Σειρά: Ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία {Η Συναυτοκράτειρα}

Καλή Χρονιά και Ευτυχισμένο το 2018!

Σήμερα θα ασχοληθούμε με την πιο διάσημη, ίσως, Βυζαντινή Αυτοκράτειρα, μια γυναίκα δυναμική, ισχυρογνώμων, σοφή και διορατική.

Δεν είναι φυσικά άλλη από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα τη Μεγάλη, τη σύζυγο του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Πρώτου, ενός από τους πιο μεγαλειώδεις αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Αυτό το μεγαλείο του κάποτε κόντεψε να το χάσει και τότε ήταν που η Θεοδώρα επενέβη και τον έσωσε...

Καλή Ανάγνωση!

Η φωτιά μαίνονταν έξω από το Παλάτιον. Ο καπνός υψώνονταν σαν βουνό και σκέπαζε τον ουρανό που έμοιαζε να είχε βαφτεί κόκκινος. Ο Βόσπορος είχε σηκώσει τεράστια κύματα και απειλούσε να πλημμυρίσει το λιμάνι. Ο λαός βροντούσε τις πόρτες και απειλούσε τον Αυτοκράτορα με θάνατο, αν δεν ικανοποιούσε τα αιτήματά τους.
Η μέρα είχε εξελιχθεί βίαια από καθημερινή, συνηθισμένη σε ένα λουτρό αίματος και θύελλα φωτιάς. Η Βασιλεύουσα είχε τυλιχτεί στις φλόγες και ο Αυτοκράτορας έμοιαζε ανίκανος να διασώσει οτιδήποτε.

Η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα καθόταν στη βελούδινη καρέκλα της με πορφυρό ύφασμα και ατένιζε την καιγόμενη πόλη και τον ανταριασμένο Βόσπορο.

Το σύνθημα των στασιαστών αντηχούσε στα αυτιά της ακόμα και αν η είσοδος του Παλατιού ήταν μακριά.

Νίκα! Νίκα! Νίκα!

Αυτό το απλό, μονολεκτικό σύνθημα, που χρησιμοποιούνταν στον Ιππόδρομο με στόχο της εμψύχωση των διαγωνιζομένων, είχε γίνει πλέον η κραυγή όλων των υπηκόων της. Μια κραυγή που ξεχώριζε πάνω από όλες τις φωνές, τα αιτήματα, τα παράπονα. Μόνο που τώρα δεν εμψύχωναν αναβάτες αλόγων, μα τους ίδιους τους εαυτούς τους να πατάξουν την αυτοκρατορική αδικία και να επιβάλουν δικαιοσύνη έστω και με τη βία.

Αυτό το σύνθημα η Θεοδώρα το άκουγε από πολύ μικρή. Η πρώτη φορά που είχε εισέλθει στον Ιππόδρομο ήταν η πρώτη φορά που χόρεψε μπροστά σε κοινό. Ήταν δεν ήταν οχτώ χρόνων και ο πατέρας της είχε πεθάνει μόλις πριν από τρεις μήνες. Εκείνη και οι αδερφές της, η Κομιτώ και η Αναστασία, έπρεπε να εργαστούν για να βοηθήσουν τη μητέρα τους, η οποία δούλευε ασταμάτητα. Αν και μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η μητέρα είχε ξαναπαντρευτεί· τα χρήματα, όμως, που κέρδιζαν δεν έφταναν για να ζήσουν πέντε στόματα. Έτσι, οι τρεις ορφανές διασκέδαζαν τους θεατές του Ιπποδρόμου στα διαλείμματα με διάφορα ανέκδοτα και αθώα αστεία.

Ο πατέρας τους ήταν αρκοτρόφος, δηλαδή ήταν υπεύθυνος για τη φροντίδα των ζώων των Πρασίνων, της ομάδας του Ιπποδρόμου με το πράσινο χρώμα. Αμέσως μετά τον θάνατό του, η θέση του κατελήφθη από άλλον. Η μητέρα τους ικέτευσε τους Βένετους, το γαλάζιο χρώμα, να περιμαζέψουν τις κόρες της κι εκείνοι δέχτηκαν, δίνοντας τους μικροδουλειές.

Όταν η αδερφές της ενηλικιώθηκαν, με τα χρήματα που είχαν κερδίσει, αποφάσισαν να εγγραφούν στον θίασο της Πόλης.

Η Θεοδώρα είχε γρήγορα αποκτήσει τεράστια φήμη. Το ταλέντο της ήταν έμφυτο και αναμφισβήτητο.

Ένας ευγενής την είχε ζητήσει σε γάμο. Κι αυτή είχε δεχτεί. Όταν, όμως, έμεινε έγκυος εκδιώχθηκε από το σπίτι του με το στίγμα της πόρνης, διότι ο άντρας της θεωρούσε πως το παιδί δεν ήταν δικό του. Ήταν μόλις δεκαέξι ετών.

Μερικούς μήνες αργότερα, γνώριζε τον Εκηβόλο, ανώτερο κρατικό υπάλληλο της Τύρου και τον ακολούθησε στην Κυρηναϊκή. Μα κι αυτός την έδιωξε πριν την παντρευτεί και την πέταξε σε ένα πλοίο για την Αντιόχεια και έπειτα για την Αλεξάνδρεια.

Έπρεπε να γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη. Τα ναύλα, όμως, ήταν πανάκριβα και η Θεοδώρα δεν είχε ούτε μια δραχμή.

Εκείνη ήταν η πρώτη στιγμή που αποφάσισε να 'τιμήσει' το στίγμα της και να δουλέψει σε πορνείο. Η ιδιοκτήτρια της έδωσε δουλειά και στη σκηνή ως ηθοποιός κι έτσι μέσα σε δυο χρόνια, αφού πουλούσε το πνεύμα το σώμα και την ψυχή της, μάζεψε αρκετά χρήματα και έφυγε από την Αλεξάνδρεια με το πρώτο πλοίο. Είχε πετάξει τα μεταξωτά φορέματα και τα διαδήματα καταπρόσωπο στην εργοδότρια της και είχε φύγει τρέχοντας από τον οίκο ανοχής που έμοιαζε σαν άβυσσος και είχε πιστέψει ότι ποτέ δε θα ξέφευγε. Είχε μείνει έγκυος πολλές φορές και πάντα την ανάγκαζαν να κάνει έκτρωση. Ακόμα αισθάνονταν τους πόνους της διαδικασίας και της ψυχής της να της τρυπούν το κορμί.

Τα χρήματα που είχε μαζέψει ήταν αρκετά για το πλοίο και περίσσευαν για να βοηθήσει την οικογένειά της.

Επέστρεψε στην Πόλη στην ηλικία των είκοσι ενός ετών. Τα τελευταία πέντε χρόνια της είχαν ωριμάσει αφάνταστα. Είχε πλέον συνετιστεί και ενηλικιωθεί, η φλόγα της εφηβείας που την είχε σπρώξει στην ακολασία δεν έκαιγε πια. Η περιπλαννητική ζωή την είχε αηδιάσει. Μετά τη συγκινητική της επανένωση με την οικογένειά της, τους ανακοίνωσε ότι από εκείνη τη στιγμή θα αφοσιώνονταν σε μια ζωή αγνή και πρέπουσα. Κι ο Θεός ας έκανε ό,τι ήθελε με αυτή.

Λίγο καιρό αργότερα, σε μια συνάθροιση κοινών γνωστών, γνώρισε τον Ιουστινιανό. Δεν ήξερε ποιος ήταν, τα ρούχα του παραήταν απλά για ευγενή, μα η γοητεία του την είχε συγκλονίσει. Αυτός ήταν τότε ήδη τριάντα έξι χρονών και ο διάδοχος του Θρόνου, τον οποίο κατείχε ο θείος του, Ιουστίνος.

Οι δυο τους ερωτεύτηκαν παράφορα και ο Ιουστινιανός την ονόμασε πατρικία και την έκανε πάμπλουτη. Όταν μάλιστα πέθανε η προκατειλημμένη θεία του, η Ευφημία, έπεισε τον θείο του να αλλάξει τον νόμο περί γάμου συγκλητικού με γυναίκα χαμηλής κοινωνικής τάξης.

Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκαν μέσα στην απόλυτη χλιδή και λαμπρότητα. Πολλοί είχαν σκανδαλιστεί από αυτόν τον γάμο αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να εκφραστεί δημόσια.

Στα είκοσι εφτά της, η Θεοδώρα στέφθηκε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, μια εβδομάδα μετά τη στέψη του Ιουστινιανού.

Μέσα στο παλάτι, είχε ξεδιπλώσει κάθε πολυτέλεια και κομψότητα. Φορούσε υπέροχα φορέματα και εκθαμβωτικά κοσμήματα, ενώ φρόντιζε με επιμονή την ομορφιά της· κοιμόταν πολλές ώρες για να διατηρήσει το δέρμα της και έκανε πολύ συχνά μπάνιο για λάμψη και φρεσκάδα. Η φιλαρέσκεια της πήγαζε από το γεγονός ότι γνώριζε πως το κλειδί για την επιρροή της και ασφαλέστερη εγγύηση ήταν η γοητεία της. Στο τραπέζι είχε εξεσυζητημένο γούστο, κατάλοιπο των στερήσεων που είχε υποστεί όλη της τη ζωή. Απαιτούσε τα πιο εκλεκτά φαγητά και ποτά, σε απόλυτη αντίθεση με τον λιτό Ιουστινιανό που πολλές φορές δεν έτρωγε τίποτα, παρά τις επίμονες προτροπές της.

Αναζήτησε μετάνοια για το κολασμένο της παρελθόν στην Εκκλησία και την έλαβε. Παρόλη την σπάταλη ζωή της, ποτέ δεν άφησε άλλον άντρα στο κρεβάτι της εκτός από τον Ιουστινιανό. Η τιμή της ήταν πάνω από όλα.

Και τώρα, πέντε χρόνια στον Θρόνο, έβλεπε την καταστροφή να χτυπά τις πύλες του παλατιού φωνάζοντας και ξεφυσώντας.

Νίκα! Νίκα! Νίκα!

Ο Ιουστινιανός μιλούσε με τους υπουργούς και τους στρατηγούς του.

Εδώ και μια ολόκληρη εβδομάδα η Βασιλεύουσα φλέγονταν και ο άνδρας της φαινόταν ανίκανος να κάνει οτιδήποτε. Η ξαφνική αυτή εξέγερση τον είχε τρομάξει. Τα βράδια παραμιλούσε στον ύπνο του και ύστερα πεταγόταν όρθιος και έτρεχε στο εικονοστάσιο να προσευχηθεί. Η Θεοδώρα του έσφιγγε στοργικά τον ώμο, παρηγοριά και στήριξη στον κοινό τους Γολγοθά, που στην κορυφή του περίμενε η λαιμητόμος τους.

Έπαψε να κοιτά τη βαμμένη κόκκινη και μαύρη Κωνσταντινούπολη, προτίμησε να στρέψει το βλέμμα της στο εσωτερικό του δωματίου που είχε καταφύγει και να το αφήσει να περιπλανηθεί.

Το ταβάνι ολόχρυσο, στολισμένο με ψηφιδωτά που αναπαριστούσαν διάφορες σκηνές από τη Βίβλο· την Έξοδο των Εβραίων, τις δέκα Πληγές του Φαραώ, τη Γέννηση, τα Θαύματα του Ιησού Χριστού και πολλά άλλα. Οι περισσότερες ψηφίδες είχαν το χρώμα της πορφύρας.

Οι τοίχοι είχαν βαφτεί βένετοι και κοσμούνταν από χαλιά και κεντήματα από τα βάθη της Ανατολής με πανέμορφες εικόνες κεντημένες. Το άλικο, το γλαυκό, η αλιζαρίνη και το πορφυρό ξεχώριζαν και κυριαρχούσαν.

Τα έπιπλα ήταν όλα φτιαγμένα από ξύλο δρυ και σκαλισμένα περίτεχνα και άπιαστα σε κομψότητα. Τα βελούδινα καλύμματα τους, σαν και της καρέκλας που καθόταν τώρα, ήταν πορφυρά.

Η πορφύρα, το χρώμα των Αυτοκρατόρων, την περικύκλωνε.

Σηκώθηκε αποφασιστικά και κατευθύνθηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων. Μόνη της. Είχε διώξει την πολυάριθμη ακολουθία της από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η εξέγερση.

Ο Ιουστινιανός καθόταν στον θρονίσκο του και είχε βυθιστεί στις σκέψεις του. Το ίδιο και οι σύμβουλοι και οι στρατηγοί.

"Τι συμβαίνει εδώ;" Διέταξε να μάθει.

Όλοι οι παρόντες πλην του Ιουστινιανού έπεσαν στα γόνατα μπροστά στη θωριά της. Έστειλε ένα καθησυχαστικό χαμόγελο στον άνδρα της, προσπαθώντας να γαληνέψει την ταραγμένη του έκφραση και το σκοτάδι των ματιών του.

Αφού οι υπόλοιποι σηκώθηκαν όρθιοι, ο Δέκαρχος Ναρσής, ένας ευνούχος μα άξιος στρατιώτης, προσφέρθηκε να της εξηγήσει.

"Γαληνοτάτη Αυγούστα, συζητούσαμε με τον Αύγουστο για τη στέψη του Υπάτιου."

Η Θεοδώρα δεν αντέδρασε, αν και μέσα της έβραζε από θυμό. Ο Υπάτιος ήταν ένας από τους γιούς του αχρείου Αναστασίου, συγγενή του Ιουστινιανού και διψασμένου για δόξα και εξουσία.
Ένευσε στον Ναρσή να συνεχίσει.

"Ο Αύγουστος, ω αχτίδα του φωτός μας, έχει αποφασίσει να φύγει από τη Βασιλεύουσα το συντομότερο. Ετοιμαζόταν να στείλει κάποιον να σας ενημερώσει. Όπως βλέπετε, η κατάσταση χειροτερεύει ώρα με την ώρα και δεν δυνάμεθα να διακινδυνεύσουμε τη ζωή του-"

"Σιωπή!" Τον διέκοψε με περισσή αυθάδεια η Αυτοκράτειρα και γύρισε τη ματιά της στον άνδρα της.

"Ποιος σου φύτεψε αυτή τη μωρεία στο μυαλό;"

Δεν της απάντησε.

Η Θεοδώρα πήρε μια βαθιά ανάσα, αντλώντας όσον αέρα μπορούσε από την ατμόσφαιρα, που έμοιαζε να γίνεται υπερβολικά αποπνικτική, και κοίταξε γύρω της φευγαλέα.

Το άλικο και η πορφύρα κυριαρχούσαν ξανά.

Η πορφύρα, το χρώμα των Αυτοκρατόρων, την περικύκλωνε.

Το βλέμμα της έπεσε στο παράθυρο. Καπνός και φωτιά παντού. Οι Πράσινοι και οι Βένετοι ασελγούσαν εις βάρος τους και είχαν μετατρέψει τα σπίτια σε πυροτεχνήματα, να φωτίζουν τα ατέρμονα συμβούλιά τους.

Κοίταξε φευγαλέα τα πρόσωπα των ανδρών γύρω της. Πανικός, τρόμος και δειλία έλαμπαν σαν δαυλοί σε όλο τους το πρόσωπο.

Ντροπή και όνειδος, να εμπιστεύομαι την ασφάλεια μου σε τέτοιους λιπόψυχους! Αλλά, μέσα στον πανικό των πολλών, τι μπορεί να κάνει ένας γενναίος;

Κοίταξε πίσω από τα μάτια του Ιουστινιανού. Εις βάθος δεν ήθελε να φύγει, μα δεν έβλεπες κι αυτός κανέναν γενναίο δίπλα του.

Αυτό χρειάζεται. Έναν θαρραλέο άνθρωπο να του θεριεύει το πάθος για εξουσία και δόξα, που τόσο εύκολα θέλει να αποβάλλει. Μόνο έναν άνθρωπο, μόνο μια φωνή.

Κι εγώ θα γίνω αυτή που θα του την ξυπνήσει.

"Αισχίνη σε εσάς τους αρχηγούς του στρατού μας, που ενώ οι οργισμένοι αντάρτες καταστρέφουν τη Βασιλεύουσα, κρύβονται στο παλάτι σαν υπηρέτριες!"

Οι πρωτοσπαθάριοι έσκυψαν τα κεφάλια τους ντροπιασμένοι και αμίλητοι.

Έπειτα, το επικριτικό της βλέμμα έπεσε στον Ιουστινιανό, ο οποίος αισθάνθηκε τα μάτια της, τα ίδια που τον είχαν κάνει να την ερωτευτεί αφάνταστα, να τον διαπερνούν αγριεμένα σαν σιδερένιες λεπίδες.

"Δεν μπορώ να ανεχτώ μια τόσο ανόητη διαταγή! Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι εσύ, κραταιέ Αυτοκράτορα Ιουστινιανέ, ετοιμάζεσαι να πετάξεις τόσο δειλά το Στέμμα σου να και να εγκαταλείψεις τη γη σου, σαν πλοιοκτήτης που τα καράβια του βούλιαξαν στην τρικυμία! Αρνούμαι να συμμετέχω στην καταστροφή σου, για αυτό και μιλώ τώρα, που υπάρχουν ακόμα περιθώρια να σου αλλάξω το μυαλό! Τέτοια ανάξια προσταγή δε θα την ακολουθήσω, διότι δε δέχομαι τη φυγή. Ακόμα κι αν ήταν η μόνη μας σωτηρία, εγώ θα τη θεωρούσα καταστροφή. Όλοι γεννιόμαστε για να πεθάνουμε μια μέρα, αργά ή γρήγορα, κι αυτός ο ευλογημένος που αξιώθηκε να φορέσει το Στέμμα της πιο παντοδύναμης Αυτοκρατορίας του κόσμου, δεν δικαιούται να ξεπέσει σε άνανδρο φυγά. Όσο για μένα, είθε να μην έρθει η καταραμένη μέρα που θα αποποιηθώ τον μανδύα της Συναυτοκράτειρας. Ούτε να επιζήσω επιθυμώ από την ημέρα που θα πάψουν να με αποκαλούν "Δέσποινα". Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο, κύριε και βασιλιά μου, από το να αποχωρήσουμε από την Κωνσταντινούπολη. Χρήματα έχουμε τόσα όσα να αγοράσουμε δικό μας στόλο, τον οποίο ήδη έχουμε κι είναι πρόθυμος να μας οδηγήσει όπου ποθούμε. Συλλογίσου, όμως, καλά πριν αποφασίσεις, μήπως κι όταν σωθείς νομίσεις ότι ο θάνατος καλύτερος στέκεται της εξορίας. Μάθε ότι παντρεύτηκες την πιο ένθερμη υποστηρίκτρια του αρχαίου γνωμικού καλόν εντάφιον η βασιλεία."

Νεκρική σιγή έπεσε μετά τον τολμηρό λόγο της Θεοδώρας. Οι στρατηγοί κοιτούσαν με εκφράσεις άναυδες, τον Αυτοκράτορα να χαμογελά στη γενναία σύζυγό του όλο θαυμασμό, αγάπη και υπερηφάνεια.

Ο στρατηγός Βελισσάριος τότε, σύζυγος μιας πολύ καλής φίλης της Συναυτοκράτειρας, ξεθηκάρωσε το σπαθί του και το κατέθεσε στα πόδια των βασιλέων του.

"Πολλά τα έτη των Θεοφύλακτων βασιλέων Ιουστινιανού και Θεοδώρας. Ενώπιον του Θεού ορκίζομαι πως το σπαθί μου θα συντρίψει τους εχθρούς τους!"

Η Θεοδώρα δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα μειδίαμα ευχαρίστησης.

Η σπίθα άναψε. Καιρός για τη μεγάλη φωτιά... Ας κάψουμε τους προδότες και τους στασιαστές, για να μάθουν όλοι πόσο ισχυρός και ανίκητος είναι ο Ιουστινιανός!

Ο ενθουσιασμός φούντωσε στις καρδιές όλων των βαθμούχων και έτρεξαν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ο άνδρας της είχε ξαναβρεί τον εαυτό του χάρη σε εκείνη και τώρα κανένας δε θα στεκόταν εμπόδιο στη λάμψη του. Στην αμοιβαία τους λάμψη...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top