Για την ψυχή της - darkside_cookies

«Γκουέν». Η φωνή του Λεό ακούγεται τραχιά από τα ηχεία του αυτοκινήτου. «Δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι», της λέει.

Θέλει να του απαντήσει πως όντως δεν χρειάζεται· απαιτείται.

Μπορεί να νιώσει τις τελευταίες μέρες να κάθονται βαριές στους ώμους της, σχεδόν ασήκωτες. Δεν ξέρει αν θα καταφέρει να βγει ζωντανή από το τέλος της εβδομάδας. Αλλά η φωνή του Λεό είναι καθησυχαστική και ήρεμη, της θυμίζει καλοκαίρια στην παραλία και ζεστά χαμόγελα. Της θυμίζει τα αγαπημένα της γλυκά και τη μυρωδιά της κουζίνας τους. Της θυμίζει πόσο ζεστή είναι η βέρα γύρω από το δάχτυλο της.

«Θα προσπαθήσω», του απαντάει καθώς στρίβει το τιμόνι της. Μπροστά της, πέρα από το παρμπρίζ απλώνεται σκοτάδι. Δεν υπάρχουν άλλα φώτα πέρα από τους προβολείς της που, σε κάθε στροφή, γεμίζουν ξανθό τη χαράδρα που φωλιάζει στο πλάι του δρόμου. «Μείνε μαζί της, εντάξει;»

«Δεν πρόκειται να φύγω», τη διαβεβαιώνει. «Ξέρεις πως τη μητέρα σου τη νιώθω σαν δική μου».

Θέλει να του απαντήσει πως το ξέρει αλλά δεν βρίσκει τις λέξεις. Τελικά δεν λέει τίποτα. Νιώθει δάκρυα να μαζεύονται στις άκρες των ματιών της. Όχι τώρα, σκέφτεται. Πιέζει το πρόσωπο της στον ώμο της ώστε να σκουπίσει την υποψία νωπότητας από τα μάγουλα της. Δεν θέλει να σπαταλήσει τα δάκρυα της από τώρα. Η μητέρα της δεν έχει φύγει ακόμη.

«Σε ευχαριστώ Λεό», του λέει τελικά. Μπορεί να τον φανταστεί να της χαμογελάει. «Σε αγαπάω πολύ».

«Και εγώ σε αγαπώ, χαζούλα μου». Η πρόταση κάνει ένα νευρικό γελάκι να ξεφύγει από τα χείλη της. «Θα είμαι εδώ για σένα».

Η συνέχεια της συζήτησης χάνεται σε έναν ηχηρό γδούπο.

Μπορεί να νιώσει το παρμπρίζ να θρυμματίζεται σε εκατομμύρια μικρά θρύψαλα καθώς το αυτοκίνητο της στέλνεται στο πλάι του δρόμου. Όχι, σκέφτεται, όχι, όχι, όχι. Η χαράδρα απλώνεται απειλητική στο πλάι της. Το αμάξι τραντάζεται ολόκληρο. Όχι. Φέρνει τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπο. Η ζώνη της πιέζεται στο στήθος. Δεν μπορεί να αναπνεύσει. Ένας ακόμη κρότος. Και μετά σκοτάδι.

Όταν συνέρχεται, η Γκουέν συνειδητοποιεί: δεν πονάει. Δεν πονάω. Ίσως να έχω πεθάνει. Σηκώνει το ένα χέρι στο πρόσωπο. Όμως όταν προσπαθεί να ακουμπήσει το κούτελο της δεν βρίσκει αντίσταση. Ανοίγει τα μάτια. Σκατά.

Όταν η Γκουέν ήταν δέκα, είχαν ξεκινήσει ένα υπερφυσικό ταξίδι στην Ευρώπη: θα ξεκινούσε από την Σκωτία, την Αγγλία και θα κατέληγε στην Ρουμανία. Θυμάται ακόμη την ανατριχίλα στα χέρια της καθώς πιεζόταν στην αγκαλιά της μητέρα της, ακούγοντας σκοτεινές ιστορίες για φαντάσματα άτυχων ψυχών που έμελλε να στοιχειώνουν κάστρα, παλάτια και υπόγειες σήραγγες για το υπόλοιπο της αιωνιότητας. Πάντοτε θύματα ειδεχθών εγκλημάτων, πάντοτε ταλαιπωρημένα και αδικημένα, πάντοτε παιδιά της βαρβαρότητας και της εκδίκησης.

Ποτέ, όμως, δεν είχε ακούσει ιστορίες για αυτό που τώρα της συνέβαινε.

Μπορεί να νιώσει εκνευρισμό να μαζεύεται στο άυλο σώμα της καθώς περπατάει πάνω-κάτω το δωμάτιο. Είναι το τελευταίο από μια σειρά συναισθημάτων που διαδέχονται απρόβλεπτα το ένα το άλλο τις τελευταίες ώρες. Αρχικά τρόμος, μετά άρνηση, μετά υστερία, μετά θυμός, μετά θλίψη, μετά απορία και τώρα εκνευρισμός. Κυρίως επειδή μέσα στις τελευταίες ώρες έχει επιτέλους καταφέρει να χωρέσει στο μυαλό της το πλήρες εύρος της κατάστασης. Και η κατάσταση πάει ως εξής:

Ήταν σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Κάποιος την τράκαρε. Είναι νεκρή. Μόνο με μια παγίδα: δεν είναι ακριβώς... νεκρή. Βασικά για να το θέσει καλύτερα: δεν είναι ακριβώς... ο εαυτός της. Ο εαυτός της, αντιθέτως, κείτεται στο κρεβάτι δίπλα της. Ξαπλωμένος σε ένα νοσοκομειακό στρώμα με καλώδια και ορούς να κολλάνε στο δέρμα του. Υπάρχει ένα μηχάνημα πάνω από το κεφάλι της, που χτυπάει με έναν ψηλό, μονότονο ήχο κάθε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου. Ωραία, σκέφτηκε στην αρχή. Κατά κάποιον τρόπο η ψυχή μου βγήκε από το σώμα μου. Διαχειρίσιμο.

Μόνο που... ε... υπάρχει μια ακόμη παγίδα στην υπόθεση.

Το φάντασμα της... το φάντασμα της... δεν είναι ακριβώς ο εαυτός της.

Κοιτάζοντας τα χέρια της, συνειδητοποιεί πως είναι αντρικά. Το δέρμα σκληρό, τα νύχια κοντοκομμένα. Υπάρχουν φλέβες στα χέρια της που ξεκινούν από ένα λεπτό βραχιόλι μέχρι και τον αγκώνα όπου αρχίζει το ύφασμα ενός πουκαμίσου, το μανίκι του οποίου είναι γυρισμένο σε εκείνο το σημείο. Αγγίζοντας το πρόσωπο της, βρίσκει μια λεπτή μύτη, έντονο πιγούνι, κοντά μαλλιά. Καμιά σχέση με το δικό της πρόσωπο: φουσκωμένα, κόκκινα μάγουλα, μεγάλη αιγυπτιακή μύτη και μαλλιά μέχρι την αρχή των ώμων της.

Στην αρχή ήταν άκρως μπερδεμένη.

Μέχρι που αποφάσισε να βγει από το δωμάτιο, περνώντας απρόσκοπτα μέσα από την πόρτα, ώστε να διασχίσει τους διαδρόμους του νοσοκομείου. Δυο νοσοκόμες κουτσομπόλευαν μερικούς διαδρόμους προς τα κάτω. Ένας νεαρός με αναπηρικό καροτσάκι κοπανούσε ένα μηχάνημα με σνακς. Δυο κοριτσάκια τραβούσαν τη μητέρα τους από τα χέρια. Η Γκουέν τους είχε προσπεράσει όλους, ψάχνοντας ένα-ένα τα δωμάτια. Ύστερα από τραυματικές επαφές με δυο γεννήσεις, έναν γέρο που ξερνούσε σε έναν κουβά και τρεις πολύ ανατριχιαστικές επεμβάσεις, κατέληξε στο νεκροτομείο. Και εκεί, την περίμενε, το πτώμα του Νισιγκάτα Σούι-Γκίν και ένα κάρο απαντήσεις.

Τώρα, περπατάει πάνω-κάτω στο δωμάτιο, περιμένοντας το σώμα της (και τη ψυχή του Σούι-Γκίν που, από ό,τι φαίνεται, βρίσκεται μέσα του) να ξυπνήσουν. Δεν έχω χρόνο για όλα αυτά, σκέφτεται καθώς κοπανάει το χέρι της στο παράθυρο. Η γροθιά της απλώς περνάει από την άλλη πλευρά. Η μητέρα μου πεθαίνει.

Πλησιάζει πάνω από το κρεβάτι. Τα παράθυρα είναι ανοιχτά και ένα ελαφρύ αεράκι παρασέρνει τα μαλλιά του σώματος της. Φαίνεται γαλήνιο στον ύπνο του και η Γκουέν συνειδητοποιεί πως δεν έχει ξαναδεί τον εαυτό της να κοιμάται. Είναι μια παράξενη, αφύσικη εμπειρία, περισσότερο βγαλμένη από σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Ξαφνικά, καταλαμβάνεται από την έντονη επιθυμία να αγγίξει το πρόσωπο της. Αυτό βλέπει ο Λέο κάθε μέρα όταν ξυπνάει, σκέφτεται. Τα δάχτυλα της φτάνουν μόλις μερικά χιλιοστά μακριά από τη μύτη της. Κρατάει την ανάσα της.

Και ύστερα το σώμα της πετάγεται όρθιο.

Ο Σούι-Γκίν μπήγει μια τσιρίδα.

Η Γκουέν τον μιμείται.

«Τι στο...;» φωνάζει ο άντρας. «Τι στο διάολο; Τι στο διάολο!»

«Με κοψοχόλιασες!» φωνάζει η γυναίκα, φέρνοντας ένα χέρι στο στήθος. Μπορεί να νιώσει το στέρνο του άντρα κάτω από την παλάμη της.

«Εγώ σε κοψοχόλιασα;» της φωνάζει. Και ύστερα μειώνει τρομοκρατημένος την ένταση της φωνής του. «Είσαι εγώ».

«Και εσύ είσαι εγώ», του απαντάει η Γκουέν. Ο άντρας ανασηκώνει τα φρύδια του προβληματισμένος. «Ακούμπα το πρόσωπο σου». Η Γκουέν πάει να αγγίξει την παλάμη του για να εκτελέσει από μόνη της την ίδια της την εντολή αλλά τα δάχτυλα της απλώς περνάνε μέσα από το δέρμα του. Στον καρπό του φοράει ένα βραχιόλι που η Γκουέν δεν αναγνωρίζει ως δικό της. «Ακούμπα το», επαναλαμβάνει. Τώρα ο άντρας δείχνει τρομοκρατημένος. Καταπίνει ξερά. Και ύστερα πάει να σηκώσει το χέρι του.

Η πράξη του κόβεται στη μέση καθώς η πόρτα ανοίγει διάπλατα. Στο κατώφλι βρίσκεται ο Λεό.

Η καρδιά της Γκουέν αφήνει έναν άρρυθμο χτύπο στο θέαμα. Δεν είχε σταματήσει να τον σκέφτεται από τη στιγμή που ξύπνησε. Το άγχος και τον πανικό που θα πρέπει να του είχε προκαλέσει το ατύχημα. Έτσι, χωρίς να το σκεφτεί, κάνει ένα βήμα προς το μέρος του, ανοίγοντας τα χέρια για να τον αγκαλιάσει. Ο Λεό περνάει κυριολεκτικά μέσα από την αγκαλιά της. Την επόμενη στιγμή πιέζει τα χείλη του στα χείλη του Σούι-Γκίν που φαίνεται ξαφνικά πολύ τρομοκρατημένος.

Η Γκουέν ούτε που βρίσκει το χρόνο να ζηλέψει μιας και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την εικόνα του εαυτού της να φιλάει τον δυο χρόνια άντρα της. Ω, σκέφτεται, είμαστε αξιολάτρευτοι. Και ύστερα χαμογελάει με ευχαρίστηση.

Το ακριβώς αντίθετο συναίσθημα του χαμόγελου ευχαρίστησης είναι αποτυπωμένο στο πρόσωπο του Σούι-Γκίν: ένας τρομοκρατημένος μορφασμός. «Γκουέν», κάνει ο Λεό καθώς αποτραβιέται, πιέζοντας το μέτωπο του στο μέτωπο του Σούι-Γκίν. «Φοβήθηκα τόσο πολύ». Υπάρχουν δάκρυα στα μάτια του. Η συγκίνηση της σκηνής καταστρέφεται πλήρως από το ύφος στο πρόσωπο του Σούι-Γκίν. «Είσαι εντάξει;» την ρωτάει ο Λεό. «Πονάς;»

«Άγγιξε το χέρι του και πες του πως είσαι εντάξει», καθοδηγεί η γυναίκα τον Σουί-Γκίν που την κοιτάει με το στόμα ανοιχτό, σαν ψάρι. «Δεν έχουμε όλη τη μέρα για χάσιμο. Πρέπει να λύσουμε αυτό το θέμα». Δείχνει το σώμα της και ύστερα το δικό του. «Άμεσα».

Ο άντρας γνέφει καταφατικά.

"Θα πρέπει να λείψω για λίγες μέρες. Μην με ψάξεις. Πήγαινε στο νοσοκομείο για τη μαμά. Σε αγαπώ".

Αυτό είναι το μήνυμα που άφησε στον Λεό πριν γλιστρήσουν μαζί με τον Σούι-Γκίν έξω από το σπίτι και μέσα στο δεύτερο αυτοκίνητο της. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη και οι κινήσεις τους κρύβονταν στο σχετικό σκοτάδι του Σαββάτου. Ήταν τέσσερις ώρες ταξίδι αν δεν υπερέβαιναν το όριο ταχύτητας κάτι που ο άντρας προσπάθησε να κάνει πάμπολλες φορές. Μοναδικό του εμπόδιο, πριν τους στείλει αμφότερους σε έναν δεύτερο ομαδικό τάφο, ήταν το αγανακτισμένο ύφος της Γκουέν κάθε φορά που πατούσε το γκάζι. «Σε σκότωσες ήδη μια φορά!» του έκανε θυμωμένα κάποια στιγμή. «Και τώρα είσαι στο δικό μου σώμα. Φέρσου ανάλογα».

Ο άντρας δεν επιτάχυνε ξανά.

«Τι ακριβώς περιμένουμε πως θα βρούμε στο σπίτι σου;» τον ρωτάει τώρα, δαγκώνοντας τα νύχια της.

Ο Σουί-Γκιν αναστενάζει.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα».

Το σπίτι του είναι ένα στενό διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου. Υπάρχουν δεκάδες φωτογραφίες στους τοίχους: άλλες κρεμασμένες σε κορνίζες, μερικές με λεζάντες, άλλες μονάχα με το χαρτί και ένα καρφί να τις κρατάει στη θέση τους. «Είσαι φωτογράφος;» τον ρωτάει. Ο Σούι-Γκίν χαμογελάει. «Ήμουν», λέει. Η πρόταση κάνει κάτι να σφίξει στο στομάχι της Γκουέν.

Τόσες μέρες τον αντιμετώπιζε περισσότερο ως παράσιτο στο σώμα της, έναν ιό που Θεού θέλοντος θα ξεφορτωνόταν σύντομα. Ωστόσο, τώρα, μαζί με τις φωτογραφίες στους τοίχους, απλώνεται μπροστά της και μια ιστορία. Η ιστορία ενός ανθρώπου που τώρα κατοικεί στο σώμα της.

Ο Σούι-Γκίν βάζει ένα ποτήρι κρασί, κάθεται στον καναπέ και ανοίγει το λάπτοπ του. Η Γκουέν θα ήθελε να βοηθήσει στην έρευνα αλλά η κατάσταση της την δυσκολεύει ελάχιστα, έτσι, καταδικάζεται στο να περιφέρεται ανάμεσα στις φωτογραφίες, περιεργαζόμενη την κάθε μία ξεχωριστά. Υπάρχουν φωτογραφίες από τοπία, από χαμογελαστά πρόσωπα, από πόλεις, βουνά, θάλασσες. Υπάρχουν πολλές φωτογραφίες από την Ιαπωνία: το χωριό του Σούι-Γκίν, μερικά φεστιβάλ με πυροτεχνήματα, μια γυναίκα ντυμένη με yukata. Όσο προχωράει κατά μήκος του τοίχου, τόσο και αισθάνεται πως γνωρίζει τον άλλο άντρα. Η τελευταία φωτογραφία είναι ίσως και η αγαπημένη της: ένας παραδοσιακός ιαπωνικός κήπος, ο Σούι-Γκίν πολύ νεαρός - ίσως και δέκα χρονών και μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας να στέκεται πλάι του, τα χαμόγελα στα πρόσωπα τους τόσο φωτεινά όσο και ο ήλιος. Πρέπει να είναι η γιαγιά του, σκέφτεται, τοποθετώντας το χέρι της στην επιφάνεια της φωτογραφίας.

Στον καρπό της φοράει ένα λεπτό βραχιόλι.

Η Γκουέν σηκώνει το χέρι της ξαφνιασμένη. Είναι το ίδιο βραχιόλι που φοράει και ο Σούι-Γκίν στον δικό του.

Και ξαφνικά νιώθει να της κόβεται η ανάσα.

«Σήκωσε το χέρι σου», φωνάζει τρέχοντας προς τον καναπέ.

«Τι;» κάνει ο άντρας, προβληματισμένος. «Δεν έχω βρει τίποτε ακόμη».

«Νομίζω ότι ξέρω τι είναι», του λέει εκείνη. «Σήκωσε το χέρι σου».

Εκείνος ακολουθεί την εντολή της.

«Σκατά», μουρμουρίζει η Γκουέν και ύστερα σηκώνει και το δικό της χέρι. «Κοίτα».

Τα βραχιόλια που κρέμονται από τους καρπούς τους είναι δίδυμα. Όχι, σκέφτεται η γυναίκα, όχι δίδυμα, είναι το ίδιο βραχιόλι.

«Το βραχιόλι που φοράς δεν είναι δικό μου», του λέει. «Δεν ξέρω που το βρήκες αλλά εγώ, στη ζωή μου, δεν έχω αγοράσει ποτέ τέτοιο βραχιόλι».

«Ναι», της απαντάει εκείνος με ένα γελάκι. «Προφανώς και δεν είναι δικό σου. Δικό μου είναι».

Η Γκουέν του δίνει μερικά δευτερόλεπτα να το σκεφτεί.

Τα μάτια του Σουί-Γκίν ανοίγουν διάπλατα.

«Γιατί», ρωτάει τελικά η γυναίκα, τονίζοντας κάθε λέξη. «Να έχει το σώμα μου, το δικό σου βραχιόλι;»

«Κάτσε», της λέει ο άντρας, δείχνοντας τον καναπέ. «Νομίζω κατάλαβα τι συμβαίνει».

Και η Γκουέν κάθεται.

Η πτήση μέχρι την Ιαπωνία διήρκεσε 14 ώρες.

Είναι παράξενο να βλέπει τον εαυτό της να συνεννοείται σε άπταιστα Ιαπωνικά, μια γλώσσα που ούτε την αλφάβητο της δεν ξέρει να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ασιατικές. Αλλά όταν ο Σούι-Γκίν καταφέρνει να τους βρει το κατάλληλο τρένο και να τους χώσει αμφότερους σε ένα βαγόνι, δεν διαμαρτύρεται ιδιαίτερα.

Συνήθως στα ταξίδια της είναι η ίδια που προγραμματίζει κάθε λεπτομέρεια, μιας και ο Λεό δεν είναι ιδιαίτερα καλός στην έννοια του προγραμματισμού (εκτός αν σχετίζεται με κάποιο πιάτο στο εστιατόριο τους). Έτσι ήταν πάντα. Η Γκουέν έκανε τα μαθηματικά και εκείνος έβαζε την τέχνη. Τώρα, έτσι όπως κάθεται στη θέση δίπλα στον Σούι-Γκίν με τις αγροτικές περιοχές της Ιαπωνίας να τρέχουν έξω από το παράθυρο της, αναρωτιέται τι να κάνει ο Λεό. Ελπίζει να είναι με την μητέρα της. Ελπίζει να μην ανησυχεί για εκείνη.

«Τι σκέφτεσαι;» την ρωτάει ο άντρας δίπλα της. Μιλάει ψιθυριστά για να μην τον ακούσουν οι υπόλοιποι επιβάτες.

«Τον Λεό».

«Μμμ». Ο άντρας γνέφει. «Είστε χρόνια μαζί;»

«Έξι». Χαμογελάει. «Παντρευτήκαμε πριν από δύο. Τον αγαπάω πολύ. Εσύ;» τον ρωτάει τελικά. «Είσαι παντρεμένος;»

«Ήμουν». Υπάρχει μια απροσδιόριστη θλίψη στο βλέμμα του. «Ήρθαμε στην Αμερική να παντρευτούμε. Ήμασταν ερωτευμένοι για πολλά χρόνια. Και μετά...». Ανασήκωσε τους ώμους. «Μετά δεν ήμασταν».

Η Γκουέν νιώθει κάτι να σφίγγει μέσα της. Τώρα, καθώς παρακολουθεί τον Σούι-Γκίν συνειδητοποιεί κάτι: εκείνος είναι το φάντασμα. Ένας ζωντανός νεκρός. Κυριολεκτικά, το μόνο πράγμα που τον κρατάει στη ζωή είναι το βραχιόλι της γιαγιάς του, ένα νήμα που σύντομα θα κοπεί. Συνομιλεί με έναν μελλοθάνατο. Κάποιον που ισορροπεί ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, έτοιμος να γκρεμιστεί στο κενό.

«Μην το σκέφτεσαι», της κάνει λες και διάβασε τις σκέψεις της. «Δεν λέω πως είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος για την όλη κατάσταση αλλά δεν είναι δική σου υποχρέωση».

«Δεν...»

Η αλήθεια είναι πως, όντως, δεν ξέρει τι να πει. Ο Σούι-Γκίν έπρεπε να είναι ήδη νεκρός. Το μόνο που τον κρατάει στη ζωή είναι μια παρεξήγηση με την μοίρα. Δεν είναι δική της ευθύνη, ούτε δικό της το φταίξιμο. Αλλά για κάποιο λόγο, εξακολουθεί να νιώθει άσχημα. Εξακολουθεί να νιώθει πως πρέπει να κάνει κάτι.

«Ζω με δανεισμένο χρόνο, Γκουέν». Ένα λυπημένο χαμόγελο διαμορφώνεται στα χείλη του. «Δανείζομαι χρόνο από τη δική σου ζωή. Τώρα, θα έπρεπε να βρίσκεσαι με τον άντρα σου, στη δουλειά σου, στο σπίτι σου, στην οικογένεια σου. Όχι εδώ. Όχι με κάποιον που θα έπρεπε να έχει πεθάνει εδώ και μέρες».

«Η μητέρα μου πεθαίνει». Δεν ξέρει γιατί το είπε. Ίσως για να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Δεν ξέρει. Μπορεί να νιώσει δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της. «Θέλω να της μιλήσω μια τελευταία φορά πριν φύγει».

Ο Σουί-Γκίν δεν την κοιτάει καθώς αναπνέει ήρεμα.

«Θα δεις τη μητέρα σου», της λέει. «Θα την δεις».

Η γιαγιά του Σουί-Γκίν είχε πεθάνει εδώ και δέκα χρόνια. Υπήρχε νοσταλγία στη φωνή του όσο της μιλούσε για τις αναμνήσεις του μαζί της. Την αγαπούσε πολύ. «Αλλά μην ανησυχείς», της είχε πει. «Υπάρχει κάποια άλλη που μπορεί να μας βοηθήσει».

Η γυναίκα τους έφερε τσάι καθώς την περίμεναν στο σαλόνι, καθισμένοι στο πάτωμα δίπλα στο τραπέζι. Ο Σούι-Γκίν είχε βγάλει τα παπούτσια του πριν μπει στο σπίτι και η Γκουέν, παρόλο που ήξερε πως τα δικά της δεν υπήρχε περίπτωση να φέρουν μέσα βρωμιά, τον είχε μιμηθεί. Τώρα καθόταν δίπλα του, γονατισμένη σε πλήρη αντικατοπτρισμό της στάσης του, περιμένοντας. Η γυναίκα, που είχε συστηθεί ως Ιτσιχάρα Μίνα-σαν, φαινόταν μεγαλύτερη από την ηλικία της και τυλιγμένη με μια γαλήνια αύρα που έκανε την Γκουέν να αισθάνεται ήρεμη στο δέρμα της.

«Μμ», κάνει καθώς κοιτάει το βραχιόλι.

«Μου το έδωσε η γιαγιά μου», εξηγεί ο Σούι-Γκίν.

«Μμμ», επαναλαμβάνει, πιο έντονα.

«Νομίζω αυτό είναι υπεύθυνο για την όλη κατάσταση».

«Μμμ».

«Και κοιτάξτε-» πάει να το αγγίξει και η γυναίκα του χτυπάει τον καρπό με μια απότομη κίνηση.

«Δεν έχω ξεμωραθεί πλήρως, νεαρέ», του κάνει. «Μπορώ να κοιτάξω και μόνη μου».

Αυτό κάνει τον Σούι-Γκίν να σκάσει. Η Γκουέν πνίγει ένα γέλιο.

«Μμμ», λέει ξανά η γριά. «Αυτό πρέπει να είναι υπεύθυνο για την όλη κατάσταση».

«Αυτό της είπα μόλις τώρα», μουρμουρίζει απελπισμένος ο άντρας.

«Σου είχε πει κάτι όταν στο έδωσε;»

«Μου είπε:», ο Σούι-Γκίν σηκώνει το δάχτυλο του στον αέρα. «Είσαι πιο άχρηστος από τον ανεπρόκοπο τον πατέρα σου και αυτός τουλάχιστον είχε την φώτιση να παντρευτεί την κακομοίρα τη μητέρα σου -»

Η Γκουέν του ρίχνει μια αγκωνιά. Ο αγκώνας της δεν βρήσκει αντίσταση. «Που να σχετίζεται με το βραχιόλι».

«Είπε πως θα προστατέψει την ψυχή μου».

«Μμμ». Η γριά κουνάει καταφατικά το κεφάλι της. «Η γιαγιά σου ήταν σοφή γυναίκα αλλά ήταν και ηλίθια. Να εμπιστευτεί τα πνεύματα...» Χτύπησε τη γλώσσα της στον ουρανίσκο της. «Πραγματικά ηλίθια».

«Και... εμ», ο Σούι-Γκίν τρίβει το σβέρκο του. «Εμείς τι πρέπει να κάνουμε τώρα;»

«Θυμάσαι το δάσος που σε πήγαινε μικρό;» τον ρωτάει η γριά. «Θυμάσαι το μεγάλο δέντρο».

«Με την κουφάλα που μπορούσε να χωρέσει ολόκληρο χωριό;»

Η γριά γνέφει καταφατικά. «Εκεί θα βρεις τις απαντήσεις σου».

Το δάσος μυρίζει υγρασία. Η Γκουέν παρακολουθεί τον Σούι-Γκίν καθώς διασχίζει το μονοπάτι, χάνοντας την ισορροπία του σε πέτρες, παραμερίζοντας κλαδιά, αγκομαχώντας καθώς η ίδια περνάει μέσα από τα εμπόδια χαζεύοντας την ομορφιά του τοπίου. Την γαλήνια αγριάδα του. Υπάρχουν δέντρα εκατοντάδων ετών γύρω της, να απλώνουν τις φυλλωσιές και τα κλαδιά τους μέχρι τον ουρανό. Όταν φτάνουν σε ένα βαθύ ρυάκι, η Γκουέν δεν διστάζει, βουτάει μέσα.

Το νερό την τυλίγει, την γεμίζει, την παρασέρνει. Απλώνεται γύρω της με πολύχρωμους αντικατοπτρισμούς και φυσαλίδες οξυγόνου να χορεύουν στο ρεύμα του. Μπορεί να δει το φως του ήλιου καθώς περνάει μέσα από τα φύλλα των δέντρων και βουτάει κατευθείαν στα κρυστάλλινα νερά. Εκεί συναντιέται με τα βότσαλα, τα ψάρια, τα μικροσκοπικά φυτά που γεννιούνται ανάμεσα στις πέτρες. Είναι πανέμορφα. Και η Γκουέν νιώθει ελεύθερη.

Τελικά βγαίνει από το ποτάμι για να συναντήσει τον Σούι-Γκίν που κάθεται σε έναν βράχο, παρακολουθώντας τα παιχνίδια της στο νερό. Είχε περάσει από τις ρίζες δυο γηραιών δέντρων που είχαν με τα χρόνια ενωθεί δημιουργώντας ένα φυσικό γεφύρι. Της χαμογελάει και απλώνει το χέρι του προς το μέρος της. Αντί να ακουμπήσει τις παλάμες τους, αφήνει τη δική της να αιωρείται μερικά εκατοστά μακριά από τη δική του. Είναι το κοντινότερο σε άγγιγμα που θα μπορούσαν να ελπίσουν.

«Είσαι έτοιμη;» την ρωτάει.

Και εκείνη γνέφει καταφατικά.

Καθώς ακολουθούν το μονοπάτι, ο περιορισμένος ελεύθερος χώρος σταδιακά ανοίγει μέχρι που εν τέλει μεταμορφώνεται σε ένα ξέφωτο. Εκεί οι φυλλωσιές είναι πιο αραιές, το φως πιο έντονο καθώς βάφει το χορτάρι ξανθό και λαχανί. Στο πέρας του ξέφωτου πρωτοστατεί ένα δέντρο τεράστιο, θεόρατο με μια κουφάλα που θα μπορούσε να τους χωρέσει αμφότερους.

«Πάντως σίγουρα όχι ένα χωριό», μουρμουρίζει η Γκουέν.

«Τι;» την ρωτάει ο άντρας. «Τίποτα. Λέω. Και τώρα τι κάνουμε;»

Εκείνος της χαμογελάει. Της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει καθώς πλησιάζει τον κορμό, χώνεται μέσα στην κουφάλα. Η ατμόσφαιρα σε αυτό το σημείο είναι δροσερή, ελάχιστα νωπή. Η Γκουέν κρατάει την ανάσα της καθώς χαζεύει τα σχήματα του ξύλου. Ακριβώς από πάνω της, ο κορμός διαμορφώνεται σε ένα εξόγκωμα που μοιάζει ελάχιστα με ανθρώπινο κορμί. Είναι πανέμορφο.

Ο Σούι-Γκίν δίπλα της χαμογελάει ξανά και ύστερα σηκώνει τον καρπό του, πιέζει το βραχιόλι στο μέτωπο του. Η Γκουέν, τον μιμείται, κλείνοντας τα μάτια. Όταν τα ανοίγει, κάτι μαγικό έχει συμβεί γύρω της.

Τα περισσότερα δεν έχουν καν συγκεκριμένη μορφή. Είναι μονάχα στίγματα που αιωρούνται στον αέρα, γεμίζοντας το οπτικό της πεδίο. Και άλλα είναι μικρά πλάσματα. Ζώα αλλά με μια αύρα μαγική να τα τυλίγει, με μια χροιά υπερφυσική με μια ύπαρξη πέρα από τον δικό τους κόσμο. Η Γκουέν σηκώνει την παλάμη της στα χείλη καθώς παρακολουθεί το θέαμα μπροστά της, τα πνεύματα που έχουν γεμίσει το ξέφωτο.

«Τι είναι;» ρωτάει ψιθυριστά λες και φοβάται πως ο παραμικρός ήχος θα καταστρέψει την εικόνα.

«Yōkai», απαντάει ο άντρας.

«Είναι... νεράιδες;» κάνει τελικά.

«Χαζοί Αμερικάνοι». Η φωνή του Σούι-Γκίν ακούγεται παιχνιδιάρικη. «Νομίζετε πως μόνο εσείς έχετε υπερφυσικά πλάσματα».

«Δεν ξέρω τι κάνουν», απαντάει τελικά η Γκουέν. «Αλλά τα προτιμώ χίλιες φορές από λυκανθρώπους και βαμπίρ».

«Δεν είμαστε όλα φιλικά».

Η Γκουέν με δυσκολία καταπνίγει μια κραυγή καθώς σηκώνει το κεφάλι της προς τα πάνω. Μέσα στην κουφάλα, στο σημείο όπου προηγουμένως υπήρχε το εξόγκωμα από ξύλα τώρα κρέμεται ένα παιδί. Το δέρμα του είναι αστραφτερό, τα μαλλιά του μακριά μέχρι την βάση της πλάτης του και τα μάτια του λάμπουν σαν πολύτιμες πέτρες.

«Μπορείς να με δεις;» κάνει ξαφνιασμένη η γυναίκα.

«Προφανώς». Το παιδί πηδάει στο έδαφος μπροστά τους με έναν ελιγμό σαν γάτα. «Είμαστε και οι δυο υπερφυσικά πλάσματα αυτή τη στιγμή. Αν και...». Την κοιτάει επίμονα καθώς συνεχίζει. «Κάτι πάει στραβά εδώ». Τα μάτια του ακολουθούν το σχήμα του σώματος της, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τελικά πέφτουν στο βραχιόλι στον καρπό της. «Ω», λέει. «Ω».

«Ξέρεις τι είναι;» το ρωτάει ο Σούι-Γκίν.

«Προφανώς και ξέρω τι είναι», του απαντάει. «Εγώ το κατασκεύασα. Για ένα κορίτσι. Πριν από πολλά χρόνια».

«Το κορίτσι ήταν η γιαγιά μου», του λέει ο άντρας.

«Η γιαγιά σου...» επαναλαμβάνει εκείνο. Σηκώνει την παλάμη του στο πρόσωπο. Και ύστερα γελάει ελάχιστα. «Να υποθέσω το χρησιμοποίησες;»

«Ναι». Ο Σούι-Γκίν αναστενάζει. «Αλλά δεν ήξερα τι κάνει. Για να σου πω την αλήθεια, ούτε και τώρα δεν ξέρω τι έκανε».

«Αυτό που έκανε», γελάει το παιδί. «Είναι να κρατήσει την ψυχή σου ζωντανή. Όταν πέθανες βρήκε το κοντινότερο άτομο και... δανείστηκε το σώμα του. Υποθέτω το άτομο αυτό είναι η αξιαγάπητη κυρία από εδώ».

Η Γκουέν γνέφει καταφατικά.

«Η δική της ψυχή δεν έχει τώρα που να πάει», συνεχίζει το παιδί. «Δεν είναι νεκρή. Αλλά δεν έχει και σώμα να την φυλάξει».

«Και γιατί το φάντασμα μου έχει τη δική του μορφή;» ρωτάει η γυναίκα.

Το παιδί ανασηκώνει τους ώμους του. «Κανονικά θα έπρεπε να είναι εκείνος φάντασμα».

«Μπορείς να το φτιάξεις;» ρωτάει απότομα ο Σούι-Γκίν κάνοντας το αγόρι να μισοκλείσει τα μάτια.

«Αν μπορώ;» για μερικές στιγμές φαίνεται να το σκέφτεται. Και ύστερα αγγίζει τον καρπό του Σούι-Γκίν, εκεί όπου το βραχιόλι κρέμεται από το δέρμα του. «Για να σου το έδωσε αυτό, η γιαγιά σου πρέπει να σε αγαπούσε πολύ».

«Και εγώ την αγαπούσα», λέει ο άντρας.

Το πνεύμα κουνάει το κεφάλι του. Μάλλον αυτή ήταν η απάντηση που έψαχνε.

«Θα το φτιάξω», λέει. «Πείτε τα αντίο σας». Και ύστερα βγαίνει από την κουφάλα.

«Λοιπόν...» μουρμουρίζει η Γκουέν. «Είσαι σίγουρος για αυτό;»

«Απόλυτα», της απαντάει. «Ήταν ο καιρός μου. Έζησα μια καλή ζωή. Είχα άτομα που με αγαπούσαν». Κοιτάει το βραχιόλι στον καρπό του και ύστερα τη γυναίκα. «Σε ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου. Αν μπορούσα να επιλέξω δεν θα διάλεγα διαφορετικό άτομο για να είναι συνοδοιπόρος μου σε αυτό το ταξίδι».

Κάπου στην άλλη άκρη του δάσους μπορεί να ακούσει τον ήχο από το ρυάκι.

«Μακάρι να σε είχα γνωρίσει όσο ήσουν ζωντανός», του λέει τελικά. Μπορεί να νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά της. «Δεν...», μουρμουρίζει. «Δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω πως να κάνω τον αποχαιρετισμό να μετράει».

«Δεν είναι ο αποχαιρετισμός αυτός που μετράει», της απαντάει εκείνος χαμογελώντας. «Αυτό που μετράει είναι όλα όσα περάσαμε μαζί για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο».

Η Γκουέν γνέφει καταφατικά. Υπάρχει τσούξιμο πίσω από τα μάτια της.

«Το ξέρω», ψιθυρίζει. «Απλώς...»

Δεν ξέρει τι να πει. Ζούσα στο σώμα σου τόσες μέρες, θέλει να πει. Σε έμαθα με έναν τρόπο με τον οποίο δεν θα γνωρίσω ποτέ κανένα άτομο. Ζήσαμε μαζί μια περιπέτεια βγαλμένη από παραμύθια. Νιώθω πως ξέρω τα πάντα για σένα και στην πραγματικότητα δεν ξέρω τίποτα. Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα. Δώσε μου λίγο ακόμη χρόνο. Μην φύγεις έτσι. Ξαφνικά η ιδέα του Σούι-Γκίν αλλοιώνεται στο μυαλό της, μπορεί σχεδόν να δει το πρόσωπο της μητέρα της. Δεν είχαμε αρκετό χρόνο, σκέφτεται και νιώθει να πνίγεται με την επιθυμία. Δώσε μου λίγο ακόμη χρόνο. Δεν θέλω να πω ακόμη αντίο.

Δεν θέλω να πω ακόμη αντίο.

Μπορεί να νιώσει τα δάκρυα να τρέχουν από τις άκρες των ματιών της και σηκώνοντας το κεφάλι της, συνειδητοποιεί πως ο Σούι-Γκίν κλαίει επίσης. Είναι το πρόσωπο της που την κοιτάει πίσω με δάκρυα στα μάτια, παραμορφωμένο με έναν τρόπο που ήλπιζε να μην αντιμετωπίσει ποτέ της. Είναι ο εαυτός της που την κοιτάει και πίσω από αυτόν, πίσω από τη μάσκα του δέρματος της, η ψυχή ενός ανθρώπου που μοιράστηκε μαζί της την σημαντικότερη πορεία της ζωής του.

Σε έναν άλλο κόσμο, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να τον γνωρίσει σε μια καφετέρια, όχι σε ένα σκοτεινό δρόμο στην κορυφή ενός βουνού. Θα τον γνώριζε με την μυρωδιά του καφέ, όχι αυτή του θανάτου. Θα μπορούσε να χαζέψει τις φωτογραφίες στους τοίχους του, γνωρίζοντας έναν φίλο, όχι ένα φάντασμα. Θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στην Ιαπωνία σε ένα ταξίδι για μια καινούρια αρχή, όχι για ένα τέλος.

«Μακάρι να μπορούσα να σε αγκαλιάσω», του λέει τελικά.

Τα χέρια του Σούι-Γκίν κλείνουν γύρω της ξαφνικά. Τα περιμένει να περάσουν μέσα από το δέρμα της, να τυλιχτούν γύρω από αέρα. Αλλά βρίσκουν αντίσταση. Και μένουν εκεί. Η Γκουέν πιέζει το πρόσωπο της στον λαιμό του, αφήνει τα δάκρυα να χυθούν στο δέρμα του και τυλίγει τα χέρια της γύρω του, τον κρατάει κοντά της. Δεν είχε υπολογίσει ποτέ τη δύναμη μιας αγκαλιάς. Μένουν εκεί, ο ένας στα χέρια του άλλου. «Αντίο», της ψιθυρίζει και η φωνή που ακούγεται δεν είναι γυναικεία. Όταν η Γκουέν αφήνει τα χέρια της να πέσουν στο πλάι, μπροστά της υπάρχει μονάχα κενό. Στην παλάμη της φωλιάζει το βραχιόλι.

Το ξέφωτο είναι άδειο.

Καθώς διασχίζει το μονοπάτι με βήματα βαριά, ορκίζεται ότι μπορεί σχεδόν να ακούσει το γέλιο ενός παιδιού. Προχωράει στο δρόμο της, φτάνει μέχρι το ρυάκι. Εκεί κοιτάει το νερό, σκύβει και το ακουμπάει. Είναι παγωμένο. Μπορεί να δει τα δάκρυα της να χτυπάνε στην επιφάνεια του, να δημιουργούν δαχτυλίδια. Και ύστερα σηκώνεται. Καθώς διασχίζει τη γέφυρα, ανοίγει επιτέλους την παλάμη της.

Το βραχιόλι δεν παράγει ήχο καθώς χτυπάει στην επιφάνεια του νερού. Απλώς βουλιάζει.

Το δάσος της απαντάει με ησυχία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top