Get out - darkside_cookies
https://youtu.be/P00kfamddrI
Ξύπνησε με τη μεταλλική γεύση του αίματος στο στόμα. Σαν από όνειρο, ο Ίαν έγλειψε τα χείλη - υπήρχε ένα κόψιμο εκεί, κάτω από τα μπροστινά του δόντια. Εξακολουθούσε να αναβλύζει πηχτό υγρό με ταχύτητα αφύσικα γοργή που έσταζε στο πιγούνι του, δημιουργώντας ένα ρυάκι στο μαξιλάρι γύρω από το λαιμό του. Έκανε να φέρει το χέρι στο πρόσωπο, να αγγίζει την πληγή. Ένα κροτάλισμα τον σταμάτησε. Ένα κροτάλισμα που αντήχησε στο σκοτεινό χώρο του δωματίου. Ο καρπός του ήταν δεμένος στο προσκέφαλο. Κούνησε πειραματικά το χέρι, στην αρχή με προσοχή και ύστερα με συνεχώς αυξανόμενο πανικό, προσπαθώντας να γυρίσει το σώμα του ώστε να τραβήξει με όλη του τη δύναμη. Το σεντόνι γλίστρησε γύρω από τη μέση του. Ήταν δεμένος στο κρεβάτι!
Τα δευτερόλεπτα διαδέχτηκαν το ένα το άλλο μέσα σε ατμόσφαιρα κρίσης. Το σκοτάδι γύρω του τον παγίδευε, τον περιόριζε σε ένα μέτρο οπτικής ικανότητας: το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει ήταν το τέλος του κρεβατιού και τη λωρίδα φωτός που ξετρύπωνε από την κλειδαρότρυπα. Ωστόσο, με ανακούφιση συνειδητοποίησε πως οι γρήγορες ανάσες του άρχισαν να επιβραδύνονται σε μια ηρεμία που σχεδόν δεν του άνηκε. Η ατμόσφαιρα μύριζε γλυκά, σαν λουλούδια, σαν τριαντάφυλλα. Κόκκινα τριαντάφυλλα... Ένιωσε μια σουβλιά πόνου στους κροτάφους του.
Μια ανάμνηση τρεμόπαιξε μπροστά στα μάτια του: τα παλιά ελαστικά του αυτοκινήτου του να τρίζουν σταματώντας έξω από το σπίτι. Το νέο του σπίτι. Αριθμός 12 της οδού των Κόκκινων Φεγγαριών. Μια όμορφη μονοκατοικία αν και ελάχιστα παλιά, με σκονισμένα παράθυρα και χοντρή σιδερόπορτα. Μια σειρά τριαντάφυλλων σκορπιζόταν στην είσοδο, το μοναδικό εν ζωή φυτό ενός κατά τα άλλα αποψιλωμένου κήπου. Τα είχε πλησιάσει μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο, είχε τυλίξει τα δάχτυλα γύρω από το κοτσάνι ενός μπουμπουκιού. «Μην τα χαλάσετε». Ένας οξύς πόνος είχε χτυπήσει το δάχτυλο του, εκεί όπου ένα αγκάθι είχε μπηχτεί στο δέρμα. «Είδατε; Εκδικούνται», είχε πει η γυναίκα που στον σταμάτησε προ ολίγων δευτερολέπτων. Ήταν ψιλή με κατακόκκινες μπούκλες. Του θύμιζε κάτι. Ίσως να ήταν τα μάτια της που έλαμπαν σαν ολόγιομα φεγγάρια.
Έχει νυχτώσει; σκέφτηκε τώρα.
Ένιωθε ελάχιστα πιο ήρεμος, σχεδόν ναρκωμένος. Μέσα στη θολούρα του μπορούσε να καταλάβει πως αυτό το συναίσθημα δεν ήταν φυσιολογικό. Ήταν το άρωμα που τον έκανε παθητικό στην κατάσταση, μπορούσε να το καταλάβει. Είχε νιώσει ξανά έτσι, τότε δίπλα στα τριαντάφυλλα: Όσο κοιτούσε τη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά ο πόνος στο δέρμα του είχε σβήσει, η όραση του είχε θολώσει γύρω από το περίγραμμα της λες και το πρόσωπο της ήταν το μόνο άξιο θέαμα σε όλο τον κόσμο. «Ντόουν», είχε συστηθεί δίνοντας του το χέρι της. «Ίαν», της είχε απαντήσει.
Από κάπου μακριά αντήχησε το ουρλιαχτό ενός λύκου.
Ο Ίαν έκλεισε τα μάτια. Όλες του οι σκέψεις ήταν συγκεχυμένες. Ένιωθε πως γνώριζε κάποια πληροφορία βαθιά μέσα, μια πληροφορία που θα ξεδιάλυνε ολόκληρη την κατάσταση, μια πληροφορία που θα έφερνε όλες τις απαντήσεις. Ωστόσο, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν εκείνα τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Τα είχε δει και αλλού: σε πολλές αυλές, διασκορπισμένα ανάμεσα σε κήπους. Θυμόταν μια γυναίκα, μεγάλης ηλικίας, με αραιά λευκά μαλλιά να κυκλώνουν το κρανίο της, τη θυμόταν να τον παρακολουθεί απειλητικά όσο έσκυβε πάνω από το φράκτη της για να μυρίσει τα τριαντάφυλλα. Θυμόταν... θυμόταν ένα κορίτσι, οχτώ χρονών, την πρώτη μέρα στο σχολείο, να του φέρνει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο τυλιγμένο με μια σκούρα κορδέλα. «Καλή σχολική χρονιά, κύριε Ντιούρι», είχε χαμογελάσει. Για μια στιγμή, ο Ίαν θα ορκιζόταν πως είχε δει κάτι κόκκινο να τρεμοπαίζει στις ίριδες της.
«Τα αγαπημένα μου λουλούδια», του είχε πει η Ντόουν μια μέρα. Κάθονταν στη βεράντα του, όσο ο ήλιος βούλιαζε στη δύση του. Είχε ακουμπήσει την παλάμη της στο μπράτσο του. «Μυρίζουν πάντα ωραία».
Θυμόταν... τι άλλο θυμόταν; Θυμόταν το τριαντάφυλλο που του είχε δώσει το κορίτσι. Το είχε βρει στον κάδο απορριμάτων μετά από το μάθημα. Το είχε απλώς ακουμπήσει στο γραφείο του στο διάλειμμα και αυτό είχε χαθεί. Είχε εξαφανιστεί. Για να βρεθεί στον κάδο. Δεν είχε τολμήσει να ρωτήσει ποιος το πέταξε, μπορούσε να νιώσει πως κάτι πήγαινε στραβά, του έλειπε ένα κομμάτι του παζλ. Ωστόσο, ένα από τα αγόρια, από εκείνα που κάθονταν στα τελευταία θρανία, πάντα σιωπηλό, τον κοιτούσε τρομοκρατημένο σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Μπορείς εύκολα να ανιχνεύσεις έναν ψεύτη, είχε σκεφτεί ο Ίαν. Κάποιον διπρόσωπο. Το κορίτσι που του έδωσε το τριαντάφυλλο... κάτι πήγαινε στραβά μαζί της.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε τώρα.
«Είναι κανείς εδώ;» είχε φωνάξει και πριν από ένα περίπου μήνα, την πρώτη μέρα στο σχολείο, όταν είχε βρει ένα σημείωμα στο ντουλάπι του. Ήταν από χαρτί τετραδίου, τα γράμματα αναμφισβήτητα παιδικά. Το είχε γυρίσει στα δάχτυλα του, ξανά και ξανά, ψάχνοντας για μια σύνδεση. Όταν έκανε να κλείσει το ντουλάπι, ένας γδούπος είχε γεμίσει την αίθουσα.
Η ερώτηση του δεν πήρε απάντηση.
Το ίδιο συνέβη και τώρα.
Πρέπει να φύγω από εδώ, σκέφτηκε. Η σκέψη ήταν γνωστή, οικεία στα χείλη του. Πόσες φορές είχε ειπωθεί τις τελευταίες μέρες; Προσπάθησε να θυμηθεί τι έλεγε το χαρτί, εκείνο το χαρτί στο ντουλάπι και εκείνο το χαρτί στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου του την επόμενη μέρα και εκείνη... εκείνη η φωτιά στα τριαντάφυλλα στην αυλή του. Ποιος είχε βάλει φωτιά στα τριαντάφυλλα; Είχε βγει να τη σβήσει με τον πυροσβεστήρα, ντυμένος στις πιτζάμες του. «Είσαι εντάξει;» είχε φωνάξει η Ντόουν τρέχοντας από το σπίτι της, τη μονοκατοικία απέναντι από τη δική του. «Είδα τη φωτιά. Τι συνέβη;»
Τι συνέβη όντως;
Φύγε, να τι έλεγε το χαρτί, φύγε από εδώ. Φύγε όσο προλαβαίνεις.
Γιατί να φύγει; Προσπάθησε να θυμηθεί.
Θυμόταν... θυμόταν ένα απόκομμα εφημερίδας. Ναι, σωστά, τότε το είχε σκεφτεί πρώτη φορά: κάτι συμβαίνει. Κάτι συμβαίνει. Ήταν μια φωτογραφία, ενός άντρα στην ηλικία του με πράσινα φωτεινά μάτια. Αγνοείται, έλεγε ο τίτλος. Κάτι συμβαίνει. Του το είχαν ρίξει στο γραμματοκιβώτιο μαζί με ένα πέταλο. Ένα πέταλο από κόκκινο τριαντάφυλλο. Κάτι συμβαίνει. Και μετά... μετά... Είχε έρθει και άλλο απόκομμα σωστά; Πίτερ Γκεσίρ, Ντέιβιντ Χολ, Ράιν Γουίλιαμς. Γιατί θυμόταν τα ονόματα τους;
Η αλήθεια σχεδόν τον έπνιξε.
Θα καταλήξω και εγώ απόκομμα, σκέφτηκε.
Κάτι συμβαίνει.
Πρέπει να φύγω από εδώ.
«Ντόουν!» φώναξε. «Ντόουν! Ξέρω πως είσαι εσύ. Ντόουν!»
Μάλκοολμ Σάντα, Πολ Ίσλι, Κάρλο Γκος.
Κάτι συμβαίνει.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Μπορούσε να νιώσει τον πανικό να γεννιέται εκ νέου στο στήθος του, να σκαρφαλώνει ανάμεσα στα πλευρά. Με την ανάσα, όμως, το άρωμα γέμισε τα πνευμόνια του, τον έστειλε πίσω σε μια πρωτοφανή νωθρότητα. Οι αλυσίδες στους καρπούς του κροτάλισαν ξανά. Είχαν το δικό τους τραγούδι μέσα στη σιωπή του δωματίου. Θυμήθηκε ένα άλλο τραγούδι, τη φωνή της Ντόουν στο σινεμά, όσο μουρμούριζε τους στοίχους του τραγουδιού που έπαιζε στην ταινία. Ήταν μια χαζή ταινία, χαμηλής παραγωγής, κάτι για μερικές μάγισσες που σκότωναν τα θύματα τους κάτω από το φεγγαρόφωτο. Την είχε φιλήσει πρώτη φορά εκεί, κάτω από το θολό φως της οθόνης, τη στιγμή που κάποιος πέθαινε τσιρίζοντας. «Ρομαντικός», του είχε ψιθυρίσει. «Μην το κάνεις τόσο εύκολο για μένα».
Φύγε από αυτή την πόλη, έλεγε το χαρτί που βρήκε στον κήπο του το βράδυ. «Φύγε», του είχε ψιθυρίσει ένας μεθυσμένος άντρας. Είχε πέσει πάνω του, με ένα μπουκάλι βότκα να κρέμεται από τα δάχτυλα του. «Αυτή η πόλη είναι επικίνδυνη νεαρέ. Φύγε όσο μπορείς. Μην τις αφήσεις να μπουν στο κεφάλι σου».
Θυμόταν να κυκλοφορεί στο δρόμο, με την αίσθηση μιας ματιάς κολλημένης στο σβέρκο του. Μια κυρία που καθάριζε την αυλή της, ένα κορίτσι με τσιρότα στα γόνατα, μια μητέρα με το παιδί της αγκαλιά. Κάθε ματιά τον ακολουθούσε όσο διέσχιζε την πόλη, φτάνοντας μέχρι τη βιβλιοθήκη. Εκεί, τεράστια, κρεμόταν η πινακίδα: Καλώς ήρθατε στο Όλντρουν. Είχε μείνει να την κοιτάει, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Την σκουριά που γέμιζε τις γωνίες της, τον τρόπο με τον οποίο έλειπε η ουρά του ταυ. Οι τρίχες στο σβέρκο του είχαν ανασηκωθεί απότομα. «Το Όλντρουν έχει μεγάλη ιστορία», είπε η γυναίκα που στάθηκε δίπλα του. Ισορροπούσε με τη βοήθεια μιας ξεχαρβαλωμένης μαγκούρας. «Αν το αφήσεις, θα σε καταπιεί ολόκληρο».
Κάτι συμβαίνει.
Μπορούσε να ακούσει την καρδιά του να χτυπάει. Το δωμάτιο γύρω του ήταν άδειο και μύριζε τριαντάφυλλο. Τώρα που οι αισθήσεις είχαν αρχίσει να οξύνονται, μπορούσε να αναγνωρίσει και με τις άλλες αισθήσεις του: το στρώμα ήταν γνώριμο, το ίδιο και η απόλυτη ησυχία. Μπορούσε να θυμηθεί τη Ντόουν ξαπλωμένη δίπλα του, ακριβώς σε αυτό το κρεβάτι, τα κόκκινα μαλλιά της να δημιουργούν ρυάκια στο μαξιλάρι. «Σου αρέσει το Όλντρουν;» τον είχε ρωτήσει. Τα δάχτυλα τους ήταν ενωμένα κάτω από τα σκεπάσματα. «Η πόλη σου είναι όμορφη», της είχε απαντήσει. «Μου θυμίζει παραμύθια».
«Ναι», είχε συμφωνήσει. «Από εκείνα με το άσχημο τέλος».
Υπήρχε ένας μύθος στα μέρη του, μια συνεχής διήγηση της γιαγιάς του. Κάθε βράδυ, πριν από το κρεβάτι, τον κάθιζε στον καναπέ και γέμιζε το κεφάλι του με ιστορίες. Οι μάγισσες του Όλντρουν. Ένας μύθος από τον μεσαίωνα. Θυμάται τα αποκόμματα από τις εφημερίδες: Πίτερ Γκεσίρ, Ντέιβιντ Χολ, Ράιν Γουίλιαμς, Μάλκοολμ Σάντα, Πολ Ίσλι, Κάρλο Γκος. Και πριν από αυτούς κι άλλοι. Και πριν από αυτούς πολλοί. «Κάθε πανσέληνο», έλεγε η γιαγιά του με τα μάτια της κλειστά, να κουνιέται πέρα-δώθε στην καρέκλα της. «Αυτή είναι η συμφωνία τους με το διάβολο. Κάθε πανσέληνο και ψυχή. Έχουν πανέμορφες φωνές, λένε και τα μαλλιά τους μυρίζουν σαν λουλούδια. Σαν τριαντάφυλλα».
Τα τριαντάφυλλα δεν ήταν ποτέ κόκκινα, σκέφτηκε ο Ίαν, απλώς ποτισμένα στο αίμα.
Έπρεπε να είχα φύγει.
Όταν η πόρτα ανοίγει μια χαραμάδα, ο Ίαν δεν ανοίγει τα μάτια. Μπορεί να την ακούσει να πλησιάζει, κάθε βήμα της σταθερό και ελαφρύ. Το άρωμα από τριαντάφυλλα γίνεται ακόμη πιο έντονο, σχεδόν αποπνικτικό τώρα. Τα βήματα σταματάνε, ένα-δύο-τρία δευτερόλεπτα. «Ίαν», την ακούει να καλεί το όνομα του. «Συγνώμη», του λέει. Το στρώμα βουλιάζει κάτω από το βάρος της. Οι αλυσίδες δεν κροταλίζουν. Κρύα δάχτυλα τυλίγονται γύρω από το λαιμό του. Σφίγγουν ελάχιστα. Νύχια αγγίζουν το δέρμα του. Μπορεί να νιώσει την ανάσα της πάνω του όταν μιλάει. «Έπρεπε να είχες φύγει».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top