Κεφάλαιο 12°
Κάθισε στο κρεβάτι κοιτάζοντας τον εαυτό του στον απέναντι καθρέφτη. Είχε αντρέψει , δεν ειχε άδικο η μάνα του όταν τον είδε να μπαίνει σπίτι.
Επέστρεψε το ξημέρωμα με το λεωφορείο αλλά εκείνη τον περίμενε. Δεν είχε και κανέναν άλλο για να προσμένει άλλωστε. Ο άντρας της είχε εξαφανιστεί, συγγενείς δεν είχε στη Μυτιλήνη
Ο σάκος ήταν ακόμα αφημένος στο πάτωμα γεμάτος με τα στρατιωτικά του ρούχα μα ύπνος δεν τον έπαιρνε. Ήξερε πως το πρωί , θα έρθει αντιμέτωπος με κάτι που όταν μπήκε στρατό το είδε σαν ευκαιρία να ξεφύγει. Ίσως έμενε μόνη της για τρεις μήνες, μα ο Άρης ήξερε πως θα τα πήγαινε μια χαρά. Δε τη φοβοταν. Περισσότερο ίσως φοβόταν τον ίδιο του τον εαυτό όλες εκείνες τις φορές που έμενε μόνος μαζί της στο χαμόσπιτο.
Όλες εκείνες τις φορές που άνοιγε τα χέρια κι εκείνη έμπαινε στην αγκαλιά του. Είχαν μεγαλώσει. Το έβλεπε τόσο στο δικό του σώμα όσο και στο δικό της.
Ένα σώμα που ήθελε τόσο να αγγίξει αλλά καταβαθος ήξερε πως δε του ανήκει. Ίσως ο Ορέστης να βρισκόταν σε άρνηση αλλά εκείνος έβλεπε πιο καθαρά την έλξη μεταξύ τους. Κάθε φορά που μάλωναν η ένταση και ο θυμός άγγιζαν τα όρια της παράνοιας. Η Εύα έφευγε και ο Ορέστης κλεινόταν στον εαυτό του ή πήγαινε να πηδήξει. Ο Άρης του είχε πει αρκετές φορές πως ένα πήδημα με μία από τις δεκάδες τους γκόμενες κάνει τη κατάσταση χειρότερη αλλά εκείνος δεν άκουγε. Εκτός αυτού, είχε ένα προαίσθημα πως από τη στιγμή που ο Ορέστης τελείωσε το στρατό και βγήκε, σίγουρα θα γινόταν κάτι μεταξύ τους αφού θα έμεναν μόνοι..
Σκέψη στη σκέψη ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει και τον βρήκε άυπνο.
"Άρη;" Άκουσε τη μάνα του από έξω , ήρθε ο Ορέστης" η πορτα άνοιξε κι εκείνος μπήκε μέσα χωρίς να περιμένει
"Καλός πολίτης αδερφε!" του είπε χαρίζοντας του μια αντρικια αγκαλιά
"Καλώς σας βρήκα. Πως και δε την έφερες μαζί;"
"Δεν της το είπα ακόμα. Υπέθεσα θα ήθελες να της κάνεις έκπληξη. Σε περιμένει το απόγευμα.."
"Φαίνεσαι κάπως..."
"Ιδέα σου είναι. Πως ήταν η επιστροφή;"
"Πως να ήταν. Αμάν και πως έκανα να ξεφύγω από εκείνο το μπουρδέλο. Μου το έλεγες αλλά τελικά αν δε το ζήσεις δε το καταλαβαίνεις..."
"Ακριβώς"
"Πως περάσατε; Φαντάζομαι πως θα αντέδρασε όταν θα επέστρεψες..." Ο Ορέστης παρέμεινε σιωπηλός "Πάλι μαλώσατε;"
"Περίπου. Είμαστε λίγο, περίεργα..."
"Δηλαδή;"
"Θα δεις. Άντε ντύσου και πάμε.."
"Για να σε δω..." ο Άρης πήγε κοντά μα ο Ορέστης απέφυγε να τον κοιτάξει.
"Έκανες μαλακια σωστά;"
"Δεν ξέρω τι έκανα μωρέ μαλάκα. Πάντως απομακρύνθηκαμε λίγο..."
"Ορέστη τι έκανες;"
"Τρεις μέρες αφότου γύρισα, ήμασταν μόνοι. Μαλώσαμε και πάνω στο καυγά, τη πέταξα κάτω..."
"Τη χτύπησες ρε;;;" Εσκουξε ο Άρης
"Είσαι ηλίθιος;"
"Τότε;" Η σιωπή του Ορέστη ήταν σαν φωτεινός σηματοδότης "Τη πηδηξες..."
"Μαλάκα χάπια παίρνεις! Δε θα το έκανα ποτέ!"
"Ναι αλλά κοντεψες σωστά; Εκείνη ανταποκρίθηκε... Το βλέπω στα μάτια σου..."
"Όπως και να έχει ήταν ένα λάθος που θα επηρεάσει τη φιλία μας όπως και έκανε και δε θα κάνω άλλη μαλακια..."
"Ορέστη... Θα σου μιλήσω τέρμα αντρικια. Η Εύα έχει γίνει μια κοπέλα άξια προσοχής . Το βλέπουμε και οι δύο... Εξελίσεται σε μια γυναίκα που δε περνάει απαρατήρητη.."
"Τη γουστάρεις;" Ρώτησε ευθέως ο Ορέστης
"Όχι..."
"Ψέματα λες. Μετά από τόσα χρόνια και νομίζεις πως πετώντας μου ένα όχι κατάμουτρα, πρέπει να το πιστέψω. Μα και να το πιστέψω τι νομίζεις; Ότι θα πέσω με τα μούτρα πάνω της; Δεν κάνω για εκείνη... Ποτέ δε θα κάνω. Άντρες σαν εμάς δεν έχουν θέση με γυναίκες σαν εκείνη.."
"Πάντα μειώνεις τον εαυτό σου. Με όλες τις γκόμενες ήσουν γαμιάς και με την Εύα γίνεσαι ένα τρομαγμένο αντράκι... Σε αγαπάει Ορέστη. Και όχι με το τρόπο που αγαπάει εμένα"
"Κάνεις λάθος σε αυτό..."
"Δε κάνω καθόλου. Και μη νομίζεις ότι κάνω πίσω... Αν πραγματικά ήθελα να διεκδικήσω κάτι θα το έκανα. Μα τι να διεκδικήσεις όταν από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει τίποτα ;"
"Άρα τη γουστάρεις... Στα λόγια μου έρχεσαι..."
"Εγώ σου δίνω το ελεύθερο κι εσύ πίστευε ότι θες... Ύστερα από τόσα χρόνια και ακόμα δε το βλέπεις στα μάτια της... Κάθε φορά που σε κοιτάει, κάθε φορά που καυγαδιζετε, κάνετε σαν ερωτευμένο ζευγάρι γεμάτο απωθημένα... Στο λέω και κλεινω τη κουβέντα εδώ, αν κάνεις πίσω για μένα, γάμησε με... Δεν αξίζει. Προχώρα κι εγώ μαζί σου αδερφέ. Αν πάλι κάνεις πίσω, γιατί όπως βλέπεις ειμαι σίγουρος ότι κάνεις για τον οποιονδήποτε λόγο, είσαι απλά μαλάκας.. Νομίζω σε κάλυψα"
"Τη φίλησα... Άγγιξα το κορμί της..." παραδέχθηκε "Μα τρόμαξα... Ποιος είμαι εγώ και τι μπορώ να της χαρίσω; Γύρισα από το στρατό και η μάνα μου, με το ζόρι μιλούσε. Υποθέτω έφαγε ότι δεν έφαγα εγώ. Πως να πάρω το ρίσκο να τη κρατήσω πλαι μου όταν περιτριγυρίζομαι από κατεστραμμένους ανθρώπους ... Για αυτό σου λέω... Γάμησε το. Και επειδή μαλάκας δεν είμαι, και βλέπω πολύ καλά, δε γουστάρω να παίξω πουστια. Και όπως βλέπεις, δεν είσαι εσύ ο μόνος λόγος..."
"Έχω την αίσθηση ότι μόλις καταλάβεις ότι έχεις αδικο θα είναι αργά... Αλλά στα παντελόνια μου, στο λέω, εγώ την Εύα δεν την αγγίζω...Θέλει δύο Ορέστη για να πετύχει"
†††
Ακριβώς το ίδιο κρεβάτι..
Ακριβώς ο ίδιος καθρέφτης...
Ακριβώς η ίδια μυρωδιά στο σπίτι...
Έμενε σε ξενοδοχείο μα όταν είδε τη μάνα του στο δρόμο να μιλάει με την Εύα δεν άντεξε και την επισκέφθηκε. Ήξερε πως θα τον γεμίσει με δεκάδες ερωτήσεις για το παρελθόν , πως ίσως δεν τον ήθελε πια κοντά της μα αντί αυτού, εκείνη όχι μόνο τον καλωσόρισε αλλά δεν είπε και κουβέντα.
Ήταν τρομερά δύσκολα εκείνα τα χρόνια στη στενή. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανένα για αυτά.. στη τελική, αν με κάποιον έπρεπε να μιλήσει, υπήρχε ένας ο οποίος έβγαινε σε λίγες μέρες.
Με τον Ορέστη τους είχαν στην ίδια φυλακή αλλά σε διαφορετικά κελιά.
Πάραυτα εκείνη η φυλακή δεν έμοιαζε σε τίποτα αυτές που έδειχναν στη τηλεόραση κατονομάζοντας τες σαν ελληνικές φυλακές. Μια κουκέτα, μια λεκάνη , ένας νιπτήρας και μυρωδιά θανάτου παντού.
Για καλωσόρισμα, κατέληξαν έξι ολόκληρες μέρες στην απομόνωση, έχοντας και οι δύο, χτυπήματα σε όλο το σώμα. Έμειναν τέσσερις από αυτές νηστικοί ενώ το μπουκαλάκι με το νερό που τους πέταγαν από τη τρύπα, βρωμουσε. Ποντίκια , αράχνες , αρουραίοι και κάθε είδους ζωύφιο, έκοβε βόλτα πάνω τους ενώ αν τολμούσαν να βγάλουν λέξη, η πόρτα άνοιγε το γκλομπ έμπαινε, και έπειτα έφευγε κάνοντας άψογα αυτό για το οποίο σχεδιάστηκε.
Την έβδομη μέρα τους πέταξαν μέσα στις τουαλέτες, άνοιξαν τις μάνικες και τους έπλυναν.
Για ρούχα τους έδωσαν από ένα ζευγάρι μαύρες φούτερ, ένα μαύρο σορτς και δύο κοντομανικα. Αυτά θα είχαν και με αυτά θα έπρεπε να πορευτούν μέχρι να τα άλλαζαν.
Το γεγονός πως ούτε ο ένας αλλά ούτε και ο άλλος είπαν λέξη κατά τη δίκη έδινε ένα μπόνους συμπεριφοράς από τους δεσμοφύλακες προς το πρόσωπο τους, οι οποίοι ήταν φυσικά ενήμεροι για την υπόθεση.
Ο πρώτος μήνας ήταν εφιαλτικος ενώ το γεγονός πως δε μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον Ορέστη όταν οι πόρτες έκλειναν, τον τρελαινε...
****
"Λέξη δεν είπες..."
"Δεν έχω λέξη για να πω. Σε πείραξε κανείς;"
"Τη παλεύω... χρόνια είναι θα περάσουν..."
Καθισμένοι και οι δύο σε κάτι παλιά βαρέλια που ήταν πεταμένα στην αυλή της φυλακής, κοιτούσαν απλά τον ουρανό και κάπνιζαν. Ήταν η δεύτερη συνάντηση τους, έπειτα από την απομόνωση.
"Αν σε ακουμπήσει κανένας, τα χρόνια μου θα γίνουν θανατική ποινή..."
"Μην είσαι μαλάκας"
"Δεν είμαι μαλάκας Άρη...Έχω περάσει φυλακή..." Απάντησε ο Ορέστης και εκείνος κατέβασε το κεφάλι. Ήξερε πολύ καλά σε τι αναφερόταν. Ο στρατός δεν ήταν για εκείνον καλοπέραση και δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να πειθαρχήσει έναν άντρα σαν τον Ορέστη ακόμα και στα δεκαεννιά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που επισκέφθηκε τις φυλακές τους στρατού αλλά τσιμουδια δεν είχαν πει στην Εύα.
"Ώρες ώρες τη βλέπω στον υπνο μου ξέρεις..." Μόλις ο Ορέστης τον άκουσε, το ύφος του σκοτείνιασε
"Αν βγει το όνομα σου από τα χείλη της, θα είσαι ο πρώτος που θα πέσει νεκρός από τα χέρια μου εδώ μέσα..."
"Ξέρω πως ότι έγινε .."
"Άρη τέλος!! Κουβέντα δε θα ανοίξει ξανά για αυτό έγινα κατανοητός;"
"Βρε βρε βρε τα πιτσουνακια μαλώνουν;" Ένας άντρας γύρω στο 1.90 ψηλός με αρκετά κιλά τους πλησίασε . Ο Άρης ανασηκώθηκε αλλά ο Ορέστης έμεινε στην ίδια ακριβώς θέση να καπνίζει κοιτάζοντας τον ουρανό ατάραχος. "Σου μιλάω μικρη πόρνη..."
Ο Ορέστης γύρισε το κεφάλι, τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και του χαμογέλασε.
"Θέλω να δω πόσο θα γελάς όταν γαμαω το κωλαρακι σου..." ο άντρας είχε επιθετικές διαθέσεις . Ο Ορέστης από την άλλη, είχε ένα βλέμμα που μόνο ο Άρης ήταν ικανός να μεταφράσει. Ήταν εκείνο το βλέμμα της τρέλας, το ατάραχο. Πνιγμένο σε μια απάθεια που ήξερες ότι είναι ότι πιο επικίνδυνο μπορείς να δεις πριν ξεσπάσει.
"Το παίζεις σκληρή μικρή πόρνη;" επέμενε ο άντρας και ο Ορέστης σηκώθηκε. Άρης έσφιξε τις γροθιές του έτοιμος για παν ενδεχόμενο και περίμενε. Κανένας από τους δύο δεν ήταν από τους άντρες που θα έκανε πισω. Και κανένας από τους δύο δε θα δειλιαζε λεπτό μπροστά στο κίνδυνο. Το απέδειξαν άλλωστε περίτρανα ..
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα, κράτησε τη γοπα στο χέρι και στοχεύοντας τον άντρα τη πέταξε στα πόδια του.
"Έφυγες..." αρκέστηκε να πει χωρίς να αλλάξει στάση.
Ο άντρας δίχως να πει κάτι, σήκωσε τη γροθιά του μα ο Ορέστης χαμήλωσε πριν το πετύχει και του όρμησε. Ήταν τέτοια η δύναμη που τον έριξε κάτω. Τα τσιράκια του πλησίασαν και ο Άρης όρμησε σε εκείνους. Κάτι που ίσως δε φαίνονταν και ξεγελουσε ήταν πως κανένας δε πίστευε πόσο νεύρο μπορεί να είχε εκείνο το αγόρι που έβλεπαν. Εκείνοι έβλεπαν έναν έφηβο. Μα ο Ορέστης είχε γίνει άντρας από πολύ μικρός. Το ξύλο που μπορούσε να αντέξει το κορμί του, ξεπερνούσε τη φαντασία. Ο άντρας κατάφερε και του έδωσε μια μπουνιά μα του Ορέστη του έμοιαζε με χάδι. Αντί αυτού εκείνος ξεκίνησε να τον γρονθοκοπει τόσο μανιασμένα που έπεσε αναίσθητος σε ελάχιστα λεπτά. Έπειτα σηκώθηκε, άρπαξε έναν άλλο που είχε βγάλει κάτι σαν αυτοσχεδιο μαχαίρι και όδευε προς τον Άρη, και βάζοντας του τρικλοποδιά, τον έριξε κάτω έτσι ώστε να καρφωθεί στο ίδιο του το όπλο.
Οι δεσμοφύλακες βλέποντας τη σκηνή άναψαν τις σειρήνες και όλοι οι κρατούμενοι έπεσαν στο έδαφος με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Όλοι εκτός από τον Ορέστη και τον Άρη....
Εκείνοι έμειναν όρθιοι, δείχνοντας δε όλους πως ο φόβος δεν υπήρχε στα συναισθήματα τους. Ματωμενοι, ιδρωμενοι μα με το κεφάλι ψηλά...
Μόνο όταν οι μπάτσοι τους χτύπησαν πίσω από τα γόνατα έπεσαν κάτω. Ο Ορέστης έριξε ένα βλέμμα στον Άρη κι εκείνος με τη σειρά του, του χαμογέλασε και έφτυσε τα αίματα.
†††
Φόρεσε ένα τζιν, μια παλιά μπλούζα και νιώθοντας πως το δωμάτιο τον πνίγει, βγήκε στο σαλόνι. Η μάνα του, έλειπε από το πρωί . Δούλευε σαν καθαρίστρια και ίσως ήταν η μόνη κουβέντα που έκαναν όταν πήγε σπίτι. Ούτε για την Εύα τόλμησε να τον ρωτήσει. Ούτε για τη φυλακή ούτε για το φόνο.
Μα και να τον ρωτούσε, εκείνος δε θα είχε τίποτα να πει.
Ακόμα ένιωθε τη μυρωδιά της πάνω του ... Πόσο μεγάλωσε.. αναρωτιόταν συνεχώς από την ώρα που την είδε μα την ίδια στιγμή, είχε μείνει τόσο ίδια... Ο Ορέστης του απαγόρεψε να μιλάει για εκείνη και εκείνη σαν σκιά από το παρελθόν, ήρθε ξανά για να τον στοιχειώσει.
Εκείνο το βλέμμα της, τον κυνήγησε το προηγούμενο βράδυ...
Έδειχνε τόσο χαμένη. Τόσο μόνη...
Σαν μια μικρή, πάνινη κούκλα που απλά ζούσε. Ήταν τόσο σίγουρος πως όταν θα έβγαινε και μάθαινε νέα της , θα ήταν τακτοποιημένη. Με ένα μαλάκα στο πλευρό της, οικογένεια και παιδιά.
Μα δε φορούσε βέρα. Ούτε κι εκείνος ο άντρας που χώθηκε ανάμεσα τους έμοιαζε να είναι άντρας της.
Πάραυτα όμως, η αίσθηση να τον αγκαλιάζει ήταν κάτι που αν και μίσησε, του είχε λείψει. Πέρασε τόσο δύσκολα μέσα στη φυλακή και ήξερε πως όταν βγει ο Ορέστης και μάθει ότι επέστρεψε η φυλακή θα θύμιζε σχολείο.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, αν και πάντοτε κάλυπτε τα νώτα του και ήταν εκεί, ο Ορέστης άλλαξε εντελώς. Έγινε ένας άντρας που ξεσπούσε το θυμό του και κανένας δε τολμούσε να τον πλησιάσει. Ο λόγος του, έγινε νόμος μέσα σε εκείνο μέρος. Τόσο για τους άλλους κρατούμενους όσο και για τους δεσμοφύλακες οι οποίοι ήξεραν για το ήταν ικανός. Έχτισε άθελά του μια φήμη, που ο ίδιος ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε. Δεν το έπαιξε ο σκληρός της φυλακής, σε καμία περίπτωση. Μα όλοι ήξεραν πως η τρέλα του, ήταν ικανή να αποβεί μοιραία.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε μπλεχτεί σε παρόμοιους καυγάδες και κατέληξε στην απομόνωση πρησμένος από το ξύλο των φρουρών. Μα πόσο έπαιρνε; Μια μέρα; Δύο; Τρεις το πολύ... Μόλις έβγαινε, ένας φρουρός κατέληγε στο νοσοκομείο. Σε λίγους μόνο μήνες , κανένας δεν τον πλησίαζε. Ούτε εκείνον, αλλά ούτε και τον Άρη φυσικά που δε πήγαινε πίσω. Είχε κάνει πολλά και ο ίδιος... Κόντεψε να πνίξει ένα βράδυ το συγκρατούμενο του στη λεκάνη της τουαλέτας επειδή του πούλησε μαγκιά.
Υπήρχαν φορές που σκέφτηκε ότι τους έβγαλαν έξω γιατι δεν τους άντεχαν άλλο μέσα σε εκείνα τα σίδερα...
Ο Άρης άρπαξε το τζακετ του αφού ο καιρός το πήγαινε για βροχή , έβαλε στη τσέπη τα τσιγάρα και αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα για να επισκεφτεί ένα ακόμα μέρος που του είχε λείψει...
Το χαμόσπιτο.
Αν βέβαια αυτό υπήρχε...
*************
"Μα καλά έχεις τρελαθεί; Ακούω μέχρι εδώ τα μπουμπουνητα κι ας μιλάμε στο τηλέφωνο! Τι σκατα κάνεις εκεί;"
"Τίποτα ρε Κατερίνα. Ένιωσα απλά την ανάγκη να περπατήσω και το βήμα μου με έβγαλε εδώ..."
"Εύα φύγε πριν πιάσει η βροχή. Ξέρω πως σου είπα να αντιμετωπίσεις το παρελθόν αλλά δεν εννοούσα να πας σε ένα σχεδόν ετοιμόρροπο σπίτι..." γκρινιαξε
"Απλά ήθελα να δω αν υπάρχει ακόμα. Στη τελική, τώρα το βλέπω με άλλα μάτια..."
"Το καταλαβαίνω.. Γενικά δεν ήταν εύκολη η κατάσταση από την ώρα που πήγες πίσω. Ίσως από την άλλη, να είναι το τελευταίο μέρος που έπρεπε να πας για να βγάλεις εντελώς το παρελθόν..."
"Είδες; Άσε που κοιτούσα συνεχώς μην με ακολουθεί ο Δημήτρης. Ξέρω πως δέχθηκα αλλά και πάλι έχω ακόμα αμφιβολίες. Όπως και να έχει θα δω τι θα κάνω. Η μέρα ήταν αρκετά καλή στο σχολείο και..."
"Και;"
Η Εύα σώπασε για λίγο σαν έφερε στο μυαλό της, τη συνάντηση με το πατέρα της...
***
Βγήκε από το σχολείο μα σαν ξεκίνησε να περπατάει προς την έξοδο, είδε μια γνώριμη φιγούρα μέσα σε ένα αρκετά γνώριμο αυτοκίνητο να κάθεται και να κοιτάζει ευθεία το δρόμο. Μόλις εκείνος γύρισε και την είδε πετάχτηκε έξω κι εκείνη έσφιξε τη τσάντα και συνέχισε. Εκείνη η τσάντα τελικά, είχε νιώσει πολλά συναισθήματα της τελευταίες μέρες.
"Κόρη μου..." ο Σωτήρης έβγαλε κατευθείαν ένα παράπονο και χωρίς δεύτερη κουβέντα, άνοιξε διάπλατα τα χέρια και την αγκάλιασε. "Μωράκι μου όμορφο... Μεγάλωσες..." Η στάση του πατέρα της δε θύμιζε σε τίποτα εκείνη της μάνας της και η Εύα χωρίς να μπορεί να κρατηθεί, ανταπέδωσε την αγκαλιά του και τον έσφιξε. "Να ξέρεις πόση ζωή μου δίνεις..." της ψιθύρισε κλαμμενος.
"Μη κλαίς μπαμπά..σε παρακαλώ" του είπε και το εννοούσε.
"Συγχωρα με. Ήσουν μικρή. Δεν έπρεπε ποτέ να σε διώξω. Έπρεπε απλά να σε κρατήσω πλαι μου..." Η Εύα δε πίστευε στα αυτιά της "Γύρισε σπίτι κοριτσάκι μου. Το δωμάτιο σου είναι εκεί. Θα το φτιάξω... Έχω ακόμα τα πράγματα σου κρατημένα στη σοφίτα. Μη με κρίνεις για το παρελθόν. Απλά κατάλαβε με .." ο Σωτήρης τα έδωσε όλα για όλα έπειτα από τη συζήτηση που είχε το πρωί με την Ελένη "Ξέρω πως παρασύρθηκες από εκείνους τους αλήτες αλλά τελείωσε πια..."
Μέσα σε μια μόνο στιγμή, γκρέμισε όσα έχτισε...
Η Εύα απομακρύνθηκε και τον κοίταξε απογοητευμένη.
"Δεκαπέντε χρόνια, και με έπαιρνες τηλέφωνο στις γιορτές... Ήταν μήπως και τα δικά σου δάχτυλα φυλακισμένα και δεν μπορούσες να με καλεις πιο συχνά;" ο Σωτήρης δαγκωθηκε
"Είχαμε αποφασίσει κόρη μου με τη μάνα σου να μην..."
"Να μην τι; Όπως και να έχει. Το παρελθόν πέρασε. Πλέον είμαι αρκετά ικανή για να ξεχωρίζω. Λυπάμαι μπαμπά... Μα δε θα επιστρέψω..." Η Εύα τον παραμέρισε για να φύγει μα εκείνος τη φώναξε ξανά "Σε παρακαλώ. Δε θέλω να γίνουμε θέαμα ... Εκείνοι οι αλήτες, τουλάχιστον είχαν τα κότσια να με διώξουν. Όχι να μείνουν στη ζωή μου παριστάνοντας κάτι που δεν είναι... Και δυστυχώς, δεν είμαι έτοιμη ούτε να επιστρέψω, ούτε και να δεχθώ καμία δικαιολογία..."
****
"Μήπως ήσουν λιγάκι σκληρή;" ρώτησε η Κατερίνα όταν η Εύα της εξιστόρησε όσα έγιναν
"Ίσως. Αλλά ξέρεις κάτι; Ήταν το ίδιο σκληρό να μεγαλώνω έχοντας τη φωνή της μάνας μου στα αυτιά να με αποκαλεί πουτανα..."
"Ξέρω Εύα. Ξέρω...Όταν θα νιώσεις ετοιμη είμαι σίγουρη πως θα τους αντιμετωπίσεις και θα ζητήσεις της εξηγήσεις πως σου αρμόζουν. Και τώρα άντε σε παρακαλώ γύρνα πίσω για να μην έχω και την έγνοια σου, εδώ έχει ήλιο μα ακούω τόσο δυνατά τα μπουμπουνητα που νομίζω ότι αν ανοίξω τη κουρτίνα θα δω βροχή..."
"Έχεις δίκιο. Κλείνω και θα σε πάρω από το σπίτι..."
Μόλις έβαλε το κινητό στη τσάντα ένιωσε επιτέλους ελεύθερη να εξερευνήσει το χώρο αφού όταν έφτασε, είχε ήδη τη Κατερίνα στη γραμμή με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ευχαριστηθεί την αίσθηση. Μια αίσθηση που έμοιαζε συνάμα με κατάρα...
Τα τελάρα ήταν πεταμένα...
Το στρώμα είχε νοτησει από την υγρασία και η σκόνη είχε γεμίσει το πάτωμα. Πρόσεξε μερικά μπουκάλια μπύρας, γόπες που ο χρόνος δεν άγγιξε, χαρτάκια πεταμένα...
Ανατριχιασε ολόκληρη και δεν ήταν από το ψυχρό αέρα που έμπαινε από τα ανύπαρκτα παράθυρα...
Σαν αν έβλεπε ταινία, είδε τον εαυτό της να γελά, να κλαίει να περπατά... Και μαζί με αυτόν, είδε κι άλλα πολλά που από απλές στιγμες μεταμορφώθηκαν σε εφιάλτες. Η βροχή ξεκίνησε ...
Έβγαλε τη τσάντα της , ακούμπησε με τα δάχτυλα το στρώμα και ύστερα αδιαφορώντας για την ελαφριά υγρασία έπεσε ολόκληρη επάνω του. Τα μαλλιά της απλωθηκαν τριγύρω σαν ιστός αράχνης ενώ τα χέρια της, έμοιαζαν με δύο ανοιγμένα φτερά.
Πάνω σε εκείνο το στρώμα είχε ζήσει τόσο όμορφες στιγμές. Έκανε τόσα όνειρα... Έμαθε τόσα πολλά κι άλλα τόσα έδωσε...
Πρωτόγνωρα συναισθήματα. Παραλίγο να γίνει γυναίκα στα χέρια του Ορέστη σε εκείνο το στρώμα.
Μα όχι... Δεν έγινε...
Τουλάχιστον όχι σε εκείνο το χαμόσπιτο...
Η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει και εκείνη γύρισε ελαφρά στο πάλι . Ακριβώς δίπλα από το στρώμα , υπήρχε ένας σοβατισμενος τοίχος έχοντας λιγάκι ψηλά ένα σχηματισμένο παραθύρι χωρίς όμως όρια. Ένα απλό τετραγώνων κουτί που σου επέτρεπε να δεις προς τα έξω. Ποτέ δεν έμαθαν σε ποιον ανηκε εκείνο το σπίτι. Όχι πως ενδιαφέρθηκαν. Σαν πάτησαν το πόδι μια δυο φορές και είδαν πως απλά ήταν ένα σπίτι που έμεινε στα μπετά, άρχισαν να μαζεύουν μικροπραγματα και το έφτιαξαν σαν φωλιά για να ξεφεύγουν.
Ένας δυνατός κρότος αντήχησε σε ολόκληρο το κτήριο κι εκείνη έκλεισε λιγάκι τα μάτια και παραδόθηκε σε εκείνη την οικεία αίσθηση μα δεν κράτησε για πολύ...
"Γαμω τη τύχη μου μέσα! Το διάολο μου!!!" Άκουσε και σαν γύρισε έντρομη, είδε τον Άρη να μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα, βρεγμενος ως το κόκαλο, τινάζοντας το τζακετ του και βρίζοντας...
❤️❤️❤️❤️❤️
Σκέφτομαι να φτιάξω το καστ που μου ζητήθηκε...
Θα δούμε...
Να είστε όλοι καλά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top