~ part 5 ~



Μπαίνω με αργά βήματα  μέσα στο γυμναστήριο γυρνάω και αντικρίζω το αλκοολικό αγόρι να μιλάει με μια κοπέλα. Ένα αίσθημα ζήλιας με καταβάλει αλλά φεύγει αμέσως λόγο των χαπιών. Κάθομαι ποιο απόμερα και περιμένω την σειρά μου.
Μετά από λίγο ακούω «Μαρία Καλέγη». Ξεφυσάω και πηγαίνω προς το μέρος του. Στην αρχή μου μετράει το ύψος
«1,63» λέει και το σημειώνει στο μπλε τετράδιο. Μετά κατευθύνομε στην λευκή παλιά ζυγαριά την κοιτάω διστακτικά «θα ανεβεις» μου λέει.

Γουρλώνει τα μάτια του «42» λέει με και το σημειώνει και αυτό στο μπλε τετράδιο. Μην κοιτάς τον αριθμό της ζυγαριάς μην τον κοιτάς παλεύει η μια φωνή μέσα μου
Ενώ η άλλη μου λέει κοιτά τον πρέπει να χάσεις
αυτά τα δυο κιλά σε πέρνει ακόμα. Η πρώτη φωνή δεν είναι δυνατή ξεψυχάει ενώ η δεύτερη με παροτρύνει να κοιτάξω. Τα μάτια μου γυαλίζουν  τα διάρκεια δεν πέφτουν αισθάνομαι κενή, νεκρή χωρίς ζωή συναισθημάτων μέσα μου.

Βγαινω έξω από το σχολείο βλέπω το αλκοολικό αγόρι με την παρέα του γυρνάει και με κοιτάει μόλις καταλάβει ότι τον καίω με το βλέμμα μου.

Βγαίνω έξω από το σχολείο βγαζω ένα τσιγάρο από την μαύρη φθαρμένη τσάντα μου ψάχνω για αναπτήρα αλλά πουθενά. Αισθάνομαι κάποιον πίσω μου γυρνάω τρομοκρατημένα και βλέπω το αλκοολικό αγόρι να κρατάει φωτιά «άναψε το» μου λέει σχεδόν επιβλητικά με την χρια της φωνής του. Πηγαίνω κοντά του και το ανάβω διστακτικά. Με το που κάνω τις 3 πρώτες τζουρες μου έρχεται μια ζαλάδα. Τα βλέφαρα μου κλείνουν τα πόδια μου χάνουν την δύναμη τους αισθάνομαι κατευθείαν ένα ζεστό χέρι να με κρατάει από το μπράτσο με δύναμη. Τον κοιτάω κατευθείαν  απομακρύνει το ζεστό χέρι του αμέσως σπάζοντας την άβολη σωματική επαφή. «Πήρες»
«ν ναι» του λέω η επιρροή τον χαπιών είναι ισχυρότερη από όσο νόμιζα. «Έλα μαζί μου» μου λέει. «που» τον ρωτάω σχεδόν ψιθυριστά δεν έχω καν την αντοχή να μιλήσω κανονικά απλά μου είναι αδύνατο. «Να σε πάω σπίτι δεν είσαι σε θέση να πας μόνη σου» περπατάμε μαζι διπλά διπλά. Δεν ξέρω γιατί δεν αρνήθηκα αλλά ούτε και δέχτηκα απλά δεν είπα τίποτα. Φτάνουμε κοντά σε μια μαύρη μηχανή.

Ανεβαίνει με ευκολία στην μαύρη μηχανή το ίδιο κάνω και εγώ με την βοήθεια του χεριού του «Που μένεις» ρωτάει
«δε δεν πάω ποτέ σπίτι τόσο νωρίς» του λέω
1 κανόνας απέφυγε το σπίτι σου όσο περισσότερο μπορείς . Δεν μου απαντάει απλά ξεκινάει να τρέχει με την μηχανή στην Εγνατία.
Φτάνουμε στα κάστρα δεν ξέρω καν γιατί δεν φεύγω γιατί δεν φέρνω αντίρρηση απλά δεν μπορώ τα χαπια με έχουν επηρεάσει με έχουν φέρει στην απόλυτη νυρβανα των αισθήσεων μακάρι να είχα αυτό το συναίσθημα για πάντα να μην αισθάνομαι τίποτα. Καθόμαστε σε ένα απομονωμένο παγκάκι στα Κάστρα. Αποφασίζει να σπάσει την σιωπή ρωτώντας με αυστηρά «γιατί πήρες»
«γιατί φοβάμα τους αριθμούς» οι λέξεις βγαίνουν με ειλικρινά από το στόμα μου  γυρνάει και με κοιτάει το περίμενα ότι δεν θα καταλάβαινε. Ξεφυσάω άβολα «της ζυγαριάς» δεν μου απαντάει απλά βγάζει από την μαύρη ζακέτα του ένα μικρό σακουλάκι που μέσα έχει χόρτο. Μετέπειτα βγάζει κάτι χαρτάκια φράουλας και φυλτρακια. Στρίβει με ευκολία 1 γαρο «θες»
«όχι προτιμώ να έχω καθαρό μυαλό» γελάει σιγανά με αυτό που είπα. «Έχεις είδη πάρει χάπια» μου λέει
«όποτε τι είναι λίγο χόρτο» τον κοιτάω στα κάστανομπλε μάτια του. «1 βήμα ποιο κοντά στην ευτυχία» μου λέει χαλαρά με ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στα ομοιόμορφα χείλη του.
«δεν μπορώ να καπνίσω»
Αλκοολικό αγόρι: «γιατί όχι;» μου λέει με εμφανή περιέργεια στο βλέμμα του
εγώ: «το χόρτο σε κάνει να πείνας» του απαντάω ξερά.

«Μου δίνεις δυο χαρτάκια φράουλας» τον ρωτάω εν τέλη μετά από λίγα λεπτά μου τα πετάει και τα πιάνω. Βγάζω δυο χαρτάκια στο στόμα μου κατευθείαν μου έρχεται μια οικεία γεύση φράουλας και γλυκύτητας πάνω στον ουρανίσκο της γλώσσας μου.

Την κοιτάει περίεργα λογικο η Maira παίζει να είναι από τα λίγα μην πω και το μόνα άτομα που το κάνουν αυτό. Προσπαθεί να του απαντήσει με νεύρα
«είναι ο μόνος τρόπος να γευτώ».
Μα η ίδια ήτανε σε μια απόλυτη κατάσταση ηρεμίας όποτε όσο και εάν προσπάθησε να ακουστεί με συναισθήματα δεν μπορούσε ακουγότανε περισσότερο σαν άψυχη υπάρξει. Το αλκοολικό αγόρι ή αλλιώς Alex χαμογέλασε στο άκουσμα της φράσης που είπε. Είχε καταλάβει η τουλάχιστον προσπάθησε να καταλάβει το περίπλοκο σκεπτικό της για τους αριθμούς και το φαγητό. Δεν μπόρεσε όσο και εάν προσπάθησε του ήταν αδύνατο.

Κανένας από τους δυο δεν ξανά μίλησε μόνο καπνίζανε αυτός γαρο και εκείνη τσιγάρο . Ήτανε και οι δυο χαμένοι στις δικές τους σκέψεις στα δικά τους πρόβλημα στους δικούς τους δαίμονες. Μετά από μια ώρα σπάει την σιωπή λέγοντας της «σήκω» εκείνη γυρνάει και τον κοιτάει ο τόνος του πάντα επιβλητικός.

Τα λεπτά και μικροσκοπικά χέρια της τυλίγονται γύρο από την μέση του. Δεν της άρεσε που ήτανε τόσο κοντά του ένιωθε άβολα. Μέσα σε λίγα λεπτά φτάνουν ξανά στην Εγνατία. Την ρώτησε εάν θέλει να την πάει σπίτι αλλά φυσικά και αρνήθηκε του είπε ότι πρέπει να πάει κάπου άλλου πρώτα. Κατεβαίνει από την μαύρη μηχανή του. Σκέφτεται για λίγο εάν πρέπει να του πει ευχαριστώ ένα αίσθημα ενοχής την καταβάλει. Εάν δεν ήτανε αυτός ξανά στην καλύτερη περίπτωση θα την πατούσε κάνα αμάξι ενώ στην χειρότερη θα ήταν σόι και αβλαβής σπίτι της. «Ευχαριστώ» του λέει σχεδόν ψιθυριστά μέσα από τα σκισμένα και ματωμένα χείλια της σίγουρα το άκουσε. Γυρνάει κατευθείαν και την κοιτάει μέσα στα μπλε καταθλιπτικά μάτια της. «τιποτα Μαρία» στην αρχή ξαφνιάζεται που ξερει το όνομα της ενώ αυτή όχι το δικό του. Αμέσως  μετά όμως της έρχεται ένα αίσθημα αηδίας. Ποτέ δεν της άρεσε το όνομα της. Της θύμιζε την Παναγία που είναι Αγία και αυτή μόνο αυτό δεν ήτανε έτσι το άλλαξε το έκανε Maira. «Maira είναι» τον διορθώνει χωρίς να σπάσουν την οπτική επαφή. Εκείνος την κοιτάει και βάζει το κράνος του και σε δευτερόλεπτα εξαφανίζεται από το οπτικό της πεδίο.
Τρέχει με την μηχανή έτσι νόμιζε ότι ξεφεύγει από τα προβλήματα του. Αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε.
Στους φίλους του δεν είπε που ήταν ούτε  με πια
δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση είχε καταλάβει ότι είναι αντικοινωνική.
Η ώρα πέρασε αδιάφορα στο πάρκο μαζί με μπυρες και φυσικά τους φίλους του. Στο 7 κουτάκι Μπύρας πλέον αρχίζει και ζαλίζεται.
Η άχρωμη και σκληρή φωνή της συνείδησης του, του υπενθυμίζει «αρχίζεις και γίνεσαι σαν και αυτόν είσαι αυτός είσαι ο πατέρας σου». Πετάει βίαια το κουτάκι Μπύρας που προσγειώνεται αμεσως κάτω με αποτέλεσμα να χυθεί το χρυσαφένιο υγρό. «ΓΑΜΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝ» μιλάει στο κενό ουρλιάζωντας και σφίγγοντας τα χέρια του από θυμό. Η υπόλοιπη παρέα γυρνάει και τον βλέπει λίγα άκουσαν αλλά πολλά κατάλαβαν. Ποτέ δεν μιλούσαν για τα πρόβληματα τους.
Γεμάτος οργή και μίσος πάει πλέον στον δρόμο για το σπίτι του.
Ανοίγει την πόρτα και τον βλέπει να κάθετε στο τραπέζι της κουζίνας και να πίνει. «Θες;» τον ρωτάει.
Σφίγγει τα χέρια του με δύναμη για να μην ξεσπάσει. Οι μπλε φλέβες του εμφανίζονται πράγμα που σημαίνει ότι σε λίγο θα ξεσπάσει. «ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ» του λέει φτύνοντας τις λέξεις  και πετάει το γυάλινο μπουκάλι βότκας που έπινε ο πατέρας του πριν λίγο. Με αποτέλεσμα το οινοπνευματώδη υγρό να χυθεί στο πάτωμα και το γυάλινο μπουκάλι να σπάσει σε χιλιάδες μικρά κομματάκια. Ο πατέρας του πλέον οργισμένος που δεν πρόλαβε να κατανάλωση τις τελευταίες γουλιές αλκοόλ πάει να τον χτυπήσει αλλά πλέον ο Αλέξανδρος μεγάλωσε δεν είναι εκείνο το μικρό ανόητο αγοράκι που καθότανε και έτρωγε ξύλο. Πλέον ο Άλεξ είχε βάλει έναν κανόνα στην ζωή του. Οποίος τον ξανά χτυπήσει θα το πληρώσει πολύ.
Πολύ ακριβά
Λογομαχούσανε για αρκετή ώρα οι μεθυσμένες φωνές τους δεν βγάζουν κανένα νόημα είναι ίδιοι αλλά παράλληλα διαφορετικοί. Ο καβγάς τελείωσε με ένα «ΕΣΥ ΤΗΝ ΣΚΟΤΟΣΕΣ» από τον πατέρα του αλεξ και «ΕΣΥ ΜΑΣ ΧΤΥΠΟΥΣΕΣ ΓΙ ΑΥΤΟ ΕΦΥΓΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ» και μετά νεκρική σιωπή

~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top