Σειρά: Επιστήμονες {Η εφευρέτης της Ραδιενέργειας}
~Αφιερωμένο με πολλή αγάπη κι εκτίμηση σε ένα εξαίρετο πλάσμα που γνώρισα εδώ~
Νόμπελ. Προτάθηκε για Νόμπελ. Για δεύτερη φορά στη ζωή της και μάλιστα σε διαφορετική επιστήμη αυτή τη φορά. Μετά την ανέλπιστη διάκριση στη Φυσική, δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ότι θα ακολουθούσε η ίδια επιτυχία στη Χημεία.
Με ένα ταπεινό κι απόλυτα ειλικρινές χαμόγελο στα χείλη, έβαλε το ειδοποιητήριο γράμμα από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών πίσω στον φάκελο του και τον έκλεισε ξανά. Άθελα της, τα σκουρόχρωμα μάτια της έπεσαν ενστικτωδώς στη φωτογραφία του Πιέρ που στεκόταν περήφανα στην κορνίζα της πάνω στο τζάκι. Δεν ήταν παρά μια από τις αμέτρητες φωτογραφίες-ενθύμια που είχε φροντίσει να υπάρχουν σε όλο το σπίτι σε μια ενίοτε ήρεμη γειτονιά του Παρισιού.
Πήρε την κορνίζα στα χέρια της κι αναστέναξε. Ήταν μόνη στο σπίτι κι έτσι μπορούσε για λίγο να επιτρέψει στα συναισθήματα να εμφανιστούν στο πρόσωπό της. Ο Πιέρ της, μόλις έξι χρόνια έλειπε από κοντά τους κι όμως αισθανόταν ότι τον είχε χάσει πριν αιώνες, σαν να είχαν χωρίσει οι δρόμοι τους πριν πολλές ζωές και μονάχα μερικές μνήμες τους ένωναν. Μισούσε τις αυταπάτες· χωρίς εκείνον δε θα κέρδιζαν το Νόμπελ Φυσικής κι έτσι μια φωνή μέσα της τη διαβεβαίωνε ότι δεν είχε καμία ελπίδα μόνη της στη Χημεία. Όσο για τις προσωπικές αναμνήσεις, εκείνες δεν τις έφερε στην επιφάνεια του μυαλού της· προτίμησε να παραμείνουν θαμμένες, διότι δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον πόνο στην ψυχή της όποτε τις αναβίωνε.
Άφησε τη φωτογραφία πίσω στη θέση της και έμεινε να κοιτάζει το σβηστό τζάκι, το γεμάτο στάχτες και καρβουνιασμένα απομεινάρια κούτσουρων. Θυμόταν καθαρά· ο Πιέρ αγαπούσε να κοιτάζει ένα αναμμένο τζάκι ή να ζεσταίνει στιγμιαία τα χέρια του πάνω από τις κατακόκκινες φλόγες.
«Μπλανς!» Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε κι αμέσως ακούστηκε η απάντηση της μοναδικής οικιακής βοηθού τους. Ο Πιέρ την είχε στη δούλεψη του πριν γνωριστούν κι εκείνη είχε μείνει κοντά τους, αεικίνητη και σταθερή, ώστε πια θεωρούταν μέλος της οικογένειας.
«Ανόν ανόν, μαντάμ!» Ακούστηκε η ψιλή της φωνή και πράγματι, μέσα σε ελάχιστη ώρα, αμέσως αμέσως, η κοπέλα βρέθηκε από την αυλή στο σαλόνι, μερικά μέτρα δεξιά της.
«Έχω φοιτητές με τα μισά σου χρόνια που δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους,» την καλωσόρισε χαμογελαστά η κυρά της.
«Μερσί μαντάμ,» ένευσε καταφατικά η Μπλανς, κοκκινίζοντας ντροπαλά.
«Θα μπορούσες να ανάψεις το τζάκι;» Της ζήτησε ευγενικά. «Αν είναι κόπος-»
«Κανένας κόπος, μαντάμ,» τη διαβεβαίωσε η υπηρέτρια κι αμέσως βγήκε στην άλλη πλευρά της αυλής, για να φέρει ξύλα και προσανάμματα.
Έμεινε και πάλι μόνη στο δωμάτιο. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι του τοίχου με τον σκαλιστό κούκο. Πολλές φορές διαφωνούσαν με τον Πιέρ για το αν αυτός ο υποτιθέμενος κούκος παρέπεμπε περισσότερο σε σπουργίτι ή κουκουβάγια, με εκείνη να επιμένει στο δεύτερο. Η ώρα κόντευε εννιά και μισή το πρωί. Στις δέκα και μισή είχε μάθημα στο πανεπιστήμιο.
Θορυβημένη που έχασε την αίσθηση του χρόνου, έτρεξε στο γραφείο της κι άρχισε να ετοιμάζει τον χαρτοφύλακα με τις σημειώσεις της για την επικείμενη διάλεξη. Ήταν Τετάρτη, είχε ιδιαιτέρως μεγάλο φόρτο εργασίας· θα επέστρεφε αργά το μεσημέρι και πάντοτε υποδείκνυε στη Μπλανς να ετοιμάζει κάτι γευστικό και χορταστικό για το δείπνο, μια που επέστρεφε άκρως πεινασμένη και πνευματικά εξαντλημένη.
Ο ήχος του τηλεφώνου να χτυπά διατάραξε τη σιωπή του σπιτιού και τη ροή της σκέψης της. Δεδομένου ότι η Μπλανς βρισκόταν στην αυλή, δεν πρόκειται να το σήκωσε κι έτσι άφησε απρόθυμα τις ετοιμασίες της στη μέση και επέστρεψε το σαλόνι. Χαμογελαστά πήρε το ακουστικό στα χέρια της και μίλησε, μια που η όψη του να χοροπηδά πάνω στη βάση του την ενθουσίαζε σαν να ήταν μικρό παιδάκι.
«Παρακαλώ;»
«Καλημέρα σας. Θα ήθελα να μιλήσω στην κυρία Κιουρί.»
«Υπάρχουν τρεις κύριες Κιουρί σε αυτό το σπίτι. Εσείς ποιά θα θέλατε;»
«Την κυρία Μαρί Κιουρί, παρακαλώ.»
«Η ίδια,» αποκρίθηκε με κάποια περιέργεια για τη συνέχεια.
«Κυρία μου, ονομάζομαι Τζόναθαν Γουεϊνράιτ κι είμαι δημοσιογράφος στους Νιού Γιόρκ Τάιμς. Επιθυμώ να σας πάρω μια συνέντευξη.»
«Αμερικανός κι όμως μιλάτε Γαλλικά αρκετά ορθά,» παρατήρησε η καθηγήτρια με ευχαρίστηση και μια κρυφή έγκριση. «Ευχαρίστως να σας δεχτώ. Θα μου αποστείλετε τις ερωτήσεις με κάποια αλληλογραφία;»
«Μα φυσικά κι όχι! Θα έρθω ο ίδιος στο Παρίσι να σας συναντήσω.»
«Όπως επιθυμείτε,» ήταν η μόνη της απάντηση.
«Υπολογίζω πως θα είμαι εκεί σε εφτά περίπου εβδομάδες. Είστε σύμφωνη με αυτή την ημερομηνία;»
«Φυσικά.»
«Κλείσαμε, λοιπόν! Θα σας κρατώ ενήμερη για κάθε εξέλιξη.»
«Αλήθεια, κύριε Γουεϊνράιτ, γιατί με καλείτε αυτή την ώρα; Υποθέτω είναι σχεδόν τέσσερις το ξημέρωμα στη Νέα Υόρκη.»
«Ξέχασα να σας καλέσω χθες, κυρία μου, κι αναγκάστηκα να το κάνω τώρα, δεδομένου ότι αύριο πρέπει να παρουσιάσω την αποδοχή ή άρνηση σας στον Αρχισυντάκτη μου.»
«Μια αδιάλλακτη αποδοχή παρακαλώ, λοιπόν, να του παραδώσετε,» είπε η Μαρί κι αφού ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον καλημέρα, έκλεισαν το τηλέφωνο.
Τελείωσε τις ετοιμασίες του χαρτοφύλακα, τον έκλεισε καλά και καθώς προχωρούσε προς το γκαράζ, πέρασε από το σημείο όπου η Μπλανς έκοβε ξύλα και τις μοίρασε τις εντολές της ημέρας.
«Σου έχω αφήσει χρήματα πάνω στο τραπέζι των κλειδιών για να αγοράσεις μοσχάρι και οτιδήποτε άλλο χρειαστείς για να φάμε το ωραιότερο μπον φιλέ της ζωής μας. Μη δώσεις φαγητό στα κορίτσια προτού φάμε όλοι μαζί, ειδικά στην Εύα. Παρακαλώ σήμερα πλύνε τις κουρτίνες, θαρρώ θα πιάσουν μούχλα από την υγρασία και χρειάζονται φρεσκάρισμα. Και τέλος, αγαπητή Μπλανς, αγόρασε ένα ροζέ καμπερνέ για συνοδευτικό του φαγητού. Έχω μερικά θαυμάσια νέα να σας αναγγείλω σήμερα.»
Μην έχοντας χρόνο να ακούσει την απάντηση της ευγενικής τους υπηρέτριας, η Μαρί ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο της οικογένειας και κάθησε στη θέση του οδηγού. Ένα πανέμορφο -στα μάτια της τουλάχιστον- μοντέλο Λαγκόντα 20, από τα πρώτα που είχαν κυκλοφορήσει κι υπερήφανη αγορά τους πριν μόλις πέντε χρόνια. Ο Πιέρ δεν είχε πάψει να χαμογελά εκείνη την ημέρα, την πρώτη της αγοράς τους, όταν κυκλοφορούσαν ευτυχείς στους δρόμους του Παρισιού κι ανάσαιναν τον γαλλικό αέρα σαν να ήταν η πρώτη φορά στη ζωή τους.
Ο αέρας χτύπησε το πρόσωπο της καθώς οδηγούσε και στέγνωσε βίαια το αλμυρό δάκρυ που ξεπήδησε από τα μάτια της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω κι από κοντά,» είπε κατά την επιβαλλόμενη χειραψία τους ο Αμερικανός δημοσιογράφος. Η Μπλανς τον πλησίασε ευγενικά και πήρε τα δυο παλτά που φορούσε. Ήταν Δεκέμβριος, το κρύο θα μπορούσε ακόμα και να τρυπήσει το δέρμα, ενώ το χιόνι κι ο αδυσώπητος άνεμος χειροτέρευαν την κατάσταση.
«Δική μου όλη η χαρά, κύριε Γουεϊνράιτ,» απάντησε με ένα μειδίαμα η Μαρί.
«Μπορούμε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε;» Ρώτησε εκείνος, καθώς καθόταν στην πολυθρόνα που του είχε υποδείξει, βγάζοντας ένα σημειωματάριο και τρεις πένες.
«Φυσικά,» συνέχισε με το χαρούμενο μειδίαμα της.
«Είστε ιδιαίτερα ενθουσιώδης και δεν το περίμενα, ομολογώ.»
«Είναι η πρώτη μου συνέντευξη, ξέρετε,» του εξήγησε.
«Η πρώτη;» Απόρησε, σηκώνοντας το αριστερό του φρύδι έκπληκτος. «Μου φαίνεται αδιανόητο.»
«Τόσο όσο η σχεδόν άψογη γαλλική προφορά σας,» άλλαξε το θέμα με χάρη εκείνη.
«Χάριν στη μητέρα μου· γέννημα θρέμμα Γαλλίδα βλέπετε,» αποκρίθηκε ο δημοσιογράφος, κουνώντας με νοσταλγία το κεφάλι του. Άνοιξε την πένα και την κοίταξε αδημονώντας. «Πώς λέγεστε;»
«Μαρί Κιουρί. Για την ακρίβεια-»
«Κι εγώ ήθελα πάντοτε να ονομάζομαι Χαλκός μα δεν έτυχε,» απάντησε με ψυχρότητα ο δημοσιογράφος χωρίς ίχνος ειρωνείας. «Πώς σας έτυχε το μόνο υγρό μέταλλο;» (Διαβάστε στο εδώ σχόλιο, αν δεν καταλάβατε το αστείο)
Η Μαρί Κιουρί γέλασε πραγματικά με το ευφυολόγημα του.
«Ομολογώ πως ποτέ δεν είχαν αξιοποιήσει το όνομά μου για ανέκδοτα ή λογοπαίγνια κι ήταν μια ευχάριστη έκπληξη,» του είπε εμπιστευτικά κι έπειτα συνέχισε με απόλυτη σοβαρότητα. «Βαφτίστηκα Μαρία Σάλωμη Σκουοντόφσκα.»
«Ρωσίδα;»
«Πολωνή,» αποκρίθηκε με κάποια νοσταλγία. «Οι γονείς μου ήταν καθηγητές σε λύκεια, ωστόσο η μητέρα μου είχε αριστοκρατική καταγωγή, από αυτούς τους αριστοκράτες που μονάχα το όνομα τους έχει απομείνει. Ήμουν έντεκα ετών όταν έχασα τη μητέρα μου από φυματίωση και μια από τις αδελφές μου από τύφο. Ξέρετε, ήμουν το πέμπτο παιδί της οικογένειας. Ταυτόχρονα, ο πατέρας μου, εξαιτίας πολιτικών πεποιθήσεων, έχασε ένα μεγάλο μέρος του μισθού του.»
«Εκείνος σας ενέπνευσε να γίνετε επιστήμων;»
«Ίσως,» απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Όλες μου οι αδελφές είχαν αυτό το όνειρο, μα δεν ήταν εύκολο, διότι στην Πολωνία οι γυναίκες απαγορεύεται να φοιτούν στο Πανεπιστήμιο. Αφότου τελείωσα το Λύκειο, δούλευα ως κουβερνάντα σε πλούσιες οικογένειες, ενώ φοιτούσα στο κρυφό Ιπτάμενο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Βεβαίως, δεν αρκούσε αυτό κι έτσι ήρθα εδώ στο Παρίσι, στα εικοσιτέσσερα μου, για να σπουδάσω επίσημα στο Πανεπιστήμιο της Σορβώνης, όπου η μεγάλη μου αδελφή ήδη σπούδαζε Ιατρική.»
«Εσάς σας κέρδισε η Φυσική.»
«Αποφοίτησα με πτυχίο Φυσικού και Μαθηματικού, για να είμαι ειλικρινής,» παραδέχτηκε η Μαρί κι έβγαλε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη κοντά της αργά. «Στο τρίτο έτος, γνώρισα τον άνδρα μου, τον Πιέρ Κιουρί. Μέσα σε τέσσερις μήνες ερωτευτήκαμε, ενώ η απόδειξη της αγάπης του ήταν αυτό το βιβλίο.»
Ο Αμερικανός πήρε τον βαρύ τόμο στα χέρια του και τον περιεργάστηκε ευλαβικά, διαβάζοντας λίγο από το περιεχόμενο του και τελευταίο τον τίτλο και την αφιέρωση πίσω από το εξώφυλλο.
Περί συμμετρίας στα φυσικά φαινόμενα. Συμμετρία μεταξύ Ηλεκτρικού και Μαγνητικού πεδίου. Στη δεσποινίδα Σκουοντόφσκα με τον σεβασμό και τη φιλία του συγγραφέα Πιέρ Κιουρί.
«Ήμουν ενθουσιασμένη όταν το έλαβα ως δώρο, όμως στην πρώτη πρόταση γάμου δε δέχτηκα.»
«Δε δεχτήκατε;» Απόρησε έκπληκτος ο κύριος Τζόναθαν.
«Ένας γάμος στη Γαλλία σήμαινε ότι δε θα επέστρεφα ποτέ στη Βαρσοβία,» του εξήγησε η Μαρί. «Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια και για έναν ολόκληρο χρόνο με παρακαλούσε. Έτσι, όταν πήρα τα πτυχία μου, παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο.»
«Πήρατε διαζύγιο;» Τη ρώτησε ο Τζόναθαν. «Δε βλέπω να φοράτε βέρα.»
«Ο άνδρας μου δήλωνε άθεος και δεν ήθελε να αναλωθούμε εμείς και τα χρήματα μας σε τυπικές δεσμεύσεις χωρίς ουσία, όπως έλεγε,» απάντησε εκείνη. «Δεν αγοράσαμε ποτέ βέρες και κατά τον μήνα του μέλιτος κάναμε τον γύρο της Γαλλίας με ποδήλατα.»
Ήταν η σειρά του δημοσιογράφου να γελάσει.
«Παράδειγμα προς μίμηση είστε, κυρία Κιουρί, δε χωρεί αμφιβολία,» την επιδοκίμασε με ένα ειλικρινές χαμόγελο. «Υποθέτω οι άλλες δυο κύριες Κιουρί που αναφέρατε στο τηλέφωνο είναι κόρες σας.»
«Πολύ σωστά,» συμφώνησε η Μαρί με ένα νεύμα του κεφαλιού της. «Η Ιρέν είναι δεκατεσσάρων ετών κι η Εύα εφτά.»
«Θέλουν να σας μοιάσουν;»
«Για την Εύα δεν γνωρίζω ακόμα, είναι πολύ μικρή. Η Ιρέν, όμως, λέει ότι θέλει να πάρει κι αυτή Νόμπελ και της το εύχομαι ολόψυχα.»
«Μιας και το αναφέρατε, θα ήθελα να περάσουμε σε αυτό το ζήτημα,» κατεύθυνε τη συζήτηση ο δημοσιογράφος. «Πριν οχτώ χρόνια λάβατε μαζί με τον σύζυγο σας και τον κύριο Μπεκερέλ το Νόμπελ Φυσικής για την ανακάλυψη της Ραδιενέργειας όπως την ονομάσατε.»
«Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μονάχα ο άνδρας μου κι ο κύριος Μπεκερέλ είχαν προταθεί,» ξεκαθάρισε η Μαρί. «Ο Πιέρ εξοργίστηκε που το δικό μου όνομα δεν αναφερόταν πουθενά κι έστειλε ο ίδιος μια εισήγηση διαμαρτυρίας στην Σουηδική Βασιλική Ακαδημία για να συμπεριληφθώ μαζί του. Προς μεγάλη μας έκπληξη, τελικά η αίτηση του έγινε δεκτή και λάβαμε μαζί το βραβείο το 1903.»
«Είστε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε Νόμπελ,» τόνισε ο Τζόναθαν.
«Κι ελπίζω όχι η τελευταία,» συμπλήρωσε με μια γλυκόπικρη ευθυμία η Μαρί.
«Τώρα έχετε προταθεί για το Νόμπελ Χημείας για την ανακάλυψη δυο χημικών στοιχείων -Ραδίου και Πολωνίου- μα και της Ραδιοθεραπείας. Πώς αισθάνεστε;»
«Αν μη τι άλλο, είμαι ευτυχής που η Ραδιοθεραπεία μπορεί να ιάσει με επιτυχία καρκινικούς όγκους και καρκινώματα,» απάντησε η Μαρί ταπεινά. «Θεωρώ ότι αυτή είναι η πιο ουσιώδης μας ανακάλυψη, εμού και του Πιέρ, μολονότι την τελειοποίησα μόνη μου. Εκείνος δεν πρόλαβε. Πριν πέντε χρόνια, ξέρετε, συγκρούστηκε με ένα αυτοκίνητο περνώντας τον δρόμο αφηρημένος και πέθανε. Τότε, όλη η Γαλλία μου παραστάθηκε. Τώρα, ακόμα και να κερδίσω το Βραβείο Νόμπελ, είμαι σίγουρη πως δε θα γίνει κάτι τέτοιο.»
«Εξαιτίας του κυρίου Λανζεβάν;» Τη ρώτησε ο δημοσιογράφος, κοιτώντας τη στα μάτια για πρώτη φορά με μια πρωτοφανή για εκείνη κατανόηση. «Διάβασα για τη σχέση σας με αυτόν τον κύριο και πράγματι εξεπλάγην με την εχθρική στάση του γαλλικού τύπου.»
«Ο Πολ Λανζεβάν είναι υπερβολικά σκανδαλώδης άνδρας, μα η καρδιά δεν επιλέγει με βάση τα κοινωνικά στερεότυπα, κύριε Γουεϊνράιτ,» αποκρίθηκε πικρά, τρίβοντας τους κροτάφους της. «Πρώην μαθητής του άνδρα μου, πέντε χρόνια μικρότερος μου, πατέρας τεσσάρων παιδιών κι εν διαστάσει παντρεμένος, δε γινόταν να μην ξεσπάσει το σκάνδαλο.»
«Είστε ιδιαιτέρως γενναία που το παραδέχεστε. Άλλες γυναίκες στη θέση σας θα ντρέπονταν ή θα το έκρυβαν.»
«Ποτέ μου δεν έκρυψα ούτε την άποψη μου ούτε τα συναισθήματα μου. Αν ο τύπος με κατακρίνει επειδή αγαπώ, ας το κάνει, το δικαιούται,» είπε η Μαρί με μια υπερηφάνεια που δεν είχε επιδείξει ως εκείνη τη στιγμή, πράγμα που για λίγο άπλωσε μια σιωπή ανάμεσα τους.
«Κυρία Κιουρί, αληθεύει ότι είστε η πρώτη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβώνης;»
«Πράγματι,» απάντησε εκείνη με την ίδια ηρεμία όπως και πριν. «Μετά τον θάνατο του Πιέρ, το πανεπιστήμιο αποφάσισε να δώσει σε εμένα την έδρα του κι έτσι έγινα καθηγήτρια και διδάκτωρ με μεγάλη χαρά δεχόμενη την τεράστια τιμή που μου έγινε.»
«Οι μαθητές σας πώς σας συμπεριφέρονται;»
«Είμαι τυχερή, διότι πρόκειται για επιστήμονες κι ως επιστημών με αντιμετωπίζουν. Φυσικά, έχουν υπάρξει ενίοτε ορισμένα καυστικά σχόλια για το φύλο μου, μα είναι περιπτώσεις ελάχιστες και πραγματικά δε με πτοεί. Η ίδια μου η πατρίδα μου αποστέρησε πολλά δικαιώματα, μερικοί κακομαθημένοι νέοι άνδρες δε σημαίνουν τίποτα.»
«Αν κερδίσετε το βραβείο, πώς θα νιώσετε έναντι των κατακριτών σας;»
«Όταν εργαζόμαστε και κατορθώνουμε μια οποιαδήποτε επιστημονική ανακάλυψη μικρή ή μεγάλη, δεν έχουμε στο μυαλό μας του κατακριτές, δεν έχουμε καν τους υποστηρικτές μας. Σκεφτόμαστε μόνο το ευρύτερο καλό, το μόνο που υπηρετούμε,» απάντησε η Μαρί με βαθιά ειλικρίνεια που τον αποστόμωσε. «Το να σκέφτομαι ότι η εφεύρεση μου σώζει ανθρώπινες ζωές είναι η ευτυχία και η έγκριση που ζητώ από τον εαυτό μου για να συνεχίσω τη σκληρή δουλειά. Οι διακρίσεις των Νόμπελ, μάλιστα, δεν αποτελούν κίνητρο για τη δουλειά μας. Είμαστε ευτυχείς όταν τα κερδίζουμε, θεωρούμε μεγάλη μας τιμή να τα έχουμε στα ράφια μας, όμως δε δουλεύουμε για αυτά ούτε και για καμία άλλη επιστημονική διάκριση.»
Ο Τζόναθαν ένευσε με ένα πλατύ χαμόγελο, άκρως ευχαριστημένος με την απάντηση της.
«Ποιά πιστεύετε ότι είναι η καλύτερη σας εφεύρεση;»
«Οι κόρες μου,» ήρθε η απάντηση της ταχύτατα και αναντίρρητα.
«Εντυπωσιακή η ταχύτητα σας.»
«Θαρρώ είναι αυτονόητο.»
«Αναρωτιόμουν, τώρα που αισθάνομαι που σας γνωρίζω καλύτερα, τι κάνετε τα χρήματα που κερδίσατε από το Νόμπελ Φυσικής. Είναι προφανώς παραπάνω από αρκετά, έως και μια ιδιαιτέρως πλουσιοπάροχη αμοιβή που θα μπορούσε να σας εξασφαλίσει μια άνετη ζωή.»
«Τα χρήματα τα αξιοποίησα για τη δημιουργία του Ινστιτούτου Ραδίου κι όσα περίσσεψαν τα αποταμίευσα. Απεχθάνομαι τις υπερβολικές σπατάλες.»
Ο δημοσιογράφος άλλαξε σελίδα για ενδέκατη φορά στο σημειωματάριο του και σηκώθηκε με μια ελαφριά υπόκλιση.
«Κυρία μου, Μαντάμ Κιουρί όπως έμαθα ότι σας αποκαλούν οι φοιτητές και οι συνάδελφοι σας, θα ήθελα προτού επιστρέψω στο ξενοδοχείο μου να δω τα υπόλοιπα βραβεία και διακρίσεις που έχετε κερδίσει.»
«Ευχαρίστως,» του είπε η Μαρί και σηκώθηκε αμέσως, δείχνοντας του ένα δωμάτιο μέσα στον διάδρομο του σπιτιού. Εκείνη προπορεύθηκε κι ο Αμερικανός την ακολούθησε αδημονώντας να ανακαλύψει περισσότερο τον προσωπικό της χώρο.
Βρέθηκαν στο γραφείο της, στο μέρος όπου φυλούσε τα βραβεία της ανάμεσα στα αμέτρητα βιβλία και εργαλεία της δουλειάς της. Αισθανόταν ότι βρισκόταν μέσα σε εργαστήριο και επιστημονικό ινστιτούτο ταυτόχρονα.
«Αυτός είναι ο τίτλος του διδάκτορα, που λάβαμε τον Ιούνιο του 1903,» του είπε η Μαρί, δείχνοντας του μια μεγάλη περγαμηνή. Ο Αμερικανός την περιεργάστηκε με τα μάτια του προσεκτικά.
«Άριστα,» είπε έκθαμβος. «Πρώτη φορά βλέπω βαθμό Άριστα σε διδακτορικό πτυχίο.»
«Αυτό είναι το βραβείο Ντεβύ,» του έδειξε ένα ασημένιο αγαλματίδιο η επιστημών, χωρίς να απαντήσει στον έπαινο του. «Το λάβαμε από τη Βασιλική Εταιρία του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1903.»
«Εντυπωσιακό.»
«Το βραβείο Ματούτσι,» του έδειξε το τελευταίο βραβείο, ένα χρυσό αγαλματίδιο, που κοσμούσε μια σκονισμένη γωνία. «Αυτό το λάβαμε το 1904.»
«Σας εύχομαι να γεμίσετε όλα τα ράφια με βραβεία,» της είπε ειλικρινά ο Τζόναθαν.
«Σας ευχαριστώ πολύ, ωστόσο δεν είναι αυτός ο σκοπός μου.»
«Είστε παράδειγμα προς μίμηση για πολλές νεαρές κι όχι μόνο κύριες στην Αμερική, Μαντάμ,» της αποκάλυψε με ένα υπερήφανο χαμόγελο. «Έχετε εμπνεύσει αμέτρητα νεαρά κορίτσια να ασχοληθούν με την επιστήμη και να ξεφύγουν του προτύπου της γυναίκας που μικροπαντρεύεται και γεννά συνεχώς παιδιά.»
Η Μαρί γέλασε για λίγο και κοίταξε την φωτογραφία του Πιέρ πάνω στο γραφείο της. Σίγουρα θα ήθελε να κάνει κι άλλα παιδιά μαζί του, μα η τύχη δεν τους το επέτρεψε.
«Ομολογώ πως αυτό το άκουσα προσφάτως κι από έναν συνάδελφο Φυσικό, νεαρό και λαμπρό μυαλό, σε ένα συνέδριο στις Βρυξέλλες,» του είπε με ένα χαμόγελο που ποτέ δεν έφτασε στα μελαγχολικά μάτια της.
«Για να τον αποκαλείτε εσείς λαμπρό μυαλό, σημαίνει ότι είναι πράγματι σπουδαίος. Θα μπορούσατε να μου πείτε το όνομά του, σας παρακαλώ, για να παρακολουθώ τα βήματά του;»
«Άλμπερτ Αινστάιν.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έφτασε επιτέλους η μεγάλη ημέρα, η απονομή των βραβείων Νόμπελ για το 1911. Η Μαρί είχε προσέλθει στη Στοκχόλμη μαζί με τις κόρες την την προηγούμενη κιόλας μέρα και πρώτες από όλους βρέθηκαν στην αίθουσα. Εκεί έπρεπε να λάβει τη θέση που έφερε το όνομα της, ενώ τα κορίτσια κάθισαν σε πίσω σειρές, αν και δεν είχε καμία πρόθεση να τις αφήσει από τα μάτια της.
«Μαμά, σήμερα θα πάρεις εσύ το βραβείο Χημείας, το ξέρω,» της είχε πει με απόλυτη σιγουριά η μεγάλη της Ιρέν όσο η άμαξα τις μετέφερε από το ξενοδοχείο στο κτίριο της Ακαδημίας.
«Αν δεν κερδίσει η μαμά, δε θα φάμε;» Απόρησε η μικρή Εύα.
«Αν κερδίσει η μαμά, θα σας κερνά γλυκά κάθε μέρα,» βεβαίωσε η Μαρί γεμάτη λατρεία, σκορπώντας τη χαρά και στις δυο κόρες της.
Καθώς οι υπόλοιποι συνάδελφοι Φυσικοί, Μαθηματικοί, Χημικοί και πολλοί άλλοι που δεν αναγνώριζε άρχισαν να συρρέουν και να σφύζουν από ζωή την προ ολίγου κρύα αίθουσα, η Μαρί ένιωσε αγωνία για πρώτη φορά να την καταβάλλει. Αν ήταν μόνη, όπως ήλπιζε, ή με τον Πωλ, σίγουρα δε θα την απασχολούσε η νίκη. Ωστόσο, παρουσία των παιδιών της, των πιο αγαπημένων της προσώπων και πιο πολύτιμων αγαθών της ζωής της, ήθελε να κερδίσει· όχι για τον εγωισμό της μα για εκείνες, για να φύγουν χαμογελαστές κι ευτυχείς ως νικητές από εκείνη την αίθουσα που τόσο παγερά τις υποδέχτηκε. Ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά και νοστάλγησε το τζάκι στο Παρίσι.
Ένας άνδρας με γαλάζια γραβάτα, προφανώς ο κύριος ομιλητής, χτύπησε ευγενικά το ξύλινο βήμα κι ο οξύς ήχος ήταν αρκετός για να επιβάλει την απόλυτη ησυχία στο κατάμεστο αμφιθέατρο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τι να πει κανείς για τη Μαρί Κιουρί;
Δε θα σας μιλήσω για το παρελθόν της παραπάνω ούτε για τη σχέση της με τον Πωλ Λανζεβάν, όμως θα σας πω τρία πράγματα που συνέβησαν μετά τα γεγονότα του διηγήματος και τονίζουν ακόμα περισσότερο το μεγαλείο της.
·) Το πήρε το Νόμπελ Χημείας εκείνο το 1911 κι έγινε ο πρώτος άνθρωπος με δυο Νόμπελ κι ο πρώτος -και μοναδικός ως τώρα- άνθρωπος που έχει Νόμπελ σε δυο διαφορετικές κατηγορίες. Αλλά, όπως ίσως και υποπτευόταν, ΚΑΜΙΑ και το εννοώ ΚΑΜΙΑ γαλλική εφημερίδα δεν έγραψε για αυτή της τη διάκριση, επειδή της κρατούσε μούτρα η ενάρετος και ευπρεπής κοινωνία για την σκανδαλώδη κι ανεπίτρεπτη εξωσυζυγική της σχέση. Μπλιαχ. Εξαιτίας αυτού, βεβαίως βεβαίως, η υγεία της χειροτέρεψε και την επόμενη χρονιά εγχειρίστηκε στα νεφρά. Παρόλο το κακό που της είχε προκαλέσει, η Μαρί αγαπούσε βαθιά τη Γαλλία και τη θεωρούσε δεύτερη πατρίδα της ως το τέλος.
·) Όταν ξέσπασε ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μαρί δώρισε όλα τα χρήματα που διέθετε από τα δυο Βραβεία Νόμπελ στο Σύστημα Υγείας, ώστε να φτιαχτούν μηχανήματα ακτίνων Χ, για να εντοπίζουν εσωτερικά τραύματα και σφαίρες στους ασθενείς στρατιώτες, ενώ έστησε 250 ακτινολογικούς θαλάμους στα πολεμικά μέτωπα, όπου κι η ίδια υπηρέτησε ως ακτινολόγος.
·) Οι κόρες της παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η Ιρέν το πε και το κανε. Έγινε Χημικός, παντρεύτηκε τον Φρέντερικ Ζολιό, μαθητή της μητέρας της, και πήρε Νόμπελ Χημείας το 1935 για την ανακάλυψη της τεχνητής Ραδιενέργειας, κάνοντας την οικογένεια Κιουρί την οικογένεια με τα περισσότερα Νόμπελ ως σήμερα. Η Εύα δε η μικρή, έγινε συγγραφέας να σπουδαιότερο έργο της βιογραφία της σπουδαίας μητέρας της κι έζησε 103 χρόνια κυρίως γιατί δεν ασχολήθηκε με τη ραδιενέργεια, που σκότωσε τη μάνα και την αδελφή της από λευχαιμία.
Αυτά για τη σπουδαία Μαρί Κιουρί, παιδιά μου!
Τι θα δούμε στο επόμενο;
Επιστρέφουμε στα παλιά καλά μας λημέρια του Μεσαίωνα κι ακόμα καλύτερα της Μεσαιωνικής Αγγλίας, για να επισκεφτούμε περί τον 13ο-14ο αιώνα την πιο badass lady που έζησε ποτέ εκεί ως Βασίλισσα, Βασιλομήτωρ, κερατού και δαρμένη, τη γυναίκα που έβγαλε τους Πλανταγενέτες από τη ζοφερότητα και την ξεφτίλα και τους επανέφερε στην απόλυτη δόξα.
Αυτά και πολλά άλλα θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο!
Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top