Το τέλος του κόσμου - @radiology_godness


«...Και ναι κυρίες και κύριοι, είναι γεγονός. Η σημερινή μέρα είναι η τελευταία της . Βγείτε έξω από το σπίτι και κάντε πράγματα που επιθυμείτε μέχρι τα μεσάνυχτα. Μόλις το ρολόι δείξει 12:01 ο κόσμος θα καταστραφεί, η ανθρωπότητα θα πάψει να υπάρχει. Επισκεφτείτε τους αγαπημένους σας ανθρώπους, πηγαίνετε στα μέρη που σημαίνουν κάτι για εσάς. Κάντε αυτή τη μέρα να αξίζει...»

Έκλεισε την τηλεόραση και άφησε το κεφάλι της να πέσει πίσω στην πλάτη του καναπέ.

Βλακείες. Όλα αυτά είναι βλακείες.

Δεν γίνεται να καταστραφεί ολόκληρος πλανήτης μέσα σε μία μόνο μέρα. Δεν γίνεται.
Και αν γίνει;
Όχι, όχι. Δεν γίνεται.

Άνοιξε τον υπολογιστή της με σκοπό να ξεκινήσει να γράφει. Έπρεπε να παραδώσει τα πρώτα τρία κεφάλαια του βιβλίου της μέχρι το τέλος της εβδομάδας.
Μέχρι το τέλος της εβδομάδας...
Πως γίνεται να επιμένει ο εκδοτικός οίκος ενώ όλοι πιστεύουν ότι σήμερα είναι το τέλος του κόσμου;

Η Αριάδνη Ρίζου είναι μία πολύ γνωστή συγγραφέας με μεγάλες επιτυχίες στον χώρο. Αλλά υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα. Δεν ήταν αληθινή. Πίσω από αυτό το επιτυχημένο όνομα κρυβόταν η Μαρίνα, ένα πλάσμα που παίρνει ζωή μόνο μέσα από τα βιβλία της.

Η ζωή της είναι η συγγραφή και οι ήρωες που παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τις λέξεις. Ποτέ δεν την ενδιέφερε η αναγνωρισιμότητα και για αυτό υπογράφει τα έργα της με άλλο όνομα. Δεν έχει εμφανιστεί ποτέ μπροστά στον φακό και για τους περισσότερους αποτελεί ένα φάντασμα της ελληνικής μυθοπλασίας.

Η ίδια χαρακτηρίζει τον εαυτό της κυνικό και μοναχικό. Της αρέσει η απομόνωση και πάντα νιώθει άβολα σε χώρο με πολύ κόσμο. Δεν είχε κάποια φοβία, απλά μπορεί να συνεννοηθεί καλύτερα με τον εαυτό της.

Στην οθόνη του υπολογιστή εμφανίστηκε ένα κατάλευκο έγγραφο κειμένου. Σε τρεις μέρες έπρεπε να παραδώσει τα πρώτα κεφάλαια, αλλά εκείνη δεν είχε γράψει ούτε λέξη. Ότι έγραφε αμέσως διαγραφόταν. Δεν της άρεσε τίποτα.

Αφού πέρασε μία ώρα να κοιτά την άδεια σελίδα, αποφάσισε να βγει από το σπίτι και να πάει μία βόλτα. Πάντα ένας περίπατος στα γραφικά σοκάκια της Αθήνας τη βοηθάει να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις και μετά να τις αποτυπώσει στο χαρτί.

Έξω στην πόλη επικρατούσε ένας μικρός πανικός. Άνθρωποι έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τελευταία μέρα σήμερα και ήθελαν να προλάβουν να κάνουν όσα περισσότερα πράγματα μπορούσαν.

Η Μαρίνα απλά τους αγνόησε και ξεκίνησε να περπατάει προς το Θησείο. Έμενε κοντά στο κέντρο και δεν χρειάστηκε να πάρει κανένα μέσο μεταφοράς. Μόλις έφτασε πήγε σε ένα περίπτερο να πάρει ένα μπουκάλι νερό για ώρα ανάγκης. Εκεί είδε ένα περιοδικό που κρεμόταν από ένα σκοινί, που έγραφε με μεγάλα έντονα γράμματα «Εσύ πως θέλεις να περάσεις την τελευταία μέρα του κόσμου;».

Έμεινε να κοιτάει τον τίτλο μέχρι να την ξυπνήσει από τις σκέψεις της ο περιπτεράς που της έδινε τα ρέστα. Συνέχισε να περπατάει αλλά το μυαλό της είχε μείνει σε αυτή την φράση.

«Τι θα έκανα;» ρώτησε κάποια στιγμή τον εαυτό της. Μπορεί να μην πίστευε ότι ερχόταν το τέλος του κόσμου αλλά αυτή την ερώτηση δεν μπορούσε να την ξεχάσει.

Ένοιωσε να απελπίζεται όταν διαπίστωσε πως δεν είχε να κάνει τίποτα. Οικογένεια δεν είχε αφού μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Φίλες να επισκεφτεί... ούτε από αυτές είχε. Ίσως η Άννα θα μπορούσε να θεωρηθεί φίλη της αλλά είναι και η εκδότρια της και έτσι τα πράγματα κάπως μπλέκονται. Για έρωτα, ούτε λόγος. Στα 25 χρόνια ζωής της είχε μόνο μία σοβαρή σχέση που έληξε άσχημα πριν 2 χρόνια. Από τότε δεν έχει ασχοληθεί με αυτόν τον τομέα.

Ήθελε να κλάψει όταν κατάλαβε ότι η μόνη συντροφιά που είχε ήταν οι ήρωες των best seller βιβλίων της. Ποτέ πριν δεν την είχε ενοχλήσει αυτό αλλά τώρα... Αισθανόταν πιο μόνη από ποτέ και δεν της άρεσε αυτό το συναίσθημα. Πλησίαζε το τέλος του κόσμου και εκείνη θα ήταν μόνη.

Έφτασε σε ένα ψηλό σημείο όπου από εκεί μπορούσες να δεις όλη την Αθήνα. Ήταν μόνη της και μπορούσε να αφήσει τα δάκρυα της να κυλήσουν χωρίς αδιάκριτα βλέμματα.

Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε. Ήταν για το τέλος του κόσμου, που πριν από μία ώρα δεν πίστευε ότι ισχύει; Ήταν για την μοναξιά που ένοιωσε ξαφνικά; Ήταν για τα χρόνια που πέρασαν με εκείνη κλεισμένη στον εαυτό της; Μάλλον έκλαιγε για όλα αυτά και για ακόμα περισσότερα.

Και εκεί που ένιωθε πιο μόνη από ποτέ, ένα χέρι την ακούμπησε στον ώμο. Ξαφνιασμένη από την απρόσμενη παρουσία σηκώθηκε όρθια. Αντίκρισε έναν πραγματικό άγγελο. Ήταν ψηλός με καστανόξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε με μία όμορφη βαριά φωνή. Η Μαρίνα συνέχισε να τον επεξεργάζεται και να προσπαθεί να καταλάβει αν ήταν αληθινός ή ονειρευόταν. «Μήπως ενοχλώ; Θέλεις να φύγω;»

«Όχι. Μείνε.» απάντησε εκείνη και σταμάτησε να σκέφτεται. Ότι και να ήταν, ήρθε την κατάλληλη στιγμή. «Μαρίνα.» του είπε μόλις εκείνος κάθισε δίπλα της.

«Μα φυσικά, που πήγαν οι τρόποι μου; Χαίρομαι για την γνωριμία Μαρίνα, είμαι ο Στέφανος.» της είπε χαμογελαστός.

Έμειναν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον. Ήταν λες και χάθηκαν στα μάτια τους. Η κοπέλα δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αυτό που ένοιωθε αλλά μπορούσε να πει με σιγουριά ότι ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εκείνη.

«Πως και είσαι μόνη σου εδώ μία τέτοια μέρα;» την ρώτησε ο Ερμής για να σπάσει την ησυχία που κάθε άλλο παρά άβολη ήταν.

«Μου αρέσει αυτό το μέρος. Εδώ μπορώ να ακούσω της σκέψεις μου χωρίς να διακόπτονται από αυτοκίνητα ή ομιλίες περαστικών.» του εξήγησε. Ο τρόπος που την κοίταξε για μία στιγμή την έκανε να πιστεύει ότι θα την περνούσε για τρελή με αυτό που είπε.

«Να ξέρεις σε καταλαβαίνω απόλυτα. Η Αθήνα είναι μία πόλη γεμάτη φασαρία και κάποιες στιγμές ηρεμίας είναι πολύτιμες.» της είπε. Η κοπέλα του χάρισε ένα μικρό και αθώο χαμόγελο.

«Πιστεύεις αυτό που λένε όλοι; Ότι σήμερα είναι το τέλος του κόσμου;» τον ρώτησε. Για κάποιο λόγο ήθελε πολύ να μάθει την άποψη του για αυτό.

«Πως είναι δυνατόν ολόκληρος πλανήτης να καταστραφεί μέσα σε λίγα μόλις λεπτά; Από το πρωί ακούω πως θα έρθει το τέλος του κόσμου. Αλλά δεν ξέρω αν είναι του αληθινού κόσμου ή ενός κόσμου εικονικού που έχει φτιαχτεί μόνο και μόνο για να παραπλανεί ανυποψίαστους πολίτες.» της απάντησε.

«Αν όντως όμως τα μεσάνυχτα γινόταν η καταστροφή, που μεταξύ μας ούτε εγώ το πιστεύω, πως θα ήθελες να περάσεις τις τελευταίες σου ώρες πάνω στη γη;» του έκανε μία ακόμα ερώτηση. Ήθελε να τον μάθει αργά και σταθερά. Ήθελε να τον ακούει να μιλάει για να μπορεί να ακούει τη φωνή του.

Ο Στέφανος δεν απάντησε αμέσως. Έμεινε λίγη ώρα να σκέφτεται την ερώτηση της. Η αλήθεια είναι δεν το είχε σκεφτεί ποτέ πριν. Είχε μείνει να διαφωνεί με αυτή τη θεωρία και δεν ήξερε τι θα έκανε αν γινόταν πραγματικότητα.

«Υποθέτω πως δεν θα άλλαζα κάτι από αυτό που ζω τώρα. Περνάω ωραία μαζί σου και η θέα που έχουμε όλη την Αθήνα στο πιάτο δεν θα με χάλαγε να ήταν η τελευταία μου εικόνα. Αλλά εσύ θα πρέπει να γυρίσεις πίσω στους ανθρώπους που σε περιμένουν και δεν θα σου κρατήσω κακία.» είπε με όση ειλικρίνεια τον διακατείχε.

«Δεν έχω κανέναν να με περιμένει. Ούτε καν γάτες.» είπε και άφησε ένα ειρωνικό γελάκι να της ξεφύγει.

«Τότε θα γίνουμε η τελευταία ανάμνηση από αυτό τον κόσμο ο ένας για τον άλλο.» της είπε με ευδιάθετο τόνο.

«Λοιπόν, Στέφανε, πες μου για εσένα.» του ζήτησε με σκοπό να γνωριστούν καλύτερα.

«Μμμ, με λένε Στέφανο, όπως ήδη ξέρεις, είμαι 28 χρονών και δουλεύω σε μία εταιρεία ως λογιστής. Μισώ θανάσιμα τη δουλεία μου αλλά αυτή με ταΐζει και δεν μπορώ να την αλλάξω. Το όνειρο μου είναι να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο και να γνωρίσω νέες κουλτούρες που δεν έχουν καμία σχέση με τη δική μας. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο και έχω έναν σκύλο που τον λένε Μπόμπο, το ξέρω δεν έχει καθόλου πρωτότυπο όνομα αλλά έτσι τον ονόμασε ένα παιδί από το ίδρυμα που μεγάλωσα και καμία φορά το επισκέπτομαι. Δεν μπορούσα να του χαλάσω χατίρι.» της είπε και στο τέλος ανασήκωσε απλά τους ώμους του.

«Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Τουλάχιστον εσύ έχεις κάποιον να σε περιμένει να γυρίσεις σπίτι.» του είπε μελαγχολικά.

«Εσύ, πως και δεν έχεις κανέναν;» την ρώτησε. Μπροστά του είχε μία όμορφη νεαρή κοπέλα και του φαινόταν παράξενο που δεν είχε κανέναν δίπλα της.

«Είμαι συγγραφέας. Νομίζω αυτό τα λέει όλα. Δεν λέω ότι αυτό είναι το σωστό, αλλά κάποιοι συγγραφείς αναζητούν την απομόνωση για να μπορέσουν να δουλέψουν. Μόνο που εμένα η απομόνωση έγινε η ζωή μου. Η παρέα μου είναι οι ήρωες που δημιουργώ από το πουθενά. Μεγάλωσα και εγώ σε ορφανοτροφείο αλλά ποτέ δεν έκανα παρέα με τα άλλα παιδιά. Καθόμουν μόνη μου κάπου απόμερα και έγραφα. Ξεκίνησα από ένα παιδικό ημερολόγιο και πλέον έχω καταλήξει σε best seller. Πριν από λίγες ώρες κατάλαβα πόσο μίζερη είναι η ζωή μου αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι για να την αλλάξω, είναι πολύ αργά πια.» του είπε και όλη την ώρα είχε ένα μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη.

«Ξέρεις, δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω για να διορθώσουμε τυχόν λάθη που έχουμε κάνει, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξουμε το μέλλον. Είσαι πολύ νέα ακόμα και έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου να κάνεις όλα αυτά που επιθυμείς και για κάποιο λόγω τα έχεις στερηθεί μέχρι τώρα. Και μην σκέφτεσαι ότι σε λίγες ώρες θα έρθει ένα υποτιθέμενο τέλος του κόσμου. Ακόμα και αυτές οι τέσσερις ώρες που απομένουν, είναι ένα μέλλον.» της είπε σοβαρά.

«Έχεις δίκιο. Μπορώ να φτιάξω όπως θέλω εγώ αυτές τις τέσσερις ώρες, μακριά από το σκοτάδι του σπιτιού μου.» του είπε ενθουσιασμένη και τον αγκάλιασε. Ήταν περίεργη η αίσθηση. Είχε χρόνια να αγκαλιάσει κάποιον. Της άρεσε πολύ.

«Λοιπόν, τι θέλεις να κάνεις τις τελευταίες αυτές στιγμές;» την ρώτησε μόλις τον άφησε από αυτή την αναπάντεχη αγκαλιά.

«Τίποτα. Είμαι καλά εδώ.» απάντησε εκείνη και χαμογέλασε αληθινά για πρώτη φορά στη ζωή της. Ο Στέφανος της ανταπέδωσε το χαμόγελο αφού χαιρόταν που δεν διάλεξε να φύγει μακριά του.

«Λοιπόν, για πες μου για τα βιβλία σου.» την παρότρυνε με ενδιαφέρον. Ήταν λάτρης της συγγραφικής τέχνης και είχε άπειρα βιβλία στη βιβλιοθήκη του από διάφορα είδη.

«Τα λατρεύω. Το κάθε ένα κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου και τα νιώθω παιδιά μου. Με έκαναν να αντέξω τη μοναξιά μου και θα τους είμαι για πάντα ευγνώμων. Βέβαια με έχουν ταλαιπωρήσει κατά καιρούς αλλά στο τέλος με βγάζουν πάντα υπερήφανη.» του είπε και τα μάτια της έλαμψαν στην σκέψη των αριστουργημάτων της.

«Πολύ όμορφα αυτά που είπες. Γράφεις κάτι αυτή την περίοδο;» της είπε με θαυμασμό.

«Προσπαθώ. Πρέπει να γράψω τρία κεφάλαια ενός νέου βιβλίου μέχρι το τέλος της εβδομάδας αλλά ακόμα δεν έχω γράψει ούτε μία λέξη.» του είπε με παράπονο. Πρώτη φορά δυσκολευόταν να βρει θεματική για το βιβλίο της. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να τα καταφέρει.

«Θα τα καταφέρεις είμαι σίγουρος. Εξάλλου μπορείς να πάρεις έμπνευση από τα πάντα γύρω σου. Θα κάτσεις μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή σου και θα αρχίσεις να γράφεις εκεί που δεν το περιμένεις.» της είπε ενθαρρυντικά.

Και κάπως έτσι πέρασαν οι ώρες και έφτασαν μόλις δέκα λεπτά μακριά από το τέλος του κόσμου. Είχαν αποφασίσει να κατέβουν από το ψηλό σημείο που είχαν καθίσει και να κάνουν μία σύντομη βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

Όλη την ώρα συζητούσαν για πολλά και διάφορα θέματα. Ένιωθαν πως ήξεραν ο ένας τον άλλον χρόνια και ας είχαν γνωριστεί μόλις λίγες ώρες πριν. Το χαμόγελο είχε γίνει μόνιμο αξεσουάρ και για τους δύο και τα μάτια τους είχαν μία παράξενη και πρωτόγονη λάμψη.

Πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Βρίσκονταν στο Θησείο και περπάταγαν με αργό ρυθμό. Ξαφνικά η γη άρχισε να τρέμει. Το τέλος πλησίαζε. Όλοι είχαν δίκιο τελικά. Άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις πανικόβλητοι. Δεν ήξεραν που έπρεπε να πάνε για να γλιτώσουν.

Ο Στέφανος και η Μαρίνα όμως δεν κουνήθηκαν ούτε εκατοστό από τη θέση τους. Είχαν μείνει να κοιτάζονται στα μάτια. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος για αυτούς. Λες και δεν είχαν συναίσθηση του τι γινόταν γύρω τους.

«Τελικά το τέλος είναι κοντά.» της είπε ο Στέφανος. Τα σώματα τους είχαν έρθει πολύ κοντά το ένα με το άλλο.

«Κάναμε όμως τις τελευταίες ώρες να αξίζουν.» του είπε εκείνη.

Ο Στέφανος άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το μάγουλο της. Ήταν λες και χάιδευε κάτι πολύτιμο και δεν ήθελε να το πονέσει. Και όντως, η Μαρίνα είχε καταφέρει να γίνει σημαντική για εκείνον σε μικρό χρονικό διάστημα.

«Δεν μπορώ να αφήσω να έρθει το τέλος του κόσμου χωρίς να κάνω αυτό που θέλω εδώ και πολλή ώρα.» της ψιθύρισε και την κοίταξε απευθείας στα μάτια. Ήταν σαν να ζητούσε την άδεια της να κάνει αυτό που θέλει. Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και περίμενε να έρθει αυτό που και εκείνη επιθυμούσε.

Έσκυψε προς το μέρος της και τα χείλη τους ακούμπησαν μαλακά μεταξύ τους. Ήταν ένα φιλί αναγνωριστικό και για τους δύο που σίγουρα δεν θα ήθελαν να τελειώσει.

Ταυτόχρονα, το έδαφος σειόταν πολύ έντονα. Μέχρι και ο δρόμος άνοιξε σε κάποια σημεία. Ένα δέντρο λίγο πιο μακριά ξεριζώθηκε και έπεσε πάνω σε ένα περίπτερο. Ευτυχώς ο άνθρωπος που ήταν μέσα είχε προλάβει να φύγει.

Γινόταν πραγματικά μία καταστροφή αλλά κανείς από τους δύο δεν ενδιαφερόταν να τρέξει να σωθεί. Είχαν μείνει να φιλιούνται ενώ γύρω τους όλα διαλύονταν το ένα μετά το άλλο.

Πέρασαν δύο βασανιστικά λεπτά που σε όλους έμοιαζαν με ώρες αλλά σε δύο μόνο άτομα για δευτερόλεπτα. Το έδαφος σταμάτησε να κουνιέται τόσο ξαφνικά όσο είχε ξεκινήσει. Όλα είχαν χαλάσει αλλά το κακό είχε περάσει.

Τελικά το τέλος του κόσμου που έλεγαν όλοι ήταν απλά ένας μεγάλος και άκρως επικίνδυνος σεισμός που κατέστρεψε πολλά στο διάβα του. Είχε τελειώσει όμως και ήταν όλοι ζωντανοί.

Όμως ήρθε το τέλος του κόσμου. Το τέλος του δικού της κόσμου. Σε έναν κόσμο γεμάτο μαύρο έκανε την εμφάνιση του μία μικρή ακτίδα φωτός που ήταν ικανή να γεμίσει με φωτεινά και χαρούμενα χρώματα τα πάντα γύρω της. Το τέλος ήρθε και δημιούργησε μία νέα καλύτερη αρχή.

Η Μαρίνα και ο Στέφανος έζησαν μαζί το τέλος και κατάφεραν να βγουν ζωντανοί με ένα μεγάλο δώρο ο καθένας. Τις τελευταίες ώρες πριν την μεγάλη καταστροφή βρήκαν ο ένας τον άλλο και θα πάλευαν να κρατηθούν μαζί όρθιοι σε όλες τις δυσκολίες που έπονταν.

Ένα νέο βιβλίο ξεκινάει με αυτούς τους δύο να είναι οι πρωταγωνιστές και οι συγγραφείς μαζί. Και ο τίτλος αυτού του βιβλίου; «Η αρχή μετά το τέλος».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top