Ελπίδα

Εισπνοή εκπνοή. Εισπνοή εκπνοή. Πανικός, άγχος, αγώνας, ταχυκαρδία, ιδρώτας. Μια ανατριχίλα απλώνεται σε όλο της το κορμί σταδιακά και αργά σαν μια οχιά που σέρνεται στο χώμα, ανάμεσα από το καταπράσινο γρασίδι για να κατασπαράξει το θύμα της.

Εισπνοή εκπνοή. Ο θώρακας της κινείται ανεξέλεγκτα, οι σπασμοί την αναγκάζουν να ξυπνήσει από τον βάρβαρο και ανήσυχο ύπνο της καταμεσής της νύχτας• την ώρα που το ολόγιομο φεγγάρι στέκει αρχοντικό στον ξάστερο ουρανό.

Εισπνοή εκπνοή. Οι κόρες των εβένινων ματιών της ανοίγουν με μιας και αντικρίζουν το ξεφτισμένο ταβάνι με το κακόγουστο πολύφωτο, δώρο του καταραμένου γάμου της από μια μακρινή θεία ή ξαδέρφη.

Εισπνοή εκπνοή. Το χέρι της τεντώνεται για να αγγίξει το αδειανό στρώμα δίπλα της, εκεί που άλλοτε βρισκόταν το σώμα του αγαπημένου της και την περίμενε ώσπου να κλείσει τα βλέφαρά της.

Εισπνοή εκπνοή. Η καρδιά της χορεύει ακόμη σε ξέφρενους ρυθμούς,  το ένστικτο της σχεδόν την προστάζει να ανακαθίσει στο πουπουλένιο στρώμα και τα μάτια της καρφώνονται στο αντικρινό ρολόι. Δώδεκα τα μεσάνυχτα κι όμως, ο ουρανός μοιάζει κατάμαυρος από το κλειδαμπαρωμένο παράθυρό της.

Εισπνοή εκπνοή. Η συνείδηση της παλεύει να της θυμίσει κάτι σημαντικό. Το νευρικό της σύστημα είναι ασταθές και με τα δάχτυλα της γραπώνει το σεντόνι. Πρέπει να θυμηθεί, πρέπει να ακολουθήσει το πρόγραμμα της, πρέπει να είναι αλάνθαστη και πρέπει να γίνει τώρα.

Άξαφνα τα δύο της πόδια δίνουν μια ώθηση και το λιγνό κορμί της περπατά με διστακτικά βήματα προς την πόρτα του δωματίου. Δεν πρέπει να κάνει θόρυβο γιατί θα την ξυπνήσει.. και πάλεψε τόσο επίμονα για να καταφέρει το αντίθετο.

Εισπνοή εκπνοή. Το χέρι της αγγίζει το πόμολο του παιδικού δωματίου μα της φαίνεται πολύ κρύο και τινάζεται. Είναι μέσα Ιούλη δεν θα έπρεπε να είναι τόσο κρύο, σωστά; Η πόρτα τρίζει γοερά και μαλώνει τον εαυτό της που δεν θυμήθηκε να την λαδώσει πριν κοιμηθεί. Ορίστε πάλι μαντάρα τα έκανε.

Εισπνοή εκπνοή. Τώρα οι φωνές μέσα της δεν λένε να ηρεμήσουν. Το ένστικτο της της ουρλιάζει να προχωρήσει, η καρδιά της αγωνιά και πάλι το μυαλό της στέκει σιωπηλό μπροστά στον ξέφρενο χορό που πλάθουν τα μάτια της.

Κάπου στο βάθος σαν να ακούει ένα αδύναμο παιδικό κλάμα σαν τότε που κράτησε για πρώτη φορά στα χέρια της την κόρη της, λίγο πριν λιποθυμήσει από την δύσκολη γέννα που είχε. Και πάλι αυτές οι στιγμές, οι λίγες, ελάχιστες αναμνήσεις του μαιευτηρίου με την κορούλα της στην αγκαλιά της είναι κέρδος γι αυτήν.

Και αν ξύπνησε το μωρό; Αν πείνασε τρεις ώρες νωρίτερα; Μάνα είναι και φυσικά θα θυσιάσει τον ύπνο της για εκείνη.

《Ελπίδα μου; Ξύπνησες; Ήρθε η μανούλα..》Τα κοκαλιάρικα πόδια της αγγίζουν το παγωμένο σανίδι μέχρι να φτάσουν μπροστά σε μια άσπρη κούνια με τούλι και ροζ στρωματάκι.

Εισπνοή εκπνοή. Αγωνία, πανικός, τρόμος. Μία κραυγή σκίζει τα χείλη της όπως σκίζει και το μαύρο της νύχτας, αναγκάζοντας τα μαύρα κοράκια να πετάξουν μακριά από τα κλαδιά τους και να σχηματίσουν έναν κύκλο γύρω από την σκεπή.

《Ελπίδα; Πού είσαι Ελπίδα μου;》Μουρμουρητά κυρίως στον εαυτό της, ακατάλειπτα λόγια και νευρικές κινήσεις: σηκώνει κάθε έπιπλο,  ρίχνει κάθε παιχνίδι, πετάει κάθε ρούχο έξω από την ντουλάπα. Μα πού θα μπορούσε να πάει ένα μωρό δύο μόλις μηνών; Η απάντηση είναι μια και μόνο στην σκέψη η καρδιά της χωρίζεται στα δύο. Της πήραν το παιδί!

Ξυπόλυτη, με το λερωμένο νυχτικό και τα μπερδεμένα από τον ύπνο μαλλιά, η άτυχη μητέρα τρέχει ως το σταθερό τηλέφωνο και καλεί την αστυνομία. Καμία απάντηση..

Εισπνοή. Εκπνοή. Δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Αυτοί οι αλήτες δεν θα βοηθήσουν ποτέ τον κόσμο που τους έχει ανάγκη! Δεύτερη προσπάθεια. Θα καλέσει τον άντρα της - τον πρώην έστω άντρα της. Είναι πατέρας της μικρής και δικαιούται να ξέρει. Αναμονή..

Εισπνοή. Εκπνοή. Ο χρόνος τελειώνει! Μα πώς δεν άκουσε κανέναν να μπαίνει στο σπίτι της; Είναι σίγουρη ότι κλείδωσε πριν κοιμηθεί.. αποκλείεται να το ξέχασε και ας είναι καταβεβλημένη καιρό τώρα. Όχι, όχι! Αυτή είναι υπεύθυνος άνθρωπος, ξέρει να φυλάσσεται.

Εισπνοή. Εκπνοή. Ξεκλειδώνει την κεντρική πόρτα και μειδιά για λίγο -τελικά όντως κλείδωσε. Το πέλμα της διαδέχεται το ένα το άλλο και τρέχει στην γειτονιά ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Μα πότε ξεκίνησε να κλαίει; Αυτή είναι δυνατή μαμά.. όμως το παιδί της  χάθηκε, της το πήραν. 

《Βοήθεια!》 Ουρλιάζει και αγνοεί τα κοράκια που σαν σμήνος την ακολουθούν κράζοντας δυσοίωνα. 《Μου πήραν το παιδί! Μου έκλεψαν την Ελπίδα σας λέω!》 Είναι δυνατόν να είναι όλοι τόσο ασυγκίνητοι; Τόσο απρόσωποι και ατσάλινοι; Σε τι κόσμο έφερε άραγε το παιδάκι της;

Η καρδιά της συνεχίζει τον ξέφρενο ρυθμό, το μυαλό της δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί τις κινήσεις της, το ένστικτο της έχει κυριέψει και έχει πάρει τα ηνία.

Εισπνοή. Εκπνοή. Χτυπάει το ένα κουδούνι μετά το άλλο. Η γροθιά της προσγειώνεται στην επιφάνεια οποίας πόρτας βρίσκει. Το κλάμα ανακατεύεται με το μουρμουρητό της, το ουρλιαχτό με την σπαρακτική αναζήτηση βοήθειας. Πράγματι χρειάζεται βοήθεια.

《Τι συνέβη;》
《Κυρία μου είστε καλά; 》
《Είναι βράδυ και τα παιδιά μας κοιμούνται, μπορείτε να κάνετε λίγη ησυχία; 》
《Πήγαινε κοπελιά να χαρείς!》

Απόγνωση, εκνευρισμός, οργή.《Κάποιος απήγαγε το παιδί μου! Κάποιος μου έκλεψε την Ελπίδα μου!》 Αφού τους εξηγεί γιατί δεν καταλαβαίνουν; Έχει, άραγε, νόημα να επιμένει τόσο πολύ και να τους ζητάει βοήθεια; Μέχρι να τους εξηγήσει αυτός ο αλήτης θα έχει πάρει το παιδί της πολύ μακριά. Πρέπει να προλάβει. Πρέπει να παλέψει για την κόρη της. Πρέπει να προσπαθήσει.

Εισπνοή. Εκπνοή. Η θέληση για ζωή, η ανάγκη της ελπίδας, η δύναμη της μητρικής αγάπης πάντα νικούν. Πάντοτε πρέπει να νικούν. Κοιτάζει την γειτονιά της, εκεί που μεγάλωσε από μικρό παιδί και τότε θυμάται. Η λίμνη! Μα φυσικά και θα προσπαθούσε να διαφύγει ο αλήτης από την λίμνη.

Εισπνοή. Εκπνοή. Κάθε βήμα πιο κοντά στο παιδί της. Τα κοράκια δεν σταματούν να πετούν κοντά της, σχεδόν νιώθει την ανάσα τους και τα νύχια τους στον αυχένα και την πλάτη της. Μήπως και αυτά με την σειρά τους αναζητούν την Ελπίδα της;

Τα γαλάζια νερά της παγωμένης λίμνης φτάνουν στον ορίζοντα. Τον αντικρίζει μαυροντυμένο αλλά το πρόσωπο του αδυνατεί να το δει. Κρατά και την κουβερτούλα της κόρης της• εκείνη την ροζ που έπλεξε η μητέρα της πριν πολλά χρόνια για την ίδια και τώρα ανήκει δικαιωματικά στο δικό της παιδί.

《Μην μου την πάρεις! Περίμενε! Στάσου! Είναι δική μου!》Σχεδόν τον έφτασε, μπορεί να δει το αγγελικό πρόσωπο της κόρης της που κοιμάται γαλήνια στην αγκαλιά αυτού του άντρα. Το κοριτσάκι της, το αγγελούδι της δεν γνωρίζει από κακία και δεν έκλαψε στιγμή παρά τις κακές προθέσεις αυτού του κτήνους .
《Μην της κάνεις κακό! Δώσε την σε εμένα! Είναι δική μου! Είναι η κόρη μου, μου ανήκει!》Ο άντρας για μια στιγμή μόνο την κοιτά με το κάτασπρο δέρμα του και τα άψυχα σκοτεινά σαν φίδι μάτια του, πριν πέσει στην λίμνη μαζί με το παιδί.

《Μη! Θα την πνίξεις,  είναι μωρό ακόμη! Θα την σκοτώσεις!  Είναι δική μου, είναι η Ελπίδα μου!》 Η νεαρή μητέρα πέφτει στην λίμνη και παλεύει με το κρυστάλλινο νερό με τόση ορμή που νιώθει σαν της σκίζει την σάρκα και την ψυχή.

Κανένα ίχνος του άντρα, κανένα ίχνος της κόρης της. Μονάχα τα κοράκια πετούν ψηλά κοιτάζοντας το σκηνικό και δίνοντας την δική τους νότα δυστυχίας.

Δύο χέρια την τραβούν έξω από το νερό. Τι θέλει εκεινος; Δεν απάντησε την κατάλληλη στιγμή! Είναι υπεύθυνος για τον χαμό της κόρης τους!

Εισπνοή. Εκπνοή. Τα αλμύρα δάκρυα τσούζουν το μάτι της και απειλούν να τρέξουν στα αποστεωμένα της μάγουλα. Τα χείλη του συνομιλητή της κινούνται αλλά κανένας ήχος δεν φτάνει στα αυτιά της. Η σκέψη της είναι στην κόρη της και σε εκείνον τον άντρα που την έκλεψε με τόσο θράσος από εκείνη.

Ελπίδα. Η Ελπίδα της έφυγε μακριά, της την πήραν, της στέρησαν την ικανότητα να γίνει στοργική μητέρα και πιθανότατα την δυνατότητα από την  κόρη της να ζήσει.

《Δεν καταλαβαίνεις! Την πήρε, δεν τον είδες; Βούτηξε μέσα στην λίμνη με το παιδί μου, την κόρη μου, το μωρό μου. Την δική σου Ελπίδα.. και εσυ δεν ήσουν εκεί. Ποτέ δεν ήσουν πραγματικά εκεί. Πριν καν γεννηθεί την  είχες εγκαταλείψει. Μας είχες εγκαταλείψει!  Δεν ήσουν εκεί όταν σου τηλεφώνησα και τώρα είναι αργά!》
《Αγάπη μου.. ούτε αυτός ήταν εκεί. Ούτε η Ελπίδα.. η Ελπίδα μας ήταν εκεί. Ποτέ δεν ήταν.》

Ψέματα, δικαιολογίες, αποποίηση της ευθύνης και παραίτηση. Δειλία. Αυτό ήταν πάντοτε ο άντρας της και δεν θα αλλάξει ποτέ. Δεν θα δεχτεί ότι ήταν λίγος, ότι δεν ήταν ικανός να σώσει την κόρη του.

《Δεν λέω ψέματα, αν αυτό πιστεύεις. Πάμε σπίτι..》
《Η Ελπίδα είναι στην λίμνη! Βοήθησε με να την πιάσουμε σε ικετεύω.. κάνε έστω αυτήν την θυσία για εκείνη..》Δάκρυα και αγώνας για το ίδιο της το παιδί.

《Η Ελπίδα μας είναι σπίτι.. Αυτός ο άντρας κρατούσε άλλο παιδί. Αλήθεια σου λέω, την είχες αφήσει απλά στο σαλόνι, στο πάρκο. Πάμε να δεις, έλα πάμε..》

Το ζευγάρι έφτασε σπίτι. Η γειτονιά είχε όπως όπως ηρεμήσει. Το κλειδί βρισκόταν  ακόμη επάνω στην ξύλινη πόρτα. Η Ελπίδα όμως δεν κοιμόταν στο πάρκο, ούτε καθόταν στην περπατούρα της, δεν ξάπλωνε στην αλλαξιέρα, το κρεβατάκι της ήταν άδειο κι αυτό όπως πρώτα.

《Η Ελπίδα μάτια μου, είναι σε έναν κόσμο πολύ καλύτερο από τον δικό μας. Αγγελούδι πια, μας κοιτάζει από ψηλά και μας προστατεύει πάντα εδώ και τρία χρόνια. Θυμάσαι αγάπη μου, θυμάσαι; Ήταν Παρασκευή βράδυ και γυρνούσατε από την παιδίατρο μας.. σταμάτησες στο φανάρι, χαμογέλασες στην μικρή που γκρίνιαξε και μόλις έγινε πράσινο ξεκίνησες ήρεμα τον δρόμο σου. Η καταραμένη χώρα στην οποία ζούμε,  όμως, στέρησε από το κοριτσάκι μας το δικαίωμα στην ζωή. Είχες ένα ατύχημα ζωή μου, δεν έφταιγες εσύ. Ο νεαρός μεθυσμένος και δίχως δίπλωμα οδηγός γουρούνες σε προσπέρασε-ή μάλλον έτσι νόμιζε. Συγγνώμη που δεν ήμουν εκεί. Συγγνώμη που σου είπα ψέματα πως πνίγηκε στην μπανιέρα ενόσω το έκανα μπάνιο. Δεν ήθελα να νομίζεις ότι ευθύνεσαι εσύ. Σε κατέστρεψα αγάπη μου. Συγγνώμη..》

Κι άλλα ψέματα, κι άλλη κίβδηλη ιστορία, ένας μύθος πλασμένος από την φαντασία του. Ένα στριγκό γέλιο ήχησε από το στόμα της νεαρής μητέρας και τα χέρια της κινήθηκαν στην τσέπη της νυχτικιάς της.

《Τι είναι αυτά τα φάρμακα; Εσύ τα έβαλες εδώ για να μου πουλήσεις την ιστορία σου;》
《Όχι, στα έδωσε η παιδίατρος για τις δύσκολες νύχτες. Πάρε ένα και θα δεις αύριο θα είναι νέα μέρα, θα είναι και η Ελπίδα εδώ..》

Το έκανε, κάθε μέρα επί πέντε ολόκληρα χρόνια ώσπου να επισκεφθεί έναν ψυχίατρο, να αρχίσει ψυχοθεραπεία και να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Η μητρότητα είναι ένα θαύμα και η τόσο ξαφνική διακοπή της μία ζωντανή κόλαση. Σεβασμός και στήριξη σε κάθε μητέρα που βιώνει τέτοια κατάσταση. Τίποτα δεν θα διορθώσει τα συναισθήματα της, τίποτε δεν θα φέρει πίσω το παιδί της. Η ελπίδα ότι κάποια μέρα θα συναντηθούν, η ελπίδα ότι βρίσκεται σε έναν καλύτερο κόσμο, η ελπίδα που κρύβεται μέσα στις ψυχές στα πιο απροσπέλαστα σημεία είναι η μόνη γιατρειά.

Αφιερωμένο σε όλες τις μητέρες που παλεύουν.

_

Το συγκεκριμένο διήγημα δημιουργήθηκε για τον διαγωνισμό του Tell Us Your Story.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top