Σειρά: Ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία {Η Νονά Των Ρώσων}
Η Πριγκίπισσα που θα ασχοληθούμε σήμερα δεν είναι άλλη από την Άννα των Μακεδόνων ή αλλιώς Άννα Πορφυρογέννητη, κόρη του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ρομανού του Δευτέρου και της Θεοφανούς, αδερφή των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Η' και Βασιλείου του Β' του Βουλγαροκτόνου.
Στα τέλη του ένατου αιώνα, ο Αυτοκράτορας Βασίλειος πέτυχε κάτι εξαιρετικά σημαντικό για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Συμφώνησε με τους Ρώσους, οι οποίοι τότε είχαν Ελευθερία Θρησκείας, να βαφτιστούν Χριστιανοί και αιώνιοι τους σύμμαχοι, με την προϋπόθεση ότι ο Μεγάλος Πρίγκιπας Βλαδίμηρος θα παντρευόταν την αδερφή του Αυτοκράτορα, την Άννα.
Ο γάμος αυτός πράγματι οδήγησε στον Εκχριστιανισμό των Ρώσων και το Βυζάντιο απαλλάχθηκε από μια μεγάλη απειλή.
Καλή Ανάγνωση!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αγιά Σοφιά δεν ήταν ποτέ πιο ήσυχη από εκείνη την ημέρα. Συνήθως, εξαιτίας των απανωτών πολέμων, οι περισσότεροι κάτοικοι της Πόλης που δεν βρίσκονταν στα πεδία των μαχών, κατέφευγαν στον ιερό ναό για να προσευχηθούν και να γαληνέψουν την ψυχή τους.
Η Άννα δε βρισκόταν εκεί για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Απλώς είχε υιοθετήσει τη συνήθεια να την επισκέπτεται και να προσεύχεται για την υγεία της και της οικογένειας της και ολόκληρης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και πιο πολύ από όλους, για τον αγαπημένο της αδερφό, τον Βασίλειο.
Ο Βασίλειος είχε πρόσφατα στεφθεί Αυτοκράτορας του Βυζαντίου και η Άννα δε μπορούσε να νιώσει πιο περήφανη. Η στέψη του εδραίωσε επ αόριστον την παρουσία τους στο Παλάτιον και την επιστροφή πολλών ανθρώπων που ο προηγούμενος αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Τσιμισκής είχε εκδιώξει. Ανάμεσα σε αυτά και η μητέρα τους, η πανέμορφη και πανέξυπνη Θεοφανώ, η σύζυγος τριών αυτοκρατόρων και μητέρα ενός τέταρτου.
Δε θα ξεχνούσε ποτέ την ημέρα της επιστροφής της. Ο Βασίλειος είχε φροντίσει να μην το μάθει κανένας, να μη γίνει καμία προετοιμασία ή επισημότητα για την επιστροφή της παλιάς Αυτοκράτειρας από το μοναστήρι που είχε εξοριστεί παρά τη θέληση της. Η Βασιλομήτωρ Θεοφανώ είχε επιστρέψει καβάλα σε μια μαύρη φοράδα και δίπλα της δυο αυλικοί του παλατιού, οι απεσταλμένοι του Βασιλείου. Δεν είχε υπηρέτριες· δεν είχε δεχτεί ποτέ της υπηρέτριες, ήξερε καλά ότι δεν ήταν παρά κατάσκοποι του Τσιμισκή και δεν της ήθελε κοντά της.
Οι δυο τους δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Είχαν αγκαλιαστεί σφιχτά και έκλαιγαν, η μια στα χέρια της άλλης, θρηνώντας τον καιρό που είχε χαθεί· η μια λυπόταν που δεν ήταν δίπλα στην κόρη της όσο έπρεπε και η άλλη που ξαναέβλεπε τη μητέρα της μετά από χρόνια. Κι ο Βασίλειος τις άφησε να χύσουν όσα δάκρυα επιθυμούσαν· είχε μείνει να τις κοιτάζει, συγκρατώντας μετά μεγάλης προσπάθειας την δική του συγκίνηση για την επιστροφή της γυναίκας που τον γέννησε και τον ανάθρεψε, όσο πρόλαβε.
Η Άννα προσευχήθηκε ξανά υπέρ υγείας του αδερφού της. Έξω, στους πολυσύχναστους δρόμους της Πόλης, η βροχή έπεφτε συνεχόμενα για τρεις μέρες. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά. Σύντομα θα ερχόταν ο χειμώνας. Ο Βασίλειος θα έμενε μαζί τους μέχρι να λιώσουν τα χιόνια και μετά θα έφευγε ξανά, σε κάποια άλλη εκστρατεία, ενάντια σε έναν από τους αμέτρητους εχθρούς τους.
Ο Βασίλειος εκστράτευε συχνότερα από τις γιορτές του ονόματος του, κατέτρωγε την άνοιξη και το καλοκαίρι του σε πολεμικές συρράξεις εναντίον των Βουλγάρων, των Αράβων, των Ρώσων. Ακόμα και τώρα, 988 χρόνια μετά τη γέννηση του Ιησού Χριστού, παραπάνω από μισό αιώνα μετά τη γέννηση της Αυτοκρατορίας τους, η γαλήνη δεν είχε βασιλέψει. Συνεχώς εχθροί απειλούσαν τα σύνορα. Από την Ανατολή, οι Άραβες και οι Σαρακηνοί απειλούσαν τους Αγίους Τόπους και τη Μικρά Ασία.
Δοξασμένοι ας είναι οι Ακρίτες που φυλούν τα σύνορά μας. Αν δεν ήταν αυτοί, τώρα οι Σαρακηνοί θα μας είχαν αφανίσει.
Από τη Δύση, οι Άγριοι Νορμανδοί, οι Βίκινγκς, οι Βόρειοι, είχαν φτάσει στη Γαλλία και στην Ισπανία. Σύντομα θα στρέφονταν στη Ρώμη και αμέσως μετά ερχόταν η σειρά τους.
Από τον Νότο, οι πειρατές και οι Οστρογότθοι ακόμα τους ταλάνιζαν.
Από τον Βορρά, οι Βάρβαροι, οι Βούλγαροι και οι Ρως απειλούσαν τα σύνορά τους ασταμάτητα. Με αυτούς θα πολεμούσε ο Βασίλειος την άνοιξη, όπως όλα έδειχναν. Με λίγη τύχη και τη βοήθεια του Θεού, οι Βάρβαροι θα αναχαιτίζονταν. Φυσικά, χρειαζόταν και πονηριά, μια σκέψη πολυμήχανη που θα εφεύρισκε την τέλεια στρατηγική. Κι από αυτήν, ο Βασίλειος διέθετε άπλετη.
Λίγο καιρό πριν, είχαν λάβει μήνυμα από τους κατασκόπους τους στον Δούναβη, ότι οι Ρως είχαν αποκτήσει νέο αρχηγό, έναν νεαρό και φιλόδοξο άνδρα που ονομαζόταν Βλαντιμίρ και φημιζόταν για την κραιπάλη και την άσωτη ζωή του. Αυτός θα ήταν πια ο εχθρός τους.
Με το μυαλό της σκοτεινιασμένο από τα σύννεφα του πολέμου, η Άννα εξήλθε από την Αγία Σοφιά, τύλιξε τον μανδύα της στο χρώμα του ουρανού και προχώρησε σιωπηλά προς τη συνοδεία που την περίμενε για να επιστρέψουν στο Παλάτιον.
Ο Ήλιος είχε βυθιστεί ήδη πίσω από τους λόφους της Πόλης όταν η Βασιλική Οικογένεια έπαιρνε το βραδινό της γεύμα. Η Άννα δεν πρόσεχε ιδιαίτερα το φαγητό, όσο τη συζήτηση που είχε στηθεί. Η μητέρα της, είχε επικεντρωθεί στον Βασίλειο για άλλη μια φορά.
"Δε νομίζεις πως είναι καιρός να βρεις μια σύζυγο; Να κάνεις παιδιά, γιούς, οι οποίοι θα σε διαδεχθούν;"
"Μητέρα, δεν θέλω να παντρευτώ μόνο και μόνο για τους διαδόχους," της απάντησε κοφτά ο Βασίλειος και ανακάτεψε το φαγητό του για χιλιοστή φορά από ξεκάθαρη αφηρημάδα. "Θέλω η σύζυγος μου, η Συναυτοκράτειρα, να είναι μια γυναίκα την οποία θα αγαπήσω αληθινά πριν παντρευτώ."
Η Άννα παρατήρησε τα μάτια του. Έλαμπαν από πείσμα, νιάτα και ένα κρυφό πάθος που έκαιγε στην καρδιά του. Με αυτό το πάθος ζούσε όλη του τη ζωή από τότε που τον θυμόταν.
"Θα σε παρακαλούσα να σκέφτεσαι περισσότερο με τη λογική και όχι με το συναίσθημα, αγόρι μου," προσπάθησε να τον τιθασεύσει η Αρχόντισσα Θεοφανώ. "Δεν αρμόζει σε έναν άνθρωπο του δικού σου κύρους να σκέφτεται χωρίς το καθήκον ως προτεραιότητα. Και το καθήκον σου απαιτεί την άμεση παροχή διαδόχων."
Ο Βασίλειος χτύπησε με τη γροθιά του το τραπέζι τους. Το φαγητό χοροπήδησε στα πιάτα, το κρασί αναδύθηκε και επέστρεψε στα κύπελα, τα μαχαιροπίρουνα ταλαντεύτηκαν στον αέρα και αναποδογύρισαν. Τα μάτια του νεαρού αστραποβολούσαν αγανάκτηση.
"Ξεχνάς θαρρώ, μητέρα, πως απευθύνεσαι στον Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και όχι σε ένα νήπιο που μόλις έμαθε να διαβάζει!"
Ενστικτωδώς, η Άννα, που καθόταν δίπλα του, γλίστρησε τα δάχτυλα της μέσα στη γροθιά του και τα έσφιξε, αναμένοντας να απορροφήσει την έντασή τους. Και το κατάφερε εν μέρει. Ο Βασίλειος χαλάρωσε ελάχιστα και η φωνή του χαμήλωσε, μαζί και ο θυμός του.
"Ο νόμος με δικαιοδοτεί πλήρως να σε κάνω ό,τι θέλω. Μπορώ να σε σκοτώσω, να σε φυλακίσω, να σε εξορίσω, να σε καταδικάσω σε θάνατο. Κανένας δε θα με επιπλήξει για την προφανή εγκληματική μου στάση. Μόνο η συνείδηση μου θα μείνει να με στοιχειώνει. Αυτή, λοιπόν, θα ακούσω και δε θα σου φερθώ όπως σου ταιριάζει για την αυθάδειά σου. Όμως, αν επαναλειφθεί, οι κυρώσεις θα πέσουν πάνω σου πριν καν το καταλάβεις," απείλησε τη μητέρα του ο Βασίλειος κι αποσύρθηκε στο δωμάτιό του.
Την επόμενη μέρα κατέφτασαν απεσταλμένοι από τον Βορρά. Οι Ρως ζητούσαν εκεχειρία και συμμαχία.
Η Άννα εκείνη την ημέρα δεν επισκέφτηκε την Αγία Σοφιά· προτίμησε να μείνει με τον αδερφό της και να τον βοηθήσει, εάν χρειαζόταν κάτι.
Ο Βασίλειος είχε κλειδωθεί στην Αίθουσα Συνεδριάσεων μαζί με τους περισσότερους συμβούλους του και τους απεσταλμένους του Μεγάλου Πρίγκιπα Βλαντιμίρ. Η συνάντησή τους κράτησε πολλές ώρες. Κι όταν επιτέλους βγήκαν, ο ίδιος ο Βασίλειος την επισκέφτηκε στην κάμαρη της.
"Αδερφή μου, έχω κάτι πολύ σημαντικό να σου πω," ξεκίνησε ο Αυτοκράτορας και της έπιασε τα χέρια με στοργή.
Η Άννα δε μίλησε· μόνο κόλλησε τη ματιά της στη δική του και περίμενε να τον ακούσει.
"Έχει να κάνει με τον γάμο σου," προχώρησε ο Βασίλειος. "Θεωρώ ότι είναι καιρός πια να παντρευτείς κι εσύ. Αρκετά το καθυστέρησα, δε νομίζεις; Είσαι είκοσι πέντε ετών πια και αν το παραμελήσω κι άλλο, οι κακές γλώσσες θα σε φωνάζουν γεροντοκόρη κι αυτό δεν το θέλω για την αδερφή μου."
"Ώστε μου βρήκες γαμπρό;" Ρώτησε αδημονώντας η Άννα.
"Μα φυσικά," αποκρίθηκε ο Βασίλειος χαμογελαστά. "Έναν έξοχο νέο, έναν ευγενή που θεωρείται αντάξιος αυτοκράτορα, έναν παντοδύναμο Άρχοντα που θα προσθέσει κύρος σε όλους μας όταν παντρευτείτε."
"Μπορώ να μάθω το όνομά του;"
"Ο Μεγάλος Πρίγκιπας Βλαντιμίρ του Κιέβου," της αποκάλυψε ο Αυτοκράτορας με ένα βλέμμα υπερηφάνειας και ευχαρίστησης.
Η Άννα μετά βίας συγκράτησε ένα ουρλιαχτό που απειλούσε να ξεφύγει από το στόμα της. Έτσι, ξέσπασαν τα μάτια της και καταρράκτες δακρύων κύλησαν μονομιάς, χωρίς λυγμούς, μόνο μεγάλα, σιωπηλά δάκρυα απόγνωσης.
"Δεν καταλαβαίνω, αδερφέ μου," ψέλλισε με φωνή όσο πιο σταθερή μπορούσε. "Τόσοι Ανατολικοί Άρχοντες ζητούν το χέρι μου, τόσοι στρατηγοί, συμπολεμιστές σου, ήρωες της Αυτοκρατορίας κι εσύ προτιμάς αυτόν τον άγνωστο, αυτόν τον άξεστο, αυτόν τον βάρβαρο!"
Ο Βασίλειος την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω στο στήθος του σε μια προσπάθεια να μαλακώσει τον πόνο της. Ήξερε ότι αυτή θα ήταν η αντίδρασή της αλλά ήταν ο μονος τρόπος.
"Ηρέμησε, Άννα, σε παρακαλώ. Αυτός ο γάμος θα ευνοήσει όλους μας."
"Δεν πρόκειται να ηρεμήσω ποτέ! Πείσμωσε εκείνη. "Μου ζητάς να παρατήσω την Πόλη, τη μητέρα, εσένα, τους φίλους μου, τη ζωή μου και να πάω να ζήσω με τους βαρβάρους σε έναν ξεροτόπο που μόνο ο Θεός ξέρει πώς θα μου φέρονται!"
"Άννα, θέλω να με ακούσεις," την παρότρυνε εκείνος. "Ο Βλαντιμίρ σε είχε ξαναζητήσει για γυναίκα του και στο παρελθόν. Μόνο που τότε εγώ, σκεπτόμενος όλα όσα είπες κι εσύ μόλις τώρα, είχα αρνηθεί. Τότε δεν είχα τίποτα να χάσω."
"Και τώρα τι άλλαξε;"
"Ο Βλαντιμίρ έχει φτάσει με τον στρατό του ως την Κριμαία," εξήγησε με ένα σκληρό βλέμμα ο αδερφός της. "Απειλεί ότι θα φτάσει ως την Πόλη και θα την κυριεύσει, αν δεν γίνεις γυναίκα του."
Τα μάτια της Άννας γούρλωσαν στο άκουσμα αυτού του γεγονότος.
"Μα γιατί επιμένει τόσο να με παντρευτεί;"
Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του Βασιλείου. "Άννα, ο Βλαντιμίρ θεωρεί ύψιστη τιμή να νυμφευθεί μια Βυζαντινή Πριγκίπισσα, μια γυναίκα τέτοιας καταγωγής και κύρους."
Αυτό φάνηκε να κολακεύσει την αδερφή του, η οποία είχε αρχίσει να ηρεμεί και τα δάκρυα έτρεχαν πιο αργά και έβρεχαν το κόκκινο ιμάτιο του.
"Κι εμείς τι θα κερδίσουμε από αυτόν τον γάμο;"
Άλλο ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του Βασιλείου. "Οι Ρως θα λάβουν το χριστιανικό δόγμα, θα βαπτιστούν χριστιανοί και θα ορκιστούν αιώνια φιλία με την Αυτοκρατορία."
Η Άννα σώπασε μετά από αυτή την απάντηση. Έμεινε απλώς στα χέρια του αδερφού της και έχυσε τα στερνά της δάκρυα, ενώ παράλληλα αναλογίζονταν τα οφέλη και τα πλήγματα αυτού του γάμου. Στο τέλος, του ανακοίνωσε την απόφαση της.
"Αποφάσισα να τον παντρευτώ."
Μέσα της μιλούσε η αγάπη για την πατρίδα της, για τη θρησκεία της, για τον λαό της, για την οικογένειά της και για τον αδερφό της. Τα καστανά της μάτια έλαμπαν από αποφασιστικότητα. Τα δάκρυα είχαν σχεδόν στεγνώσει.
Ο Βασίλειος τη θώρησε για λίγο έτσι, στητή, περήφανη, αποφασισμένη. Του θύμιζε τόσο πολύ τη μητέρα τους, τη Θεοφανώ, τη γυναίκα που παντρεύτηκε τρεις Αυτοκράτορες και γέννησε άλλον έναν.
Την αγκάλιασε κι εκείνη του ανταπέδωσε. Δεν είπαν τίποτα. Βγήκαν μαζί από την κάμαρα της, κρατώντας ο ένας το χέρι του αλλού και έσπευσαν να ανακοινώσουν τα γεγονός στο Παλάτιον και στην Αυτοκρατορία.
Μερικές μέρες αργότερα, η Άννα, έχοντας αποχαιρετήσει τους πάντες με δακρύβρεχτα μάγουλα, ανέβηκε στο πλοίο που θα την οδηγούσε στον προορισμό της, στον γάμο της με τον Βλαδίμηρο, όπως τον αποκάλεσε ο Βασίλειος την τελευταία φορά που τον ανέφερε.
Δεν κοίταξε πίσω της· γνώριζε ότι αυτό θα διόγκωνε τον πόνο της. Κοιτούσε πια μόνο μπροστά, στον θρόνο των Ρως που την περίμενε. Και ήταν αποφασισμένη να φανεί αντάξιά του.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Αυτή λοιπόν ήταν η Άννα η Πορφυρογέννητη.
Σειρά έχει μια γυναίκα από την Αρχαία Ελλάδα. Και μάλιστα η Πιο Σκληρή Πεθερά των Αρχαίων Ελλήνων.
Ποια μπορεί να είναι;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top