Δημιουργώντας ένα καινούργιο κόσμο - xanthipps
Δεν ήταν μόνο ένα όνειρο
Στήριξα το χέρι μου στον κοντινότερο τοίχο, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι σοβά να πέσει στην άσφαλτο. Η όρασή μου ήταν θολή και το σκοτάδι της νύχτας δε βοηθούσε και ιδιαίτερα. Σήκωσα το βλέμμα μου και επεξεργάστηκα το τοπίο γύρω μου. Βρισκόμουν σε ένα στενό της κακιάς ώρας, το οποίο το πλαισίωναν ψηλές και άχαρες πολυκατοικίες, ενώ το μοναδικό φως προερχόταν από δύο λάμπες, η μία εκ των οποίων τρεμόπαιζε.
Εκπληκτικά! Σκέφτηκα.
Αλλά για να έχουμε καλό ερώτημα, εγώ πώς στο καλό βρέθηκα εδώ; Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι να πέφτω κουρασμένη στο κρεβάτι μου. Σίγουρα το γάλα που ήπια δεν ήταν ληγμένο...
Έριξα ακόμα μία ματιά τριγύρω μου. Έμοιαζε σαν την πόλη μου, μόνο που μπορούσα να το αισθανθώ πως δεν ήταν. Άρχισα να προχωράω με κατεύθυνση το άγνωστο. Εξάλλου, δεν ήθελα να μείνω άλλο σε εκείνο το έρημο στενό.
Δεν είχα κάνει ούτε τριάντα βήματα όταν άκουσα μία ανατριχιαστική ανδρική φωνή να λέει: "Ε, κούκλα!"
Έσφιξα τη μαύρη φούτερ πάνω μου, χαμήλωσα το κεφάλι και συνέχισα να προχωράω, με πιο γοργό βήμα αυτή τη φορά.
"Κούκλα, σε σένα μιλάω!", έκανε η ίδια φωνή, αυτή τη φορά ακριβώς από πίσω μου. Οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώθηκαν και τα πόδια μου στυλώθηκαν στο έδαφος. Ο φόβος είχε καταβάλει κάθε εκατοστό του κορμιού μου.
Ο άγνωστος άντρας φαινόταν κοντά στα σαράντα, με γκρίζα μαλλιά, λιγνός και ρακένδυτος. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ και κατάφερε να με ακινητοποιήσει και να με ρίξει στην άσφαλτο.
Του έριξα μία γονατιά στα αχαμνά κι εκείνος έβγαλε μία κραυγή πόνου. Άδραξα την ευκαιρία και σηκώθηκα όρθια, αλλά δεν πρόλαβα να χαρώ, μιας και ο άντρας με άρπαξε από τον αστράγαλο και με έριξε ξανά κάτω. Τον κλώτσησα και πήγε να κάνει και άλλη κίνηση προς το μέρος μου, αλλά ένα ιαπωνικό σπαθί καρφώθηκε στην πλάτη του, σταματώντας τον. Τα μάτια του γούρλωσαν και από το στόμα του ανάβλυσε πηχτό και κόκκινο αίμα.
Τοποθέτησα τις παλάμες μου μπροστά από το στόμα μου για να μην ουρλιάξω. Τι ήταν αυτό;
Το βλέμμα μου πλανήθηκε προς τον κάτοχο του ιαπωνικού σπαθιού. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, ντυμένος στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια, χωρίς να δείχνει καθόλου δέρμα. Η κουκούλα της δερμάτινης ζακέτας του κάλυπτε το κεφάλι του και στο πρόσωπο φορούσε μία μάσκα με μία νεκροκεφαλή. Το μόνο που φαινόταν ήταν τα γαλανά του μάτια. Αυτός ήταν σίγουρα εκδικητής βγαλμένος από κάποιο κόμικ! Κάτι μου θύμιζε, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι.
Ένιωσα δυνατά χέρια να με πιάνουν και να με στήνουν ξανά στα πόδια μου.
"Είσαι εντάξει;", άκουσα να με ρωτάει ευγενικά μία ανδρική φωνή και γύρισα να δω τον κάτοχό της. Και αυτός ήταν ίδια ντυμένος με τον άλλον, απλά τα μάτια του ήταν ένα λαμπερό πράσινο.
Και τότε συνειδητοποίησα πως γνώριζα ποιοι ήταν αυτοί οι δύο!
"Κρις...;", ψέλλισα και στη συνέχεια γύρισα να κοιτάξω τον γαλανομάτη. "Μαξ...;"
Όπως ήταν φυσικό, και οι δύο είχαν σαστίσει.
"Ποια είσαι και πώς γνωρίζεις τα ονόματά μας;", γρύλισε απειλητικά ο Μαξ.
Τώρα να τους πω ότι είναι φανταστικοί χαρακτήρες που δημιούργησα για μια ιστορία, ή όχι; Πώς τους το εξηγείς αυτό;
"Ονομάζομαι Διώνη και είμαι η δημιουργός σας", απάντησα και κατάλαβα ότι φωναχτά αυτά τα λόγια ήταν γελοία. Δεν υπήρχε περίπτωση να με πιστέψουν.
Ο Κρίστοφερ στεκόταν σαν άγαλμα από πίσω μου, ενώ ο Μαξ πλησίαζε απειλητικά.
"Ποιος σε έβαλε να ισχυριστείς κάτι τέτοιο;", ρώτησε ο Κρίστοφερ.
"Κα-κανείς", τραύλισα. Ο φόβος με είχε κυριεύσει ξανά.
"Τα ψέματα δεν ωφελούν πουθενά!", δήλωσε ο Μαξ.
Πήρα μία κοφτή ανάσα και η όρασή μου άρχισε να θολώνει.
"Δεν είναι ψέματα", πρόλαβα να ψελλίσω πριν μαυρίσουν όλα.
***
Άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια μου και προσπάθησα να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατούσε μέσα στο δωμάτιο. Έμεινα ξαπλωμένη για κανένα τρίλεπτο στο κρεβάτι πριν σηκωθώ αργά αργά.
Το δωμάτιο το αναγνώρισα ως αυτό που είχα φανταστεί για το διαμέρισμα του Κρίστοφερ και παραλίγο να μου ξεφύγει ένα σιγανό σφύριγμα.
Στάθηκα στα πόδια μου και προχώρησα προς το σαλόνι απ'όπου και ακούγονταν μουρμουρητά. Εκεί ήταν μαζεμένα έξι άτομα: ο Μαξ με τον Κρίστοφερ, οι οποίοι ακόμα φορούσαν τις στολές τους, ο Άγγελος, η Μυρτώ, η Ηλιάνα και ο Άρης.
Ο Άρης; Τι δουλειά έχει αυτός εδώ; Δεν είναι χαρακτήρας αυτής της ιστορίας!
Έξι ζευγάρα μάτια καρφώθηκαν πάνω μου, κάνοντάς με να νιώσω αμηχανία.
"Ε, γεια...", έκανα και κάθισα στην κοντινότερη πολυθρόνα.
"Λοιπόν, ποια είσαι;", με ρώτησε ο Μαξ.
Πλέον, αυτός και ο Κρις δε φορούσαν τις μάσκες τους.
"Σας είπα, ονομάζομαι Διώνη και μου αρέσει να γράφω, μόνο που δεν περίμενα όλα αυτά να γίνουν πραγματικότητα! Επίσης, στον κόσμο μου είμαι δεκαεννιά ετών και είμαι τρεις μέρες μικρότερη από τον Άρη", απάντησα και οι υπόλοιποι φάνηκαν να σαστίζουν που γνώριζα το όνομα του νεαρού με τα πράσινα μάτια και τα καστανά μαλλιά χωρίς να μου έχει συστηθεί.
"Το ξέρεις πως μόνο με ένα όνομα δεν πείθεις, σωστά;", σχολίασε η Ηλιάνα.
"Ωραία, μπορώ να σας πω και άλλα πράγματα, τα οποία ελάχιστοι γνωρίζετε"
"Όπως;", ρώτησε ο Άγγελος. Όπως την ηλικία του Άγγελου! Ναι! Μιας και δε γνώριζα σε ποια χρονική περίοδο της ιστορίας βρισκόμουν, ήταν η πιο ασφαλής επιλογή.
"Όπως την πραγματική σου ηλικία, Άγγελε", είπα κι εκείνος έχασε το χρώμα του. "Είσαι περίπου πεντακοσίων ετών"
Ναι, οι μαγικές του δυνάμεις, και πιο συγκεκριμένα το ξίφος του Λευκού Ρόδου, τον έκαναν πρακτικά αθάνατο.
"Κάτι άλλο;", έκανε ο Άρης.
Κάτι άλλο, ε; Θα πάω με ένα συμβάν που είμαι σίγουρη ότι έχει γίνει, καθώς απ'ότι φαίνεται η Μυρτώ και η Ηλιάνα ξέρουν για τον Μαξ και τον Κρις που ανήκουν στους εκδικητές της πόλης, ονόματι Φαντάσματα.
"Μυρτώ, το μπρελόκ αρκουδάκι που σου είχε δώσει ο Μαξ, το έχεις ακόμα;"
Τα γκρίζα μάτια της κοπέλας άνοιξαν διάπλατα, όπως και των υπόλοιπων. Χτύπησα φλέβα.
"Πώς γίνεται να γνωρίζεις κάτι τόσο προσωπικό;", με ρώτησε εκείνη.
"Μήπως μας κατασκοπεύεις;", έκανε η Ηλιάνα, η οποία βρισκόταν στα όριά της.
Δεν είχα την ευκαιρία να απαντήσω, μιας και μία δυνατή έκρηξη από έξω με πρόλαβε. Σηκώθηκα έντρομη και άρχισα να προχωράω προς την μπαλκονόπορτα, αλλά κάποιος με άρπαξε δυνατά από το μπράτσο, σταματώντας με και μπαίνοντας μπροστά μου.
Ο Άρης.
Πρόσεξα πως και οι υπόλοιποι είχαν υιοθετήσει μία αμυντική στάση, προστατεύοντας τις κοπέλες από έναν ενδεχόμενο κίνδυνο.
Ακολούθησε και δεύτερη έκρηξη και ο Άγγελος έτρεξε να δει τι γινόταν.
"Γρήγορα! Πρέπει να φύγουμε από εδώ!", είπε και εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρη ότι αντάλλαζε τηλεπαθητικά πληροφορίες για τις εκρήξεις με τους άλλους. Η Ηλιάνα με τον Μαξ έτρεξαν προς την εξώπορτα και η Μυρτώ με τον Κρίστοφερ προς το δωμάτιο του νεαρού.
Κι εγώ στεκόμουν χαμένη στη μέση του σαλονιού, μην ξέροντας πως να αντιδράσω. Και από τη μία στιγμή στην άλλη, βρέθηκα να μην πατάω στο έδαφος! Τι στο; Ο Άρης με είχε σηκώσει στα χέρια του και τώρα έτρεχε πάνω στις ταράτσες των πολυκατοικιών! Γαντζώθηκα πάνω του και προσπάθησα να μην ουρλιάξω και τον κουφάνω τον άνθρωπο.
Εισπνοή, εκπνοή...
Όχι, δε θα πέσουμε, σκέφτηκα.
"Διώνη", αναφώνησε ο Άρης. "Είσαι καλά;"
Έγνεψα θετικά, παρόλο που δεν ήμουν και τόσο. Η καρδιά μου χτυπούσε ακόμα σαν ταμπούρλο.
Είχαμε σταματήσει προς το παρόν σε μία πολυκατοικία.
Τότε ήταν που πρόσεξα ότι δε φορούσα παπούτσια. Εμ, έτσι βιαστικά που φύγαμε, πού να το σκεφτώ!
"Δε φοράω παπούτσια", μου ξέφυγε και αμέσως κάλυψα το στόμα μου. Πάλι χαζομάρα πέταξα!
Το βλέμμα του Άρη μετακινήθηκε στα πόδια μου και με ένα του νεύμα, φορούσα πάλι τα λευκά μου αθλητικά. Τι σου κάνει η μαγεία στις μέρες μας!
"Ευχαριστώ", είπα και με άφησε στο έδαφος. "Και τώρα τι κάνουμε;"
"Φεύγουμε από εδώ", απάντησε εκείνος και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
"Βρε, βρε, βρε! Για δες ποιους έχουμε εδώ!", αναφώνησε μία φωνή, η οποία ανήκε σε μία κοπέλα. Ήταν κοντά στο 1,65, αδύνατη, με μακριά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια. Για την ακρίβεια ήταν σαν μία αντανάκλαση του εαυτού μου.
"Άρτεμις", έκανε ο Άρης. "Τι δουλειά έχεις εδώ;"
Ακούγοντας το όνομα της κοπέλας, ήμουν πλέον σίγουρη για αυτήν. Εκείνη και ο Άρης είχαν προηγούμενα.
"Για τη Διώνη είμαι εδώ. Έχει κάτι που μου ανήκει", απάντησε με υπεροπτικό ύφος. Το ασημένιο τόξο, το οποίο κρατούσε και τα ασημένια βέλη στη φαρέτρα γυάλιζαν επικίνδυνα κάτω από το φεγγαρόφως.
"Τι έχω που σου ανήκει;", ρώτησα σαστισμένη. Δε θυμάμαι είχα κάτι δικό της στην κατοχή μου.
"Το ξίφος Όλορ"
Τα μάτια μου γούρλωσαν από την έκπληξη. Το Όλορ ήταν το ξίφος που είχε σφυρηλατήσει η ίδια η Άρτεμις με την καθοδήγηση των ξωτικών, αποκλείεται να το είχα εγώ!
"Νομίζω θα το γνώριζα αν το είχα"
Η σωσίας μου άρχισε να γελάει. "Είσαι πολύ αφελής! Το Όλορ αποκτά υλική υπόσταση μόνο αν το καλέσεις!"
Πήγα να απαντήσω κατάλληλα, ωστόσο ο Άρης με πρόλαβε. "Είναι απίθανο η Διώνη να το έχει στην κατοχή της από τη στιγμή που δεν είναι καν από αυτόν τον κόσμο!"
Μισό λεπτό, μόλις με υπερασπίστηκε ο Άρης; Εμένα; Μία άγνωστη;
Το δεξί χέρι της Άρτεμις μετακινήθηκε προς τη γεμάτη φαρέτρα και πήρε ένα βέλος. Το πέρασε στη χορδή του τόξου και με σημάδεψε. "Τότε φτιάξε ένα ίδιο. Δημιουργός μας δεν είσαι; Δε θα πρέπει να είναι δα και τόσο δύσκολο!"
Ο Άρης μπήκε, για δεύτερη φορά σήμερα, μπροστά μου σαν ασπίδα. "Δεν έχει μαγικές δυνάμεις όπως εμείς, Άρτεμις! Άφησέ την ήσυχη!", γρύλισε απειλητικά και μας τύλιξε ένα κύμα καπνού.
Κάλυψα το πρόσωπο με τον αγκώνα μου και άρχισα να βήχω. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, συνειδητοποίησα πως είχαμε τηλεμεταφερθεί σε ένα διαμέρισμα. Εκείνο του Άρη.
"Για ποιο λόγο με έφερες εδώ;"
Η πράσινη ματιά του με επεξεργάστηκε λίγο πριν μου δώσει απάντηση. "Δεν έχω ιδέα. Απλά-"
"Απλά;", τον προέτρεψα να συνεχίσει.
"Δεν είσαι από εδώ, δεν είσαι μία από εμάς, οπότε θεώρησα ότι είναι καλύτερο να μην μπλέξεις περισσότερο με την Άρτεμις"
Μπορούσα να καταλάβω ότι του θύμιζα αρκετά την Άρτεμις. Εξωτερικά ήμασταν σαν δύο σταγόνες νερό.
"Εσωτερικά, όμως, δε μοιάζετε", σχολίασε ο Άρης.
"Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να διαβάσεις τη σκέψη μου;", διαμαρτυρήθηκα κι εκείνος σήκωσε τα χέρια του απολογητικά. Πες μου πως δεν το έκανε αυτό από την ώρα που ξύπνησα στο σπίτι του Κρις, αλλιώς δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!
Με κοίταξε με το αθώο βλέμμα ενός κουταβιού. Γαμώτο, το έκανε! Και εξακολουθούσε να το κάνει!
"Βγες απ'το κεφάλι μου!", τον πρόσταξα και τον αγριοκοίταξα.
"Συγγνώμη, αλλά έπρεπε να βεβαιωθώ ότι είσαι όντως αυτή που ισχυρίζεσαι", δικαιολογήθηκε.
Αναστέναξα και κάθισα στον καναπέ. Έθαψα το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες μου και έβαλα το μυαλό μου σε λειτουργία. Πώς γνώριζε η Άρτεμις ότι είχα έρθει σε τούτο τον κόσμο και την ιδιότητά μου ως δημιουργός, ενώ οι άλλοι τα αγνοούσαν αυτά παντελώς; Επίσης, πώς γινόταν να έχω στην κατοχή μου το μαγικό ξίφος Όλορ; Αν όντως το είχα, δηλαδή...
"Άρη", αναφώνησα και σήκωσα το βλέμμα μου για να χαζέψω την κλειστή τηλεόραση. "Να σε ρωτήσω κάτι;"
Τον ένιωσα να πλησιάζει και να κάθεται στον δεύτερο καναπέ, ώστε να έχουμε οπτική επαφή. "Ρώτα"
"Γνωρίζω ότι μπορείς να νιώσεις αν κάποιος έχει μαγικές δυνάμεις", είπα και έγνεψε καταφατικά. "Πριν ισχυρίστηκες ότι δεν έχω. Αλήθεια ή ψέμα;"
"Αλήθεια. Είσαι ένας κανονικός άνθρωπος"
Και τότε μου ήρθε μία ιδέα: αν έγραφα κάτι σε ένα χαρτί, αυτό θα γινόταν πραγματικότητα;
"Μπορώ να έχω μολύβι και χαρτί, σε παρακαλώ;"
"Αμέ", απάντησε και μου έφερε αυτά που ζήτησα.
Ώρα να μάθουμε την αλήθεια.
Αφού έγραψα μερικές προτάσεις, σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το παράθυρο. Απογοητευμένη, γύρισα πίσω στον καναπέ.
Τα πράσινα μάτια του Άρη δεν είχαν φύγει ούτε λεπτό από πάνω μου. "Τι έγινε μόλις τώρα;", με ρώτησε.
"Έγραψα κάτι και ήθελα να δω αν θα πραγματοποιηθεί", εξήγησα. "Αλλά δεν έγινε τίποτα τελικά"
"Σου είπα: δεν έχεις δυνάμεις"
"Τότε πώς στο καλό σας δημιούργησα;", ξέσπασα και ο Άρης έμεινε σιωπηλός. "Κι αν έχω όντως το Όλορ;"
"Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω"
Ξεφύσηξα και άφησα τον εαυτό μου να πέσει προς τα μαξιλάρια. Ο μόνος τρόπος να μάθουμε αν είχα το ξίφος ήταν να το καλέσουμε. "Άρη, μπορούμε να καλέσουμε το ξίφος;"
"Ναι"
"Να το κάνουμε τώρα;"
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. "Είναι αργά και είμαστε και οι δύο κουρασμένοι"
"Και καλύτερα να είναι και οι υπόλοιποι εδώ", συμπλήρωσα.
Ο Άρης έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε από τη θέση του. Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Εγώ, από την άλλη, έβγαλα τα παπούτσια μου και ξάπλωσα στον αναπαυτικό καναπέ. Πριν το καταλάβω με είχε πάρει ο ύπνος.
***
Στην αρχή άκουγα μουρμουρητά και βήματα μέσα στο χώρο. Ποιος ήταν μέσα στο δωμάτιό μου και τι ήθελε; Άνοιξα τα μάτια μου. Όχι, δεν ήμουν στο δωμάτιό μου.
Για την ακρίβεια, ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ στο διαμέρισμα του Άρη, μόνο που εγώ δε θυμόμουν κανένα πάπλωμα να με σκεπάζει όπως τώρα.
"Άρη! Η συγγραφέας μας ξύπνησε!", άκουσα να ανακοινώνει ο Άγγελος, ο οποίος στηρίχτηκε στη ράχη του καναπέ και μου χαμογέλασε.
"Καλημέρα", είπα και παρατήρησα πως η στρατιωτική του ταυτότητα ήταν πάνω από τη φούτερ που φορούσε. "Τι ώρα είναι;"
"Εννιά και μισή. Έλα, έχει τηγανίτες στην κουζίνα"
"Τώρα μιλάς σωστά!", μουρμούρισα και πετάχτηκα σαν το ελατήριο από τον καναπέ, κάνοντας τον Άγγελο να γελάσει.
Προχωρώντας προς την κουζίνα, η ματιά μου έπεσε πρώτα στο πιάτο με το φαγητό και στη συνέχεια στον Άρη. Εκείνος ήταν πάνω από το τηγάνι και μαγείρευε, φορώντας μία φλοράλ ποδιά.
"Φαΐ!", αναφώνησα και κάθισα σε μία καρέκλα. Δεν είχα καταλάβει πόσο πεινούσα ώσπου να φάω την πρώτη μπουκιά.
"Σιγά! Το φαγητό δεν πρόκειται να πάει πουθενά!", έκανε ανάμεσα από τα γέλια του ο Άγγελος.
Εγώ απλά ανασήκωσα το φρύδι μου και έβαλα μία μεγάλη μπουκιά μέσα στο στόμα μου, χωρίς να έχω καταπιεί την προηγούμενη.
"Έσκασα...", δήλωσα και χάιδεψα το γεμάτο στομάχι μου ευχαριστημένη.
"Αφού καταβρόχθισες τις μισές τηγανίτες!", σχολίασε ο Άρης.
Είχαμε τελειώσει το πρωινό και τώρα απλά καθόμασταν στην κουζίνα.
"Παιδιά, έχω ερώτηση"
"Ριχ'την", έκαναν ταυτόχρονα.
"Μπορούμε να καλέσουμε το Όλορ; Αν το έχω, τουλάχιστον να πάω να της το δώσω, να τελειώνουμε!"
Τα δύο αγόρια αλληλοκοιτάχτηκαν.
"Διώνη", είπε ο Άγγελος, υιοθετώντας μία σοβαρή έκφραση. "Δεν μπορείς να της το δώσεις έτσι απλά ..."
"Γιατί;"
"Επειδή το ξίφος θα αλλάξει κάτοχο μόνο αν πεθάνεις", συμπλήρωσε ο Άρης χαμηλόφωνα και χωρίς να την κοιτάει
Τι; Δηλαδή, ο κλώνος μου ήθελε να με σκοτώσει;
Όχι, όχι...
"Σίγουρα θα υπάρχει κάποια εναλλακτική!", ψέλλισε πανικόβλητη "Αποκλείεται να μην υπάρχει!"
Τα αγόρια με κοίταξαν απολογητικά.
"Δεν υπάρχει, Διώνη...", δήλωσε ο Άρης και έκλεισε το χέρι του μέσα στο δικό μου.
Βαθιές ανάσες, Διώνη, βαθιές ανάσες...!
"Και τώρα τι κάνουμε;"
"Σε προστατεύουμε και προσπαθούμε να πείσουμε την Άρτεμις ότι δεν έχεις το ξίφος εσύ", απάντησε ο Άγγελος.
***
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε με μένα να προσπαθώ να καλέσω το Όλορ, ακολουθώντας τις οδηγίες των αγοριών. Ωστόσο, αποτύγχανα παταγωδώς!
"Από τη στιγμή που δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμά μου, αυτό σημαίνει ότι δεν το έχω, σωστά;", είπα και ένα κύμα ανακούφισης με διαπέρασε.
"Όχι. Μπορεί απλά να θέλει περισσότερη εξάσκηση", απάντησε ο Μαξ και εμφάνισε το δικό του σπαθί. Τώρα αυτό επίτηδες το έκανε;
Κατσούφιασα και κάθισα δίπλα του στον καναπέ.
"Ελα, μην κάνεις έτσι! Κάθε αρχή και δύσκολη, δε λένε;"
"Εξάλλου, τι θα κερδίσεις αν το καλέσεις;", ρώτησε ο Κρις.
"Την ευχαρίστηση του δημιουργού", απάντησα. "Εσείς δουλειά ως εκδικητές δεν έχετε;"
"Έχουμε, αλλά θα φύγουμε σε λίγο. Ακόμα δέκα είναι!", απάντησε ο Κρις.
Και οι δύο ήταν ντυμένοι στα μαύρα και το μόνο που τους έλειπε ήταν η μάσκα με τη νεκροκεφαλή.
"Τόσο πολύ θέλεις να μας ξεφορτωθείς;", έκανε ο Μαξ με ένα μειδίαμα.
"Εγώ;", είπα, πεταρίζοντας αθώα τις βλεφαρίδες μου. "Απορώ πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό!"
Με τη μεγάλη του παλάμη μού ανακάτωσε τα μαλλιά και στη συνέχεια μου τσίμπησε το μάγουλο.
"Άρη, η μικρή μας διώχνει!", σχολίασε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια.
"Καλά σας κάνει! Σε λίγο θα διώξω και τον Άγγελο!"
"Εγώ τώρα σε τι έφταιξα;", σάστισε ο Άγγελος, αλλά όπως και να είχε, εκείνος σηκώθηκε πρώτος από τον καναπέ, με τους άλλους δύο να τον μιμούνται.
"Πάλι μόνοι μείναμε", μονολόγησα και χασμουρήθηκα. Ξάπλωσα στον καναπέ και έκλεισα τα μάτια μου.
"Απόψε θα κοιμηθείς σε κανονικό κρεβάτι"
"Και εδώ μια χαρά είναι", απάντησα και βολεύτηκα καλύτερα. Ήμουν τόσο κουρασμένη που κοιμόμουν επιτόπου.
Άκουσα τον Άρη να ξεφυσάει πριν χτυπήσει τα δάχτυλά του.
Ξαφνικά βρέθηκα να αιωρούμαι ένα μέτρο πάνω από το κρεβάτι και στο επόμενο δευτερόλεπτο έσκασα σαν καρπούζι πάνω στο στρώμα, βγάζοντας ένα επιφώνημα έκπληξης.
Άκουσα τον άλλον να γελάει και τον αγριοκοίταξα. Στεκόταν χαλαρός στο κούφωμα της πόρτας και χαμογελούσε πονηρά.
Ωστόσο, το χαμόγελο τού κόπηκε μαχαίρι και μπήκε σε επιφυλακή, κάτι το οποίο με τάραξε.
"Βάλε παπούτσια, πρέπει να φύγουμε!"
Τον υπάκουσα σιωπηλά και φόρεσα τα αθλητικά μου. Τον κοίταξα καλύτερα. Πότε είχε προλάβει να αλλάξει ρούχα; Μαύρο κοντομάνικο, μαύρο παντελόνι, αρβυλάκια. Κλασικός Άρης.
Πήγα να πω κάτι, αλλά μου έκλεισε το στόμα με τη γαντοφορεμένη του παλάμη, ενώ με τα μάτια μού έλεγε να κάτσω ήσυχη.
Από εκεί και πέρα όλα έγιναν υπερβολικά γρήγορα. Η Άρτεμις ξεπρόβαλλε από το πουθενά και άρχισε να παλεύει με τον Άρη, ενώ έκανε την εμφάνισή του και ο Λούκας. Εκείνος έκανε να με αρπάξει, αλλά με έναν ελιγμό του ξέφυγα.
Το τοπίο άλλαξε και κατάλαβα πως είχαμε τηλεμεταφερθεί σε μία αλάνα καπου στην πόλη. Μόνο εγώ και η Άρτεμις.
Ένα ασημένιο βέλος είχε ως στόχο το μέτωπό μου.
"Άρτεμις, σε παρακαλώ!", προσπάθησα να τη λογικεύσω. "Δεν το έχω εγώ το ξίφος!"
"Εσύ το έχεις! Μπορώ να το νιώσω μέσα σου!", είπε εκείνη. "Αλλά όχι πια!"
Το βέλος ελευθερώθηκε από τη χορδή.
Αυτό, λοιπόν, είναι το τέλος μου;
Αλλά ποτέ δε χτυπήθηκα.
Το βέλος το είχα αποκρούσει με ένα ξίφος. Το Όλορ είχε κάνει την εμφάνισή του και τώρα το κρατούσα.
Η Άρτεμις τοποθέτησε και δεύτερο βέλος στο τόξο και ετοιμάστηκε να ρίξει. Ωστόσο, δεν έριξε ποτέ.
Ο Άρης μπήκε ανάμεσά μας με το σπαθί του έτοιμο και με τη δύναμή του, έστειλε τη σωσία μου δέκα μέτρα μακριά. Γύρω της εμφανίστηκε ένα λευκό πλαίσιο, σαν φυλακή, παγίδα της δύναμης του Λευκού Ρόδου, ή αλλιώς του Άγγελου.
Το Όλορ γλίστρησε από το κράτημά μου κι εγώ συγκρούστηκα στο έδαφος με τα γόνατα. Οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει.
Ο Άρης με πλησίασε και γονάτισε ώστε να είναι στο ίδιο ύψος με μένα. Τα πράσινα μάτια του ήταν γεμάτα με ανησυχία. Κάτι έλεγε, αλλά εγώ δεν τον άκουγα και η όρασή μου είχε αρχίσει να θολώνει. Και μετά μαύρο.
***
Το φως του ήλιου με χτυπούσε στα μάτια, κάνοντάς με να ξυπνήσω. Ανασηκώθηκα ελαφρά και πρόσεξα ότι τα ρούχα μου είχαν αντικατασταθεί με ένα απλό κοντομάνικο και ένα σορτσάκι. Αναλογίστηκα το προηγούμενο βράδυ και συνειδητοποίησα πως είχα χάσει ξανά τις αισθήσεις μου. Φοβερά!
Κατευθύνθηκα προς το σαλόνι, όπου βρισκόταν ο Άρης, ο Μαξ, ο Κρις και ο Άγγελος. Σηκώθηκαν όταν με είδαν και τα βλέμματά τους γέμισαν με ανακούφιση.
Ο Άρης με πλησίασε και με έκλεισε στην αγκαλιά του, ξαφνιάζοντάς με. "Πώς νιώθεις;", με ρώτησε και με έβαλε να καθίσω στον καναπέ.
"Καλά", απάντησα και όλοι χαμογέλασαν. "Η Άρτεμις;"
"Γύρισε από εκεί απ'όπου ήρθε", δήλωσε λακωνικά ο Κρις.
"Και το ξίφος;"
"Μέσα σου", είπε ο Άγγελος.
"Και το πρωινό;", ρώτησα, καθώς το στομάχι μου παραπονέθηκε.
Αφού τάισα το θηρίο μέσα μου, καθίσαμε πίσω στο σαλόνι.
Ο Μαξ καθάρισε το λαιμό του για να μας τραβήξει την προσοχή. "Λοιπόν, Διώνη, μετά από έρευνα, βρήκαμε τρόπο να γυρίσεις πίσω στον κόσμο σου"
Η αλήθεια ήταν πως είχα ξεχάσει ότι εγώ ήμουν από αλλού. "Α. Και ποιος είναι αυτός;", ρώτησα χωρίς κανέναν ενθουσιασμό.
"Υπάρχει μία πύλη που ανοίγει μία φορά το μήνα τα μεσάνυχτα και για μία ώρα μόνο", απάντησε ο γαλανομάτης νεαρός.
"Και αυτή η νύχτα του μήνα είναι απόψε", συμπλήρωσε ο Κρίστοφερ και νεκρική σιγή απλώθηκε στο χώρο.
"Δηλαδή, αυτό ήταν; Τέρμα η περιπέτεια της Διώνης;", αναρωτήθηκα λυπημένη.
"Δεν τελείωσε, ακόμη, όμως!", έκανε ο Άγγελος και μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
"Ναι, έχουμε κάτι ώρες ακόμα", έκανα άκεφα.
"Συνεπώς, μπορούμε να πάμε μία βόλτα στην πόλη!", πρότεινε ο Άρης.
***
Χωρίς να χάσουμε ούτε ένα λεπτό τα αγόρια άρχισαν να με ξεναγούν στην πόλη που είχα δημιουργήσει. Αλλά για κάποιο λόγο, δεν μπορούσα να το απολαύσω.
Ώσπου, έφτασε το βράδυ.
Η ώρα ήταν δώδεκα παρά είκοσι όταν φτάσαμε στο πάρκο, στο οποίο θα εμφανιζόταν η πύλη που θα με γυρνούσε πίσω στο σπίτι.
Δεν ήμουν ψυχολογικά έτοιμη για να φύγω, ήθελα να κρατήσει παραπάνω όλο αυτό.
Ένιωσα μία παλάμη στον ώμο μου και γύρισα να δω σε ποιον ανήκε.
Πετάχτηκα από την τρομάρα μου, αντικρίζοντας τη μάσκα με τη νεκροκεφαλή, αλλά συνήλθα και αγριοκοίταξα τον Κρις, ο οποίος γελούσε.
"Είσαι έτοιμη να γυρίσεις πίσω;"
Έγνεψα αρνητικά. "Κράτησε λίγο"
"Να χαίρεσαι που συνέβη", σχολίασε ο Μαξ.
Ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν και προσπάθησα να συγκρατηθώ.
"Μη λυπάσαι που τελειώνει, γιατί όλα κάποτε φτάνουν στο τέλος τους ", συμπλήρωσε ο Άγγελος και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους μου.
"Η πύλη άνοιξε!", ανακοίνωσε ο Άρης. Επομένως είχα μία ώρα για να περάσω στην άλλη πλευρά, στον κόσμο μου.
Πλέον αλμυρά δάκρυα έβρεχαν τα μάγουλά μου. "Θα μου λείψετε!", είπα και το εννοούσα. Για μένα τα αγόρια ήταν κάτι παραπάνω από φανταστικούς χαρακτήρες.
"Κι εσύ θα μας λείψεις!", δήλωσε ο Μαξ και με έκλεισε στην αρκουδίσια του αγκαλιά. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, με τελευταίο τον Άρη.
Με οδήγησε μπροστά από τη φωτεινή πύλη και πέρασε τα χέρια του γύρω μου.
"Πρέπει να φύγεις...", μου ψιθύρισε και διέκρινα τη θλίψη στη φωνή του.
Αποτραβήχτηκα ελαφρά και χάθηκα μέσα στο πράσινο βλέμμα του.
Πήρε το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες του, σκούπισε τα δάκρυά μου με τους αντίχειρές του και μου άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο.
"Αντίο, Διώνη", ψιθύρισε. "Να προσέχεις"
"Αντίο, Άρη. Θα τα ξαναπούμε", απάντησα στον ίδιο τόνο και χάθηκα μέσα στην πύλη.
***
Το τραγούδι που είχα επιλέξει για ξυπνητήρι αντήχησε σε όλο το σπίτι. Με νωχελικά βήματα, πήγα προς το γραφείο του δωματίου και το έκλεισα. Έλεγξα την ώρα. 7:30πμ
Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, αλλά όχι επειδή αν δεν ετοιμαζόμουν άμεσα θα αργούσα στη σχολή. Αλλά επειδή είδα το φόντο του κινητού.
"Τι;", ψέλλισα και κόλλησα τη μούρη μου στην οθόνη.
Η φωτογραφία του φόντου απεικόνιζε εμένα να κάθομαι σε έναν καναπέ, παρέα με έναν πρασινομάτη νεαρό. Θα ορκιζόμουν πως εγώ δεν έχω βγει ποτέ τέτοια φωτογραφία και ειδικά με έναν τέτοιο παίδαρο. Πήγα στο άλμπουμ της κάμερας και άρχισα να ψάχνω. Περίπου τριακόσιες φωτογραφίες απεικόνιζαν εμένα μαζί με μερικούς άλλους.
"Οι φανταστικοί μου χαρακτήρες..."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top