~ Part 4 ~
Σάββατο βράδυ στην μαγευτική Θεσσαλονίκη
Το βράδυ για την Maira ήτανε ο απόλυτος εθισμός. Μια μεθυσμένη ξανθιά κοπέλα της είπε κάποτε τα βράδια είναι ποιο ωραία από την μέρα γιατί είναι ποιο ρεαλιστικά άρα και πιο καταστροφικά.
Το βράδυ πλέον το αγάπησε όπως αγάπησε και την ξανθιά κοπέλα. Η μόνη διαφορά είναι ότι η ξανθιά κοπέλα πλέον έφυγε ενώ το βράδυ όχι έμεινε εκεί να την συντροφεύει στα ασχήμα γιατί πλέον μόνο άσχημα είχε. Πλέον της άρεσε πίστευε ότι φαίνεται περισσότερο η καταστροφή αυτό που αποζητούσε δηλαδή η κουρασμένη ψυχή της. Πήρε το 21 και κατέβηκε στο κέντρο εκεί που θα συναντούσε ξανά την ελευθερία της αναρχίας. Περπάτησε μέχρι την Ναυαρίνου αποφεύγοντας της σκέψεις της για άλλη μια φορά. Έφτασε επιτέλους στο χάος πήρε μια βαφιά ανάσα. Βλέπετε κουραστικέ λογικό είχε να αγγίξει φαγητό 3 μέρες έτσι πίστευε ότι θα γινότανε αποδεχτή κατά κάποιο τρόπο. Γι αυτήν ήτανε ακόμη μια μέρα επιβίωσης και νίκης χωρίς φαγητό,για τον υπόλοιπο κόσμο που ήξερε ήτανε ένα βήμα ποιο κοντά στον θάνατο.
Περπάτησε μέχρι το τέλος της Ναυαρίνου. Στον δρόμο είδε πολλούς punk , goth, emo.
Όλοι ήταν μαζί και γελούσαν έδειχναν να περνάνε καλά. Γέλασε όταν τους είδε χαρούμενους της φάνηκε ειρωνικό αλλοπρόσαλλο. Είχε πάντα στο μυαλό της αυτούς τους ανθρώπους με κατάθλιψη. Αλλά τελικά τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται
Έριξε μια γρήγορη μάτια στον εαυτό της ,στην αντανάκλαση μιας πολυκατοικίας. Ίσα που φαινότανε αλλά ήτανε αρκετό για καταστρέψει την είδη κατεστραμμένη ψυχολογία της. Μπορεί να μην είχε μια μαύρη εμφάνιση ωστόσο η ψυχή της είναι μαύρη.
Περπάτησε λίγο ακόμα ώσπου βρέθηκε στο τέλος της Ναυαρίνου κοντά στον λευκό. Αγόρασε από το κοντινότερο περίπτερο χαρτάκια με γεύσεις. Ήτανε για χόρτο η ίδια ποτέ δεν είχε κάνει ούτε το είχε σκοπό. Τα αγόρασε μόνο και μόνο επειδή είχαν γεύσεις ήθελε να γευτεί κάτι απελπισμένα χωρίς θερμίδες κάτι χωρίς επιπλέον ενοχές. Τώρα είχε άνοιξη την συσκευασία από τα χαρτάκια με γεύση φράουλα είχε πάει σε ένα στενό ποιο μέσα στα χαμένα σκοτάδια. Ένιωθε ασφαλής εκεί ένιωθε ο εαυτός της. Κάθισε σε ένα παγκάκι με τα πόδια της οκλαδόν.
Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι το αλκοολικό αγόρι με βοήθησε ακόμη μια φορά και όχι μόνο αυτό αλλά είμαστε και στο ίδιο σχολείο. Θέλω πιστεύω ότι δεν είπε κάτι. Δεν θέλω την λύπηση και την ελεημοσύνη κανενός. Οποίος αποζητά αυτά τα συναισθήματα είναι δειλός και εγώ έχω απόδειξη ότι δεν είμαι.
Σκέφτομαι μασουλώντας τα χαρτάκια φράουλας.
Περπατώντας πλέον στον άδειο και κενό δρόμο της Ναυαρίνου. Η ώρα έχει περάσει και το μαύρο σκοτάδι έχει τυλίξει για τα καλά αυτήν την πόλη.
Η κυκλοφορία του δρόμου έχει σχεδόν νεκρική σιωπή όπως στα κοιμητήρια.
Την Δευτέρα
Ξεκίνησε ακόμη μια εβδομάδα επιβίωσης σε αυτόν τον κόσμο. Η ώρες πέρασαν τόσο γρήγορα όπως κυλάει το αίμα όταν ακουμπάς την λεπίδα πάνω στο δέρμα.
Το αλκοολικό αγόρι δεν το είδα σήμερα μάλλον δεν ήρθε καλύτερα έτσι. Βγαίνω από την τάξη επιτέλους τελείωσε αυτή η μέρα. Προχωράω με την μουσική στο τέρμα. Ξαφνικά συγκρούομαι με κάποιον και βρίσκομαι στο πάτωμα σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω έναν ψηλό κάστανο μαλλή.
Κώστας: πρόσεχε λίγο φρικιό
Οι λέξεις βγήκαν ειρωνικά από το στόμα του
«Ε... εσύ έπεσες πάνω μου» λέω σχεδόν ψιθυριστά και σηκώνομαι κατευθείαν να φύγω. Όμως δεν προλαβαίνω πριν καν κάνω ένα βήμα με πιάνει από τον αριστερό καρπό με δύναμη. Ένα αίσθημα οξύ πόνου με καταβάλει ολόκληρη. Δαγκώνω τα αφυδατωμένα χείλη μου.
Όχι δεν θα δείξεις πόνο
«Άσε με» του λέω προσπαθώντας να του επιβληθώ αλλά μάταια
Κώστας: «να μιλάς ποιο όμορφα και θα το κάνω» σφίγγει ακόμα ποιο πολύ το χέρι μου κατευθείαν μου βγαίνει μια κραυγή πόνου πάει να μιλήσει αλλά δεν προλαβαίνει ακούγεται μια γυναικεία φωνή «άστην ήσυχη Κώστα» γυρνάμε και οι δυο αυτόματα μια κοκκινομάλλα κοπέλα μιλάει είναι μπροστά μας. Κώστας: « Νίκη πάνε να σνιφάρεις καμία κόκα και παρατάμε» της λέει προσβλητικά
Νίκη: « το έχω κάνει ήδη αγαπημένε» του λέει με ένα χαμογελώ γεμάτο που στάζει μια δόση αλήθειας
Την κοιτάει και με αφήνει κατευθείαν
«με εσένα νίκη θα τα πούμε» λέει γεμάτος νεύρα «όποτε θες με τους άλλους θα είμαι»
Είχε φύγει αλλά είμαι σίγουρη άκουσε ότι του είπε η Νίκη. Έρχεται κοντά μου «είσαι καλα» της γνέφω με ένα θετικό βλέμμα και κατευθύνομε έξω από το λύκειο.
Μόλις βγαίνω από το σχολείο σηκώνω κατευθείαν το αριστερό μανίκι. Βλέπω κατευθείαν να έχουν ανοίξει ελάχιστα οι πληγές.
Είμαι στο δωμάτιο μου
Κάθομαι προσπαθώντας να διαβάσω ποιον κοροϊδεύω το μυαλό μου είναι πάλι εκεί.
Πάλι στις αναθεματισμένες αναμνήσεις.
Ανοίγω το δεύτερο συρτάρι του γραφείου που
έχει μόνο αναμνήσεις μόνο αυτές με συντροφεύουν πλέον στους δαίμονες μου ή αλλιώς στην πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει τίποτα το κλείνω με δύναμη. Βγαίνω έξω από το δωμάτιο «γιατί τα πέταξες"
«απλά έπρεπε Μαρία»
«Απλά έπρεπε με ποιο δικαίωμα πέταξες τις ζωγραφιές» της λέω με νεύρα όχι δεν έπρεπε να το κάνει δεν έχει ιδέα. Συνεχίζω να της φωνάζω ώσπου βλέπω να έρχεται ο πατέρας μου. Με πλησιάζει «γιατί φωνάζεις » με πλησιάζει ξανά με έχει σχεδόν στριμώξει «φύγε» του λέω και τον σπρώχνω με τα χέρια μου «απαιτώ σεβασμό το κατάλαβες γιατί αλλιώς σε βάζω ξανά στην κλινική» μου λέει με ένα χαμόγελο. Εννοείτε πως ο πατέρας μου θα με απειλούσε ξανά με αυτόν τον τρόπο. Είναι συνήθεια πλέον
Καυτά διάρκεια τρέχουν από τα μάτια μου όταν ξεστόμισε αυτή την φράση.
Μου πιάνει το λαιμό με τα χέρια του.
Αρχίζει και με πνιγεί γυρνάω και βλέπω την μητέρα να μας κοιτάει. Ποτέ δεν έκανε κάτι ποτέ δεν θα κάνει γιατί πολύ απλά είναι σαν και αυτόν.
Ακόμα τα καυτά διάρκεια κυλάνε σαν αίμα.
Μου ασκεί περισσότεροι δύναμη με το χέρι του σε σημείο να μην μπορώ να πάρω ανάσα ώσπου το καταλαβαίνει και απομακρύνει τα χέρια του.
Μια ανάσα ανακούφισης βγαίνει από μέσα μου και κατευθείαν βήχω προσπαθώντας να επαναφέρω την ανάσα μου.
Ημέρα Τρίτη
Έχουν περάσει τρεις ώρες μαθήματος. Το αλκοολικό αγόρι είναι εδώ. Η παρουσία του μου προκαλεί
stress.
Η ώρα πέρασε το μαρτύριο τελείωσε η μάλλον έτσι πίστευα. Μέχρι που μαθαίνω ότι την τελευταία ώρα έχουμε γυμναστική με β2
και μάλιστα θα μας κάνουν μετρήσεις για το βάρος και τέτοιες μαλακιες. Το άγχος με εξουσιάζει ολόκληρη για τον αριθμό
της ζυγαριάς. Ένα νούμερο κάτω θα είναι ποιο κοντά στην ευτυχία μου ένα νούμερο πάνω κοντά στην καταστροφή μου. Είμαι στις σχολικές τουαλέτες παρατηρώ τον εαυτό μου. Με πέρνει να χάσω 3 κιλά ακόμα. Σκέφτομαι αμέσως
η φωνή της ψυχής μου ακούγετε να ξεψυχάει με αυτήν την φράση. Ξαφνικά μπαίνει μέσα η Νίκη. Νίκη: «Έχεις άγχος» «δε δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς» «Κοιτά μπορεί να είμαι μαστουρωμένη συνέχεια αλλά καταλαβαίνω τι γίνεται» ξεφυσάω δεν ξέρω τι να της πω εδώ δεν έχω ιδέα τι να πω στον ίδιο μου τον εαυτό. «Ελα σου έχω την λύση» βγάζει από την γκρι ζακέτα της κάτι χάπια. Μου τα πετάει και τα πιάνω. «Αγχολυτικά;» «Ναι» μου λέει κοφτά « ποσό;» «Για εσένα μόνο 10€ τα δυο». Έχουν περάσει 2 λεπτά ακόμα το σκέφτομαι. Τελικά της δίνω τα χρήματα και μου δίνει τα χάπια. Δυο ελπίδες χαλάρωσης μέσα στο μαύρο κόσμο μου εμφανίζονται όταν τα καταπίνω με το κρύο νερό της βρύσης
~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top