~ part 8 ~
Έχεις ευχηθεί ποτέ να μην υπάρχεις. Να μην βρίσκεις λόγο για να υπάρχεις να μην σου δίνει πλέον τίποτα χαρά να περιστρέφεσαι γύρω από τον πόνο. Δεν είναι λίγες οι φορές που το σκεφτήκαμε αλλά για να διαβάζεται αυτό το κεφάλαιο πάει να πει πως ζείτε μπορεί να είστε ζωντανοί νεκροί πάρτε κουράγιο για αυτήν την ζωή και ας ξεκινήσουμε το κεφάλαιο ποιος ξέρει ίσως σε μια άλλη είμαστε ποιο τυχεροί
Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει την χαρά της γι αυτό το 1 κιλό αλλά ούτε και την λύπη της για τα υπόλοιπα. Οδεύει σιγά σιγά προς το μαύρο χάος, τώρα είναι στο γκρι. Βγάζει από την μαύρη τσάντα της το σακουλάκι με την έκσταση.
Το κοιτάει για λίγο διστακτικά
Το ονειρεμένο χάπι αδειάζει ολόκληρο το σώμα της Το καταπίνει με μιας μέσα σε δεύτερα χωρίς την βοήθεια του νερού. Μετά από 20 λεπτά - 60 λεπτά εμφανίζονται οι ελελκυστικές επιδράσεις. Ένα αφύσικο αίσθημα γαλήνης και ηρεμίας κατακτούν το κοκαλιάρικο κορμί της. Τα υπόλοιπα συναισθήματα εξαφανίζονται ως δια μαγείας. Πλέον δεν νιώθει πόνο για τον χαμό της Άννα ούτε ενοχές πλέον δεν νιώθει τίποτα. Άρα έτσι είσαι όταν φεύγεις από αυτόν τον κόσμο η είσαι καταδικασμένος να ξανά γεννηθείς και να περάσεις τα ίδια μαρτυρία εάν όχι και χειρότερα. Κοιτάει το λευκό ταβάνι χωρίς να σκέφτεται τίποτα.
Το μυαλό της έχει το απόλυτο κενό
«Σταματά να καταστρέφεις τον εαυτό σου»
«Θες να καταλήξεις σαν και εμένα»
Στο σκοτεινό και μαύρο δωμάτιο ακούει μια γνώριμη φωνή δεν μπορεί να καταλάβει όμως στην αρχή σε ποια ανήκει. «Α Άννα;» και τότε την βλέπει ξαφνικά το δωμάτιο από μαύρο μετατρέπεται σε λευκό σχεδόν αγγελικό. «Σταματά να καταστρέφεις τον εαυτό σου» της λέει ο ξανθός άγγελος ή διάβολος. Υγρά και κρύα δάκρυα γεμίζουν τα μπλε μάτια της αλλά δεν τρέχουν μένουν εκεί κολλημένα αυτό είναι το χειρότερο συναίσθημα δεν μπορεί να ξεσπάσει.
«Μα μα έτσι έχω μάθει να.... να τα αντιμετωπίζω » της λέει με μια ειλικρίνεια ντροπής
«ΤΑ ΠΑΝΤΑ» συμπληρώνει η αδελφή ψυχή της
«Και εγώ έτσι έμαθα και ξέρεις που είμαι τώρα πουθενά δεν υπάρχω ποια» ένα μικρό γλυκόπικρο δάκρυ κυλάει και προσγειώνεται στο κρύο μάγουλο της. Την βλέπει να απομακρύνεται «Αντίο Μαίρα θα τα ξανά πούμε όταν δώσεις το τέλος»
«το δικό σου τέλος» στην αρχή αχνοφαίνεται η κόκκινη φιγούρα της σιγά σιγά όμως δεν την διακρίνει πλέον, το δωμάτιο μετατρέπεται σε γκρι του πάγου και έπειτα ξανά σε σκοτεινό μαύρο .
Εκείνη βρίσκεται στην ζώνη του μαύρου γκρι εκεί που η ζωή υπάρχει αλλά όχι ολόκληρη εκεί που έχεις κοντά τον θάνατο και μακρυά την ελπίδα. Ανοιγει τα δακρυσμένα μάτια της και κοιτάει πάνω αμέσως συναντά το λευκό ταβάνι του δωματίου της. Ένα αίσθημα ανακούφισης βγαίνει από μέσα της ίσως και μια απογοήτευση που δεν έφυγε που είναι ξανά εδώ μονή. Σκύβει στο πάτωμα να πάρει το κινητό της. Το εκτυφλωτικό φως την τυφλώνει με αποτέλεσμα να μορφάσει και να κλείσει τα ματιά της. Κοιτάει την ώρα 10:30 το βράδυ
Δεν κατάλαβε πως πέρασαν τόσες ώρες ίσως επειδή κοιμότανε ακόμα ένα θετικό για αυτό το θεϊκό ναρκωτικό ήτανε η υπνηλία που της προκαλούσε.
Την ίδια ώρα πλευρά Νίκης
«Έλα ρε Δημήτρη θέλω να δοκιμάσω και εγώ» του λέει σχεδόν νευριασμένα «είπα όχι είσαι μικρή ακόμα» δεν είναι δίκαιο σκέφτεται «με περνάς μόνο 6 χρόνια σιγά» γελάει με θυμό η κοκκινομάλλα «εγώ δεν πάω σχολείο μικρή» προσπαθεί να την συνετίσει άλλα δεν τα καταφέρνει με τόσο χόρτο που έχει μαστουρώσει είναι και αυτός χάι.
«μόνο μια δόση ένεσης σε παρακαλώ» του το ζητάει σαν στερημένο πρεζακι που έχει να βαρέσει ένεση πριν μερικές ώρες.
«Εάν εθιστείς θα φταίω εγώ » προσπαθεί να την προστατεύσει ξανά
μάλλον ξεχνά ότι αυτός είναι που την έχωσε. Του χαμογελάει ναζιαρικα και του δίνει ένα απαλό πεταχτώ φιλί . Εκείνος ξαφνιάζεται αλλά αμέσως της δίνει ένα κτητικό φιλί ένα δικό τους . Οι γλώσσες τους ενώνονται η γεύση του τσιγάρου συναντάει το άρωμα του χόρτου. Κατεβάζει τα χέρια του στους μηρούς της. Εκείνη κατευθείαν πάει τα χέρια της στα καστανα πυκνά μαλλιά του τραβώντας τα ελαφρά. Ανεβάζει τα χέρια του πάνω και της βγάζει την μαύρη μπλούζα του. Μετά κατευθύνεται προς το μπλε σουτιέν της. Κάνει τρομερή αντίθεση με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά της. Έχει ερεθιστεί του βγάζει αμεσως την μπλούζα πριν καν προλάβει εκείνος να βγάλει το σουτιέν της. Φιλιούνται με πάθος με αυτό το πάθος της στέρησης των ναρκωτικών.
Μετά από μια ώρα
Είναι γυμνοί και οι δύο στο κρεβάτι τυλιγμένοι μόνο στα επίμαχα σημεία με ένα γκρι σεντόνι. Σηκώνεται με τρεμάμενα πόδια από το κρεβάτι και ανοίγει την μπαλκονόπορτα του δωματίου. Η θέα
είναι ονειρική εχεις όλη την πόλη στα πόδια σου θα μπορούσε να πει κάνεις ότι μοιάζει σαν την πόλη του φωτός μόνο που είναι για τους φτωχούς. Κατευθύνεται ξανά στο κρεβάτι και ξαπλώνει πάνω στο μπράτσο του. Τοποθετεί στα χείλια του το γαρο και το καίει κατευθείαν. Αφού ρουφα της πρώτες
τζουρες της χαρα το δίνει στην αγαπημένη του Νίκη. Από το χέρι του ενός στο χέρι του άλλου πήγαινε το χόρτο της χαράς.
Μετά από μια ώρα πήγε σπίτι της. Στον δρόμο χαμογελούσε εμφανώς μαστουρωμένη έκανε στάση σε κάθε δρομάκι που συναντούσε γάτα για να την χαϊδέψει. Είχε αδυναμία σε αυτό το είδος αιλουροειδών από παλιά.
Κατευθύνεται στην πολυκατικια του σπιτιού της
Βάζει το κλειδί και μπαίνει μέσα. Πατάει το κουμπί του αρανσερ. Κοιτάει το είδωλο της στον καθρέφτη προσπαθώντας να μην φανεί μαστουρωμενη
ξεφυσάει «δείξε σοβαρη» προσπαθεί να μαλώσει τον εαυτό της . Μπαίνει μέσα στο σπίτι δεν αντικρίζει κανέναν. Ξεφυσάει και έπειτα βγαίνει από μέσα της ένα μπαφιαρικο γελοίο. Μέχρι και τα γατιά τις, η ύβρις και η νυξ αναρωτήθηκαν τι συμβαίνει. Η γκρι γατα ήτανε η νυξ συμβόλιζε το σκοτάδι της. Ενώ η ύβρις ήτανε το φως της , ήτανε λευκή με εμφανείς πιτσιλιές από μαύρο. Ήτανε το γινκ και το γιανκ της
Πάντοτε ήτανε εθισμένη από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Στα 13 είχε πάρει πρώτη φορά xanax, στα 15 πήρε την πρώτη της υπερβολική δόση 11 χαπια συγκεκριμένα , δεν τα πήρε για να φύγει ΟΧΙ
απλά ήθελε να κοιμηθεί για ώρες να μην επικοινωνήσει με κανέναν ούτε καν με τον ίδιο της τον εαυτό δεν μπορούσε δεν άντεχε .Το ένα έφερε το άλλο έτσι γνώρισε την παρέα του που πλέον έγινε και δίκητης. Με την καθοδήγηση του Δημήτρη έγινε πρύτανης των ναρκωτικών.
Ήρεμα Τρίτη
Τα δυο τμήματα ενώθηκαν ξανά ,
γυμναστική μαζί αυτό άρεσε σε κάποιους
σε κάποιους άλλους πάλι πέρασε τελείως αδιάφορο. Ώρα διαλύματος σήμαινε για την ανορεξικιά και την πρεζου η αλλιώς για την κοκκινομάλλα και την καστανομάλλα . Ο καιρός σήμερα χαμογελούσε μάλλον πήρε και αυτός αντικαταθλιπτικά από την νίκη. Μπορεί να φαινότανε λαμπερός μα έκρυβε μια σιωπή θαμπάδα που μόνο οι πονεμένοι θα καταλάβαιναν.
Κάθισε σε ένα παγκάκι ακούγοντας μουσική στον γυμναστή είπε ως δικαιολογία ότι ητανε αδιάθετη. Τραγική ειρωνία έτσι είχε να αδιαθετήσει 5 μήνες λόγο έλλειψη τροφής. Η κοκκινομαλα δεν μπήκε καν στον κόπο να του πει κάτι απλά κάθισε σε ένα παγκάκι σχετικά κοντά με την πίσω αυλή. Σκέπασε τα μάτια της με τα μαύρα γυαλιά ώστε να μην φανούν οι μαύροι κύκλοι από την ευτυχία των ουσιών.
Αισθάνθηκε την ανάγκη να καπνίσει ήξερε ότι δεν μπορούσε τουλάχιστον όχι σε κοινή θέα. Σηκώθηκε άγαρμπα και κατευθύνθηκε με αργά βήματα στην πίσω αυλή εκει που η απομόνωση συναντά την αταραξία. Τοποθετεί στα ξειρα ,αφυδατωμένα χείλη της το Marlboro τσιγάρο και το ανάβει με μιας με την Φλώρα της ζωή. Ακούει κάποιον να έρχεται με φόβο πάει να το σβήσει πάνω στην ξύλινη επιφάνεια από το παγκάκι «εγώ είμαι μην το σβήνεις άδικα» γυρνάει αριστερά και βλέπει την κοκκινομαλα. Της χαμογελάει αδύναμα , χωρίς να την προσκαλέσει κάθεται δίπλα της. «γιατί δεν κανείς γυμναστική;» ρωτά η κοκαλιάρα την πρεζου
«Γιατί τώρα είμαι χαρούμενη» πέρνει μια ανάσα και συνεχίζει «θα κρατήσει λίγο οποτε λέω να το χάρο»
δεν απαντάει δεν έχει τι να πει
«εσύ;»
«γιατί δε δεν» μετά από αυτό σιωπή
«να πάρω ένα γιατί δεν έχω κανονικο» της γνέφει θετικά. Αμεσως αρπάζει το κουτάκι
Marlboro κόκκινο σαν τον μπαμπά σκέφτεται και σκοτεινιάζει για λίγο.
«Θα πας στην χοροεσπερίδα » ρωτά δειλά περιμένοντας μιαν απάντηση
Η Νίκη ήτανε το μόνο άτομο που συμπάθησε από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της σε αυτό το σχολείο το ίδιο και η κοκκινομαλα βέβαια
«Μάλλον εσυ;»
Το σκέφτεται για λίγα λεπτά δεν απαντά να πάει να κάνει τι να πιει δεν μπορεί να κάνει χόρτο δεν μπορεί να διασκεδάσει δεν μπορεί
σαν την μύγα μες το γάλα θα ήτανε
«μάλλον όχι» λέει κοφτά και σιγανά
«Θες ξερεισ... να» είναι δύσκολο και γι αυτήν να κοινωνικοποιηθεί ποτέ δεν είχε αληθινούς φίλους στο τέλος όλοι την είχαν προδώσει όλοι εκτός από αυτόν.
«να πάμε μαζί» γυρνάει και κοιτάει την κοκκινομαλα έκπληκτη δεν το περίμενε αυτό ξαφνικά είχε δυο προτάσεις για να πάει. Το ένα μέρος της ψυχής της χάρηκε το άλλο πάλι την γέμισε ενοχές μα καλά θα πας να διασκεδεσεις ενώ το μισο κομμάτι της ψυχή στου έφυγε είσαι πραγματικά αμαρτωλή την μαλώνει. Μην ακούς την καλή φωνή πάνε πρέπει να διασκεδάσεις από τότε που έφυγε είσαι ζωντανή νεκρή ποτέ ήτανε η τελευταία φορά που γέλασες θυμάσαι μάλλον όχι πάνε μαζί της και την επόμενη μέρα αυτομαστιγοσου.
«Ε εμ ν ναι» δεν την κοιτά φοβάται βαφιά μέσα της πιστεύει μήπως η κοκκινομαλα το μετάνιωσε μα ούτε 2 λεπτά δεν πέρασαν ποτέ να προλάβει
«Τέλεια δώσε μου το Instagram σου να
συνεννοηθούμε» της χαμογελαστά
Γελάει «τι;» ρωτάει «δεν έχω insta» της απαντά λες και είναι φυσιολογικό γι αυτήν είναι μα για την
υπόλοιπη γενιά της τεχνολογίας σίγουρα όχι.
«Κακός αυτό πρέπει να αλλάξει»
Αφου ανταλάσσουν τηλέφωνα φεύγουν πάνε και οι δυο στα μοναχικά παγκάκια τους.
Στην ώρα της γυμναστικής έπιασε τον εαυτό του να την ψάχνει σε κάθε παγκάκι να την αναζητά σε κάθε κρυφή γωνία της άυλης αλλά αυτή πουθενα άφαντη. Την βλέπει μετά απο λίγη ώρα να έρχεται από την πίσω αυλή και να κατευθύνεται στο παγκάκι δίπλα στις βρύσες. Παρατηρεί την έκφραση της δείχνει να έχει έναν κοκο φωτός - αξιοδοξιας στα μπλε της μάτια. Το μπλε σε κάποια σημεία σκουρεναι αρκετά σαν μια ζεστή βαφιά θάλασσα. Καμία σχέση με τα ματιά της Άννα τα ποια ήτανε φωτινα γαλάζια αλλά παράλληλα και ψυχρά σαν τους πάγους της Ανταρκτικής.
Τα χρώματα των ματιών τους ήτανε κάτι ξεχωριστό το ένα χρωμα συμπλήρωνε το άλλο το φως το σκοτάδι , μαζί ήτανε μια γκάμα χρωμάτων του μπλε
«Εύα το καλό που σου θέλω να μην έρθει μαζί μας»
Της λέει για ακόμη μια φορά με νεύμα
ούτε η ίδια ήξερε γιατί δεν την ήθελε. «Κόλλησες ρε Ιωάννα ποια εσύ και ο Κώστας έχετε φάει κόλλημα» Ο καστανομάλλης κοίταξε την ξανθιά με ένα βλέμμα που της έλεγε σύμφωνο μαζί σου. Ο Νίκος και ο Ηρακλής δεν είχαν πρόβλημα. Ο Άλεξ πάλι δεν απάντησε καν δεν τον ενοιξε και πολύ είχε μεγαλύτερο πρόβλημα από το εάν θα έρθει μαζί τους η ανορεξικια.
Το πορβλημα ονομάζεται Αχιλλέας, μόνο και το όνομα του προκαλεί θυμός, νεύρα ,απογοήτευση όλα αυτά μεγάλωναν όλο και περισσότερο μέσα του
«Ανέβα» ο τόνος της φωνής του έκρυβε μια διαταγή λες και δεν ήξερε το όχι στο λεξιλόγιο του. Μα μπορείς να ελέγξεις έναν άνθρωπο που σε κάθε πρόβλημα της ζωής του αποζητά την φύγει με οποίο κόστος. «Θα πάρω λεωφορείο» του σιγανά οι λέξεις ίσα που βγαίνουνε από το στόμα της. «Θα έρθει σε» ανοίγει και κοιτάει το κινητό του «23 λεπτά το επόμενο»
ΓΑΜΩΤΟ ΓΑΜΩΤΟ Γαμωτό βλαστήμα από μέσα της , «δεν νομίζω να θες να περιμένεις στο κρύο Μαίρα»
Δεν ήθελε αλλά ούτε και θα πήγαινε μαζί του έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο μια τρίτη εναλλακτική
ΣΚΕΨΟΥ ΣΚΕΨΟΥ κάτι ανόητο κεφάλι μόνο για να μου προκαλείς ενοχές σε έχω;
«Θα είμαι εντάξει πάνε στους φίλους σου» του δηλώνει με το βλέμμα του να προσπαθεί να κάψει τα κόκαλα του αδύναμου κορμιού της
«Σταματά να με κοιτάς έτσι» σαν να είμαι φρικιό
ολοκληρώνει την υπόλοιπη φράση από μέσα της με θλίψη
«Όπως θες» μουρμούρισε και πάτησε κατευθείαν το γκάζι της μηχανής και σε δευτέρα είχε εξαφανιστεί.
Ο άνθρωπος δεν είναι καλά έχει πρόβλημα
γιατί εσύ δεν έχεις;
Δεν μιλάμε για εμένα τώρα τι ήταν αυτό το ανέβα κάνεις δεν μου λέει τι να κάνω δεν χρειάζομαι κανέναν γονέα.
Εγώ φταίω που προσφέρθηκα να την πάω και σπίτι καλός μαλακας είμαι (καλά για να είμαστε ειλικρινείς δεν ήθελε να την πάει σπίτι ήθελε να την δει να καταλάβει εάν ήτανε απόλυτα άρρωστη ακόμα δεν κατάλαβε γιατί είχε τόσο διαστρεβλωμένη εικόνα για τον εαυτό της.Τι τον ένοιαζε όμως δεν του ήτανε κάτι πέρα από μια συμμαθήτρια στο σχολείο. «Μαζί μας δεν έρχεται ξέχασε το Εύα» είπε απόλυτα αλλά συνάμα και χαλαρά πίνοντας μια γρήγορη γουλιά χρυσαφένιου αλκοόλ. Τα μάτια της Ιωάννας αμέσως έλαμψαν και έπειτα του έκαψε τα χείλη πονηρά με το βλέμμα της.
«Δεν νομίζω να έρθει μαζί μας την είδα να μιλάει με την Νίκη» απαντά η μαυρομαλα με μια κρυφή δόση δυσαρέσκειας και ζήλειας την πείραξε που προτίμησε την κοκκινομάλλα και όχι αυτήν.
Ένα μικρό αλλά συγχρόνως καυστικό γελακί βγήκε από τα χείλη του Ηρακλή. «Άρα το πρεζακι κάνει παρέα με την ανορεξικια» Νίκος : « καλό πολύ καλό» και σκάνε στα γελοία. Εμφανίστηκε αμέσως μια απογοήτευση στα μάτια της πίστευε ότι ήτανε
διαφορετικός μα ακόμη μια φορά έδειξε ένα άλλο πρόσωπο ξέρεις όταν μαζί σου είναι το yin και με τους άλλους το yang.
🖤🖤🖤🖤🖤
~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top