδώ μέσα!"
Μόλις έφυγε ο Ορέστης άναψε ένα τσιγάρο αδιάφορα και ξάπλωσε στο στρώμα . Η Εύα από την άλλη ένιωθε περίεργα
"Θα με κοιτάζεις για πολύ ώρα;"της είπε σοβαρός
"Δε σε κοιτάζω!"
"Ρε φίλε...ώρες ώρες ειλικρινά αναρωτιέμαι με τη πάρτη σου..."
"Και τι αναρωτιεσαι για να 'χουμε καλό ερώτημα;" τον ειρωνευτηκε
"Α δε θα σου λέω. Αυτό είναι για μένα να το ξέρω και για σένα να το μάθεις..."
"Ε βλέπεις; Μετά απορεις που σε λέω ηλίθιο!"
"Άντε φτάνει... Έλα κάτσε λιγάκι να περάσει η μπόρα και θα σε πάω σπίτι.."
"Είμαι θυμωμένη μαζί σου!"
"Ακόμα ρε Εύα; Σιγά πια! Ούτε καν κοίταξα!"
"Ψευτη..."
"Λιγάκι..."
"Δε σε έχω δει ποτέ να κοιτάζεις τις ρώγες του Άρη! Αν και εκείνες είναι μικρουλες..."
"Κι εσύ που είδες τις ρώγες του Άρη;"
"Μα αφού δε πάμε ολ.."
"Βασικά άστο..."
Ο Ορέστης σηκώθηκε αξαφνα και άρπαξε τη μπλούζα του
"Που πας τώρα; "
"Στην Χριστίνα"
Η Εύα συννεφιασε
"Μήπως να παω και εγώ να βρω κανένα και να το διαλυσουμε εδώ μέσα;" Του πέταξε μαζεύοντας τα πράγματα της.
"Να πας"
"Να πάω; Πολύ καλά..."
Η Εύα έβγαλε τη μπλούζα , του τη πέταξε στη μούρη και αρπάζοντας γρήγορα τη δική της, έκρυψε τη γύμνια της
"Πάρε και αυτό! Και..." Βλέποντας τον Ορέστη να αλλάζει όψη και να τη πλησιάζει, κατάλαβε πως ίσως το πήγε ένα βήμα παραπέρα από ότι έπρεπε.
Ο Ορέστης στάθηκε μπροστά της χωρίς να κοιτάζει προς τα κάτω και εστίασε στα μάτια της
"Μη το κάνεις ξανά αυτό..." Είπε χαμηλά
"Εντάξει δεν ήθελα να φωνάξω αλλά κι εσύ..."
"Όχι αυτό Εύα..." εκείνη τον κοίταξε περίεργα . Ο Ορέστης έσκυψε κοντά στο πρόσωπο της και έβαλε τα βρεγμένα της μαλλιά πίσω από το αυτι με αποτέλεσμα να ανατριχιασει ολόκληρη
"Για την ακρίβεια ναι... Έχουμε πάει αρκετές φορές όλοι μαζί για μπάνιο αλλά ξέρεις κάτι;" Την ένιωσε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι και συνέχισε "Οι δικές σου ρώγες είναι σαφώς καλύτερες..." Ο τρόπος που το είπε, δε της άφησε περιθώρια θυμού, ούτε να τον βρίσει.
"Μπο...Μπο..μπορείς να ... Να με πας σπίτι;" Του ζήτησε
"Εννοείται... " της είπε χαμογελαστός "Και φορα τη μπλούζα σου γιατί το δεξί σου βυζί είναι απέξω! Θα σε περιμένω στο αμάξι"
"Βλακα!"
*****
Την κοίταζε με εκείνο το βλέμμα που ταυτόχρονα έβριζε τη τύχη του και η Εύα το διάβασε αμέσως στα μάτια του.
Αν και ήθελε να τον ρωτήσει αν τη παρακολουθεί, ήξερε πως ίσως απλά είχε κι εκείνος την ανάγκη να ξεφύγει από το παρελθόν για κάποιο λόγο και μαζεύοντας τον εαυτό της σηκώθηκε. Στη τελική, όπως και στη παραλία, ίσως πήγανε για τον ίδιο λόγο..
Η Εύα διχως να βγάλει λέξη, πήρε τη τσάντα της και χωρίς να υπολογίζει ότι έξω γινόταν χαλασμός, περπάτησε από την απέναντι πλευρά του δωματίου με προορισμό την έξοδο. Φτάνοντας κοντά του και νιώθοντας το βλέμμα του να την ακολουθεί ασταμάτητα, επιτάχυνε μα πριν τον προσπερασει και βγει, εκείνος έκανε ένα μεγάλο βήμα και της έκοψε το δρόμο.
"Ούτε δέκα μέτρα δε θα προλάβεις να κάνεις πριν γίνεις μούσκεμα..." της είπε σπάζοντας την αμήχανη σιωπή που δημιούργησε ο ίδιος μπαίνοντας μπροστά της και ταυτόχρονα δημιούργησε μια καινούρια
Η Εύα έστρεψε το βλέμμα στα ρούχα του. Ο Άρης έσταζε..
"Από την ώρα που βγήκα είναι σαν να συνωμοτεί το σύμπαν να πέφτω πάνω σου..."
"Και σε χαλάει υποθέτω να βλέπεις το δημιούργημα σου έτσι;"του πέταξε εκνευρισμένη
"Άλλαξε τους ρόλους και θα είσαι κομπλέ.."
"Άρη σε παρακαλώ. Κάνε στην άκρη να φύγω. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα οι δυο μας! Ότι είχαμε να πούμε ειπώθηκε ξεκάθαρα όταν ήρθα να σε βρω εκείνη την καταραμενη μέρα!"
"Τολμάς και μιλάς και από πάνω!'
"Ενώ τολμάς εσύ; Ειλικρινά δεν καταλαβαίνεις...Και αν θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, ποτέ μου δεν κατάλαβα ούτε και εγώ! Αλλά στη τελική, υποθέτω ο καθένας παίρνει ότι του αξίζει!"
Η Εύα ύψωσε το τόνο της φωνής της χωρίς να λογαριάζει τα λόγια της από τη στεναχώρια και ο Άρης σήκωσε το χέρι κατά πάνω της, αλλά εκείνο ποτέ δεν έφτασε στο πρόσωπο της...
"Θα με χτυπήσεις κι όλας; Αλλα βέβαια... Τι να περιμένει κάποιος από έναν άνθρωπο που ούρλιαζε πως θα με σκοτώσει!" Τα λόγια της εκρυβαν αρκετή πικρία και έβγαιναν στοχευμένα κατά πάνω του
"Πάψε! Αρκετά!"
"Μη μου λες εμένα να πάψω! Επειδή μεγάλωσες και έγινες άντρας τι νομίζεις ότι θα σε φοβηθω; Τέρμα τα.."
Ο Άρης έβαλε τις παλάμες του στο πρόσωπο της πιάνοντας την από τα μάγουλα και σφίγγοντας τη , χαμήλωσε το πρόσωπο του προς το μέρος της.
"Ίσως δεν είχα προσωπικά την ευχαρίστηση να σου δείξω πόσο άντρας ήμουν και τότε στη πραγματικότητα, μα μη με τσιγκλας ..."
"Με απειλεις;" Κατάφερε να πει σοβαρή και πιάνοντας τα χέρια του τα απομάκρυνε από πάνω της
"Όχι. Καθόλου μάλιστα... Απλά υποθέτω θα ήθελες να ζήσεις την εμπειρία που διηγήθηκες σε όλο της το μεγαλείο..."
"Τι λες;"
"Μη κάνεις πως δε καταλαβαίνεις..." Ο Άρης έκλεισε την απόσταση μεταξύ τους κι εκείνη άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω μα δεν είχε που να πάει και το ήξερε. "Ήθελα να ξερα απλά , αν πραγματικά το είχες σαν φαντασίωση... Αν το είχες μπορούμε να περιμένουμε λίγες μέρες, αν όχι τότε προτιθεμαι να δοκιμάσεις..."
Η Εύα ξεροκαταπιε. Η αύρα του Άρη ήταν τόσο έντονη. Σκέπαζε τη δική της που δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάει..
"Μη με πλησιάζεις!"
"Με φοβάσαι...;" Τη ρώτησε πονηρά
"Όχι.." κατάφερε να απαντήσει με δυσκολία
"Κακώς... Γιατί βλέπεις Εύα μου, πλέον δεν είμαι παιδί. Τίμησα τα παντελόνια μου για χρόνια. Αλλά τώρα... Τώρα ο στόχος είναι κοινός..."
"Με τρομάζεις... Ειλικρινά δε σε αναγνωρίζω..." Η Εύα βουρκωσε "Ήθελα απλά να μάθω γιατί με έδιωξες..κι εσύ και ο Ορέστης... Πέρασα τόσο δύσκολα..." Ξάφνου η φωνή της αγριεψε σαν έφερε στο μυαλό της το παρελθόν "Λέγατε σε όλους πως ήμουν απλά μια πουτανα! Αυτό ήμουν; Τόσα χρόνια πλάι σας αυτό ήμουν για εσάς;!" ξεσπαθωσε οργισμένη "Έκανα τα στραβά μάτια σε κάθε σας μαλακια και να πάρω πάνω στη πιο δύσκολη στιγμή την απόρριψη και τον εξευτελισμό;" Η Εύα πάτησε τα κλάματα
"Πάψε να μου λες ψέματα μέσα στη μούρη!" η φωνή του βροντηξε πιο πολύ και από τις αστραπές "Τσίπα δεν έχεις πάνω σου;"
"Εγώ;" απόρησε έξαλλη
"Ακόμα και που με κοιτάς, θα έπρεπε να ντρέπεσαι! Αλλά εγώ ο μαλάκας φταίω που τότε που σε μάζεψα πιωμενη δε σε γάμησα για να έχεις κάτι παραπάνω προσθέσεις!"
Η Εύα έκανε μια αστραπιαία κίνηση και τον χαστούκισε δυνατά. Χωρίς να περιμένει λεπτό, τον έσπρωξε αμέσως και έτρεξε προς τα έξω κλαίγοντας.
******
"Γιατί πίνεις ρε γαμωτο αφού σε πειράζει μου λες;"
"Δεν φταίω... Μια μπύρα ..μια.. και... Μπουμ!!!" Η Εύα άρχισε να γελάει δυνατά , παραπάτησε κι εκείνος την έπιασε αγκαλιά
"Βέβαια δε φταίς! Βλέπεις τη τελικά σαν μπύρα! Πόσες φορές σου χω πει πως μέσα σε εκείνα τα μπουκάλια δεν έχει μπύρα!"
"Με φίλησε... Και έκανε πλάκα...με αποφεύγει..."
"Εύα χαζεψες;"
"Τσου..."
"Ε ρε τι τραβάω ο άνθρωπος..."
Ο Άρης τη σήκωσε εντελώς αγκαλιά και τη ξάπλωσε στο στρώμα . Εκείνη άρχισε να παραμιλαει "Να δω πως θα σε πάω σπίτι στη κατάσταση σου."
"Άρη; Δεν είμαι όμορφη;" σηκώθηκε ελαφρώς μα έτσι όπως ήταν ζαλισμενη έπεσε ξανά κάτω
"Είσαι βρε κορίτσι μου, είσαι... Άντε ηρέμησε λίγο όμως σε παρακαλώ"
"Αν με φιλούσες ποτέ θα εφευγες μετά;"
"Εύα ειλικρινά με φτάνεις στα όρια μου!" Της φώναξε κι εκείνη σηκώθηκε ξανά στα γόνατα. Σαν τη γάτα άρχισε να τον πλησιάζει ώσπου έφτασε μπροστά του. Πέρασε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά του και τον κοίταξε
"Είσαι τόσο γλυκός και όμορφος..."
Ο Άρης αναστεναξε "Γιατί δε μπορούσα να φιλήσω εσένα..."
"Ποιον φίλησες μωρέ Εύα!"
"Σσς.. είναι μυστικό..."
"Δεν ζούμε μυστικά μεταξύ μας.. αλλά έτσι όπως είσαι τι λέω και εγώ ο μαλάκας. Αν μάθει ο Ορέστης πως..."
Ξάφνου σταμάτησε κι εκείνη γέλασε "Σε φίλησε ο Ορέστης;" Τη ρώτησε μα εκείνη συνέχισε να γελάει "Εύα απάντησε μου...!"
"Ναι! Το ζήτησα αφού δεν ήξερα.. αλλά..."
"Αλλά για αυτό δε σε πλησιάζει έτσι;" τη συμπλήρωσε κι εκείνη κατσουφιασε
Ο Άρης είχε πάρει μόλις την απάντηση για όλους τους καυγάδες και όλα τα μούτρα και τις έντονες στιγμές ανάμεσα τους.
"Άρη;"
"Ευάκι μου άντε ξαπλωσε να χαρείς... Ζαλίζεσαι ..."
"Είμαι άσχημη;"
"Ε ρε τη τρέλα μου μέσα...Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή..."
"Τώρα γιατί βρίζεις;" η Εύα σουφρωσε τα χείλη της παραπονεμένη
"Δε βρίζω... Απλά έχεις πιει πολύ και εκείνος που πραγματικά χρειάζεσαι δεν είναι εδώ να σε συνεφέρει!"
"Εκείνος προτιμάει τη Καλλιόπη!" Η Εύα ένωσε τα χέρια στο στήθος θυμωμένη
"Ρε πουλάκι μου... Πως να στο πω, η Καλλιόπη στο στρατό δεν είναι .."
"Σσς! Δε θέλω να ξέρω! Όταν έρθει εγώ δε θα του μιλήσω ξανά...
Αν έρθει και δε μείνει με τη Καλλιόπη... Είναι όμορφη Άρη η Καλλιόπη;"
"Ως εδώ! Εύα ξάπλωσε τώρα στο κρεβάτι και μην ανοίξεις το στόμα σου αν δε σου πω εγώ έγινα κατανοητός;"
"Με μαλώνεις..."
"Καλά κάνω! Κάποιος πρέπει να κρατήσει τις ισορροπίες! Δεν θα με τρελάνετε εσείς!"
Η Εύα ξάπλωσε σαν μικρό μωρό και εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε πιο μακριά της
"Μπορώ να..."
"Όχι!" τη το έκοψε
"Μα..."
"Όχι!"
"Ρε Άρη!"
"Όχι!"
"Σ'αγαπαω το ξέρεις;" του είπε εν τέλει κι έπειτα χαμογέλασε και έκλεισε τα βλέφαρα της...
"Μ'αγαπας το ξέρω μικρή μου..
Εγώ να δεις πόσο... Μόνο που απλά, αγαπιόμαστε διαφορετικά...Μη σκας όμως. Όταν αγαπάς θέλεις απλά να έχει ο άλλος όσα πραγματικά τον κάνουν ευτυχισμένο... Και πίστεψέ με, δεν αγαπάω μόνο εσένα αλλά κι εκείνον τον μαλάκα που κάνει σαν μωρό παιδί... Αλλά έννοια σου, όσο είμαι εδώ, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα..."
*******
Έβγαλε το θερμόμετρο και βλαστημησε ενώ την ίδια στιγμή, πληκτρολόγησε τον αριθμό του σχολείο στο κινητό.
"Γραφείο διεύθυνσης παρακαλώ"
"Κύριε Γρηγορίου, η Εύα είμαι"
"Τι έγινε κορίτσι μου και με παίρνεις ακόμα δε μπήκα;"
"Πήρα και νωρίτερα αλλά υπέθεσα πως δεν είχατε φτάσει ακόμα δυστυχώς δε θα μπορέσω να έρθω σήμερα"
"Είσαι καλά;" ρώτησε ανήσυχος
"Ανέβασα πυρετό και δε θέλω να ρισκάρω με τα παιδιά... Ένα κρύωμα είναι. Ελπίζω να περάσει"
" Καταλαβαίνω και το εκτιμώ. Μείνε στο σπίτι και ξεκουράσου. Θα στείλω κάποιον η θα πάω εγώ για το μάθημα. Περαστικά σου Εύα μου.."
"Σας ευχαριστώ πολύ. Ελπίζω μέχρι αύριο να είμαι καλύτερα"
Η Εύα έκλεισε το τηλέφωνο , το άφησε στο τραπεζάκι και πιάνοντας τις άκρες της κουβέρτας της, τυλίχθηκε σαν τη κάμπια.
"39.9... αυτό μας έλειπε τώρα! Ανάθεμα τη γκαντεμια μου!" Ξάπλωσε σιγανα προς τα κάτω έχοντας ρίγος σε ολόκληρο το κορμί της και ανοίγοντας τα δεδομένα του κινητού, έβαλε λίγη μουσική για να χαλαρώσει. Είχε ήδη φτιάξει ένα ζεστό το οποίο ήταν αφημενο και περίμενε να κρυώσει όταν η πόρτα του σπιτιού της χτύπησε.
Ο καναπές ήταν σχετικά κοντά μα ένιωθε κουρασμένη για να σηκωθεί. Δεν περίμενε κανένα, μόνο ο Δημήτρης ήξερε το σπίτι και εκτός αυτού, ήταν σίγουρη πως ίσως ήταν κάποιος πλασιέ. Η πόρτα συνέχισε να χτυπάει ώσπου σηκώθηκε ξεφυσωντας.
Περπατούσε με δυσκολία και ήταν σίγουρη πως ο πυρετός μεγάλωνε κάθε δευτερόλεπτο.
Άνοιξε τη πόρτα αλλά δεν είδε κανένα. Κοίταξε λιγάκι δεξιά και αριστερά αλλά τίποτα. Την έκλεισε ξανά μα πριν γυρίσει εκείνη χτύπησε. Εύα εκνευρίστηκε αλλά δε πρόλαβε να ανοίξει. Ένα σημείωμα έπεσε κάτω από τη πορτα και γεμάτη περιέργεια, έσκυψε και το σήκωσε
Τικ τοκ....
Τικ τοκ....
Έγραφε με μαύρο μαρκαδόρο και έμεινε να το κοιτάζει μπερδεμένη ...
❤️❤️❤️❤️
(Τυχόν λαθάκια του πληκτρολογίου θα διορθωθούν αύριο. Δε βλέπω μπροστά μου από τη νύστα εξού και το μικρότερο κεφάλαιο σε μέγεθος. Καλό μας βράδυ )
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top