Δάκρυα...


Δάκρυα...

από την Μπεϊσεμπίνη Καρίνα

   Ποια είναι πραγματικά τα δικαιώματα της γυναίκας; Σκεφτόταν η Αθανασία με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο παγωμένο παράθυρο του λεωφορείου στα δεκαεφτά της χρόνια. Τι θέλουν πια και φωνάζουν... τα δικαιώματά μας, τα δικαιώματά μας...
   Είναι δύσκολο να κατανοήσεις σε αυτήν την ηλικία το βάρος της φράσης, δίχως να έχεις τις ανάλογες εμπειρίες που θα σε ωθήσουν να παλέψεις για τα λόγια αυτά. Δικαιώματα, αξιοπρέπεια... και τέλος η ανεξαρτησία. Τότε.. ήθελε μόνο να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να σπουδάσει και να ακολουθήσει το όνειρο μιας καριέρας. Να παντρευτεί τον αγαπημένο της και να φέρει στον κόσμο τα δικά της παιδιά. Τόσο απλά πράγματα την τελευταία χρονιά του λυκείου. Θα περνούσε σε κάποιο πανεπιστήμιο και θα έκανε τη φοιτητική ζωή την οποία όλοι οι συνομήλικοί της ονειρευόταν. Τόσο εύκολα και απλά.

   Είκοσι χρόνια μετά, στην ίδια θέση. Με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο παράθυρο του λεωφορείου κάνει αναδρομή στο παρελθόν και μέσα από μυαλό της αναδύεται η ερώτηση. Τι έκανα λοιπόν στη ζωή μου; Κλείνει τα μάτια της, ωστόσο είναι αδύνατον να συγκρατήσει την υγρασία που έχει θολώσει από πριν την όρασή της. Τα δάκρυά της κυλούν πάνω στα μάγουλά της, μουσκεύουν τη μάσκαρα και στο πρόσωπό της σχηματίζονται δύο μαύρες γραμμές. Είναι ακόμη τόσο νέα μα έχει ήδη ζήσει μια ζωή και αισθάνεται γερασμένη. Τόσο που φαντάζεται το δέρμα της να είναι γεμάτο αυλακιές και τα μαλλιά της κάτασπρα. Δεν είναι έτσι όμως, δείχνει πολύ νεότερη από την ηλικία της και δυνατή. Αυτό είναι και το πρόβλημα. Είναι τόσο δυνατή που είναι φανερό στον εαυτό της αλλά και σε όσους τη συναντούν πως μπορεί να τα αντέξει όλα, να σηκωθεί μετά από κάθε πτώση και να συνεχίσει να βαδίζει σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι που λέγεται ζωή.

   Όλα τα έκανε, και σπούδασε, και καριέρα έκανε, και παντρεύτηκε, και τα δύο της παιδιά ήταν πλέον έφηβοι, σαν και αυτήν πριν τόσα χρόνια.

   Η Αθανασία εισέπνευσε με τους λυγμούς να διακόπτουν την ομαλή εισχώρηση του οξυγόνου στα πνευμόνια της. Προσπαθούσε να μην είναι φανερό το ξέσπασμά της στους ανθρώπους που ενδεχομένως να την πρόσεχαν κατά τη διαδρομή αυτή του λεωφορείου. Γι' αυτήν δεν υπήρχε κάποιος προορισμός, απλά προσπαθούσε να κρυφτεί για λίγο από την πραγματικότητα και να συγκεντρώσει τις σκέψεις της.

   Διότι η πραγματοποίηση των ονείρων της δεν ήταν δα και τόσο εύκολη. Ο άντρας που παντρεύτηκε δεν ήταν αυτός που είχε τρελά ερωτευτεί ή αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Ήταν εκείνος που την οδηγούσε σε μια σχέση καταπιεστική και ψυχοφθόρα. Έμεινε έγκυος στο πρώτο τους παιδί πριν ακόμη τελειώσει τις σπουδές της. Έτσι η φοιτητική ζωή έκανε φτερά και η ανατροφή του παιδιού κάτω από την πίεση ενός αρρωστημένου ζηλιάρη άντρα πήρε τη θέση της. Με τεράστιο κόπο, πολλή ζήλια, γκρίνια και καυγάδες το παιδί μεγάλωνε και η Αθανασία ολοκλήρωσε τις σπουδές. Κάτω από τις ίδιες περιστάσεις ήρθε και το δεύτερο παιδί, ενώ εκείνη προσπαθούσε να βρει δουλειά.

   Για περισσότερα από δέκα χρόνια η Αθανασία προσπαθούσε να μεταπείσει τον άντρα της πως ήταν μια τίμια και σωστή κυρία. Ωστόσο με τον καιρό καταλάβαινε πως δεν πρόκειται ποτέ των ποτών να της δείξει το σεβασμό που της αξίζει, για όλα αυτά που έχει καταφέρει. Διότι δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις παιδί, να κρατάς ένα σπιτικό και ταυτόχρονα να σπουδάζεις και έπειτα να εργάζεσαι και να τα κάνεις όλα με τον πιο αξιοπρεπή τρόπο, δίχως ποτέ να δώσεις το δικαίωμα να σε σχολιάζουν για οτιδήποτε αρνητικό. Με τον καιρό κατάλαβε πως ο μόνος άνθρωπος που την κατέκρινε και δε τη θαύμαζε διόλου ήταν αυτός ο ίδιος άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόταν το κρεβάτι της και του άνοιγε την καρδιά της.

   Πόσο άξιζε τελικά όλη αυτή η ταλαιπωρία να έχει και συνέχεια; Είχε τελικά αναρωτηθεί τρία χρόνο πριν, που είχε αρχίσει να σκέφτεται το μέλλον της με αυτόν τον άνθρωπο. Ένα μέλλον με τα αρχικά προβλήματα να συνεχίζουν να υφίστανται. Δεν είχε πια το ίδιο κουράγιο, δεν είχε την ίδια αντοχή, δεν ήθελε να είναι μια ζωή εγκλωβισμένη σε μια σχέση καταδικασμένη από την αρχή. Σκεφτόταν τη στάση των παιδιών της απέναντι σε αυτήν την απόφαση και λυπόταν γιατί παρά την άθλια συμπεριφορά του πατέρα τους στη μητέρα τους, τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε και αυτός. Και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που την αφύπνισε. Πως ήταν δυνατών να εκφράζει την αγάπη του απέναντι στα παιδιά και απέναντι σε μένα μόνο αποδοκιμασία; Ήταν αυτό αγάπη; Όχι! Έτσι κατέθεσε τη αίτηση διαζυγίου και τώρα πια ήταν ελεύθερη. Ο πόνος όμως αυτός, μιας ζωής τυραννίας, καχυποψίας και αδίκων κατηγοριών εναντίων της, ερχόταν ώρες ώρες και έκανε την καρδιά της να ματώνει, έπειτα να την κάνει σκληρή σαν πέτρα.

   Ήταν ημέρα Σάββατο. Τα παιδία είχαν πάει να μείνουν για το σαββατοκύριακο στον πατέρα τους. Εκείνη εγκατέλειψε το σπίτι οι τοίχοι του οποίου έμοιαζε να την πλακώνουν. Ήταν μια περίεργη μέρα. Από το πρωί όλως τυχαίως μπροστά της ξεπηδούσαν άρθρα με θέμα την ανισότητα μεταξύ των φύλων, την καταπίεση των γυναικών. Τέλος αφού είχε διαβάσει αρκετά από τέτοια άρθρα πίνοντας τον πρωινό καφέ της, τα κούκις του διαδικτύου της εμφάνισαν και ένα τραγούδι.

   Είδε το βίντεο και όλες οι οδυνηρές εικόνες από το παρελθόν επιτέθηκαν σαν άγρια θηρία, φαντάσματα που έρχονται κάθε που θα τους κάπνιζε. Δεν ήταν ότι είχε μετανιώσει για τις επιλογές και αποφάσεις της, δεν ήταν ότι θα ήθελε να αλλάξει κάτι από το παρελθόν. Αλλά οι πληγές που ποτέ δεν κλείνουν. Πάντα θα ανοίγουν, θα πονούν, θα ματώνουν και δάκρυα στα μάτια θα φέρνουν.

   Φτάνει! Μάλωσε τον εαυτό της. Σκούπισε τα μάγουλά της και ετοιμάστηκε να κατεβεί στην επόμενη στάση σπρώχνοντας ανυπόμονα τον κόσμο για να φτάσει τις πόρτες.

   Κατέβηκε από το λεωφορείο της θλίψης και ο παγωμένος αέρας έμοιαζε με μιας να καθαρίζει το μυαλό της. Φάνταζε σα να' χε κατεβεί σε άλλον κόσμο. Έναν κόσμο όπου ήταν ένα καινούριο πρόσωπο, μια άλλη εκδοχή του εαυτού της ή η νέα εκδοχή. Κοιτάζοντας γύρω της διαπίστωνε πως η τύχη ήταν για άλλη μια φορά με το μέρος της. Η περιοχή ήταν γνώριμη και δε χρειαζόταν να ψάξει για ταξί ώστε να τη μεταφέρει σπίτι της.

   Έκλεισε τα μάτια της εισπνέοντας βαθειά και αναμνήσεις πλημύρισαν πάλι το μυαλό της.

   Έξι μήνες πριν, μετά από μια κουραστική μέρα στο τουριστικό γραφείο όπου εργαζόταν, δέχτηκε να βγει με τον φίλο και συνεργάτη της Σωτήρη για έναν καφέ. Καφέ, διότι δεν είχε ιδέα τί θα πει να βγεις για ποτό με φίλους, με τον τόσο καταπιεστικό σύζυγο. Άλλωστε ήταν απόγευμα και στο σπίτι την περίμενε ένας άλλος κύκλος εργασίας που αφορούσε το ίδιο το σπίτι αλλά και τα παιδιά.

   Με τον Σωτήρη δούλευαν μαζί στο ίδιο γραφείο τα τελευταία πέντε χρόνια και η σχέση τους ήταν καθαρά φιλική. Σε σημείο να αποκαλούν ο ένας τον άλλον κολλητό και ως φυσικό επακόλουθο ο ένας γνώριζε τα πάντα για την προσωπική ζωή του άλλου. Εκείνος ήταν εργένης και δεν είχε σκοπό να παντρεύει όπως πάντα δήλωνε. Ωστόσο μετά τον χωρισμό της Αθανασίας κάτι στον αέρα μεταξύ τους είχε αλλάξει. Έπιαναν ο ένας να κοιτάει τον άλλον με τρόπο που ήταν ανεξήγητος.

   Ήταν ο Σωτήρης που είχε αρχίσει να βλέπει την Αθανασία διαφορετικά. Άλλωστε πάντα την εκτιμούσε και σεβόταν περισσότερο από τον καθένα όλον το κόπο της, να φτάσει εκεί που είχε φτάσει.

   Εκείνο το απόγευμα της είχε μιλήσει ανοιχτά. Της εξήγησε πως τα συναισθήματά του απέναντί της είχαν αλλάξει, πως ήταν επικίνδυνος πλέον για εκείνη. Χαρακτήρισε έτσι τον εαυτό του ακριβώς επειδή γνώριζε πως αντιμετώπιζε πλέον η Αθανασία τους άντρες... με απέχθεια.

   Από μεριά της εκείνη, τον άκουσε προσεκτικά, δεν τον διέκοψε. Ήπιε τον καφέ της κοιτάζοντάς τον στα μάτια και πότε πότε ανάβοντας ένα τσιγάρο ξεφυσούσε τον καπνό της με την καρδιά της να βουλιάζει όλο και περισσότερο. Δεν μπορούσε εύκολα να το αποδεχτεί. Δεν μπορούσε να επιτρέψει άλλον άντρα να αφήσει κι άλλα σημάδια στην ήδη σκληρή καρδιά της. Σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πει μια λέξη.

   Από τότε είχε μπει στη διαδικασία να το σκέφτεται, μα στον Σωτήρη που μέρα με την ημέρα μαράζωνε μπρος στα μάτια της δεν έλεγε τίποτα. Δεν τολμούσε. Δεν μπορούσε.

   Στεκόταν τώρα στη μέση του δρόμου. Έβγαλε από την τσέπη το κινητό της, βρήκε τον αριθμό του και τον κάλεσε. Δεν άργησε να ακούσει ένα αποπροσανατολισμένο «Ναι».

   «Που είσαι;» Τον ρώτησε αμέσως.

   «Πηγαίνω στο σπίτι μου», αποκρίθηκε εκείνος.

   Η Αθανασία βάλθηκε να κοιτάει και πάλι γύρω της.

   «Είσαι μακριά;» Εξέφρασε την επόμενη ερώτηση ανυπόμονα και με την καρδιά της επιταχύνει τον ρυθμό της. Μα πριν της απαντήσει τον είδε. Την ίδια στιγμή που την είδε και εκείνος και κατέβασε το ακουστικό. Τα βλέμματά τους κλείδωσαν και ο κόσμος που περπατούσε γύρω τους, φάνηκε να μετατρέπεται σε μια θολούρα και να σβήνει.

   Μόλις την πλησίασε τον έπιασε αγκαζέ και προχώρησαν προς το κτήριο στο οποίο ο Σωτήρης νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στον δέκατο πέμπτο όροφο.

   Στη διαδρομή προς την είσοδο αλλά και μέχρι να φτάσουν τις πόρτες του ασανσέρ δε μιλούσαν, σα να ήταν κάτι που απαγορευόταν να κάνουν. Σα να φοβόταν πως θα χαλούσε τη στιγμή μια μονάχα λέξη. Για άλλη μια φορά η τύχη ευνοούσε την Αθανασία και το ασανσέρ βρισκόταν στο ισόγειο. Ήταν ένα μικρό κλουβάκι που μετέφερε τον κόσμο στους επάνω ορόφους αρκετά αργά και με κρότο, άλλα είχε και αυτό τη χάρη του.

   Μόλις οι μικροσκοπικές πόρτες έκλεισαν και το διάστημα μεταξύ των δύο παρευρισκομένων ελαχιστοποιήθηκε ακόμη περισσότερο –μιας και δε χωρούσαν εκεί μέσα πάνω από δύο άτομα- η ατμόσφαιρα βάρυνε περισσότερο. Τα μάτια της Αθανασία τα πρώτα δευτερόλεπτα παρέμειναν χαμηλά στο πάτωμα.

   «Έκλαιγες» συμπέρανε εκείνος παρατηρώντας το μουντζουρωμένο από τη μάσκαρα πρόσωπό της. Το χέρι του αυθόρμητα κινήθηκε προς το μάγουλό της, αλλά τα δάκρυα είχαν ξεραθεί και δε θα έφευγαν παρά μόνο με νερό. Όπως προσωρινά είχαν πιάσει κρούστα και οι πληγές της.

   Το βλέμμα της σύρθηκε αργά προς τα πάνω. Τα χείλη της τεντώθηκαν ελαφρά. Η έκφρασή της φανέρωνε κούραση αλλά και κάτι άλλο...

   Τα χέρια της ξεκόλλησαν από τα πλευρά της και σύρθηκαν προς το μέρος του. Ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στο στέρνο του, έπειτα τις επέτρεψε να ανηφορίσουν προς το σβέρκο του. Τον πίεσε με τα δάχτυλά της έτσι ώστε να τον αναγκάσει να σκύψει προς το μέρος της σαν υπνωτισμένος.

   Ο Σωτήρης σαν μαριονέτα δίχως βούληση παραδόθηκε στο άηχο τραγούδι της σειρήνας. Άφησε τα χέρια του να πέσουν και να εφαρμόσουν στη μέση της κρατώντας την σφιχτά και να τη φέρουν πιο κοντά του. Τόσο που τα σώματά τους να κολλάνε το ένα πάνω στο άλλο κι ας τους χώριζαν αρκετές στρώσεις υφασμάτων. Είχαν πάρει φωτιά, πριν ακόμη τα χείλη τους ενωθούν και ολόκληρος ο μικρός χώρος πυρακτωθεί από την ένταση του φιλιού. Μια πεινασμένη διεκδίκηση του χώρου, του χρόνου και αυτού που είχαν τόση ανάγκη για να μοιραστούν. Ανάγκη... ανάγκη να αγαπηθούν.

   Αν, πριν η Αθανασία φοβόταν να δοθεί ξανά, τώρα ήθελε να δοθεί ολοκληρωτικά. Αν, πριν ήθελε απλά να παραδεχτεί κάτι δειλιάζοντας, τώρα ήταν τόσο σίγουρη γι' αυτό που έπραττε που έχανε το μυαλό της κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε και το φιλί γινόταν βαθύ και εξερευνητικό.

   Το ασανσέρ σταμάτησε με έναν ακόμη κρότο. Και αποθαρρημένα πια, αποχωρίστηκαν τα χείλη τους. Τα μάτια άνοιξαν και κοιτάχτηκαν βλέποντας ο ένας τον άλλον πλέον τελείως διαφορετικά. Μια λάμψη υπήρχε τώρα μέσα σε αυτά και ένας έρωτας μόλις είχε γεννηθεί.

   Τι κι αν ένοιωθε γριά, τι κι αν είχε ζήσει τόσα πολλά; Δεν είχε δικαίωμα για άλλη μια φορά; άλλη μια δοκιμή στο γλυκό βαζάκι του έρωτα; Άλλωστε αυτή είναι η γυναικεία φύση, να δίνεται ολοκληρωτικά και να έχει την ανάγκη να ανήκει κάπου.

   Ας αξίζει αυτή τη φορά... ευχήθηκε από μέσα της, δίνοντας στον εαυτό της μια ευκαιρία ακόμη να ευτυχίσει.

   «Μη με πληγώσεις», τον παρακάλεσε σχεδόν.

   Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και την τράβηξε στην αγκαλιά του, άφησε ένα παρατεταμένο φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της.

   «Ξέρεις ότι δε μπορώ να δίνω υποσχέσεις», της είπε μόνο.

   Γι' αυτήν όμως, αυτό, ήταν αρκετό. Ένευσε πάνω στο στήθος του και αγκάλιασε τη μέση του.

   Υποσχέσεις ύπουλες και τρομακτικές μόνο υποσχέσεις που δεν είναι. Αλήθειες που αλήθειες ονομάζονται, μόνο αλήθειες που δεν είναι. Η αγάπη είναι όμως μια ανάγκη από την οποία ακόμη και ο πιο πληγωμένος δε μπορεί να αποδεσμευτεί. Δεν κόβεται, δεν περιορίζεται. Υπάρχει όπως και όσο υπάρχει ο χρόνος. Η αγάπη θρέφει, δίνει ζωή, πονάει, πληγώνει και σκοτώνει. Όμως χωρίς αυτή δεν ήμαστε παρά αδειανά δοχεία.

Τέλος.



Κεντρικό μήνυμα του τραγουδιού είναι -κατά το δικό μου συμπέρασμα- το γεγονός ότι από γενιά σε γενιά εμείς οι γυναίκες αναγκαζόμαστε να ζούμε καταστάσεις που φέρνουν άπειρα δάκρυα στα μάτια μας, τόσες πληγές, τόσα βάσανα. Ήμαστε όμως γυναίκες, περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητες, δυνατές και αδύναμες. Και όλες το μόνο που επιθυμούμε είναι να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε, να μας σέβονται όπως εμείς σεβόμαστε.

Ο στοίχος της αγγλικής εκδοχής δεν έχει καμία σχέση με το ουκρανικό, αλλά το δεύτερο είναι αυτό που πραγματικά με συγκίνησε και αποφάσισα να γράψω αυτή τη μικρή ιστορία. Ελπίζω να σας αρέσει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top