Το παιδί μου; Που είναι το παιδί μου; - Τζένιφαρ Ιβάνοβα
Λένε ότι έχω πρόβλημα... Κι όμως έχω; Όχι φυσικά, δεν ξέρω γιατί το λένε αυτό όλοι τριγύρω μου ακόμα και η ίδια μου η μάνα. Ζω χαρούμενη μαζί με τον άνδρα μου και με ένα θείο δώρο. Μου χάρισε Αυτός ένα χαριτωμένο βρέφος, ένα αγοράκι, τον Μορφέα μου. Πριν τρεις μήνες τον έφερα σε αυτό τον κόσμο αφού πρώτα αναγκαστικά, έπρεπε περάσω τον Γολγοθά μου, πράγμα που δε θα μετανιώσω ουδέποτε, μια και το αποτέλεσμα του ήταν ο Μορφέας μου. Θυμάμαι σαν και να ήταν εχθές η μέρα που τον γέννησα από τα σπλάχνα μου και όταν για πρώτη φορά είδα τι θα πει θεία χάρη εις την ομορφιά. Μέχρι στιγμής μάκρυναν ακόμη λίγο τα καστανά του μαλλάκια και εκείνα τα ματάκια του που μόλις σε κοιτούσαν σου μαλάττουν την καρδιά και την ψυχή σου. Το χαμόγελο του σε κάνει να ξεχνάς όλα τα προβλήματά σου. Το γέλιο του σε κάνει να βρεις ξανά τη χαρά της ζωής. Όχι άδικα λένε ότι τα παιδιά είναι δώρα από τον Θεό, καθώς τέτοια αγνότητα μόνα σε αυτά το βρίσκεις.
Αχ Μορφέα μου... Το νόημα της ζωής μου είσαι εσύ! Εσύ αποτελείς το γεφύρι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα όνειρα.
Ήταν μία νύχτα αφέγγαρη.
Τραντάχτηκα ολόκληρη σαν και κάποιος να έσπρωχνε το χαλαρό μου σώμα πέρα δώθε μανιακά. Ο κρύος μου ιδρώτας είχε λούσει όχι μόνο εμένα αλλά και τα σεντόνια μου. Προσπάθησα να δω γύρω μου, αλλά από ότι μπορούσαν να δουν τα αγουροξυπνημένα μάτια μου κανένας δε βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο μου. Γύρισα από την άλλη - κανένας δεν ήταν εκεί. Δεν ανησύχησα καθόλου καθώς, ο Αντρέας, ο άνδρας μου, πολλές φορές είχε αϋπνίες και μερικές νύχτες τριγυρνούσε στην κουζίνα για να βρει κάτι να τσιμπήσει νυχτιάτικα. Θυμάμαι πως ήταν άλλωστε και το πρώτα πράγμα που μου είπε στο πρώτο μας ραντεβού... "Αν παντρευτούμε να ξέρεις πως έχω αϋπνίες μερικές νύχτες." Φυσικά και δεν ήταν η πρώτη κουβέντα που θα έλεγες στον άλλο στο πρώτο σας ραντεβού, όμως μου άρεσε το θάρρος που κατείχε. Τον αγάπησα... και τώρα, μετά από τρία χρόνια γάμο αποκτήσαμε και τον καρπό της αγάπης μας.
Γύρισα και πάλι στην αρχική μου θέση, πάντα κοιμόμουν στην αριστερή πλευρά μου και πάντα σε εμβρυακή θέση. Σήκωσα το βλέμμα μου προς το παράθυρο του δωματίου μας , το οποίο ήταν ανοικτό, μου φάνηκε παράξενο καθώς δε συχνάζαμε να το ανοίγουμε... Έβλεπα πως κυμάτιζαν οι κουρτίνες από τον αδάμαστο άνεμο που υπήρχε. Ασυνήθιστος κι αυτός, ούτε κατά τη διάρκεια του χειμώνα δεν είχαμε τέτοιους ανέμους... Τότε κατάλαβα ότι κάτι έτρεχε, γιατί σε όλο το σπίτι επικρατούσε μία σιγή... μία σιγή σπάνια και ανησυχητική. Συνήθως ο Μορφέας ξυπνούσε μέσα στη νύχτα ζητώντας κάτι, είτε αυτό ήταν φαγητό είτε αλλαγή πάνας είτε... είτε. Απόψε όμως τίποτα. Μια νεκρική σιγή. Τίποτα απολύτως δεν άκουγα ούτε και τις απότομες κινήσεις των κουρτινών, μόνο ένα βούισμα μικρής συχνότητας ακουγόταν μέσα στο αυτί μου. Αμέσως μέσα μου έπαιξε ο κώδωνας κινδύνου.
- Γιατί έτσι απόψε;
Δήλωσα και σηκώθηκα μονομιάς.
Με το που πάτησα πάνω στο πάτωμα, μία ζάλη με έπιασε και ένιωθα περίεργα. Μέσα στο σκοτάδι δε μπορούσα να διακρίνω τίποτα απολύτως, σαν και όλα να είχαν κρυφτεί πίσω από το σκοτεινό πέπλο της νύχτας που με εμπόδιζε να δω καθαρά οποιαδήποτε μορφή κι αν ήθελα. Με μικρά βήματα άρχισα να κατευθύνομαι προς την πόρτα, κάθε μου κίνηση ήταν χάρη μνήμης. Με σύντροφο τον Φόβο βάδιζα φοβισμένα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Ένιωθα εκείνο το αίσθημα ή εκείνη την ψευδαίσθηση ότι, ναι μεν βρισκόμουν μέσα στο σπίτι μου αλλά δε το ένιωθα ξένο.
Πέταξα μία φευγαλέα ματιά προς το κρεβάτι και είδα ότι έμοιαζε με το δικό μου κι όμως δεν ήταν... Αυτό δεν ήταν το δικό μας κρεβάτι, αλλά κάποιου ξένου... Τουλάχιστον εγώ δεν το θυμάμαι έτσι. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμουν τόσο χανόταν κι αυτό στο σκοτάδι του κόσμου. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και το βούισμα στα αυτιά μου συνέχιζε με μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα, λένε ότι αυτό οφείλεται στην απόλυτη σιγή που υπάρχει γύρω μας... Κι όμως είναι έτσι; Έξαφνα άκουσα το ξυπνητήρι πάνω στο κομοδίνο του συζύγου μου να χτυπάει. Τρόμαξα γιατί δεν το περίμενα, δεν το ήξερα. Αυτό έδειχνε ότι η ώρα ήταν 00:00, ήταν γραμμένο κιόλας με μικρές κόκκινες γραμμές και έκπεμπε αμυδρό φως. Αυτό ενίσχυσε επιπλέον τις ανησυχίες μου... Ο άνδρας μου ποτέ δεν το χρησιμοποιούσε αυτό.
Βγήκα έξω από το λεγόμενο δωμάτιο μας. Με μικρά βήματα και πατώντας πάνω στις μύτες των ποδιών μου περπατούσα στο ξύλινο διάδρομο προς το δωμάτιο του Μορφέα μου. Το μητρικό μου ένστικτο φώναζε για έναν ενδεχόμενο κίνδυνο. Ο διάδρομος ήταν μακρύς, τόσο μακρύς κιόλας που ένιωθα πως δε θα έφτανα ποτέ στο τέλος του. Με κάθε μου βήμα κοιτούσα πως το δωμάτιο του Μορφέα απομακρυνόταν παρά να κοντεύει. Το σκοτάδι ήταν παντού, δε σε άφηνε να δεις τίποτα άλλο παρά μονάχα τη μύτη σου. Ένιωθα πως κάτι υπήρχε μέσα στις σκιές της νύχτας, το οποίο με παρακολουθούσε.
Όλα μου φαίνονταν τόσο ξένα! Γιατί άραγε;
Πέρασα μπροστά από τη σκάλα που ένωνε το ισόγειο με τον πρώτο όροφο και κάτι εκεί με σταμάτησε... Μία απαίσια μυρωδιά χτύπησε αλύπητα τη μύτη μου. Κάτι χαλασμένο ήταν λογικά, αλλά τότε σαν και από θαύμα ένα δυνατό φως φώτισε το σαλόνι. Με τύφλωσε για κλάσμα δευτερολέπτου όμως μου έδωσε τη δυνατότητα να δω τι έκρυβε αυτό το πυκνό σκοτάδι.
- Όχι Θεέ μου! Όχι!
Φώναξα με όλες μου τις δυνάμεις.
Αυτή η μυρωδιά, δεν προερχόταν από κάτι χαλασμένο αλλά από το αίμα που υπήρχε στη βάση της σκάλας. Μία λίμνη κατακόκκινη ήταν και πάνω από αυτήν βρισκόταν ο άνδρας μου... ο Αντρέας μου... που με κοίταζε με εκείνα τα καστανά μάτια γεμάτα με ζωή και αγάπη για την οικογένειά του μολονότι δεν είχαμε και μία άνετη ζωή. Τώρα αυτά που πήγαζαν κάποτε από ζωή, με κοιτούσαν με ένα παγερό, κενό βλέμμα... Νεκρά! Άψυχα! Αχ αγάπη μου! Τι σου έκαναν!
Κειτόταν εκεί χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι ζωής. Κατέρρευσα μόλις το είδα, μόλις κατάλαβα το τι είχε συμβεί... Αυτό ήταν η πραγματικότητα. Ο άνδρας μου ήταν νεκρός!
- Νεκρός!
Φώναξα με δάκρυα στα μάτια. Γονάτισα πάνω στο ξένο πάτωμα και τον έκλαψα από ψηλά. Το ένα χέρι μου στήριζε όλο το σώμα ούτως ώστε να μην πέσω και να βρω την ίδια μοίρα με τον άνδρα μου. Δε μπορούσα να φωνάξω όσο κι αν ήθελα, δε μπορούσε να πάω κοντά του όσο και να ήθελα. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι όλο αυτό είναι ένα όνειρο... ένας εφιάλτης.
- Ναι είναι ένα όνειρο απλά ένα όνειρο...
Επανέλαβα μία φορά από μέσα μου και αρκετές φορές χαμηλόφωνα για να το πιστέψω. Προσπάθησα να πιστέψω κάτι απίστευτο.
Όλα έγιναν μαύρα μπροστά μου.
Ήταν μία νύχτα αφέγγαρη.
Τραντάχτηκα ολόκληρη σαν και κάποιος να έσπρωχνε το χαλαρό μου σώμα πέρα δώθε μανιακά. Ο κρύος μου ιδρώτας είχε λούσει όχι μόνο εμένα αλλά και τα σεντόνια μου. Προσπάθησα να δω γύρω μου, αλλά από ότι μπορούσαν να δουν τα αγουροξυπνημένα μάτια μου κανένας δε βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο μου. Γύρισα από την άλλη - άδειο. Δεν ανησύχησα καθόλου καθώς, ο Αντρέας, ο άνδρας μου, πολλές φορές είχε αϋπνίες και μερικές νύχτες τριγυρνούσε στην κουζίνα για να βρει κάτι να τσιμπήσει νυχτιάτικα. Θυμάμαι πως ήταν άλλωστε και το πρώτα πράγμα που μου είπε στο πρώτο μας ραντεβού... "Αν παντρευτούμε να ξέρεις πως έχω αϋπνίες μερικές νύχτες." Φυσικά και δεν ήταν η καλύτερη πρώτη κουβέντα που θα πεις στον άλλο στο πρώτο σας ραντεβού, όμως μου άρεσε το θάρρος που κατείχε. Τον αγάπησα... και τώρα, μετά από τρία χρόνια γάμο αποκτήσαμε και τον καρπό της αγάπης μας.
Τα είπα αυτά... Τα σκέφτηκα ήδη αυτά.
Γύρισα και πάλι στην αρχική μου θέση, πάντα κοιμόμουν στην αριστερή πλευρά μου και πάντα σε εμβρυακή θέση. Σε όλο το σπίτι επικρατούσε μία σιγή... μία σιγή σπάνια και ανησυχητική. Συνήθως ο Μορφέας ξυπνούσε μέσα στη νύχτα ζητώντας κάτι είτε φαγητό είτε αλλαγή πάνας είτε... είτε. Απόψε όμως τίποτα. Μια νεκρική σιγή. Τίποτα απολύτως δεν άκουγα μόνο ένα βούισμα μικρής συχνότητας μέσα στο αυτί μου. Αμέσως μέσα μου έπαιξε ο κώδωνας κινδύνου.
Τότε άκουσα βήματα να έρχονται από τις σκάλες, ήταν πολύ ελαφριά. Τον Ανδρέα σκέφτηκα αρχικά, καθώς πάντα όταν επέστρεφε από τις νυχτερινές του λιχουδιές προσπαθούσε να μη με ξυπνήσει. Κι εγώ για να μην το βάλω σε μία άβολη θέση, έκλεισα τα μάτια μου και έκανα πως κοιμόμουν.
Τα βήματα πλησίαζαν όλο και πιο πολύ και τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν ο Ανδρέας. Έκλεισα πιο σφιχτά τα μάτια, ένας ξένος είχε μπει στο σπίτι μας! Πού να ήταν ο άνδρας μου άραγε; Τα βήματα αυτού ήταν πολύ πιο βαριά και το βάδισμα του πολύ πιο διαφορετικό από τον Ανδρέα μου. Ποιος άραγε να ήταν;
Δεν τολμούσα να ανοίξω τα μάτια μου, φοβόμουνα, φοβόμουνα αυτόν που θα αντίκριζα. Άκουγα πως άρχισε να πλησιάζει. Οι ανάσες του βαριές και το ένα του πόδι ελαφρώς το έσερνε πάνω στα πλακάκια. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο και σταμάτησε μπροστά από το μοναδικό παράθυρο που υπήρχε, το κατάλαβα αυτό επειδή αμέσως μετά το άνοιξε και κάθε φορά που το ανοίγεις πάραγε ένα τρίξιμο ενοχλητικό για το εκάστοτε αυτί.
Άρχισε να βαδίζει προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, δεν ήξερα τι να κάνω. Σταγόνες κρύου ιδρώτα εμφανίστηκαν πάνω στο μέτωπό μου, προσπαθούσα να κρατήσω τα μάτια μου κλειστά παρά τον πειρασμό να τα ανοίξω. Ένιωσα τη μορφή του να στέκεται ακριβώς μπροστά μου και να με κοιτάει. Έτρεμα από φόβο και τα μάτια μου βούρκωσαν. Ήθελα να κλάψω, γιατί αν μου συνέβαινε το οτιδήποτε ο Μορφέας θα έμενε ορφανός, θα μεγάλωνε χωρίς μάνα. Δε θα μπορούσα να τον δω πως μεγάλωνε, πως θα βγει στη ζωή σαν ένας σωστός ολοκληρωμένος άνθρωπος, πως θα κάνει τη δική του οικογένεια... Θεέ μου δε θα μπορώ να χαρώ ούτε τον ίδιο ούτε τα εγγόνια μου! Ήθελα να κλάψω για αυτό τον λόγο κι όχι επειδή φοβόμουνα τον θάνατο.
Τότε ένιωσα κάτι αιχμηρό και κρύο να ακουμπάει τον λαιμό μου.
" Μορφέα μου!"
Σκέφτηκα μονάχα τότε.
Έξαφνα άκουσα το ξυπνητήρι πάνω στο κομοδίνο του συζύγου μου να χτυπάει. Με τρόμαξε, σήμαινε ότι η ώρα ήταν 00:00. Με τρόμαξε και μου ενίσχυσε επιπλέον τις ανησυχίες μου... Ο άνδρας μου ποτέ δεν το χρησιμοποιούσε αυτό.
Κι αυτός ο ξένος αφού ακούστηκε αυτό, εξαφανίστηκε.
Από χαρά και φόβο λιποθύμησα .
Ήταν μία νύχτα αφέγγαρη.
Τραντάχτηκα ολόκληρη σαν και κάποιος να έσπρωχνε το χαλαρό μου σώμα πέρα δώθε μανιακά. Ξύπνησα και πάλι από τον κρύο μου ιδρώτα αφού είχε λούσει όχι μόνο εμένα αλλά και τα σεντόνια μου. Προσπάθησα και πάλι να δω γύρω μου, τίποτα και κανένας δεν βρισκόταν στο σκοτάδι. Γύρισα από την άλλη και είδα ότι ο Αντρέας, ο άνδρας μου, εξακολουθούσε να λείπει από το κρεβάτι μας.
Γύρισα και πάλι στην αρχική μου θέση, πάντα κοιμόμουν στην αριστερή πλευρά μου και πάντα σε εμβρυακή θέση. Σήκωσα το βλέμμα μου προς το παράθυρο του δωματίου μας , το οποίο ήταν ανοικτό, μου φάνηκε παράξενο καθώς δε συχνάζαμε να το ανοίγουν... Έβλεπα πως κυμάτιζαν οι κουρτίνες από τον αδάμαστο άνεμο που υπήρχε. Ασυνήθιστος κι αυτός, ούτε κατά τη διάρκεια του χειμώνα δεν είχαμε τέτοιους ανέμους. Παράλληλα όμως σε όλο το σπίτι επικρατούσε μία σιγή... μία σιγή σπάνια και ανησυχητική. Ο Μορφέας τρομακτικά ήσυχος. Τίποτα απολύτως δεν άκουγα ούτε και τις απότομες κινήσεις των κουρτινών, μόνο εκείνο το βούισμα μικρής συχνότητας μέσα στο αυτί μου. Αμέσως μέσα μου έπαιξε ο κώδωνας κινδύνου.
Τα είπα αυτά... Τα σκέφτηκα ήδη αυτά...
Τότε θυμήθηκα εκείνον τον άνδρα και χωρίς να το πολύ σκεφτώ έτρεξα προς το δωμάτιο του Μορφέα μου που ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Έτρεξα με όλες μου τις δυνάμεις.
Ο διάδρομος ήταν μακρύς, τόσο μακρύς κιόλας που ένιωθα πως δε θα έφτανα ποτέ στο τέλος του. Με κάθε μου βήμα κοιτούσε πως το δωμάτιο του Μορφέα απομακρυνόταν παρά να κοντεύει. Το σκοτάδι δε διασκορπίστηκε ακόμη. Εξακολουθούσα να νιώθω πως κάτι υπήρχε μέσα στις σκιές της νύχτας, το οποίο με παρακολουθούσε. Δεν ήταν το σπίτι μου αυτό! Δεν ήταν! Το ήξερα... Το ήξερα... Και πάλι όμως γιατί η αποψινή νύχτα ήταν τόσο σκοτεινή;
Πέρασα μπροστά από τη σκάλα του σπιτιού μου που ένωνε το ισόγειο με τον πρώτο όροφο και κάτι με σταμάτησε... Μία απαίσια μυρωδιά χτύπησε αλύπητα τη μύτη μου. Κάτι χαλασμένο ήταν λογικά, εμφανίστηκε και πάλι εκείνο το φως...
Πάλι! Πάλι!
Αυτή η μυρωδιά, δεν προερχόταν από κάτι χαλασμένο, όμως από το αίμα που υπήρχε στη βάση της σκάλας. Μία λίμνη κατακόκκινη ήταν και πάνω από αυτήν βρισκόταν ο άνδρας μου... ο Αντρέας μου... με εκείνα τα μάτια του... γεμάτα με ζωή...Τώρα αυτά που πήγαζαν από ζωή κάποτε με κοιτούσαν με ένα παγερό, κενό βλέμμα... Νεκρά! Άψυχα! Αχ αγάπη μου! Τι σου έκαναν!
Ήταν ένα όνειρο όλο αυτό...
Έφτασα επιτέλους στο τέλος του διαδρόμου. Είχα λαχανιάσει και άνοιξα διάπλατα την πόρτα και έμεινα κόκκαλο. Το παράθυρο του ήταν ανοιχτό έβλεπα πως κυμάτιζαν οι κουρτίνες από τον αδάμαστο άνεμο που υπήρχε. Ασυνήθιστος κι αυτός, ούτε κατά τη διάρκεια του χειμώνα δεν είχαμε τέτοιους ανέμους.
Τότε είδα το κρεβατάκι του άδειο. Το μικρό σεντόνι του αναστατωμένο και τσαλακωμένο.
- Το παιδί μου; Πού είναι το παιδί μου;
Φώναξα απεγνωσμένα. Γύρισα κάθε έπιπλο που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο.
- Το παιδί μου; Πού είναι το παιδί μου;
Φώναζα χωρίς να με ενδιαφέρει τίποτα άλλο
Γύρισα με ρώμη το κρεβατάκι του. Το σεντονάκι του με τις πάπιες έπεσε πάνω στο πάτωμα. Ο Μορφέας μου έλειπε. Τα παιχνίδια του βρίσκονταν διασκορπισμένα σε όλο το πάτωμα. Ο Μορφέας μου έλειπε. Το παράθυρο του δωμάτιου του ήταν ανοιχτό διάπλατα. Ο Μορφέας μου έλειπε. Το αγαπημένο του παιχνίδι έλειπε χωρίς αυτό δε μπορούσε να κοιμηθεί.
- Το παιδί μου; Πού είναι το παιδί μου;
Δήλωσα. Δεν μου είχε μείνει φωνή πια ούτε δάκρυα. Το παιδί μου έλειπε...
Ήταν μία νύχτα αφέγγαρη.
Τραντάχτηκα ολόκληρη σαν και κάποιος να έσπρωχνε το χαλαρό μου σώμα πέρα δώθε μανιακά. Ξύπνησα και πάλι από τον κρύο μου ιδρώτα αφού είχε λούσει όχι μόνο εμένα αλλά και τα σεντόνια μου. Προσπάθησα να δω γύρω μου, αλλά από ότι μπορούσαν να δουν τα αγουροξυπνημένα μάτια μου κανένας δε βρισκόταν στο σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο μου. Γύρισα από την άλλη και είδα ότι ήταν άδειο. Ο Αντρέας, ο άνδρας μου, εξακολουθούσε να λείπει από το κρεβάτι μας.
Νεκρός ήταν...
Γύρισα και πάλι στην αρχική μου θέση, πάντα κοιμόμουν στην αριστερή πλευρά μου και πάντα σε εμβρυακή θέση. Σήκωσα το βλέμμα μου προς το παράθυρο του δωματίου μας , το οποίο ήταν ανοικτό, μου φάνηκε παράξενο καθώς δε συχνάζαμε να το ανοίγουν. Εντούτοις έβλεπα πως κυμάτιζαν οι κουρτίνες από τον αδάμαστο άνεμο που υπήρχε. Ασυνήθιστος κι αυτός, ούτε κατά τη διάρκεια του χειμώνα δεν είχαμε τέτοιους ανέμους. Παράλληλα όμως σε όλο το σπίτι επικρατούσε μία σιγή... μία σιγή σπάνια και ανησυχητική. Συνήθως ο Μορφέας ξυπνούσε μέσα στη νύχτα ζητώντας κάτι, είτε φαγητό είτε αλλαγή πάνας είτε... είτε. Απόψε όμως τίποτα. Μια νεκρική σιγή. Τίποτα απολύτως δεν άκουγα ούτε και τις απότομες κινήσεις των κουρτινών, μόνο ένα βούισμα εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα στο αυτί μου. Μέσα μου έπαιξε ο κώδωνας κινδύνου.
Η ώρα ήταν 00:01. Το είδα από το ξυπνητήρι που είχε ο άνδρας μου πάνω στο κομοδίνο του. Δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ.
Τότε θυμήθηκα εκείνον τον άνδρα και χωρίς να το πολύ σκεφτώ έτρεξα προς το δωμάτιο του Μορφέα μου που ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Έτρεξα με όλες μου τις δυνάμεις.
Ο διάδρομος ήταν μακρύς, τόσο μακρύς κιόλας που ένιωθα πως δε θα έφτανα ποτέ στο τέλος του. Με κάθε μου βήμα κοιτούσε πως το δωμάτιο του Μορφέα απομακρυνόταν παρά να κοντεύει. Το σκοτάδι ήταν παντού, δε σε άφηνε να δεις τίποτα. Και πάλι όμως γιατί η αποψινή νύχτα ήταν τόσο σκοτεινή;
Άνοιξα διάπλατα την πόρτα του δωματίου και έμεινα κόκκαλο. Αυτό ήταν η πραγματικότητα. Το παράθυρο του ήταν ανοιχτό, έβλεπα πως κυμάτιζαν οι κουρτίνες από τον αδάμαστο άνεμο που υπήρχε. Ασυνήθιστος κι αυτός, ούτε κατά τη διάρκεια του χειμώνα δεν είχαμε τέτοιους ανέμους.
Τότε είδα το κρεβατάκι του άδειο. Το μικρό σεντόνι του με τις πάπιες σχεδιασμένες επάνω ήταν άψογα στρωμένο. Ο Μορφέας μου έλειπε. Το αγαπημένο του παιχνίδι έλειπε χωρίς αυτό δε μπορούσε να κοιμηθεί.
Πήγα πιο κοντά στο κρεβατάκι του και είδα ένα σημείωμα. Ένα μικρό κίτρινο χαρτί αφημένο έτσι απαλά στη θέση του παιδιού μου. Το έπιασα και είδα ότι ήταν τα δικά μου γράμματα.
" Ο Μορφέας είναι νεκρός. Τον πέταξε ο κλέφτης έξω από το παράθυρο εκείνη τη νύχτα. Ο άνδρας σου το ίδιο, ήταν το πρώτο του θύμα. Εσύ όμως ζεις! Αυτό έγινε πριν τέσσερα χρόνια. Πρέπει να το ξεπεράσεις. Οι γιατροί λένε ότι λόγω του συμβάντος, αδυνατείς να το ξεπεράσεις και εδώ και τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζεις εκείνη την ημέρα και πάλι - ασταμάτητα. Αναμένοντας πως θα αλλάξουν τα δεδομένα και ο Μορφέας σου θα είναι ζωντανός. Όμως πάντα βρίσκεις τον άνδρα σου νεκρό και τον Μορφέα σου να λείπει. Ασταμάτητα... κάθε νύχτα..."
Κοίταξα λίγο καλύτερα. Σε όλο το δωμάτιο του Μορφέα υπήρχαν τέτοια μικρά σημειώματα με γραμμένες ημερομηνίες και πράγματα που συνέβησαν τότε. Η πιο πρόσφατη ήταν 20/5/2000.
Πριν τέσσερα χρόνια...
- Απίστευτό!
Είπα μονάχα.
Λένε ότι έχω πρόβλημα... Κι όμως έχω; Όχι φυσικά, δεν ξέρω γιατί το λένε αυτό όλοι τριγύρω μου ακόμα και η ίδια μου η μάνα. Ζω χαρούμενη μαζί με τον άνδρα μου και με ένα θείο δώρο. Μου χάρισε Αυτός ένα χαριτωμένο βρέφος, ένα αγοράκι, τον Μορφέα μου. Πριν τρεις μήνες τον έφερα σε αυτό τον κόσμο αφού πρώτα αναγκαστικά, έπρεπε περάσω τον Γολγοθά μου, πράγμα που δε θα μετανιώσω ουδέποτε. Θυμάμαι σαν και να ήταν εχθές η μέρα που τον γέννησα από τα σπλάχνα μου και όταν για πρώτη φορά είδα τι θα πει θεία χάρη εις την ομορφιά. Μέχρι στιγμής μάκρυναν ακόμη λίγο τα καστανά του μαλλάκια και εκείνα τα ματάκια του που μόλις σε κοιτούσαν σου μαλάττουν την καρδιά και την ψυχή σου. Το χαμόγελο του σε κάνει να ξεχνάς όλα τα προβλήματά σου. Το γέλιο του σε κάνει να βρεις ξανά τη χαρά της ζωής.
Αχ Μορφέα μου... Το νόημα της ζωής μου είσαι εσύ! Εσύ αποτελείς το γεφύρι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα όνειρα.
Λένε ότι έχω πρόβλημα...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top