Glitch - @ChristyOshima

«Θα τα πας υπέροχα». Κοίταξε τον άνδρα δίπλα του με χαμένο βλέμμα. Άκουγε αλλά ταυτόχρονα ξεχνούσε τις λέξεις και τις φράσεις που ο Κόνορ ξεστόμιζε. Ένα μικρό, αβέβαιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, μα για καλή του τύχη το έκρυβε το κράνος. Πάτησε τον διακόπτη στα αριστερά του, πληκτρολόγησε τον καθορισμένο αλγόριθμο και τράβηξε τον μοχλό, όπως είχε κάνει τόσες χιλιάδες φορές τα τελευταία δέκα χρόνια ως πιλότος.
Η ρουτίνα ήταν γνωστή και κουραστική, μα την ήξερε καλύτερα από κάθε βετεράνο του κλάδου του και η παρουσία του δεύτερου πιλότου, του προσέφερε μια εξωπραγματική γαλήνη. Θα τα κατάφερνε˙ με εκείνον στο πλάι του θα τα κατάφερνε. Δεν χρειαζόταν να γεμίζει το μυαλό του με αμφιβολίες και να θολώνει. Ήταν μια σημαντική στιγμή, τόσο για τον ίδιο ως πιλότος όσο και για τους ανθρώπους που μετέφεραν στο επιβατικό αυτό σκάφος.

Η ώρα ήταν 16:00 και η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει.

Τίποτα παραπάνω από μια ρουτίνα.

«Επίπεδο καυσίμων φυσιολογικό, ο δείκτης ανεβαίνει σταδιακά», ξεκίνησε να μιλάει με μια ανάσα και τεντώθηκε προς τα πίσω για να φτάσει τον πίνακα με τις ενδείξεις. «Οξυγόνο και πίεση σε φυσιολογικά επίπεδα. Από ό,τι φαίνεται ξεκινάμε άμεσα.Θα συνιστούσα να προσδεθείς». Έριξε όλη την προσοχή του στον συνοδοιπόρο του και εκείνος με ένα περιπαικτικό χαμόγελο φρόντισε να σφραγίσει γύρω του τις ζώνες ασφαλείας και να ενεργοποιήσει το κράνος το οποίο αγκάλιασε το κεφάλι του και έγινε ένα με τη στολή. Η επόμενη κίνηση ήταν να ενημερώσει τους επιβάτες να προσδεθούν και να αναμένουν ήρεμα στις θέσεις τους καθώς το ταξίδι θα ξεκινούσε σύντομα. Ο Μαρκ επέστρεψε στο κάθισμά του και με τη σειρά του φρόντισε να σφίξει τις ζώνες γύρω του. Με τον αριστερό του δείκτη πίεσε ελαφρά την άκρη του κράνους και μίλησε δυνατά και καθαρά.

«Πρώτος πιλότος Μαρκ Μπλέικ, Επιβατικό Σκάφος Ρέιβεν 2, ξεκινάμε απογείωση».
Η στολή τον έπνιγε. Το ελαστικό της υλικό είχε τυλιχθεί γύρω από τον λαιμό του και τον έσφιγγε βίαια, ενώ καυτός ιδρώτας τον έλουζε μέσα από το κράνος. Τούφες από τα μαύρα του μαλλιά είχαν κολλήσει στο μέτωπό του και ελάχιστες τρίχες τον γαργαλούσαν στην περιοχή των ματιών.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε την αναφορά. Ήταν καθιερωμένη ρουτίνα. Έπρεπε να το κάνει.

«Αριθμός επιβατών: 150». Παύση και ένα νευρικό γέλιο. «152», διόρθωσε τον εαυτό του. «Προορισμός: Διαστημική Βάση Γάια Α, Χρόνος ταξιδιού:145 ώρες και 10 λεπτά. Αναμενόμενη μέρα άφιξης Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2185 και ώρα 18:25». Ξανά εκείνη η αναθεματισμένη αίσθηση: ασφυξία, ανυπόφορη ζέστη. Έφερε τα δάχτυλά του στο γιακά της στολής του, τραβώντας το ύφασμα του, ελπίζοντας σε κάποια ανακούφιση. Ξεροκατάπιε και απενεργοποίησε την καταγραφή ηττημένος. Η κυανή οθόνη του κράνους του κατέγραφε με ακρίβεια τις ζωτικές ενδείξεις του οργανισμού του και όλα έδειχναν φυσιολογικά, από την πίεση και το οξυγόνο ως τους παλμούς της καρδιάς και τα εγκεφαλογραφήματα. Ήταν καλά. Ίσιωσε και κάθισε στο κάθισμά του όσο πιο άνετα μπορούσε, ενώ το χέρι του διπλανού του είχε ακουμπήσει ελαφρά τον ώμο του.

«Θα τα πας υπέροχα, Μαρκ. Πιστεύω σε εσένα, όπως και όλοι εκεί πίσω».Πράγματι, όλοι: άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά, βάσιζαν τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο και την σωτηρία των δικών τους στις δικές του ικανότητες. Βασίζονταν πάνω του και πάνω στην ανύπαρκτη ψυχραιμία του.

Ιδρώτας˙ φόβος.
Τρέμουλο˙ πανικός.
Φωνές˙ παράνοια.

«Θα τα πας υπέροχα». Η ίδια φράση, μόνο που αυτή τη φορά προήλθε από μια απόκοσμη φωνή και όσο περνούσαν τα δεύτερα τόσο πιο έντονα επαναλαμβανόταν σαν χαλασμένη κασέτα στο κεφάλι του. Ο Μαρκ δεν άντεξε άλλο. Ήξερε πως η εικόνα του άνδρα που τον ακολουθούσε σε αυτό το ταξίδι θα έδιωχνε από πάνω του όλους τους δαίμονες. Και μόνο η σκέψη πως είχε κινήσει γη και ουρανό για να πραγματοποιήσουν αυτή την αποστολή μαζί και να μην τον εγκαταλείψει σε έναν ξεγραμμένο πια πλανήτη, θα έφερνε σε τάξη τον ψυχικό του κόσμο. Αυτό λοιπόν που είχε να κάνει ήταν απλά να τον κοιτάξει με τα δικά του μάτια και όχι μέσω κάποια αναθεματισμένης συσκευής. Έφερε το χέρι του στο πλάι του λαιμού του εκεί ακριβώς όπου βρισκόταν η σύνδεση του κράνους και απενεργοποίησε τη λειτουργία του. Εκείνο διπλώθηκε δυο φορές και εξαφανίστηκε μέσα στη στολή πίσω ακριβώς από τον σβέρκο του. Κούνησε για λίγο το κεφάλι του και τα μάτια απελπισμένα έπεσαν στη φιγούρα του Κόνορ. Το γκροτέσκο όμως σκηνικό που εξελίχθηκε μπροστά του ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να τον αρρωστήσει και να τον τρελάνει. Το κορμί βρισκόταν χυμένο στο κάθισμα, η ζώνη διαλυμένη και το κράνος σπασμένο με κομμάτια από γυαλί πεταμένα τριγύρω του, κάποια καρφωμένα πάνω του. Καλώδια σπασμένα και σχισμένα προεξείχαν από το δέρμα του, τον είχαν διαπεράσει και είχαν κάψει με το φορτίο τους την καταδικασμένη αυτή ψυχή. Περισσότερο έμοιαζε με εκείνα τα ξεχασμένα ανδροειδή πρώτης γενιάς που παρατούσαν στις αποθήκες σκουριασμένα και ξεχασμένα, παρά με άνθρωπο. Και η μυρωδιά˙ αυτή η αναθεματισμένη έντονη μεταλλική μυρωδιά... Έγειρε μπροστά κρατώντας με δυσκολία τον εαυτό του από το να αδειάσει το ταραγμένο του στομάχι. Τα μελιά μάτια του συντρόφου του έρρεαν σαν υγρό και ωμό ασπράδι αυγού από τις κενές κόγχες, ενώ το πρόσωπο του είχε χαραχθεί από κομμάτια καρβουνιασμένης σάρκας. Κρέμονταν και ξεφλουδίζονταν αποκαλύπτοντας το βρασμένο από την θερμότητα κρέας και τα εκτεθειμένα κόκαλα. Δεν μπόρεσε να κατανοήσει το γιατί μα έτεινε τα δάχτυλά του να πιάσει και να τραβήξει εκείνες τις καυτές ίνες, μια παρόρμηση τόσο αυτόματη σαν να ξεφλούδιζε κάποιο έγκαυμα από τον ήλιο. Χαστούκισε το ίδιο του το χέρι για να σταματήσει αυτή την ανοησία. Ένας υπόκωφος ήχος τον τράνταξε κι ένα αλλόκοτο βάρος έπεσε στα δικά του τραυματισμένα πόδια. Το γκρίζο παντελόνι της στολής του ποτίστηκε με αίμα και βάφτηκε από το πορφυρό του χρώμα. Ο Μαρκ έφερε τα χέρια στο ξένο βάρος και το ψηλάφισε. Τα ακροδάχτυλά του βυθίστηκαν σε κάποια καυτή και εύκαμπτη επιφάνεια, ενώ όταν αντίκρισε το ξένο αντικείμενο ο τρόμος σχεδόν τον σκότωσε.

Ούρλιαξε. Ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη. Στα χέρια του βρισκόταν το κεφάλι του συντρόφου του, να λιώνει σπιθαμή προς σπιθαμή, ενώ πλάι του είχε πέσει ό,τι είχε απομείνει από το καταστραμμένο κορμί του. Με το στόμα ορθάνοιχτο και κανέναν ήχο να βγαίνει πλέον, πετάχτηκε έξω από τη διαλυμένη πρόσοψη του σκάφους και τα πόδια του, αγνοώντας τον έντονο πόνο, τον οδήγησαν στο ερημικό και νεκρό περιβάλλον όπου και είχαν προσκρούσει. Γονάτισε και σύρθηκε μερικά μέτρα μονάχα ώσπου άδειασε το στομάχι του από τα περιττά υγρά. Έβηξε βίαια ενώ οι ανάσες έβγαιναν με δυσκολία πλέον. Κοπάνησε το έδαφος και κάθε γροθιά έβγαινε πιο αδύναμη παρά το μένος του. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του πως συνέβησαν όλα αυτά. Μια λάμψη. Μια εκτυφλωτική λάμψη και ύστερα ο εφιάλτης αυτός.

Αγκάλιασε το σώμα του και το κουνούσε πέρα δώθε σταθερά. Σήκωσε το κεφάλι του και άνοιξε ελάχιστα τα ξερά και φθαρμένα του χείλη.

Μια λάμψη πιο εκτυφλωτική από τον ίδιο τον ήλιο και πιο καυτή από κάθε φλόγα που κατασκεύασε ο άνθρωπος. Ας τον τύλιγε και ας έβαζε τέλος σε αυτό το μαρτύριο. Ο κόσμος είχε χαθεί, εκείνος είχε πεθάνει και η Γη δεν μπορούσε πλέον να τους κρατήσει ζωντανούς.
Έκλεισε τα μάτια του.

«Τέλος για σήμερα».

Τη στιγμή που τα άνοιξε διέκρινε ένα αχνό φως που δεν τον απειλούσε. Ο Μαρκ πίεσε ελαφρώς τον διακόπτη στα αριστερά του και η θύρα του σκάφους άνοιξε προς τα πάνω. Έλυσε τη ζώνη, έβγαλε το κράνος και με ένα σάλτο βρέθηκε έξω από το μηχάνημα. Σειρά είχαν τα καλώδια που του χορηγούσαν την αδρεναλίνη κατευθείαν στον οργανισμό του. Κάθε σταγόνα και μια εκρηκτική αίσθηση ενέργειας που τον κρατούσε σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια της προσομοίωσης. Σκούπισε άτσαλα το μέτωπό του και κοντοστάθηκε με την πλάτη του να ακουμπά το σκάφος εκπαίδευσης. Τα μάτια του από το απόλυτο κενό υψώθηκαν ψηλά στο δωμάτιο ελέγχου. Από το παράθυρο διέκρινε τον Σάμιουελ, υπεύθυνο του προγράμματος, με μια κίνηση των χεριών του να αναπαριστά κάποια έκρηξη και ένα χλευαστικό 'Μπουμ' να ηχεί από το ασύρματο ακουστικό του.

«Τρίτος θάνατος σε μια εβδομάδα. Σίγουρα θες να συνεχίσεις;» Η σαρκαστική διάθεση του Σάμιουελ έπειτα από κάθε αποτυχημένη προσπάθεια είχε αρχίσει να τον απωθεί σε βαθμό που απλά δεν έδινε σημασία. Πέταξε με απάθεια το κράνος μέσα στο σκάφος, έτεινε το χέρι του προς τα πάνω και δείχνοντάς του επιδεικτικά το μεσαίο από τα δάχτυλά του βημάτισε προς την έξοδο.

«Μη ξεχνάς! Μεθαύριο πίσω στο κολαστήριο, μικρέ!» σωστά, είχε ξεχάσει να ξεφορτωθεί το πιο σημαντικό από όλα τα εξαρτήματα. Με μια γρήγορη κίνηση, το μικροσκοπικό μαύρο ακουστικό πετάχτηκε σε κάποια γωνία του άδειου διαδρόμου που διένυε.

Πως θα μπορούσε να ξεχάσει άλλωστε; Κάθε τρίτη μέρα επέστρεφε στην αίθουσα προσομοίωσης και ζούσε τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά. Ωστόσο ήταν αναγκαίο να συνεχίσει αν ήθελε πράγματι να πάρει αυτή τη δουλειά στα σοβαρά. Τα μαύρα του μάτια περιπλανήθηκαν στο χώρο γύρω του. Μια μακρόστενη ταμπέλα έγραφε τον όροφο που βρισκόταν και το τμήμα ενώ μια φωτεινή επιγραφή ενημέρωνε πως μονάχα άτομα με άδεια από την κυβερνήτη είχαν πρόσβαση σε τούτο το μέρος. Μερικά βήματα ακόμα και σύντομα θα έφτανε στον ανελκυστήρα που θα τον έστελνε στον κεντρικό όροφο και από εκεί τον χώριζαν μονάχα τρία επίπεδα με σκάλες για τα δωμάτια του προσωπικού. Χτένισε τα μαλλιά του με τις άκρες των δαχτύλων του προς τα πίσω και πήρε το δρόμο προς το απαλότερο κρεβάτι που είχε συναντήσει ποτέ σε σκάφος παρόμοιου βεληνεκούς.

Η αλήθεια ήταν πως το ISSGAYSER ήταν μοναδικό στο είδος του, όχι μονάχα στο σχεδιασμό αλλά και στο λόγο της κατασκευής του. Βρισκόταν ακόμα στην Ακαδημία ως τελειόφοιτος όταν μιλούσαν για την κατασκευή ενός τέτοιου τιτάνα και τώρα, δεκαπέντε χρόνια αργότερα μπορούσε με καμάρι να πει πως αποτελούσε μέλος του πληρώματος και σύντομα δεύτερος πιλότος. Η τιμή ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν πληροφορήθηκε την αποστολή του σκάφους. Η εύρεση νέων πηγών ενέργειας και πρώτων υλών για την σωτηρία της ανθρωπότητας σε μια εξασθενημένη Γη αποτελούσε για πολλούς ευλογημένο σκοπό. Τα ρίσκα όμως ήταν αρκετά. Ένα τέτοιο ταξίδι θα διαρκούσε αρκετό καιρό και πολλές ήταν οι φορές που ο ίδιος αναρωτιόταν αν πράγματι οι συνάνθρωποί τους στον πλανήτη του Ηλιακού Συστήματος είχαν τόσο χρόνο μπροστά τους.

Η πόρτα με τα αρχικά του ονόματός του άνοιξε αυτόματα έπειτα από ένα γρήγορο σκανάρισμα της ίριδάς του και έκλεισε εξίσου γρήγορα όταν εκείνος είχε πια εισέλθει μέσα στο δωμάτιο. Φρόντισε φυσικά να την κλειδώσει καθώς δεν αισθανόταν πως είχε ανάγκη να εμπλακεί σε κοινωνικές συναναστροφές. Ούτως ή άλλως, λίγοι τον συμπαθούσαν από όλο το πλήρωμα και ακόμα λιγότεροι μπορούσαν να του κεντρίσουν το ενδιαφέρον πέρα από τις συνηθισμένες μαζώξεις στην μεγάλη τραπεζαρία όπου και τρέφονταν με τις 'λιχουδιές' που τους ετοίμαζαν οι μάγειροι.

Το δωμάτιο του δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, είχε όμως τα απαραίτητα: ένα βολικό κρεβάτι, μια συρταριέρα για τα ρούχα και ένα συμπαθητικό γραφείο, πίνακες επικοινωνίας και το καθιερωμένο ημερολόγιο καταγραφών. Στο ταβάνι ψηλά, είχε στερεώσει με την βοήθεια κάποιου μηχανικού μια γυάλινη σφαίρα από την οποία έρρεε τόσο φως όσο χρειαζόταν για να χαλαρώνει, φωτίζοντας ζεστά το άχαρο γκρίζο των τοίχων. Τράβηξε την καρέκλα και βολεύτηκε πάνω της ανοίγοντας ελαφρά το φερμουάρ της ολόσωμης στολής του. Χρειαζόταν αέρα και να ανακουφιστεί από την τρομακτικά άβολη αυτή φορεσιά. Έβγαλε με δυσκολία τα χέρια από τα μανίκια και άφησε το ύφασμα να πέσει ανάλαφρα στη μέση του. O δροσερός αέρας ανατρίχιασε κάπως την πλάτη και τον σβέρκο του, καθώς ο κορμός του βρισκόταν καλυμμένος μονάχα με ένα απλό μαύρο βαμβακερό φανελάκι.

Έσυρε τον δείκτη του στην οθόνη: Ημέρα 56η  αναγραφόταν στη λίστα των καταγραφών και ο Μαρκ χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του. Σύντομα θα έκλεινε τρία χρόνια μέσα σε τούτο το πλεούμενο κονσερβοκούτι και σε λιγότερο από τρεις μήνες θα σήμαινε η πάροδος 7 χρόνων από το χειρότερο ατύχημα της ζωής του. Τα δάχτυλά του έπαιζαν νευρικά στην επιφάνεια του επίπλου. Τότε, οι πυρηνικές μολύνσεις από τους συνεχείς πολέμους είχαν βυθίσει την ατμόσφαιρα σε ένα χάος και κάθε γωνιά της γης αποτελούσε και ένα διαφορετικό στρατόπεδο. Όπου και να στεκόσουν κάποιος θα βρισκόταν εναντίον σου και κάποιος θα σε στόχευε με τα όπλα του. Κάποιοι γνήσιοι άνθρωποι, λογικοί και αγνοί – όσο τους επιτρεπόταν – είχαν φροντίσει να γλυτώσουν την ανθρωπότητα από τον ολικό αφανισμό. Έργο Γαία το είχαν ονομάσει και ήταν ο πρώτος πλήρης διαστημικός σταθμός έξω από την εμβέλεια της Γης που μπορούσε να προσφέρει καταφύγιο σε πάνω από ογδόντα χιλιάδες άτομα και να εξασφαλίσει την προστασία τους επ' αόριστο. Είχε επιλεχθεί ανάμεσα από εκατοντάδες ταλαντούχους και πολλά υποσχόμενους πιλότους, να ηγηθεί τις πρώτες αποστολές. Την περηφάνια που τον είχε πλημμυρίσει δεν θα μπορούσε κανένας άλλος να την κατανοήσει εκτός από τον σύντροφο και συνεργάτη του, με τον οποίο συμβάδιζαν σε αυτή τη ζωή από τα παιδικά τους χρόνια. Δεν περνούσε ώρα μέχρι και αυτές τις μέρες που να μην το μετάνιωνε. Κανείς δεν κατάφερε να καταλάβει γιατί κατέληξε σε ένα τόσο μεγάλο φιάσκο. Όλοι μιλούσαν για μια γενική παύση των πυρών μεταξύ των μεγάλων χωρών κατά τη διάρκεια της εκτόξευσης του επιβατικού Ρέιβεν 2, κι όμως τρεις ενεργειακές βόμβες έσκασαν μπροστά τους, παρασέρνοντας το σκάφος μακριά από την πορεία του.Όσες πρακτικές κι αν είχε ολοκληρώσει, η πραγματικότητα ήταν χίλιες φορές χειρότερη. Δεν του είχαν μείνει και πολλές επιλογές, ή θα έβγαζε τον αυτόματο και θα έπαιρνε ολόκληρο τον έλεγχο μόνος του ή οι εκατόν πενήντα επιβάτες μαζί με τον Κόνορ, τον σύντροφό του, θα χάνονταν μια για πάντα.

Έσκυψε στην επιφάνεια του γραφείου, σχεδόν ξάπλωσε, με το κεφάλι του χωμένο στα χέρια του. Οι απώλειες ήταν σχεδόν μηδαμινές, ανέφεραν την επόμενη ακριβώς ημέρα. Σχεδόν μηδαμινές. Ήθελε να γελάσει. Τριάντα έξι άτομα πέθαναν από την πρόσκρουση, εκ των οποίων τα δέκα ήταν παιδιά κάτω των δώδεκα ετών. Ο ίδιος στάθηκε για ώρες κολλημένος στο κάθισμά του, παγιδευμένος με το κομμένο από τα καλώδια και τα θραύσματα κεφάλι του Κόνορ στα πόδια του. Και πόσοι ακόμα έχασαν τη ζωή τους στα χρόνια που πέρασαν; Η γη είχε απαλλαχτεί πια από την εικόνα που την προσδιόριζε κάποτε. Από έναν χαρούμενο γαλαζοπράσινο πλανήτη, είχε καταλήξει σε μια αχανή έρημο, με τον καυτό ήλιο να καίει κάθε οργανισμό στις ώρες αιχμής του και τις νύχτες να σπέρνουν παγωμένο θάνατο στο πέρασμα τους. Τις υπόλοιπες ώρες; Τις υπόλοιπες ώρες απλά ευχόσουν να μην βρεθείς ανάμεσα σε πυρά και καταλήξει το όνομά σου σε εκείνους τους γεμάτους πίνακες με τα θύματα του Αέναου Πολέμου.

Σηκώθηκε και βημάτισε στο κλειστό παράθυρο. Μια κίνηση αρκούσε και μπροστά του απλωνόταν ολόκληρο το σύμπαν. Μπορούσε εύκολα να διακρίνει την αντανάκλαση του και για λίγο να φανταστεί πως πετούσε στο απόλυτο κενό, ανάμεσα σε γαλαξίες και ξένους κόσμους.

«Μια άβυσσος με μυριάδες αστέρια να μας φωτίζουν τον δρόμο προς την ελπίδα». Γέλασε δυνατά και ειρωνικά. Γέλασε με την καρδιά του όλη και αυτό το γέλιο έβγαλε από μέσα του όλη την κρυμμένη θλίψη και την ντροπή. Έκλαιγε για όσες αδικοχαμένες ψυχές περιπλανιόνταν στον ερημικό εκείνο πλανήτη που ήταν δέσμιος σε έναν πόλεμο δίχως λογική και κατάληξη. Σπάραζε για την ανθρωπότητα που είχε εναποθέσει τις ελπίδες της σε τούτο το ταξίδι. Διότι, αν διένυαν μια άβυσσο όπως ακριβώς υποστήριζε ο Κόνορ, τότε τα τέρατα δεν θα αργούσαν να εμφανιστούν και στις περισσότερες ιστορίες οι δαίμονες ήταν προσωπεία των πιο αναπάντεχων ανθρώπων.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top