~ part 7 ~

Παιδικά χρόνια και λάθη γονιών. Πιστεύεται πραγματικά ότι δεν μοιάζουμε στους γονείς μας. Λάθος είμαστε τα αποθημενα τους τα λάθη των δικών τους γονιών.

Ημέρα Δευτέρα

Η εβδομάδα ξεκίνησε έτσι όπως ξεκινάν και τα προβλήματα στην ενήλικη ζωή. Μόνο που για την Μαϊρα η ενηλικίωση είναι δώρο-κατάρα φτιαγμένα από την Λιλιθ και την Παναγία.
Γράφει στο σώμα της με την
δίκη της μυστική γλώσσα. Το στύλο είναι η λεπίδα το δέρμα το χαρτί και το μελάνι το αίμα. Το ένα της χέρι ήτανε γεμάτο με μπεζ και κόκκινα σημάδια από τα γράμματα της. Στις τουαλέτες του σχολείου προσπαθεί να βγάλει το κόκκινο μελάνι από το χέρι της αλλά μάταια τρέχει πολύ αίμα. Κατεβάζει το μανίκι για να μην φανεί η μυστική αλφάβητος του αίματος. Το λευκό ύφασμα τρίβεται με τα αιματοβαμμένα γράμματα. Ενας οξύς πόνος την καταβάλει αμέσως σε συνδυασμό με μια μικρή ζαλάδα.

Βγαίνει από τις τουαλέτες των αγοριών Ανανεωμένος ποιο δυνατός ποιο νεκρός. Η μαγική αυτή σκόνη είχε ερωτευθεί τον Άλεξ τον είχε αγαπήσει θέλει όμως να του ρουφιξει όλη την ζωή. Το ίδιο και ο Άλεξ την αγάπησε παράφορα ήθελε να χαθεί χωρίς να το ξέρει σε μια γραμμή κόκας.

Φτάνει στο γνωστό ξύλινο  παγκάκι που είναι η υπόλοιπη παρέα.
Άλεξ:«Φέρε» αρπάζει κατευθείαν  ένα τσιγάρο από το χέρι του Γιάννη. Το ανάβει και ξεκινάει να ρουφάει το δηλητήριο της επιβίωσης. Βλέπει με την άκρη του ματιού του να έρχονται προς το μέρος τους η Ευα με την Ιωάννα. Μιλάνε για ένα σωρό αδιάφορα πράγματα μέχρι που η Ιωάννα αποφασίζει να στάξει καυτό βιτριόλι στην συζήτηση. «Ευα πως ήτανε η εργασία με την ανορεξικια;»
ο Αλεξ γουρλονει τα μάτια του «ΜΙΣΩ» επεμβαίνει κτητικα «Τι εννοείς»
Ιωάννα« δεν την βλέπεις πως είναι γι αυτό φοράει συνέχεια φαρδιά ρούχα». Τότε θυμήθηκε την βόλτα τους στα κάστρα  γι αυτό πήρε τα χάπια γι αυτό φοβάται τους αριθμούς. Όλα τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν ξαφνικά μπροστά στα μάτια του και τότε κατάλαβε. « Εγώ τα έλεγα ότι είναι φρικιό δεν με ακούγατε» φωνή τους Κώστα πέταξε το επόμενο καυτό βιτριόλι. «Δεν είναι ότι δεν θες να φας είναι ότι δεν μπορείς» τον διορθώνει η Ευα σχεδόν έξαλλη με την συμπεριφορά των φίλων της.

POVAlex:
Έχει ανορεξία ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. Γιατί να το κανείς αυτό στον εαυτό σου.
(εσύ που περνεις πρεζα καλύτερος είσαι) φυσικά και όχι αλλά (αλλά τι είστε και οι δυο κατεστραμμένοι απλά με διαφορετικό τρόπο)
Από την στιγμή που το συνειδητοποίησα το μυαλό μου έχει κολλήσει εκεί σε εκείνη.
Οι ώρες  πέρασαν και ακόμα το σκεφτομαι.
«Που χάθηκες πάλι ρε» η φωνή του Ηρακλή με ξυπνάει από τον λήθαργο μου.
« Σκεφτόμουνα αυτά που έγιναν σήμερα»
«Με την καινούργια» με ρωτάει με ένα εμφανή πονηρό χαμόγελο. «ΟΧΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ» του λέω σχεδόν οξύθυμα
«την θες; » Κάνει μια παύση για να πιει ακόμη μια γουλιά αλκοόλ.
«γιατί άμα την θες θα αρχίσω να ανησυχώ» μου λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού
Εντάξει δεν λέω έχει ωραία μάτια αλλά τι να το κανείς εάν είναι μόνο κόκαλα.
«Όχι ρε Μαλακα δεν έχεις δει πως είναι το σώμα της δεν πάω με ανορεξικιες»
Ηρακλής «αυτό σου έλειπε και ολας έχει ολόκληρη Ιωάννα και θα πας με αυτήν» μου λέει γελώντας
«Το ένα δεν αναιρεί το άλλο»

«Το ξανά έκανες ;» Είμαι σίγουρος
βέβαια δεν θα  το παραδεχτεί
«ΤΙ ΟΧΙ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΕΓΙΝΕ ΞΕΚΟΛΛΑ»
«Έχεις ακόμα τύψεις Ε;» του λέω και τον χτυπάω στην πλάτη παρηγορητικά
«ΔΕ ... ΔΕΝ ΑΠΛΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙ ΑΥΤΟ» ξεφυσάει νιώθει ακόμα ενοχές οικείο συναίσθημα
«ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΔΕΝ ΤΟ ΗΘΕΛΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ.... Πως έγινε»
Βγαζω από την τσέπη του μαύρου σκισμένου τζάκετ μου την άσπρη σκόνη. «Πάρε να χαλαρώσεις» την πέρνει επιτόπου. Κατευθύνεται στο διπλανό στενό κοντά στο πάρκο. Έχει κάνει πολλές μαλακιες ο Ηρακλής αλλά δεν φταει αυτός οι καταστάσεις μονάχα. Μετά από λίγα λεπτά επιστρέφει ανανεωμένος χωρίς ενοχές και μαλακιες. «Καλό δυνατό» «το ξέρω η Νίκη πάντα μου δίνει καλύτερα» γελάει «πρόσεχε μην σε ακούσει ο Κώστα θα έχουμε φασαρίες»
«Όχι ρε»

Το βράδυ

Είναι στο παλιό του σπίτι. Πλέον είναι ένα ερείπιο σε  μια φτωχογειτονιά κοντά στους Αμπελοκήπους. Το μόνο που έχει απομείνει  είναι τα σπασμένα και σκονισμένα μπουκάλια αλκοόλ. Θυμάται ακόμα την μέρα που έφυγαν
Είχανε μαζέψει υπογραφές οι γείτονες και τους είχανε διώξει φυσικά για όλα αυτά και αλλά πολλά είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης ο πατέρας του. Εκείνος μικρός γύρω στα 10 δεν είχε καταλάβει τον πραγματικό λόγο. Βλέπεται η Πηνελόπη έκανε ότι μπορούσε για να μην καταλάβει το οτιδήποτε ο μικρός Αλέξανδρος. Ώσπου μεγάλωσε και άρχισε να συνειδητοποιεί σε ποσό άθλια οικογένεια ανήκε αλλά και ανήκει. Κάθεται στον σκονισμένο και φθαρμένο πάγκο της παλιάς του κουζίνας. Εκεί συνήθως ο πατέρας του τον βάραγε με την δερμάτινη ζώνη σε σημείο να αποκτά μώλωπες.
Οι λόγοι ήτανε γελοίοι όπως για παράδειγμα εκείνη την Παρασκευή.
Ήτανε παιδί ήθελε μόνο να παίξει έτσι είπε στην μητέρα του να πάνε στο πάρκο. Εκείνος όμως δεν τους άφησε βλέπεται είχε προτεραιότητα να τον ο ικανοποιήσει η γυναίκα του στο διπλανό δωμάτιο. Ο αλεξ ήθελε να πάει στο πάρκο έτσι σαν παιδί και αυτός άρχισε να απαιτεί να βγει έξω ξέρετε πως κάνουν τα μικρά παιδιά ακριβώς έτσι. Εκείνος ήτανε στο 9 κουτάκι μπύρας το μυαλό του θόλωσε μόλις άκουσε τα κλάματα του γιου του. Τον τράβηξε βίαια  από την αγκαλιά της Πηνελόπης που προσπαθούσε μάταια να τον ηρεμίσει για να μην έχουνε πάλι τα χθεσινά αλλά μάταια. Άρχισε να του βγάζει την πλουζα εκείνος αντιστεκόταν προσπαθούσε δηλαδή αλλά απέτυχε. Ήτανε ένα μικρό παιδί πως θα μπορούσε να τα βάλει με έναν ψυλο γεροδεμένο άντρα. Προσπαθούσε να ξεφύγει δεν τα κατάφερνε μετά παρακάλεσε. «σ σε παρακα παρακαλώ μπαμπά» τον παρακαλούσε με καυτά δάκρυα μεταμελείας για την παιδική συμπεριφορά.
Εκείνος από την άλλη είχε τόσο νεύρα έπρεπε κάπου να ξεσπάσει και ο Άλεξ ήτανε ο πλέον κατάλληλος. Μετά Βέβαια είχα σειρά ο Αχιλλέας και τέλος το καλύτερο του η Πηνελόπη. Ποιος ξερει τι μαρτυρία πέρασε στο διπλανό δωμάτιο εκείνο το βράδυ. Μετά από κάποια λεπτά σταμάτησε να τον βαράει στην πλάτη  με την σκληρή ζώνη φτιαγμένη από  δέρμα. Έτρεξε κατευθείαν στο μπάνιο έφερε το πλαστικό σκαμπό κοντά στον νιπτήρα. Ανέβηκε δειλά έκανε μύτες και μπορέσει να δει το είδωλο του στον καθρέφτη  τα διάφανα σημάδια από τους μώλωπες το πολύ σε μια εβδομάδα θα είχαν γίνει μωβ μελανιές.

Χτυπάει την πόρτα «ΤΙ ΘΕΣ»
Βλέπω τον πατέρα μου στην συνηθισμένη άθλια κατάσταση του. Η μπλούζα που φοράει μυρίζει εμετός σε συνδυασμό με αλκοόλ και τσιγάρο λέξη θάνατος δηλαδή.
«Αύριο έρχεται ο αδελφός σου»
«ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ» του λέω κοφτά τον μισώ δεν τήρησε ποτέ τον κανόνα. «Ούτε και εμανα απλά σε ενημερώνω για να μην είμαι πάλι κακός πατέρας» μου λέει και αποχωρεί κατευθείαν
αλίμονο λες και σε ενοιξε ποτέ κάτι εκτός από το ποτό

Ανοίγω ξανά το κινητό μου πηγαίνω στην αναζήτησή θέλω να καταλάβω θέλω να αισθανθώ το περίπλοκο μυαλό της.
Πληκτρολογώ «τι είναι ανορεξία»
Πατάω το πρώτο άρθρο «Η ανορεξία είναι μια διατροφική διαταραχή αλλά και ψυχική.Τα άτομα με νευρική ανορεξία συνεχίζουν να νιώθουν το αίσθημα της πείνας αλλά επιτρέπουν λίγες θερμιδες έως και
αφαγία. Το άτομο αρνηται να τραφεί ή τρέφεται με 600 έως 800 θερμίδες ημερησίως. Είναι μια σοβαρή ψυχοσωματική νόσος με μεγάλο ποσοστό θανάτων στην χώρα μας. Υπάρχουν διάφορες αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν το άτομο σε αυτήν την ασθενια. Όπως ο θάνατος ενός κοντινού πρωσοπου. Που το άτομο εκτός από νευρική ανορεξία πάσχει
και  πιθανότητα από κατάθλιψη».
Εντάξει «ΦΤΑΝΕΙ» κλείνω κατευθείαν το κινητό και το πετάω με δύναμη στο πάτωμα.

POVMAIRAS:

Περπατώ στον δρόμο για την στάση. Για καλή μου τύχη εντοπίζω την κοκκινομάλλα Νίκη.
Οι φωνές στο κεφάλι μου μπερδεύονται. Η καλή φωνή  μου λέει να ενδώσω στον γλυκό πειρασμό των χαπιών. Ενώ η κακή μου λέει ΦΤΑΝΕΙ προσπαθεί να μου βάλει όρια. Μάλλον ξεχνά ότι είμαι ενήλικας του εαυτού μου εδώ και χρόνια. Πλέον δεν χρειάζομαι κηδεμόνα όταν ήθελα κανείς από τους δυο δεν ήτανε εκεί. «Νίκη;» Γυρνάει και με κοιτάει μέσα από τα μαύρα γυαλιά ηλίου.
«Ε έχεις;»
«έχω τα πάντα το θέμα είναι εσυ τι θες να πάρεις» την κοιτάω διστακτικά δεν είμαι άνθρωπος που πέρνει ναρκωτικά. «Χαπια;» Γυρνάει και ανοίγει κατευθείαν την τσάντα της που όλο τυχαία έχει παρόμοιο χρώμα  με τα βαμμένα μαλλιά της. Ψάχνει κάτι μέσα στην κόκκινη τσάντα «αυτή τι στιγμή έχω μόνο αντικαταθλιπτικά»
ΌΧΙ ΌΧΙ δεν θέλω κάτι να με κάνει να αισθανθώ
χαρούμενη θέλω κάτι να μου πάρει τα συναισθήματα να τα διαλύσει και ας είναι μονάχα για λίγες ώρες.
«Δεν έχεις κάτι ξες ν να μην σε κάνει να αισθάνεσαι;»
Δεν ξέρω εάν το περιέγραψα σωστά μακάρι να βρει κάτι είναι η μόνη μου ελπίδα μέσα στην λεπίδα
«Έκσταση» χαμογελάω ασυναίσθητα αυτό υπόθετο μου κάνει
Της δίνω γρήγορα με τρεμάμενα χέρια τα χρήματα και μου δίνει κατευθείαν ένα μικρό σακουλάκι με 2 χάπια. «Καλή απόλαυση» μου λέει και φεύγει
Είναι ωραίο τελικά να έχεις βαποράκι στο σχολειο σου.
Κατευθύνομαι προς την στάση εκεί βλέπω την Ευα και την Ιωάννα να περιμένουν με ανυπομονησία. «Γεια» με χερεται μόνο η Εύα της γνέφω με ένα θετικό βλέμμα συνδεω τα ακουστικά μου. Πριν βάλω μουσική ακούω ένα. «Σου λέω δεν είναι φυσιολογική ποιος φυσιολογικός άνθρωπος δεν θέλει να φάει». Έχω μείνει πως είναι δυνατόν να είναι τόσο βγάζω κατευθείαν τα ακουστικά στο άκουσμα της λέξης
φυσιολογικός. Είμαι φυσιολογική απλά οι άνθρωποι τρώνε πολύ
«Για την ακρίβεια τρώω μόνο 500 θερμίδες ημερησίως» της λέω και κατευθείαν σχηματίζοντας ένα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπο μου.
«Δεν ζήτησε κανείς την γνώμη σου ανορεξικια» αουστ αυτό πόνεσε περνώ μια βαφιά ανάσα
«Ε Εμ βασικά μιλάς για εμένα οποτε ναι»
Η Ευα κατά την διάρκεια της συζήτησης
προσπαθούσε να την σταματήσει από το να ρίχνει και άλλο δηλητήριο στον πόνο
«Εντάξει Ιωάννα φτάνει» γυρνάει και την κοιτάει με εκνευρισμένο ύφος
«Ας συζητήσουμε κάτι άλλο ποιο ψύχραιμα» στις τελευτεες λέξεις γυρνάει και κοιτάει την καστανόξανθη φίλη της οι λέξεις πήγαινε σίγουρα γι αυτήν.
«Την επόμενη εβδομάδα θα κάνουμε χοροεσπερίδα
θα έρθεις; »
Της χαμογελάω αμήχανα «μπα δεν νομίζω
δεν μου αρέσει να διασκεδάζω έτσι»
μόνο όταν γινόμουνα λιώμα με την Άννα τότε μόνο περνούσα πραγματικά καλά.
«Εγώ λέω να έρθεις θα περάσουμε τέλεια»
Δε δεν θέλω νιώθω μια πίεση στους πνεύμονες μου ένα τσιγάρο τώρα θα ήτανε ότι πρέπει.

«Αυ το ήταν πρόσκληση;»
«Δεν είναι»λέει κοφτά η καστανόξανθη κοπέλα
«Φυσικά και είναι μην ακούς την Ιωάννα»
«θα δούμε» της λέω επιφυλακτικά
Μέσα σε λίγα λεπτά ήρθε το αστικό μπαίνω μέσα για να φτάσω στο λευκό κελί. Γιατι λευκό γιατί όλοι θεωρούν ότι είναι σπίτι άρα λευκό τίμιο αλλά δεν παύει να είναι σκοτεινό με μυστικά όπως ένα κελί.

«Πας καλά γιατί την κάλεσες;» Ρωτάει με νεύρα η καστανόξανθη κοπέλα την μαυρομαλα φίλη της
«Γιατί όχι θέλω να πω δεν είναι τόσο κακή όσο την παρουσιάζεις στην εργασία ήτανε μια χαρα χωρίς αυτήν δεν ξέρω πως θα τα πήγαινα»
Μουγκρίζει από νεύρα η καστανόξανθη κοπέλα εάν θα είχε κάτι μπροστά της αυτή την στιγμή θα το έσπαγε ευτυχώς για την ίδια και την Εύα δεν υπήρχε τίποτα.
Φοβάται αλλά γιατί θέλω  να πω είναι μια κοκαλιάρα που δεν έχει δώσει καν το πρώτο της φιλί.
Λίγα λεπτά μετά πέρνει τηλέφωνο τον Κώστα σχεδόν έξαλλη
μετά από 4 εκνευριστικά μπιμπ το σηκώνει
« Κώστα η Ευα κάλεσε την Μαρία στο πάρτι  πες της κάτι» λέει σχεδόν κλαψουρίζοντας ναζιάρικα
Μετά από 10 λεπτά τηλεφωνικής συνομιλίας τελικά πιστικέ από την Ευα βλέπεται ο πατέρας της είναι δικηγόρος της έμαθε με το λεγιν πως να κερδίζει τον άλλον.

Στο άσπρο κελί της Mairas
Μπαίνει σπίτι ως συνήθως δεν είναι κανείς. Αφήνει
την τσάντα γρήγορα στο ξύλινο πάτωμα και πάει κατευθείαν στο μπάνιο. Αρχίζει και γδύνεται χωρίς φυσικά να παρατηρεί το σώμα της. Πρώτα βγάζει το φούτερ μετά το μπεζ φανελάκι και τέλος το μαύρο παντελόνι και της μωβ χνουδωτές κάλτσες της. Τα ζεστά και φαρδιά ρούχα της είναι σε μια γωνία του μπάνιου λες και κάνουν την απόλυτη συμμαχία για το πως θα την κρατήσουν ζεστή. Έχει μείνει με τα μαύρα εσώρουχα της να κοιτάει ευθεία την ζυγαριά. Ήρθε η ώρα Συγκεκριμένα κάθε μέρα στις 4:30
ζυγιζότανε.
Πέρνει μια βαφιά ανάσα και ανεβενει πάνω στην κρύα συγαρια αμεσως ανατριαχιαζει με την αίσθηση της παγωμένης επιφάνειας.
Περιμένει υπομονετικά μερικά δευτερα χωρίς να κοιτάει κάτω. 41 ένα χαμόγελο εμφανίζεται ασυναίσθητα στο χλωμό πρωσποπω της. Ευτυχία
αυτή την στιγμή αισθάνεται να διαπερνά το κοκαλιάρικο κορμί της.
Ανόητη μπορεί για εσάς γι αυτήν όμως σίγουρα οχι.
Χοροπηδάει μόνη της σαν παιδί.
Σαν παιδί που έφαγε μόλις τηγανίτες πατάτες. Μόνο που αυτή είχε φάει μοναχά 2 ρυζογκοφρέτες.
Μετά από αυτό το μικρό παραλήρημα χαράς
υπενθυμίζει  στον εαυτό της « μην χαίρεσαι τόσο έχεις ακόμα 1 να ξεφορτωθείς για να ολοκληρωθείς πραγματικά»

~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top