Κεφάλαιο 11°
Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι με δύναμη και έπειτα κοίταξε την Ελένη με μίσος
"Εσύ φταις που φτάσαμε ως εδώ! Ήρθε πίσω το παιδί μας και είμαι σίγουρος πως με τα λόγια σου το έδιωξες! Βαρέθηκα! Σήμερα κι όλας θα πάω να τη βρω ο κόσμος να χαλάσει!"
"Σωτήρη ηρέμησε και μη φωνάζεις! Προσπάθησα αλλά δεν με άκουσε! Τι άλλο να κάνω πια;" εκείνη είχε αρχίσει να δακρύζει
"Να άνοιγες απλά την αγκαλιά σου! Αυτό ζητάει από εμάς το παιδί μας! Και τόσα χρόνια που κάνω πίσω, εξαιτίας σου τα κάνω!"
"Εσύ ήσουν ο πρώτος που τους κατηγορησες!"
"Και ακόμα το κάνω αλλά αυτό δεν έχει σχέση με το σπλαχνο μου! Εξ αρχής σου είπα να μη τη στείλουμε στη Θεσσαλονίκη! Κατάφερες και με έκανες να χάσω επαφή μαζί της με τα καμώματα σου!"
"Μπορείς να μη φωνάζεις;" η Ελένη πέταξε τη πετσέτα και εκείνος πήρε το άδειο του πιάτο και το έβαλε στο νεροχύτη
"Δε πεινάω. Να φας μόνη σου!"
"Σταμάτα να με κατηγορείς! Εσύ πρώτος από όλους ήθελες να τη προφυλάξουμε!"
"Ναι Ελένη! Ήθελα! Όπως ήθελα να μείνει εδώ και να τη προσέχω! Κουράστηκα ειλικρινά... Δεν έχω λόγο πια να προσπαθώ , δεν το βλέπεις; Το παιδί μας ήρθε εδώ και ούτε ήρθε να με δει..." Ο Σωτήρης κάθισε στη καρέκλα καταβεβλημένος και άρχισε να κλαίει σαν μωρό παιδί "Μακάρι να γύριζα πίσω το χρόνο και να μπορούσα να τη κρατήσω εδώ..."
"Ότι έγινε έγινε.. θα προσπαθήσουμε πάλι. Θα καταλάβει..."
"Πάψε να μιλάς να χαρείς... Δε μπορώ να σε ακούω άλλο..."
********
"Καλημέρα σας. Ένα φρεντο εσπρέσσο σκέτο θα ήθελα παρακαλώ" η Εύα έβγαλε το πορτοφόλι άφησε λίγα ψηλά πάνω στο πάγκο και περίμενε. Ξύπνησε αργά. Ούτε πρόλαβε να πιει το καφέ της στο σπίτι μα αποφάσισε πριν πάει για μάθημα να πάρει έναν από το δρόμο.
Τρεις ολόκληρες ώρες κατέληξε να μιλάει με τη Κατερίνα αφού όταν επέστρεψε εκείνη τη κάλεσε και αποφάσισε να απαντήσει. Πάραυτα αν και το είχε αποφύγει τη προηγούμενη μέρα, της βγήκε σε καλό.
"Δε μπορώ να σου περιγράψω πως ένιωσα όταν τον είδα."
"Δε χρειάζεται Εύα. Νομίζω καταλαβαίνω. Ίσως δε μπορώ στο μέγιστο βαθμό αλλά όπως και να το κάνεις ήταν ένας άνθρωπος που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή σου, όπως φυσικά και ο Ορέστης. Έπειτα από τόσες συζητήσεις που είχαμε, ειλικρινά πάντοτε με τρόμαζε η συνάντηση σου με τον Ορέστη περισσότερο από ότι με του Άρη"
"Δεν ξέρω αν είμαι πραγματικά έτοιμη για αυτό Κατερίνα. Κι όμως... Χώθηκα μέσα στην αγκαλιά του χωρίς δεύτερη σκέψη! Ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω. Γιατί δεν έτρεξα στο Δημήτρη;"
"Αλήθεια τώρα με ρωτάς κάτι τέτοιο; Πηγές ακριβώς εκεί που η καρδιά σου σε πρόσταξε Εύα. Ότι κι αν έγινε δε σβήνονται τα χρόνια. Σου το είπα ξανά στο παρελθόν, αυτοί οι δύο άντρες σε έχουν στιγματίσει πολύ βαθιά. Είναι σαν το παράδειγμα με το τατουάζ που σου είπα. Ίσως κάναμε ένα όταν ήμασταν νέοι, αλλά ακόμα κι αν μεγαλώνοντας ξεθώριασε , παραμένει στο δέρμα"
"Έχεις δίκιο. Μα εσένα καταλαβαίνω γιατί αντιδράει έτσι. Πίστευα πως θα τον δω και απλά θα ξεσπάσω αλλά αντί αυτού, ξέσπασε εκείνος και εγώ δεν έκανα τίποτα. Άσε που δεν κατάλαβα καθόλου τα λόγια της μάνας του. Δεν ξέρω... Είμαι αρκετά μπερδεμένη"
"Κατανοητό. Και εγώ θα ήμουν. Για αυτό είναι εδώ άλλωστε. Για να μιλάς μαζί μου και να έχεις έναν άνθρωπο να πεις ότι ακριβώς αισθάνεσαι χωρίς φόβο. Τηλεφώνησες στη θεία σου;"
"Όχι ακόμα. Δεν ξέρω πως να αντιδράσω έπειτα από όσα είπε ο Δημήτρης..."
"Αχ αυτός ο Δημήτρης... Γιατί ρε Εύα μου δε του δίνεις μια ευκαιρία. Εκτός από κούκλος είναι και καλό παιδί. Φαίνεται να νοιάζεται. Αλλιώς γιατί να έρθει ως εκεί; Σε κυνηγάει κι εσύ του κλείνεις τις πόρτες. Νομίζω πρέπει επιτέλους να αφεθείς λίγο. Ίσως γι αυτό μένεις στο παρελθόν. Γιατί κάθε φορά που ένας άντρας σε πλησιάζει φοβάσαι. Δεν είναι όλοι ίδιοι..."
"Το ξέρω αλλά και πάλι δεν είναι εύκολο. Μη ξεχνάς το πιο σημαντικό..."
"Δε το ξεχνάω. Δε θα μπορούσα. Και αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για μένα να αφεθείς σε κάτι διαφορετικό. Πάντοτε έδινες ευκαιρίες στους ανθρώπους. Προσωπικά βρίσκω τη κίνηση του γλυκιά. Ανησύχησε"
"Θα δούμε. Προς το παρόν θέλω απλά να ηρεμήσω. Το ξέρω πως είναι ακατόρθωτο αλλά το χρειάζομαι. Άσε που κάτι μου λέει πως εκείνη η οχιά δε θα με αφήσει λεπτό. Τόλμησε και με περίμενε έξω από το σχολείο το πιστεύεις;"
"Τέτοιες γυναίκες με φτάνουν στα όρια. Ξεχνάω την ιδιότητα μου και άνετα γίνομαι νταλικιερης. Θεωρώ πως έχουν τόσα ψυχολογικά προβλήματα που για να νιώσουν καλύτερα μειώνουν το λν υπόλοιπο κόσμο γύρω τους. Όπως και να έχει, θα ενημερώσω και τον άντρα μου που είναι πρόεδρος στη πρωτοβάθμια και αν κάτι υποπέσει στην αντίληψη του θα το μάθουμε πρώτες. Οπότε μην ανησυχείς για αυτό το κομμάτι. Η Χριστίνα στα μάτια μου είναι μια γυναίκα με απωθημένα. Άφησε την να πνίγει με αυτά!"
"Έχεις δίκιο. Αυτό ακριβώς θα κάνω"
"Εύα; Μου υποσχεσαι πως αν γίνει κάτι όταν βγει ο Ορέστης θα με πάρεις αμέσως;"
"Κι εσύ ανησυχείς βρε Κατερίνα μου; Δεν υπάρχει λόγος αλήθεια. Πέρασα το πρώτο σοκ και τη κρυάδα με τον Άρη. Δεν πιστεύω να αλλάξει κάτι..."
"Εσύ ξέρεις. Πάντως ότι ώρα και να είναι παρά με. Θα φροντίσω ακόμα κι αν έχω ραντεβού να το σηκώσω εντάξει;"
"Εντάξει. Και τώρα θα σε αφήσω γιατί πιάσαμε δώδεκα! Αύριο έχω μάθημα και ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν οι ώρες"
"Με καλή κουβέντα, περνάνε σαν νεράκι. Άντε καλή νύχτα και κακή δουλειά αύριο"
Πήρε το καφέ που της ετοίμασε η υπάλληλος , κοίταξε το ρολόι και βάδισε προς το σχολείο. Ήταν σίγουρη πως οι μαθητές της θα πάθαιναν σοκ μόλις την έβλεπαν. Η φωτεινή την είχε παρακαλέσει όπως είπε χαρακτηριστικά: κυρία μπορειται να μην ντύνεστε σαν γιαγιά;
Η Εύα γέλασε με τη ψυχή της και αποφάσισε να δείξει έναν άλλο εαυτό στα παιδιά. Ίσως καταβαθος της έκανε καλό. Είχε αφήσει ελεύθερα τα μαλλιά της , φόρεσε ένα τζιν και ένα πουλόβερ. Έμοιαζε περισσότερο με μαθήτρια λυκείου παρά με δασκάλα δημοτικού.
"Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου μεγαλώσεις;" τη προσοχή της τράβηξε η φωνή του Στέλιου ο οποίος είχε παραμερίσει ένα κοριτσάκι κοντά στο κυλικείο.
"Θέλω!! Θα πίνουμε και τσάι!"
"Ωραία. Βέβαια θα είστε πολλές!"
"Τι εννοείς;"
"Μα είμαι ο γόης Αλεξάνδρα! Δε μπορώ να έχω μια!"
"Είσαι αηδιαστικός το ξέρεις! Φύγε μακριά γιατί θα το πω στη μαμά μου!"
"Εσύ χάνεις γλύκα!"
Η Εύα από τη μία ήθελε να βάλει τα γέλια και από την άλλη να τον επιπλήξει. Αυτό το παιδάκι ήταν ίδιο ο Ορέστης. Ήταν σίγουρη πως αν η Φωτεινή ήταν σε καμία γωνιά, θα τον κοπανουσε με τη τσάντα της στο κεφάλι. Της έφερναν χαμόγελο αυτά τα παιδιά.
"Ακόμα στο διάδρομο είσαι; Γρήγορα πάνω!" Αρκέστηκε να του πει σαν πλησίασε κι εκείνο έφυγε σφαίρα τρέχοντας. Η Εύα χαμογελασε μα σαν έστριψε από την άλλη πλευρά για να πάει στο γραφείο, είδε σε μια γωνιά τη φωτεινή να κάθεται στεναχωρημένη στα σκαλιά.
"Φωτεινουλα μου;"
"Καλημέρα κυρία.." εκείνο σηκώθηκε αμέσως
"Τι έπαθες και κάθεσαι εδώ;"
"Σας είστε τόσο όμορφη σήμερα! Και τα μαλλιά σας τόσο μακριά. Δεν πίστευα πως έχετε τόσο μακριά μαλλιά.!" φώναξε ενθουσιασμένο πιάνοντας τα
"Ζήτησες να γίνω φυσιολογική. Έγινα" της απάντησε γλυκά "Και τώρα θα μου πεις γιατί καθοσουν μόνη σου εδώ; Αν κατέβαινε κανένας με φόρα τις σκάλες θα έπεφτε πάνω σου"
"Είμαι λυπημένη σήμερα κυρία..." παραδέχθηκε πιάνοντας τις άκρες από το φουστανακι της αμήχανα
"Γιατί είσαι λυπημένη; Το ξέρεις πως είναι εδώ για να μου μιλάς όταν θέλεις έτσι; Για ότι κι αν σε απασχολεί..."
"Ο μπαμπάς σήμερα το πρωί..." ξεκίνησε να λέει και η Εύα σήκωσε έκπληκτη τα φρύδια της . Ήταν σχεδόν σίγουρη πως θα της έλεγε κάποιο παράπονο για το Στέλιο αλλά αντί αυτού, η μικρή της αποκάλυψε πως ο πατέρας της ,εβαλε στη μητέρα της τις φωνές όταν την έφερναν στο σχολείο. Της είπε ότι δεν ήταν πρώτη φορά που μάλωναν και πως ζήτησε κάτι που λέγεται διαζύγιο.
"Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που δεν ορίζουμε κάποια πράγματα κοριτσάκι μου. Ίσως δε με καταλαβαίνεις τώρα αλλά θα το κάνεις κάποια στιγμή. Μερικές φορές οι άνθρωποι που αγαπιούνται πολύ, περνάνε κάποιες δυσκολίες και τα συναισθήματα τους βγαίνουν πιο έντονα από τους άλλους. Εμένα κάτι μου λέει πως όλα θα πάνε καλά. Μα ακόμα κι αν κάτι συμβεί, μη ξεχνάς πως και οι δύο σε λατρεύουν... Εντάξει;" Τη συμβούλεψε κι εκείνη άνοιξε διάπλατα τα χερακια της και την αγκάλιασε.
"Ευχαριστώ..." είπε σφίγγοντας την ώσπου τη στιγμή διέκοψε ο Στελιος ο οποίος κατέβηκε σαν σίφουνας
"Εδώ είστε κυρία! Ήρθε ο διευθυντής και μου είπε να έρθω να σας ψάξω! Το κουδούνι χτύπησε και δεν ήρθατε. Φωτεινή; Κλαίς;"
"Ανέβα επάνω και πες του πως έρχομαι"
"Γιατί κλαίς; Πάλι κλαίς; Μη κλαίς..." Ο Στέλιος σημασία δεν έδωσε στα λόγια της Εύας. Είχε πλησιάσει τη Φωτεινή και προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να τη πάρει αγκαλιά αλλά οι κινήσεις του, ήταν γεμάτες αμφιβολία και η Εύα το κατάλαβε.
"Στέλιο ανέβα πάνω. Δεν είναι ώρα και ο κυριος Γρηγορίου θα περιμένει"
"Εντάξει κυρία" της απάντησε απογοητευμένο να σαν ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά η Φωτεινή έτρεξε ξοπισω του, τον έπιασε από το χέρι και άρχισαν να προχωράνε μαζί. Ο Στέλιος χαμογέλασε πλατιά και σφίγγοντας της το χέρι, πήγε μαζί της ως επάνω.
"Πόσες φορές σου έχω πει ότι δεν είναι όμορφο να κλαίς;" τον άκουσε να της λέει σαν απομακρύνθηκαν και βουρκωσε... "εγώ είμαι εδώ..."
****
"Έχεις μέρες να κλάψεις..."
"Αυτό δεν ήθελες ρε Ορέστη; Κλαίω, με μαλώνεις, γελάω παραπονιέσαι... Τι να κάνω;" Αποκρίθηκε έχοντας μια αγανακτιση στη φωνή
"Δεν ξέρω. Έχω συνηθίσει τα ακραία παιδικά σου ξεσπάσματα. Ίσως γι αυτό παραξενευομαι.."
"Υποσχέθηκα..."
"Σε ποιον;"
"Στον Άρη. Όταν μπήκε φαντάρος και θα έμενα μόνη μέχρι να βγεις, μου ζήτησε να μη κλάψω. Νομίζω τα καταφέρνω μια χαρά..."
"Τρεις μήνες πέρασες ολομόναχη και μου λες ότι δεν έκλαψες;"
"Όχι. Έκανα ότι ακριβώς κάναμε και μαζί κάθε μέρα. Σχολείο, χαμόσπιτο , παραλία, σπίτι... Μια μέρα κόντεψα να κοιμηθώ και στις κερκίδες. Είναι τόσο διαφορετικό να είμαι μόνη μου στο σχολείο αλλά τη παλεύω.."
"Τώρα που βγήκα, δε θα είσαι ξανά μόνη. Αν και δε γουστάρω να πατήσω το πόδι σε εκείνο το μπουρδέλο μπορώ να έρχομαι στα διαλείμματα. Δύο χρόνια σου έμειναν ακόμα..."
"Δε χρειάζεται"
"Από προχθες που επέστρεψα αισθάνομαι ότι έχεις αλλάξει. Σοβαρεψες..."
"Κι εσύ άλλαξες!" Ο τόνος της έβγαζε μια αγριάδα
"Δε λένε ότι ο στρατός σε αλλάζει;"
"Ορέστη; Γιατί δεν ήρθες να με δεις ούτε μια μέρα;"
Εκείνος σώπασε...
"Ξέρεις πόσες φορές σε περίμενα... Κάθε φορά που μάθαινα από τη μητέρα σου πως έχεις έξοδο σε περίμενα.. κι εγώ κι εκείνη... Αλλά ποτέ δεν ήρθες..."
"Για αυτό είσαι τόσο περίεργη μαζί μου;"
"Δεν είμαι περίεργη..."
"Είσαι... Ένα χρόνο λείπω και ούτε πηδηξες πάνω μου σαν τη μαϊμού όταν με είδες. Έμεινες παγωμένη να με κοιτάζεις σαν άγαλμα..."
"Όλες εκείνες τις φορές που έβγαινες τι ήταν τόσο σημαντικό που σε απέτρεπε να έρθεις;" Επέμενε η Εύα αδιαφορώντας για αυτό που της είπε κι εκείνος αναστεναξε
"Λέγε τι συμβαίνει..."
"Τίποτα..."
"Πως τίποτα. Κάπου θέλεις να καταλήξεις και το ξέρω..."
"Νομίζω πως θέλω να πάω σπίτι..." είπε λυπημένη και σηκώθηκε
"Κάτσε κάτω μη πάρω ανάποδες!"
"Μη φωνάζεις! Σου έχω πει τόσες φορές πως δε γουστάρω να μου φωνάζεις! Αναρωτιέμαι αν φωναζες και στη Καλλιόπη !"
Ο Ορέστης έκλεισε τα μάτια και πέταξε το τσιγάρο μακριά .
"Ώστε για αυτό πρόκειται έτσι; Που το έμαθες;" τη πείραξε αλλά εκείνη δεν έδειχνε να το παίρνει σαν αστείο
"Έχει σημασία; Εγώ σε περίμενα και εσύ επέλεξες να βγαίνεις και να περνάς την ώρα σου με γκόμενα!"
"Έπρεπε να ξεδωσω λιγάκι ρε Εύα. Τι να κάνω;"
Εκείνη τον κοίταξε εξαγριωμένη, μίκρυνε τα μάτια της και σηκώθηκε
"Έλα ντε... Τι να κάνεις! Προτιμησες να πηδήξεις από το να έρθεις να σε δω 12 μήνες τωρα..."
"Δεν ήσουν μόνη! Είχες τον Άρη εδώ, γιατί παραπονιέσαι; Και στη τελική άντρας είμαι τι θέλεις να κάνω;"
Η Εύα αγριεψε. Έβαλε το χέρι στη τσεπη της βγάζοντας ένα πακέτο τσιγάρα και έβαλε ενα στα χείλη.
"Τι είναι αυτο τώρα!!!" Ο Ορέστης άρπαξε το πακέτο και το τσιγάρο από τα χείλη της και τα έκανε κομμάτια.
"Είσαι ηλίθιος;" αποκρίθηκε έξαλλη
"Από πότε καπνίζεις! Έχεις τρελαθεί;"
"Αν έβγαινες, κι αν ενδιαφέροσουν θα ήξερες πως καπνίζω πέντε μήνες τώρα!"
"Και πως σε άφησε ο άλλος ο μαλάκας!"
"Γιατί δε το ξέρει! Και τώρα δώσε μου ένα τσιγάρο από τα δικά σου! Τα κατέστρεψες!"
"Περίοδο έχεις ρε πουστη μου; Τι νεύρα είναι αυτά; Και όχι! Δε σου δίνω τίποτα!"
"Ορέστη δε θα το ξαναπώ...." αποκρίθηκε σοβαρή κι εκείνος σήκωσε το φρύδι. Η Εύα στεκόταν στο πλατυσκαλο και εκείνος στάθηκε μπροστά της. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της σιωπηλός κι εκείνη ένα βήμα πίσω ώσπου βρέθηκαν μέσα στο χαμόσπιτο
"Για επανέλαβε άλλη μια γιατί το τελευταίο που είπες δε το έπιασα..." η όψη του ήταν εντελώς διαφορετική μα και η δική της δε πήγαινε πίσω. Έδειχναν θυμωμένοι και οι δύο.
"Κουφός είσαι; Ή νομίζεις πως είμαι ακόμα εκείνο το παιδάκι που άφησες;"
αποκρίθηκε σθεναρά "Μας τελείωσε Ορέστη..." είχαν έρθει τόσο κοντά που μπορούσε να ακούσει τη φρενιασμενη καρδιά της να χτυπά και να δει τις φλέβες στο λαιμό της να κουνιούνται έντονα. "Και τώρα κάνε στην άκρη, γιατί αν κάποιος πάρει ανάποδες , θα είμαι εγώ!" Τα μάτια του Ορέστη κοκκίνισαν από τα νεύρα ενώ στο κούτελο του αν ήταν καρτούν,σίγουρα θα πετάγονταν μια φλέβα. Το έντονο σαγόνι του ετριξε κάνοντας τα ζυγωματικά του να ανέβουν πιο ψηλά μα δεν αντέδρασε.
"Κάποιος σε πείραξε..." είπε εν τέλει παρατηρώντας τη πιο προσεκτικά κι εκείνη αγριεψε περισσότερο
"Κανένας! Και τώρα κάνε στην άκρη ανάθεμα σε!" Η Εύα τον έσπρωξε και εκείνος την έπιασε δυνατά από τη μέση και τη τράβηξε πάνω του. Έπειτα τη γύρισε μονομιάς και τη κόλλησε στο τοίχο.
"Για αυτό είσαι τόσο περίεργη έτσι; Ποιος τόλμησε;"
"Άφησε με , με εκνευρίζεις!" Γρυλισε μέσα από τα δόντια της "Και πάρε τα κουλά σου από πάνω μου!!!" τσιριξε σχεδόν μα εκείνος όχι απλά δε τα πήρε αλλά τα έβαλε μέσα από τη μπλούζα της εξτασιασμενος. Μόλις η Εύα ενιωσε τα κρύα του δάχτυλα στο δέρμα της , ξεροκαταπιε. "Πως τολμάς!" βρήκε τη δύναμη να του πει
"Με μπερδεύεις .." της ψιθύρισε σοβαρός "Τόσο πολύ που ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θυμώνεις .."
"Τράβα ρώτα τον εαυτό σου γιατί! Και τώρα άσε με!!"
Ο Ορέστης ένωσε το κούτελο του με το δικό της, και κρατώντας το κεφάλι της σταθερό προσπάθησε να κοιτάξει μέσα της και να νιώσει το πραγματικό λόγο της συμπεριφορας της.
"Σταμάτα να προσπαθείς να ξεφύγεις!!" μουγκρησε σαν θηρίο όταν εκείνη άρχισε να τον σπρώχνει.
"Δε γουστάρω να είμαστε τόσο κοντά!"
"Εγώ όμως γουσταρω!"
"Α μπα; Γουστάρεις; Γιατί από τη μέρα που με πέταξες στο τοίχο πίσω σου, και με φίλησες, δεν ξαναηρθες τόσο κοντά μου! Ακόμα και όταν έφυγες, η αγκαλιά σου ήταν σαν τοίχος! Έλιωνα να περιμένω να φανείς από αυτή τη καταραμένη πόρτα αλλά βέβαια! Εσύ ήσουν άντρας και έπρεπε να ξεδωσεις! Ε λοιπόν κι εγώ ξεδωσα!"
"Λες ψέματα!" της είπε έξαλλος πιάνοντας τους καρπούς της
"Αλήθεια; Λέω άραγε; Τι νόμιζες! Πάντως ήσουν καλός δάσκαλος! Πήρα καλές κριτικές!"
"Εύα βούλωσε το!"
"Γιατί; Σε νοιάζει μηπ..."
Η ζήλια έπαιξε μια καλή παρτίδα ανάμεσα τους και ο Ορέστης για δεύτερη φορά, τη γραπωσε και τη φίλησε κάνοντας τη να το βουλώσει όπως ηθελε. Η Εύα πήδηξε πάνω του και εκείνος γυριζοντας τα κορμιά τους, τη πέταξε πάνω στο στρώμα και χώθηκε ανάμεσα της. Χωρίς να σπάσει δευτερόλεπτο το φιλί, άφησε τα χέρια του να κολλήσουν σαν μαγνήτες στο κορμί στης ώσπου έφτασαν στα στήθη της. Το φιλί της ήταν υγρό, γρήγορο και βαθύ. Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα στο κεφάλι του το οποίο το πίεζε με μανία στο δικό της και έδειχνε ξεκάθαρα τις προθέσεις της. Ο Ορέστης ανασηκώνοντας ελαφρώς τη πλάτη της, , ξεκουμπωσε το σουτιέν της και ανεβάζοντας το ύφασμα της μπλούζας άφησε τα χειλη της και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω.
Κανένας δεν έβγαζε κουβέντα για ότι συνέβαινε... Σαν να έκλειναν μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους.
Ανοιξε ολόκληρη τη χούφτα του και πιάνοντας το στήθος της, το οποίο χωρούσε άψογα μέσα, ρουφηξε τη ρώγα της κι εκείνη κύρτωσε το κορμί της προς τα πίσω από ευχαρίστηση.
Μα δε σταμάτησε... Ρουφούσε τόσο δυνατά που το αγνό της δέρμα μελανιασε αμέσως. Το χέρι του κατέβηκε στο τζιν της, ξεκουμπωσε τα κουμπιά και ανέβηκε προς το λαιμό της. Η Εύα τον τράβηξε στα χείλη της και δίνοντας του ένα φιλί, αναστεναξε μέσα στο στόμα του σαν ένιωσε τα δάχτυλα του να κατρακυλούν χαμηλά στη περιοχή της.
Μόλις το δάχτυλο του χώθηκε ανάμεσα στα χείλη του αιδοίου της, ο Ορέστης τη δάγκωσε και βαθαινοντας το φιλί, πίεσε λιγάκι την εσοχή του κόλπου της. Η Εύα άρχισε να τρέμει στα χέρια του μα το ίδιο και το κινητό που είχε στη τσέπη του το οποίο τους επανέφερε στη πραγματικότητα. Σταμάτησε το φιλί λαχανιασμενος , άφησε το βλέμμα του να παίξει με το δικό της και ένιωσε το χέρι του να απομακρύνεται .
"Τι κάνω ο μαλακας..." της ψιθύρισε χωρίς να σηκωθεί από πάνω της.
"Γιατί πρέπει να είναι κάτι κακό..." του ανταπάντησε ρωτώντας τον
"Γιατί τιμάω τα παντελόνια μου..." Της είπε και σηκώθηκε . "Συγνώμη. Δεν ..." Ο Ορέστης πρώτη φορά μάσησε τα λόγια του κι εκείνη ανασκουμπωθηκε όπως όπως και έμεινε στο στρώμα σιωπηλή.
"Νομίζω πως ζηλεύω..." του είπε γεμάτη παράπονο κι εκείνος βάζοντας το κινητό στο αθόρυβο, γονάτισε μπροστά της
"Σε ικετεύω μη... Δεν καταλαβαίνεις .. δε γίνεται"
Ένα δάκρυ έπεσε από τα μάτια της και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και το σκούπισε
"Είμαι μεγάλος μαλάκας. Με συγχωρείς..."
Η Εύα έχοντας μια αίσθηση απόρριψης στο βλέμμα και καταλαβαίνοντας πως δε τη βλέπει με αυτό το τρόπο, του χαμόγελασε. Στη τελική, και η ίδια ήταν μπερδεμένη από τα συναισθήματα της. Πάραυτα όμως το γεγονός πως έπαιρνε την απόρριψη σαν επιβεβαίωση, τη πλήγωσε.
"Πες πως δεν έγινε τίποτα..." του είπε λυπημένη και σηκώθηκε. Κουμπωσε το τζιν, μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά και πήρε τη τσάντα της
"Πάω σπίτι... Θα βρέξει. Καληνύχτα Ορέστη ..."
"Εύα περίμενε.."
"Δε χρειάζεται να πεις κάτι, ειλικρινά. Το κατάλαβα. Όλα είναι καλά..." είχε ένα γλυκόπικρο χαμόγελο μα εκείνος δεν είπε λέξη παραπάνω. "Τα λέμε αύριο..."
Φεύγοντας τον άκουσε να ρημάζει τα τελάρα , να βρίζει και να σπάει τα ήδη ρημαγμένα πράγματα που υπήρχαν σε εκείνο το σπίτι.
†††
"Αργήσατε κυρία!" της είπε ένα κοριτσάκι μόλις μπήκε στην αίθουσα κι εκείνη άφησε τη τσάντα της κάτω , έβγαλε το βιβλίο και το άνοιξε.
"Είστε πολύ όμορφη όμως σήμερα!!"
"Ευχαριστώ Αφροδίτη μου. Κι εσύ δε πας πίσω. Όλοι είμαστε όμορφοι με το τρόπο μας...Και τώρα, ανοίξτε τα βιβλία σας στη σελίδα 50"
Η Εύα έκλεισε τις μνήμες στο αγαπημένο της κουτάκι, και αφοσιώθηκε στα παιδιά. Τουλάχιστον εκείνα, τη κοίταζαν και ήξερε πως δε βλέπει ψέμα στα μάτια τους...
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top