25. Νταπ!

Μετά απο δυο μέρες η Μυρτώ διέσχισε την πόρτα του loft. 

Δυο μέρες τώρα ήταν στο σπίτι της Φανής να κοιτά το ταβάνι. 

Ακούμπησε το σάκο της κάτω και είδε τον Δημήτρη σκυμμένο στο πάγκο εργασίας. Έδειχνε απορροφημένος να ξύνει προσεκτικά ένα κομμάτι ξύλου. Αν και έκανε θόρυβο ο σάκος καθώς έπεσε στο πάτωμα, εκείνος δεν γύρισε το κεφάλι να την κοιτάξει. 

Φορούσε το φθαρμένο τζην του. Το αμάνικο μαύρο μπλουζάκι του άφηνε εκτεθειμένο το τατουάζ με τον δράκο. Ήταν ξυπόλητος.

Η Μυρτώ συνέχιζε να τον κοιτά όρθια σαν άγαλμα χωρίς να μιλά.

Εκείνος συνέχιζε να σμιλεύει το ξύλο σαν να ήταν μόνος του.

Τα πυκνά μαύρα μαλλιά του, το σχήμα της μύτης του, τα σαρκώδη χείλη του. Η ματιά της περιπλανήθηκε σε όλα.

-Ήρθα, είπε με ήρεμη φωνή και εκείνος ατάραχος συνέχιζε να σκαλίζει το ξύλο. Συνέχισε να δουλεύει σαν να ήταν μόνος. Σαν να μην υπήρχε άλλη ψυχή κοντά του.

Η Μυρτώ έπεσε ανάσκελα στον καναπέ και κοίταξε το ταβάνι. Έβγαλε απο την τσέπη της ένα μικρό λαστιχένιο μπαλάκι και άρχισε ρυθμικά να το χτυπά στο ταβάνι και να το πιάνει.

Τώρα στο λόφτ ακουγόταν ρυθμικά το ίδιο πράγμα.

Σιωπή.

Νταπ το μπαλάκι.

Σιωπή.

Νταπ το μπαλάκι.

Η Μυρτώ κάθε φορά που έπιανε το μπαλάκι γυρνούσε και τον κοιτούσε.

Εκείνος όχι.

Πιο δυνατά το μπαλάκι ακούστηκε.

ΝΤΑΠ.

ΣΙΩΠΗ.

ΝΤΑΠ.

ΣΙΩΠΗ.

1 ώρα μετά

-Κόψτο αυτό που κάνεις, λέει ο Δημήτρης αλλά δεν γυρνά να την κοιτάξει.

ΝΤΑΠ.

ΝΤΑΠ.

-Κόψτο, είπε ξανά και άλλαξε εργαλείο. Κοίταξε συγκεντρωμένος για λίγο το ξύλο και άρχισε να το σκαλίζει απο την πίσω πλευρά.

ΝΤΑΠ.

ΝΤΑΠ.

ΝΤΑΠ.

Σηκώθηκε αργά πάνω χωρίς να αφήνει απο τα μάτια του το ξύλο. Το ακούμπησε αργά στον πάγκο εργασίας και προχώρησε με σταθερά βήματα προς την Μυρτώ.

Καθώς έπεφτε το μπαλάκι απο το ταβάνι για μια ακόμη φορά, άπλωσε το χέρι του και πριν το πιάσει η Μυρτώ , το είχε πιάσει εκείνος.

Περπάτησε ως το παράθυρο, το άνοιξε με το ένα του χέρι και με το άλλο , εκσφενδόνισε το μπαλάκι μακριά.

Έπειτα έκατσε πάλι στον πάγκο και συνέχισε να σκαλίζει το ξύλο.

Η Μυρτώ συνέχισε να κοιτά το ταβάνι.

Σιωπή.

Σιωπή.

Σιωπή.

Σηκώθηκε ξαφνικά σαν να είχε ξεχάσει κάτι και άνοιξε το λάπτοπ.

Ο Δημήτρης ίσα που την κοίταξε λοξά και συγκεντρώθηκε και πάλι στο ξύλο του.

Η Μυρτώ πάτησε το play σε επανάληψη και ξάπλωσε και πάλι στον καναπέ κοιτώντας το ταβάνι.

Το λόφτ γέμισε ξαφνικά μουσική.

Σιγά μην κλάψω , σιγά μην φοβηθώ..

Ακουγόταν ήδη τριάντα λεπτά το τραγούδι ασταμάτητα, όταν σηκώθηκε ο Δημήτρης πάνω.

Κοίταξε το κινητό του και άρχισε να πληκτρολογεί .

Έπειτα το άφησε και διέσχισε το λόφτ.

Στάθηκε απο πάνω της και την κοίταξε.

Σιωπή.

Η Μυρτώ κοιτά το ταβάνι και ο Δημήτρης την Μυρτώ.

-Σε μισή ώρα έρχεται η παρέα μου , βρες κάπου αλλού να περάσεις το βράδυ σου.

Της λέει ανέκφραστος και γυρνά την πλάτη του για να φύγει.

-Δεν φεύγω απο το σπίτι μου, λέει εκείνη και κοιτά την γυρισμένη πλάτη του.

Ο Δημήτρης γυρνά και την κοιτά.

-Δεν πρόκειται να την πηδήξω στην τουαλέτα. Τώρα αν θέλεις να μείνεις για να πάρεις μάτι..όλο και κάτι θα μάθεις..

-Δεν φεύγω απο το σπίτι μου, λέει και τον κοιτά ανέκφραστα στα μάτια. Όπως εκείνος την κοιτά.

-Τότε ετοιμάσου για μάθημα Μυρτώ. Θα σου μείνει αξέχαστο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top