6ο Κεφάλαιο

Άκουσα τις φωνές προς τα έξω να πλησιάζουν και να ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά.

-Ποιος είναι αυτός παιδιά?ιιιιι…..μην μου πείτε…. είναι άνθρωπος?

-Ναι.

   Απάντησε η Αντελίνα με κατεβασμένο το κεφάλι της.

-Τι σας είπα να μην πλησιάζετε τους ανθρώπους ?!

-Μα μητέρα…

-Δεν θέλω να ακούσω τίποτα άλλο.

-Δεν σου θυμίζει τίποτα άλλο?

-Όχι

-Είναι ο πρίγκιπας που είχα σώσει!

-......

Όταν είπε ποιος είμαι χλόμιασε ολόκληρη και δεν μίλησε απλά με κοιτούσε.

-Πήρα την απόφαση μου θα πάει για εκτέλεση!

-ΤΙ?!

-Τι λέτε? πρέπει να γυρίσω πίσω, πρέπει να πάω στο βασίλειο μου, με χρειάζονται.

  Έχανα τη γη κάτω από τα πόδια μου, δεν γινόταν να χάσω την ζωή μου πριν σκοτώσω τον εχθρό μου, και δεν έκανα και τίποτα.

-Όχι μητέρα δεν θα σε αφήσω να τον σκοτώσεις, είναι προς το μέρος μας.

-Δεν με ενδιαφέρει Αντελίνα έχεις παραβιάσει τόσες φορές τους κανόνες και έχεις κινδυνέψει εσένα και τον λαό μου.

-Μητέρα δεν φταίει μόνο η Αντελίνα…

-Και εσύ Alvar? Που έπρεπε να προσέχεις την μικρή αδερφή σου?

-Μα….

-Πήρα την απόφαση μου και δεν την αλλάζω, αύριο το απόγευμα θα εκτελεστεις!

   Δεν το πιστευω που θα καταλήξω αύριο το απόγευμα, πρέπει με κάποιο τρόπο να φύγω.
Εκεί που σκεφτόμουν πως θα φύγω άκουσα ένα κλάμα από δίπλα μου να ακούγεται, γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω την Αντελίνα να κάθεται κάτω στο πάτωμα και να  κλαίει με λυγμούς ακουμπωντας το κεφάλι την πάνω στο κρεβάτι· το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν απλά να την χαηδέψω στο κεφάλι.

   ΤΗΝ ΕΠΟΜΈΝΗ ΜΕΡΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

  Έφτασε η μέρα και η ώρα για την εκτέλεση, δεν έχω σκεφτει τίποτα για να φύγω όλα είναι αδύνατον, δεν υπάρχει  κανένας τρόπος.

-Πρέπει να φύγεις.

     Μου είπε η Αντελίνα με κουρασμένη φωνή, το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου, τα μάτια της είναι πρησμένα και πονεμένα από το κλάμα, φαίνεται πως πονάει πιο πολύ από μένα, όσο πλησιάζουν τα λεπτά.

-Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να φύγει.

-Αυτό δυστυχώς ισχύει αδερφούλα.

-Alvar, πρέπει.

   Οι λυγμοι της άρχισαν να ξανά ακούγονται, αυτό δεν την κάνει καλό.

-Αντελίνα άκουσε με, δεν θα πάθω τίποτα κάτι έχω σκεφτεί, απλά θέλω να ηρεμήσεις, θα πάθεις  τίποτα με τόσο κλάμα.

-Αδερφούλα ισχύει σταμάτα να κλαις.

  Πάνω που άρχισε να ηρεμη ακούστηκε να ξεκλειδώνει κάποιος την πόρτα, και σηκωθήκαμε κατευθειαν και είδαμε ένα φρουρό να μπαίνει μέσα προς σε μας.

-Ήρθε η ώρα, πάμε!

-Όχι! δεν είναι δυνατόν!

-Αντελίνα, τι είπαμε?

-Είπες πως θα τα καταφέρει…

   Είπε μέσα από το κλάμα της και τα κατακόκκινα μάτια της.

-Alvar, να την προσέχεις.

   Δεν πρόλαβα να πω τίποτα άλλο με άρπαξαν και μαζί με εμένα και τους άλλους δύο και μας έσερναν, μέχρι που σταματησαμε πίσω από δύο τεράστιες, ξύλινες πόρτες· τις άνοιξαν και είδαμε πάρα πολλές νεραιδες να κάθονται δεξιά και αριτερά σε κελκίδες και στην μέση ήταν η βασίλισσα με φρουρους δεξιά και αριστερά.
   Το μέρος ήταν φωτεινό με πολλά δέντρα γύρω γύρω, μέσα σε ένα πανέμορφο δάσος, σαν να μην είναι αληθινό στα δικά μου μάτια, βασικά στα μάτια των ανθρώπων.

-Ας ξεκινήσουμε είπε η βασίλισσα!

-Σε παρακαλώ Βασίλισσα Τάνια.

  Άκουσα τα ψίθυροι της Αντελίνας, που του κρατούσαν λίγα μέτρα πιο πίσω από μένα, να παρακαλαει για την ζωή μου,αλλά δεν την ένοιαζε για την δική της, μα τόσο πολύ θέλει να με προστατέψει?

-Και τώρα τον δικάζω για θάνατο!

Ξαφνικά άκουσαν να λέει αυτό το πράγμα και πετάχτηκα από τις σκέψεις μου και χλωμιασα.

-ΌΧΙ!!!

   Άκουσα την Αντελίνα να ουρλιάζει και να προσπαθεί να ξεφύγει από το κράτημα των φρουρών με δάκρυα στα μάτια.

-Καθίστε θέλω να πω κάτι σαν τελευταία λόγια, σας παρακαλώ αφήστε με.

-Καλά αφού θα είναι τα τελευταία, πες, τι θες να πεις?

-Με τα σέβοι μου βασίλισσα και με όλο το θάρρος μου, το μόνο που θα ήθελα να να πω είναι να ευχαριστήσω την Αντελίνα παρά που έβαλε σε κίνδυνο τον εαυτό της…..

Γύρισα και κοίταξα την Αντελίνα που με κοιτούσε με τα κόκκινα μάτια την και να με κουνάει το κεφάλι της αρνητικά σαν να της λέω τα τελευταία λόγια, αν με ρωτάτε αν και εγώ αυτό πιστεύω, θα σας πω ναι, αφού τέθηκε η απόφαση, δεν υπάρχει γυρισμος και συνέχισα.

-......την καταλαβαίνω αυτή την συγχυση σας, έχω χάσει τους γονείς μου από μία ενέδρα που μας είχαν στήσει και από τότε κυνηγάω, αυτόν που με στέρησε τους γονείς, και πολέμησα με αυτόν πριν έρθω εδώ, από τον στράτο του τραυματίστηκα και δεν θα την γλίτωνα αν δεν ήταν η Αντελίνα· επίσης τον κάρφωσα αυτού στην καρδιά νιώθοντας πως τώρα θα ηρεμήσει η ψυχή μου αφού πήρα την εκδίκηση μου για τους γονείς μου και τους ανθρωπους μου, το βασίλειο μου. Υπάρχει κάτι όμως που παρατήρησα πριν χάσω τις αισθήσεις μου και την ζωή μου, αυτός θεραπευεται σαν να μην είναι άνθρωπος·  είδα το πρόσωπο του και όντως δεν ήταν ανθρωπος, το πρόσωπο του ήταν παραμορφομένο με μαύρα μάτια σαν να περιγράφουν την άδυσο, το σκοτάδι και τον πόνο. Στα χέρια του υπήρχα ουλές και τατουαζ και το μόνο που είπε πριν πέσει προς τα πίσω ήταν Venari Mediocris, οποτε σας παρακαλώ αφήστε με να τον σκοτώσω και μετά μπορείτε να με κάνετε ότι θέλετε.

-ΤΙ ΕΊΠΕΣ? ΠΩΣ ΤΟ ΕΊΠΕΣ ΤΟ ΌΝΟΜΑ?

-Venari Mediocris…

-Δεν είναι δυνατόν.

  Η βασίλισσα είχε αλλάξει χρώμα σαν να τον γνωρίζει και δεν ήξερα καν τι πάει να πει.

-Μεγαλειοτάτη είστε καλά?

    Την ρώτησε ένας φρουρός και κοίταξα προς τα πίσω να κοιτάξω την Αντελίνα και τον Alvar και εκεινοι ξαφνιασμενοι ήταν σαν να μην ξέρουν τίποτα.

-Όλοι οι φρουροι θέλω να κάνουν περιπολίες και όλος ο λαός να προσέχει όταν βγαίνει έξω! ακυρώνεται η ποινή, αλλά θέλω από σένα ότι ξέρεις για αυτόν.

-Μαλιστα, σας ευχαριστώ.

Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό αλλά την ευχαρίστησα και υποκληθηκα (ευχαριστώ πατέρα)  και γυρισα να κοιταξω πισω να δω που είναι η Αντελίνα και ο Alver και είδα την Αντελίνα να τρέχει κατά πάνω μου και να πηδάει και να με αγκαλιάζει όσο πιο σφιχτά μπορούσε και να μην σταματάει να κλαίει.

-Αντελίνα….

   Την είπα χαμηλά αλλά δεν με άφηνε και συνεχιζε να κλαιει φοβισμένη μέχρι που την τύλιξα τα χέρα μου πάνω της και την έβαλα στην αγκαλιά μου.
Ηταν πολυ γλυκια και ένιωσα κάπως παράξενα μέσα στην καρδιά μου, ήταν μήπως αγάπη? σκεφτηκα μπα όχι δεν γίνεται.

-Συγγνώμη….

  Την κοίταξα που με κοιτούσε μέσα στα μάτια και την αφήνω.

-Δεν πειράζει…

Ξαφνικά μας πλησίασε ένας φρουρός με ένα άγριο ύφος.

-Σας θέλει η Βασίλισσα.

-Και τους τρεις μας?

Ρώτησα και μας κοίταξε έναν έναν

-Ναι, ακολουθήστε με.



Πάταξον μεν, άκουσον δε.
                Θεμιστοκλής 525-461 π.Χ




Αν σας άρεσε αφήστε ένα αστεράκι και ένα οποιοδήποτε σχόλιο που θέλετε για να βοηθήσετε το προφίλ αυτό να εξελιχθεί

Με μέχρι το επόμενο κεφάλαιο ελπίζω να είστε καλά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top