~Silvia Marie Likens part 1~
Στις 26 Οκτωβρίου 1965, ένας έφηβος τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα της Ινδιανάπολις και με νευρική φωνή, ανέφερε το θάνατο ενός κοριτσιού. Ο άγνωστος νεαρός, κατηύθυνε τους αστυνομικούς στον αριθμό 3850 της East New York Street όπου, όπως ισχυρίστηκε, θα έβρισκαν το πτώμα.
Όταν οι αστυνομικοί έφθασαν στο διώροφο ξύλινο σπίτι, βρήκαν τη 16-χρονη Sylvia Marie Likens να κείτεται νεκρή σ' ένα βρώμικο στρώμα, που αποτελούσε τη μοναδική επίπλωση ενός από τα υπνοδωμάτια του επάνω ορόφου.
Το σώμα της ήταν καλυμμένο από πληγές, μώλωπες, κοψίματα και εγκαύματα που προξενήθηκαν από τσιγάρα, σπίρτα και διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, και που ξεπερνούσαν σε συνολικό αριθμό τα εκατό.
Αρκετές περιοχές του σώματος της ήταν σχεδόν γδαρμένες, κάποια από τα δόντια της ήταν σπασμένα, ενώ κατά την ιατροδικαστική εξέταση διαπιστώθηκε πως ολόκληρη η περιοχή του κόλπου της ήταν πρησμένη και φρικτά μωλωπισμένη από πολλαπλά χτυπήματα.
Ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε η εσωτερική αιμορραγία που προήλθε από πολλαπλές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ο σοβαρός υποσιτισμός. Η άθλια κατάσταση του σώματος του κοριτσιού δεν άφηνε καμία αμφιβολία ως προς το ότι το κορίτσι υποσιτιζόταν για διάστημα αρκετών εβδομάδων.
Στο στήθος της ήταν χαραγμένο με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο ένα μεγάλο «3», και στην περιοχή της κοιλιάς της η φράση «ΕΙΜΑΙ ΠΟΡΝΗ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙ' ΑΥΤΟ».
Παρά την αποτρόπαια κατάσταση του σώματός της το πιο σοκαριστικό στοιχείο ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των πρώτων κιόλας ημερών, όταν αποκαλύφθηκε ότι το μαρτύριο της κοπέλας είχε διαρκέσει για διάστημα αρκετών εβδομάδων, κατά το οποίο το νεαρό κορίτσι φυλακίστηκε στο υπόγειο του σπιτιού, ξυλοκοπήθηκε και βασανίστηκε συστηματικά από μία ομάδα παιδιών και εφήβων της γειτονιάς, ηλικίας από 11 έως 17 ετών τα οποία καθοδηγούνταν από μία 37χρονη γυναίκα, η οποία ήταν ο μόνος ενήλικας του σπιτιού όπου είχε βρεθεί το πτώμα.
Η αρχή
Τον Ιούλιο του 1965, ο Lester και η Betty Likens προσέφεραν σε μία γειτόνισσά τους, την Gertrude Baniszewski το ποσό των 20 δολαρίων την εβδομάδα, προκειμένου να αναλάβει τη φιλοξενία των δύο ανήλικων κοριτσιών τους, για όσο διάστημα εκείνοι θ' απουσίαζαν σε περιοδεία με τον θίασο στον οποίο δούλευαν.
Η Baniszewski ήταν μια καταβεβλημένη, λιποβαρής και ασθματική γυναίκα η οποία έδειχνε αρκετά μεγαλύτερη από την ηλικία της. Έχοντας στα τριανταεπτά της ήδη πίσω της, τρεις αποτυχημένους γάμους, δεκατρείς εγκυμοσύνες και έξι αποβολές, ζούσε με τα επτά παιδιά της σ' ένα παλιό κακοσυντηρημένο σπίτι και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα βασιζόμενη οικονομικά σε κάποια μικροποσά που έστελναν οι δύο πατεράδες των παιδιών της (όταν δεν βρίσκονταν σε κάποια φυλακή) και στα λίγα δολάρια που κέρδιζε η ίδια περιστασιακά, σιδερώνοντας και κάνοντας babysitting.
Το μεγαλύτερο παιδί της, η Paula (17), ήταν έγκυος, από τη σχέση της μ' έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της και παντρεμένο άντρα, αν κι εκείνη την εποχή η εγκυμοσύνη της δεν ήταν ακόμη εμφανής, ενώ το μικρότερο ήταν ακόμη βρέφος. Εκτός από τα επτά παιδιά της οικογένειας που στριμώχνονταν στα λιγοστά δωμάτια του σπιτιού, το σπίτι της Baniszewski αποτελούσε επίσης το «στέκι» και πολλών άλλων παιδιών από τη γειτονιά.
Ένα χρόνο αργότερα, όταν κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Lester Likens ρωτήθηκε αν σκέφτηκε να ελέγξει πρώτα το σπίτι όπου συμφώνησε ν' αφήσει τις δύο του κόρες, εκείνος απάντησε λέγοντας ότι «...δεν είμαι αδιάκριτος».
Αν ήταν έστω και λίγο «αδιάκριτος», τόσο όσο θα χρειαζόταν για να ρίξει μια μόνο ματιά στο εσωτερικό του σπιτιού στο οποίο θα άφηνε για τους επόμενους μήνες τα παιδιά του, θα είχε ανακαλύψει ότι το σπίτι αυτό δε διέθετε σόμπα, είχε μόνο μια μικροσκοπική ηλεκτρική εστία κατάλληλη μόνο για ζέσταμα φαγητού κι όχι για μαγείρεμα, λιγότερα κρεβάτια απ' όσα χρειάζονταν για όσους έμεναν ήδη εκεί κι ότι όλο το νοικοκυριό της κουζίνας αποτελούνταν από τρία μόνο κουτάλια!
Κατά τη διάρκεια της διαμονής της Sylvia μάλιστα ο αριθμός των κουταλιών σταδιακά μειώθηκε στο ένα!
Η Baniszewski, συμφώνησε να φιλοξενήσει την 16χρονη Sylvia και την ανάπηρη λόγω πολιομυελίτιδας 15χρονη αδελφή της Jenny, για όσο διάστημα αυτό ήταν απαραίτητο, με τον όρο τα χρήματα να πληρώνονται μέχρι το τέλος κάθε εβδομάδας.
Ο πατέρας των κοριτσιών τη διαβεβαίωσε γι' αυτό και μάλιστα, καθώς έφευγε, ενθάρρυνε την 37χρονη γυναίκα να μη διστάσει να επιδείξει αρκετή αυστηρότητα, καθώς «η αλήθεια ήταν ότι τα κορίτσια ήταν αρκετά ατίθασα» και τους χρειάζονταν «λίγη πειθαρχία.»
Sylvia Likens
Η Sylvia ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι. Οι επιδόσεις της στο σχολείο ήταν αρκετά καλές. Όπως και οι περισσότεροι έφηβοι έβγαζε το χαρτζιλίκι της δουλεύοντας περιστασιακά σαν babysitter ή σιδερώνοντας.
Το παρατσούκλι της ήταν "cookie" και χαμογελούσε πάντα με τα χείλη κλειστά, επειδή της έλειπε ένα δόντι, αποτέλεσμα ενός καυγά μ' έναν από τους δύο αδελφούς της. Ένιωθε συχνά σαν «η περίεργη» της οικογένειας καθώς είχε γεννηθεί μεταξύ δύο διδύμων. Η οικογένεια Likens ήταν πάντα φτωχή και ο γάμος του Lester και της Betty γεμάτος προβλήματα.
Ανάμεσα σε αλλεπάλληλους χωρισμούς κι επανασυνδέσεις, προσπαθούσαν ν' ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες των πέντε παιδιών καθώς και στην επιπλέον φροντίδα που έπρεπε να παρέχουν στην Jenny εξαιτίας της αναπηρίας της. Όχι άδικα η Sylvia αισθανόταν πολλές φορές παραμελημένη. Στα δεκάξι της χρόνια η οικογένεια είχε αλλάξει ήδη δεκατέσσερα σπίτια.
Για τα δύο κορίτσια, η πρώτη εβδομάδα στο σπίτι των Baniszewski κύλησε γνωρίζοντας τ' άλλα παιδιά του σπιτιού και ξεκινώντας μαθήματα στο καινούριο τους σχολείο. Στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας όμως οι γονείς των κοριτσιών καθυστέρησαν να στείλουν τα χρήματα.
Η Gertrude έβαλε τις φωνές στις «φιλοξενούμενές» της ουρλιάζοντας πως «ανέλαβα να προσέχω εσάς τις δυο βρωμιάρες για το τίποτα». Οι δύο αδελφές υποχρεώθηκαν να ξαπλώσουν μπρούμυτα στο κρεβάτι με γυμνωμένα τα οπίσθια, έτσι ώστε η Baniszewski να μπορεί να τις δείρει «καλύτερα» με μια ξύλινη βέργα.
Την επόμενη μέρα έφτασε η πληρωμή.
Παρ' όλ' αυτά η εβδομάδα που ακολούθησε, επεφύλασσε κι άλλη τιμωρία με ξυλοδαρμό για τα κορίτσια, αφού η Gertrude είχε την υποψία ότι η Sylvia παρέσυρε τα άλλα παιδιά στο να κλέβουν μικροαντικείμενα από καταστήματα. Λίγες μέρες αργότερα τα κορίτσια ξυλοφορτώθηκαν ξανά επειδή αντάλλασσαν άδεια μπουκάλια με χρήματα στο μπακάλικο της γειτονιάς.
Σύντομα, το μένος της Gertrude προς τις δύο αδελφές, άρχισε να επικεντρώνεται αποκλειστικά στη Sylvia.
Όταν μια φορά, η Paula Baniszewski είπε στη μητέρα της ότι η Sylvia είχε «φάει σα γουρούνι» στο κυριακάτικο δείπνο της εκκλησίας, η Gertrude μαζί με κάποια από τα παιδιά σκαρφίστηκαν μια τιμωρία για το κορίτσι, έτσι ώστε να μη σκεφτεί να επαναλάβει ξανά την «ανάρμοστη» αυτή συμπεριφορά.
Κατά τη διάρκεια του φαγητού, το λουκάνικο της Sylvia πέρασε από χέρι σε χέρι γύρω από το τραπέζι των Baniszewski και «εμπλουτίστηκε» με διάφορα επιπλέον «υλικά» από τα παιδιά. Παρά τις διαμαρτυρίες της η Sylvia υποχρεώθηκε να φάει αυτό το παρασκεύασμα, κάνοντας όμως αμέσως μετά εμετό. Υπό την απειλή νέας σωματικής τιμωρίας εξαναγκάστηκε να φάει και τον εμετό της.
Κάποια στιγμή μετά από αυτά τα επεισόδια ο κύριος και η κυρία Likens πέρασαν για να επισκεφθούν τα κορίτσια. Καμία από τις αδελφές όμως δεν είπε κάτι, ούτε και παραπονέθηκε για τον τρόπο που τους συμπεριφέρονταν στο σπίτι όπου φιλοξενούνταν.
Μοιάζει ίσως περίεργο το ότι, καθώς το μαρτύριό του κλιμακώνονταν, το κορίτσι δεν αποπειράθηκε ούτε ν' αντισταθεί αλλά ούτε και να το σκάσει. Αντίθετα υιοθέτησε μια απόλυτα παθητική στάση η οποία το μεταμόρφωσε σταδιακά σ' ένα άβουλο «αντικείμενο», ένα «παιχνίδι» στα χέρια των –εξαιρουμένης της Gertrude- ανήλικων βασανιστών του.
Στο σημείο όμως αυτό, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως η αλλαγή στη ζωή της Sylvia δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Από τις άδικες περιστασιακές τιμωρίες του Ιουλίου, η πορεία προς την πλήρη αποκτήνωση πέρασε στην πρόκληση πόνου και τις σωματικές τιμωρίες του Αυγούστου και Σεπτεμβρίου και κορυφώθηκε με τα κτηνώδη βασανιστήρια που χαρακτήρισαν τις τελευταίες εβδομάδες του Οκτωβρίου.
Ένα ζευγάρι γειτόνων, ο Raymond και η PhyllisVermillion, επισκέφτηκαν κατά τα τέλη του Αυγούστου, την Baniszewski, κι εκ των υστέρων κατέθεσαν ότι κατά την σύντομη παραμονή τους στο καθιστικό του σπιτιού, πρόσεξαν ένα όμορφο αλλά αδύνατο κορίτσι που έμοιαζε φοβισμένο και είχε το ένα μάτι μελανιασμένο.
Μάλιστα η μεγάλη κόρη της Gertrude, η Paula Baniszewski, καυχήθηκε μπροστά τους, ότι εκείνη «της το έκανε αυτό» κι αμέσως μετά γέμισε ένα ποτήρι με ζεστό νερό και το πέταξε πάνω στο κορίτσι. Αργότερα, γύρω στις αρχές του Οκτωβρίου η κυρία Vermillion, ξαναεπισκέφθηκε την Gertrude και είδε πάλι την Sylvia να περιφέρεται, αποστεωμένη πια, σχεδόν νεκροζώντανη, με μελανιασμένο το άλλο μάτι και πληγές στα χείλια της.
Και στις δύο επισκέψεις όμως, η κυρία Vermillion δεν θεώρησε πως υπήρχε κάτι το οποίο έπρεπε ν' αναφέρει στην αστυνομία. «Η τιμωρία» άλλωστε, «είναι υπόθεση ιδιωτική» κι αν ένας ενήλικας δεν μπορεί ν' αναγνωρίσει σ' αυτές τις πράξεις καμία εγκληματική ενέργεια, πώς θα μπορούσε άραγε να το κάνει αυτό ένα μόνο και φοβισμένο κορίτσι, το οποίο ήταν επιπλέον πεπεισμένο πως όλα όσα υπέμενε τα υπέμενε δίκαια, αφού εκείνη η ίδια τα προξένησε με τις πράξεις της;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top