~ part 10 ~
Ψέματα ψέματα ψέματα
Όλοι οι άνθρωποι λέμε ψέματα το θέμα είναι τα λέμε για να μας βγάλουμε από μια δύσκολη θέση για παράδειγμα «έχω φαΐ δεν πεινάω» ή για να εντυπωσιάσουμε τους άλλους
«ξες εγώ πήγα στο Παρίσι»
Τα ψέματα είναι η εύκολη λύση για όλα σχεδόν τα προβλήματα ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται γιατί στην πραγματικότητα το ένα ψέμα φέρνει το άλλο όπως το τσιγάρο δεν σταματάς ποτέ στο ένα.
Σκεφτείτε τα ψέματα είναι σαν ένα σακουλάκι πατατάκια είναι φτηνά νόστιμα και η γρήγορη λύση για να χορτάσεις. Αλλά μπορούμε να περιοριστούμε στο ένα πατατάκι
σίγουρα όχι άρα γιατί να μπορούμε να σταματήσουμε στο ένα ψέμα
Σάββατο μεσημέρι – απόγευμα
«Είμασταν και οι δυο high , Ε και μέσα στην μαστουρα μας ήρθε προς το μέρος μου και με φίλησε και έτσι ξεκίνησε» λέει ντροπαλά ανάβοντας ένα ακόμη τσιγάρο. «Και από τότε είμαστε μαζί» τα μάγουλα της περνούν μια ελαφρός κόκκινη απόχρωση σαν τα μαλλιά της. Την άκουγε προσεκτικά δεν έχασε καμία λέξη καμία περιγραφή. Είχε καιρό να κάνει μια φυσιολογική συζήτηση με κάποιον οπότε την απόλαυσε στο επαρκών. «Άντε πάμε μέσα αρκετά με τον Δημήτρη έχουμε ετοιμασίες» λέει τραβώντας την απαλά από το χέρι κατευθυνότας την στο δωμάτιο της. Το μεσαίου μεγέθους δωμάτιο είναι βαμμένο σε γκρι χρώματα. «Να φανταστώ έχεις τάσεις απομονώσεις;» γουρλονει τα μάτια της κατευθείαν μα καλά μάντης είναι; «Πως πως το κατάλαβες;» ρωτά η κοκκινομαλα. «Το χρωμα του τοίχου σου τα λέει όλα» απαντά αυτονόητα. «Δηλαδή το ότι έχω κόκκινα τα μαλλιά μου τι θα πει»
Για λίγο σκέφτεται σίγουρα δεν θα ακουστεί ωραίο αυτό που θα πει αλλά πρέπει να είναι ειλικρινείς οφειλή να είναι για την τέχνη « θες την προσοχή γι αυτό διάλεξες το κόκκινο ίσως και να θες προειδοποιήσεις τους άλλους για εσένα» λέει περήφανα «νομίζω δεν θα πηγαίνω πλέον στην ψυχολόγο του σχολείου εσύ τα βρήκες καλύτερα» λέει χαχανιζοντας μεταξύ σοβαρού και αστείου. «Και εσύ πηγές σωστά;» Κοιτάει άβολα το πάτωμα εύκολη απάντηση ένα ναι ή όχι θέλει ή μήπως κάτι πιο βαθύ κάτι πιο εσωτερικό; «Ας αλλάξουμε θέμα τι θα βάλεις;» Λέει εύθυμα προσπαθώντας να φτιάξει το κλίμα αλλά το έκανε ακόμα χειρότερο. Πως τολμά να ρωτά τόσο απλά την Μάιρα μια ανορεξικια μια κοκαλιάρα μια τι; Μια άρρωστη.
«κάτι φαρδύ υπόθετο» πως γίνεται να ξερει τόσα για τα χρώματα και η φωνή της να είναι άχρωμη τραγική ειρωνία ίσως
Ανοίγει με φορά την άσπρη κλασική ντουλάπα από τα ικεα. Βγάζει και βάζει κρεμάστρες λες και ψάχνει το ιδανικό το απόλυτο το πλήρες
Κρατάει μια ξύλινη κρεμάστρα που κρέμεται ένα μωβ σκούρο μπλουζάκι ανοικτό στο ντεκολτέ. Ξέρεις αυτά τα ρούχα που είναι ωραία αλλά κάνουν 5 ευρώ ακριβώς αυτό.
Ήτανε ανοικτή στο στήθος και στενή στην μέση
,κρατιόταν από δυο λεπτές τιράντες. «Εμπρός δοκίμασε το» κοιτά απειλητικά το ρούχα ΔΕΝ θα μου πάει ΔΕΝ έχω προλάβει να χάσω ακόμα αυτό το 1 κιλό. «Δεν είμαι σίγουρη καλύτερα να βάλω ένα φούτερ» λέει με σιγουριά
«Μα δεν γίνεται να πάμε και να είμαστε με φούτερ θα χορέψουμε θα πιούμε έλα θα έχει πλάκα»
Θα πιω θα χορέψω;
ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Νούμερο 1 ποτέ αλκοόλ
Νούμερο 2 ποτέ στενά ρούχα
Νούμερο 3 ποτέ χόρτο
Νούμερο 4 ποτέ διασκέδαση
Νούμερο 5 ποτέ φαγητό πάνω από 600 θερμίδες
Αυτοί ήτανε οι κανόνες της Μάιρας για την επιβίωση της πλέον, αλλά και για την συντήρηση αυτού του σκελετωμένο κορμιού που αποτελείτε από λίγο λίπος κόκαλα και χλομό δέρμα. «θα μου είναι μεγάλο» προσπαθεί να την πείσει αλλά μάταια.
« απλά δοκίμασε το έτσι και αλλιώς θα βάλεις ζακέτα» λέει απαλά και γλυκά. Πέρνει την ξύλινη κρεμάστρα δειλά από τα χέρια της κοκκινομαλας «το μπάνιο;»
Ανοίγει την λευκή πόρτα του μπάνιου και έρχεται αντιμέτωπη για άλλη μια φορά με τον χειρότερο εχθρό της. Το μυαλό της φυσικά, ξεφυσάει και βγάζει την μπλούζα της. Μένει με το μαύρο κενό σουτιέν της δεν είχε στήθος βέβαια αυτό ήταν το τελευταίο που την ένοιαζε αλλά όσο να πεις δεν της προσδίδε θηλυκότητα απλά την έκανε ακόμα περισσότερο αποκρουστική. Γυρνά το βλέμμα της άλλου ώστε να μην κοιτάξει το σώμα της για κακή της τύχη όμως πέφτει πάνω στο μεσαίου μεγέθους καθρέφτη. Πλησιάζει κοντά λες και ο καθρέφτης είναι μαγικός όπως της κακιάς από την χιονάτη είχε την ελπίδα να ήταν να της έλεγε ψεματα για το ποσό παραμορφωμένο ειναι πλέον το πρόσωπο της για την τριχοφυΐα της για τα κόκαλα που όλο ένα φαινόντουσαν περισσότερο ΓΙΑ ΟΛΑ. Αντίθετος κοίταξε μέσα από την αντανάκλαση δεν είδε την Μαιρα ούτε καμία ένα κενό το απόλυτο κενό. Πλησιάζει με δειλά βήματα λίγο ποιο κοντά στον καθρέφτη, τα μάγουλα της έχουν μπει μέσα. Τα κόκαλα της κλείδας πετάγονται τόσο πολύ που άμα τα κοιτάξεις κατάματα πιστεύεις ότι θα σκίσουν το χλωμό της δέρμα και θα ελευθερωθούν. Φέρνει το ένα χέρι της κοντά στο άλλο μπράτσο της πλησιάζει με τα δάχτυλα της και κλείνει το μπράτσο της. Ικανοποιητικό αποτέλεσμα κλείνει με ευκολία και δεν προεξέχει κανένα παραπανίσιο λίπος. «Άντε το έβαλες» ακούει την φωνή της κοκκινομαλας πίσω από την πόρτα. Αμέσως πιάνει το μωβ μπλουζάκι και το περνά πάνω από τα καστανά ξηρά μαλλιά της δεν προλαβαίνει καν να βάλει την ζακέτα της και μπαίνει μέσα η Νίκη σαν σίφουνας. Αμεσως πετάγεται ολόκληρη τι ολόκληρη δηλαδή μισή έχει μείνει τέλος παντων και βάζει τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Την κοιτά ενθουσιασμένη της πήγαινε τόσο πολύ αυτό το χρωμα θα έπρεπε να φοράει ποιο συχνά χρώματα σκέφτηκε. «Λοιπόν» λέει με σοβαρό ύφος η Νίκη
«σου πάει απίστευτα Δες» και της δείχνει τον καθρέφτη χαμογελαστά. Γυρνάει το κεφάλι της και βλέπει το «χρωματιστό» είδωλο της το σκούρο μοβ τόνιζε υπέροχα τα μπλε σκοτεινά μάτια της. Μετά κοιτάζει επίμονα το ρούχο της ήτανε αρκετά φαρδύ ειδικά στις τιράντες. «Έτσι και αλλιώς είπες πριν ότι θα βάλεις ζακέτα οποτε μην σκας» της υπενθυμίζει ανέμελα όμως σε δευτερα η ανεμελιά χάνετε και έρχεται το στιγμιαίο σοκ. Κρυφοκοιτάει ασυναίσθητα τα χέρια της και το θέαμα πραγματικά σοκάρει. Το αριστερό χέρι έχει πολλά μικρά κ μεγάλα κόκκινα και μπεζ σημάδια. Οι ευθείες χάνονται η μια μπορστα από την άλλη. Οι ουλές ανταγωνίζονται η μια την άλλη για το ποια θα τις θυμίζει τις περισσότερες χαμένες αναμνήσεις. Ενώ στο δεξί χέρι κυρίαρχη μια. Μια μονάχα μεγάλη-δυνατή και βαφιά μπεζ ουλή που είναι τρέλα ερωτευμένη με της μπλε φλέβες του καρπού της. Άλλωστε για ποιον άλλο λόγο να βρίσκεται εκεί;
«Και τώρα ώρα για βάψιμο» πέρνει το νεσεσέρ της και οδεύουν προς το μπάνιο.
Απλώνει στα μάτια της ανορεξικιας λίγο ρουζ ώστε να τονιστούν τα άχρωμα "μάγουλα" της στην συνέχεια τοποθέτει μια λεπτή μαύρη γραμμή σκιάς στα μπλε μάτια της. Ώστε να φαίνονται πιο άγρια και τέλος της βάζει ένα απαλό κραγιόν σε χρωμα σάπιου μύλου. «Δες» ανοίγει τα μάτια και κοιτάει τον εαυτό της.
«Μα καλά εγώ είμαι αυτή» αναφωνεί θα μπορούσε να πει ότι ήταν διαφορετική μέχρι και όμορφη πίστευε καταβάθος μέσα της ότι ήταν.
Η κοκκινομαλα από την άλλη είχε βάλει ένα μπλε σκούρο μολύβι ώστε να κάνει αντίθεση με τα μπροντοκοκκινα μαλλιά της
και φυσικά κόκκινο κραγιόν της φλόγας της προσοχής.
Ρίχνουν μια τελευταία φευγαλέα μάτια στον καθρέφτη πριν βγουν από το σπίτι είναι πραγματικά και οι δυο εκπληκτικές η κάθε μια με ξεχωριστό μοναδικό τρόπο. Επέμενε τόσο πολύ που στο τέλος την έπισε να βάλει το μαύρο "στενο" τζιν που εστίαζε παραπάνω από όσο επέτρεπε στα αδύνατα πόδια της. Μαζί με μια μαύρη φαρδιά ζακέτα γιατί να μην ξεχνάμε μπορεί να μην είχε τόσο κρύο για τους φυσιολογικούς αλλά για μια ανορεξικια είχε. Βγαίνουν από την πολυκατοικία και παρατηρούν
ένα μαύρο αμάξι. Η Νίκη κατευθείαν χαμόγελα και πλησιάζει μέχρι που βγαίνει έξω από την θέση του οδηγού ο Δημήτρης. «Ήρθες» λέει και τον φυλάει πεταχτά στα χείλη
«Δημήτρης» δίνει το χέρι του στην ανορεξικια φίλη της κοπέλας του. «Μάιρα» του δίνει το ελάχιστα τρεμάμενο και ιδρωμένο χέρι της. « Άγγελος» δίνει το χέρι του το αγόρι από την διπλανή θέση. Μόλις η φωτιά με το νερό συναντήθηκαν. Ένας μικρος ηλεκτρισμός διαπέρασε το κρύο κοκαλιάρικο κορμί της. Κατέβηκαν από το αμάξι και οι 4 και τότε αντίκρισαν την πρωταγωνίστρια μας. Η αλήθεια βγήκε στο φως. Ο Δημήτρης σκαναρε σχεδόν φανερά το σώμα της ο Άγγελος από την άλλη δεν εστίασε εκεί κοιτούσε μόνο το όμορφο ζωγραφισμένο πρόσωπο της. Κοίταξε τους δρόμους μα εδώ δεν είναι το μαγαζί το μόνο που υπάρχει είναι ένα γυραδικο. «Λοιπόν ας φάμε πρώτα γιατί δεν θέλω να σε δω ξανά μεθυσμένη» εκφράζει με ελάχιστο θυμό ο Δημήτρης στην κοκκινομάλλα κοπέλα του. Ξεφυσάει ενοχλημένη «άντε ελάτε»
Μπροστά ήτανε η Νίκη χωμένη στην αγκαλιά του αγαπημένου της ενώ από πίσω τους περπατούσαν η Μάιρα με τον Άγγελο. Μπαίνει πρώτα μέσα το ζευγάρι ενώ από πίσω μένουν οι δυο τους μόνοι.
«Πάνε εσύ θα περιμένω έξω»
Άγγελος:«Τι θες να φας» ανόητη άσκοπη ερώτηση
«Δεν θέλω κάτι έχω φάει» είπε με μια ψεύδη σιγουριά.Το καστανόξανθο αγόρι ανοίγει την γυάλινη πόρτα του μαγαζιού για λίγο μένει εκεί σαν να μάχεται με τις δυο πλευρές του εαυτού του. Δεν μπαίνει μέσα κλείνει την πόρτα με φόρα και βγαίνει ξανά έξω.
«Ξες ήμουνα και εγώ στη θέση σου μόνο που έμενα
στην άλλη άκρη της γέφυρας»
~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top