Σειρά: Ελληνική Ιστορία {Η Μάντισσα Των Συμφορών}

Γεια σας και Καλή Χρονιά!
Η αλήθεια είναι ότι σκόπευα να γράψω για την Υπατία, μιας και ακόμη και τα καιρικά φαινόμενα συμφωνούσαν, όμως άλλαξα γνώμη, γιατί ήρθε στα χέρια μου ένα βιβλίο το οποίο αφορά αυτή την υπέροχη προσωπικότητα και θέλω να το διαβάσω πριν γράψω το διήγημά μου. Για αυτόν τον λόγο, σήμερα σας έχω ετοιμάσει ένα άλλο διήγημα, το οποίο αφορά μια άλλη, πολύ πιο γνωστή μα το ίδιο βασανισμένη με την Υπατία ψυχή του Αρχαίου Κόσμου.

Καλή Ανάγνωση!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο αέρας χτυπούσε το καραβόπανο και το έσπρωχνε γοργά προς τη Δύση, εκεί που φαίνονταν τόσο μαγευτική, πολύχρωμη και πανώρια η θέα του ηλιοβασιλέματος. Ο αέρας ήταν ο Ζέφυρος και μπορούσε να ορκιστεί ότι είδε τον φτερωτό θεό με τα μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς και τα μάτια στο χρώμα της φυλλωσιάς των δέντρων να περνά σαν αστραπή από δίπλα της και να ξεπερνά πετώντας· ίσως να την κοίταξε, εκείνη πάντως δεν το παρατήρησε.

Η Κασσάνδρα ήταν μόνη στο κατάστρωμα. Αρκετά πιο μακριά της στέκονταν ο πηδαλιούχος, που αρκούσε για να κατευθύνει το πλοίο. Όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες βρίσκονταν στα αμπάρια και στις καμπίνες, γευματίζοντας με ελιές, ψωμί, λάδι, ψάρια που είχαν ψαρέψει την αυγή και κατακόκκινο κρασί, που νέρωναν αρκετά. Δεν είχε καταλάβει ποτέ αυτή τους τη συνήθεια. Θεωρούσε ότι αλλοίωναν τη γεύση και την ποιότητα του εξαίρετου αυτού ποτού. Άλλωστε, αν δεν ήθελαν να μεθύσουν, θα μπορούσαν απλά να πιούν νερό και να μη χαραμίσουν τον υπέροχο οίνο που είχαν κουρσέψει από τις αποθήκες του πατέρα της στο Ίλιο.

Ακόμα και στη σκέψη της πατρίδας που δε θα ξανάβλεπε ποτέ, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Και μαζί με αυτά, ήρθαν κι οι αναμνήσεις, όλοι οι ζωντανοί εφιάλτες και τα τραγικά οράματα που από παιδι την έκαναν να ξυπνά από τον ύπνο της ουρλιάζοντας· αυτές οι θηριωδίες που ανθρώπου νους δε νοούσε είχαν εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια της. Από τότε, κάθε φορά που τα θυμούνταν, εύχονταν να είχε πεθάνει εκείνη την ημέρα· θα γλίτωνε έτσι όσα επακολούθησαν.

Είδε μια μαυροφορεμένη και μικροκαμωμένη φιγούρα να ανεβαίνει τα σκαλιά του καταστρώματος και να την πλησιάζει. Αναγνώρισε την Ινώ, τη μικρότερη αδελφή της, κόρη μιας υπηρέτριας και του πατέρα της. Από τη στιγμή που κληρώθηκαν μαζί στον ίδιο Αχαιό, την είχε πάρει υπό την προστασία της και σα μάνα φρόντιζε να μη της συμβεί τίποτα κακό. Είδε ότι στο χέρι της κρατούσε ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ξύλινο γαβάθι με τέσσερις ελιές.

"Σου έφερα να φας," της είπε τείνοντας το χέρι με το ψωμί προς το μέρος της. Η Κασσάνδρα αποτραβήχτηκε.

"Δε θέλω να φάω τίποτα," αποκρίθηκε με φωνή ξερή. Είχε να μιλήσει πολλές ώρες.

"Μα πρέπει να φας," επέμεινε η μικρότερη κοπέλα. "Πέντε μέρες τώρα πίνεις μονάχα νερό. Η ασιτία δεν-"

"Δε με ενδιαφέρει η ασιτία," τη διέκοψε η Κασσάνδρα βαριεστημένα, ενώ τα μάτια της έκαιγαν με έναν χείμαρρο έντονων συναισθημάτων. "Δε θέλω να ακουμπήσω ξανά το φαγητό αυτών. Αηδιάζω και μόνο στην ιδέα."

Η Ινώ κούνησε το κεφάλι λυπημένα, μουρμούρισε ένα αχνό δε θα σε αφήσω να πεθάνεις από την πείνα και ξεμάκρυνε, τυλίγοντας πιο πολύ το μαύρο πέπλο γύρω της και ρίχνοντας στο στόμα της μια ελιά, όσο πιο κρυφά μπορούσε για να μην τη δει η αδελφή της, θαρρείς θα την πείραζε.

Η Κασσάνδρα έμεινε στο κατάστρωμα για πολλή ώρα ακόμα, παρατηρώντας μια τη θάλασσα που έμοιαζε σκοτεινή και φωτίζονταν μόνο από το μισοφέγγαρο της βραδιάς και μια τον ουρανό, όπου όλα τα αστέρια φαίνονταν μέσα στην ξαστεριά.

Άθελα της θυμήθηκε τον δίδυμο αδελφό της, τον Έλενο. Όταν ήταν μωρά τα είχαν ξεχάσει, μετά από ένα ολονύχτιο πανηγύρι, στο ιερό του Απόλλωνα και ιερά φίδια έγλειφαν τα αυτιά τους, εξαγνίζοντας τα. Ο Έλενος απέκτησε αμέσως τη μαντική ικανότητα, μέσω της οιωνοσκοπίας. Απλώς άκουγε τα θρόισμα των φύλλων, το πέταγμα των πουλιών, τον βρυχηθμό του λύκου και προφήτευε το μέλλον. Η Κασσάνδρα χρειάστηκε περισσότερη προσπάθεια για να γίνει μάντισσα, αν και οι δικές τις δυνάμεις ήταν ανώτερες του αδελφού της. Τα δίδυμα μαζί παρατηρούσαν τα αστέρια στην ξαστεριά για πολλά χρόνια. Τον Έλενο τον γλίτωσε η προστασία των θεών, γιατί έφυγε ερημίτης σε μια σπηλιά της Ίδης.

Κι ενώ αποτύγχανε παταγωδώς να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της, άκουσε έναν άνδρα να τη φωνάζει. Αναγνώρισε τη φωνή του Ταλθύβιου, του πιο έμπιστου υπηρέτη του βασιλιά Αγαμέμνονα.

Ο κύριος μου σε καλεί στην κάμαρά του.

Η ίδια φράση που άκουγε τα τελευταία έξι χρόνια και η μόνη κουβέντα που θυμόταν τόσο καθαρά από την ώρα που αποχωρίστηκε την οικογένειά της για πάντα κι έγινε σκλάβα στα χέρια του πιο ισχυρού βασιλιά των Αχαιών.

Χωρίς να πει τίποτα, κατέβηκε στο κατώτερο στρώμα του πλοίου και σταμάτησε στην κάμαρά της για να ντυθεί και να στολιστεί με τα φορέματα που κάποτε ανήκαν στην Ανδρομάχη, τη χήρα του μεγάλου της αδελφού.

Την αγαπούσε πολύ την Ανδρομάχη, πιο πολύ κι από αδελφή, γιατί ήταν καλόψυχη και νοιαζόταν για το καλό όλων· σπάνια γνώριζε ανιδιοτελείς ανθρώπους στο παλάτι. Η μοίρα τις είχε δέσει παράξενα· η Κασσάνδρα ήταν αυτή που τη στήριξε όταν είδαν τον Έκτορα να πεθαίνει από το δόρυ του Αχιλλέα· η Κασσάνδρα ήταν αυτή που πρώτη είδε τον πατέρα της να επιστρέφει από το στρατόπεδο των Αχαιών με το σκυλεμένο σώμα του διαδόχου, της ελπίδας του Ιλίου· κι αυτή ήταν που μαζί με την Ανδρομάχη είδαν τον Αγαμέμνονα να πετάει τον Αστυάνακτα, σχεδόν δυο χρονών μωρό, τον γιο της ελπίδας του Ιλίου, από τα ίδια τα τείχη, μόνες τους τον είδαν να κομματιάζεται και να φεύγει η βασανισμένη κι αθώα του ψυχή για τον Άδη, ανήμπορες κι ανίκανες να το αποτρέψουν. Θυμόταν την Ανδρομάχη να ουρλιάζει, πιο σπαρακτικά από τότε που η αιχμή του Αχιλλέα ξέσκιζε τον λαιμό του γενναίου Έκτορα.

Πριν το καταλάβει, τα πόδια της την έφεραν έξω από την κάμαρα του Αγαμέμνονα. Αυτά τα έξι χρόνια που ταξίδευαν στο πέλαγος, κάθε βράδυ έκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις, την ίδια διαδρομή, που πια τα είχε απομνημονεύσει και τα εκτελούσε μηχανικά.

Άνοιξε την πόρτα και πέρασε στο δωμάτιο. Ο Αγαμέμνονας της είχε πει να μη ζητά ποτέ την άδεια του για να μπει. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα να του αντιτίθεται. Τον βρήκε με τους δυο γιους της, τους δυο γιους τους. Αυτές τος στιγμές χαιρόταν που ο πατέρας της δε ζούσε κι η μάνα της δεν ήταν κοντά της. Θα ντρέπονταν και θα θύμωναν που η πρωτότοκη κόρη τους είχε κάνει παιδιά με τον εχθρό. Δεν ήταν στο χέρι της όμως.

Της είχαν πει ότι τον πατέρα της τον έσφαξε ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, πάνω στον βωμό του Δία, σαν ζώο για προσφορά. Σαν σφαχτό τον έκαψαν τον πατέρα της, τον βασιλιά Πρίαμο, μαζί με την πόλη του. Εκείνη τη νύχτα οι κατακτητές δεν είχαν σεβαστεί ούτε τους ίδιους τους Θεούς κι η αγριότητα που τόσα χρόνια υπέβοσκε μέσα τους εκτονώθηκε στο μέγιστο και δε λυπήθηκε τίποτα.

Οι γιοι της μόλις την είδαν, έτρεξαν χαρούμενα κοντά της. Πρώτος ο Τηλέδαμος, ένα αγόρι πέντε χρονών κι ύστερα ο Πέλοπας, ένα τρίχρονο, πανέμορφο αγόρι, με γαλάζια μάτια, σαν τα δικά της. Τους αγκάλιασε με αγάπη, αν και μέσα της πονούσε. Είχε πριν χρόνια δει το όραμα του θανάτου τους· ποτέ δε θα τα έβλεπε να ανδρώνονται. Τα αγαπούσε τα παιδιά της, αν και ποτέ δεν ένιωσε τίποτα για τον πατέρα τους. Από το βλέμμα του Αγαμέμνονα κατάλαβε ότι δεν ήθελε τα αγόρια μαζί τους εκείνο το βράδυ, έτσι τα πήρε από το χέρι και τα έβαλε στα κρεβατάκια τους για ύπνο.

Αφού σιγουρεύτηκε ότι κοιμήθηκαν, επέστρεψε στην κάμαρα του Αγαμέμνονα και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου, περιμένοντας τις διαταγές του. Εκείνος κλείδωσε την πόρτα, την πλησίασε και με το σύνηθες λάγνο και απόλυτα διψασμένο βλέμμα του της έβγαλε ένα ένα όλα τα κοσμήματα και τα ρούχα της, πετώντας τα στο ξύλινο δάπεδο, όπου το χρυσό και το ασήμι έπεφταν με έναν πλέον γνώριμο κουδουνιστό ήχο. Έπειτα, την οδήγησε στο κρεβάτι, όπου με ένα νεύμα του εκείνη ξεφορτώθηκε τα ρούχα του όσο γρηγορότερα μπορούσε και έπεσαν στο κρεβάτι, τελώντας μια δραστηριότητα που τόσα χρόνια επαναλαμβάνονταν· η Κασσάνδρα έκλεινε τα μάτια κι υπέμενε, όσο ο Αγαμέμνων διακόρευε το σώμα της ξανά και ξανά. Δεν είχε νιώσει ποτέ έλξη για αυτόν, ούτε καν αηδία. Για αυτήν όλα αυτά που συνέβαιναν το βράδυ ήταν ένα τιποτένιο γεγονός, που της προκαλούσε μια κενότητα συναισθημάτων. Μόνο μια φορά είχε πονέσει κι είχε αηδιάσει κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που άνδρας την είχε δει ποτέ γυμνή, όχι φυσικά με τη θέλησή της.

Το θυμόταν με κάθε οδυνηρή λεπτομέρεια. Μετά την παρακολούθηση του θανάτου του Αστυάνακτα, η Κασσάνδρα είχε φύγει τρέχοντας, φοβούμενη ότι θα κατέληγε νεκρή σύντομα. Πέρασε από φωτιά, λεηλασία, σφαγές, βιασμούς και αρπαγές ανθρώπων που γνώριζε χωρίς να σταματήσει κι έφτασε τρέχοντας στον ναό της Αθηνάς, που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο της Τροίας. Έριξε μια λυπημένη ματιά στο άδειο βάθρο που κάποτε έφερε το Παλλάδιο, το ξύλινο αγαλματίδιο που ο αδελφός της είχε προφητεύσει ότι αν χανόταν, μαζί του θα χανόταν σύντομα κι η Τροία. Έτσι κι έγινε. Η ίδια η Αθηνά το είχε φτιάξει και τους το είχε δωρίσει, όταν φτιάχτηκε η Τροία.

Χωρίς δισταγμό, η Κασσάνδρα όρμησε και σκαρφάλωσε πάνω στον βωμό της Παλλάδος, ενώ προσευχόταν με πάθος για την προστασία της, αγκαλιάζοντας το άγαλμά της. Πλέον ήταν σίγουρη ότι κανένας δε θα τολμούσε να την αγγίξει καν μέσα στον ιερό αυτό χώρο. Έκανε λάθος.

Μετά από κάμποση ώρα, κι ενώ οι κραυγές και τα ουρλιαχτά έκαναν τρομακτική την ατμόσφαιρα κι η φωτιά τη νύχτα μέρα, εμφανίστηκαν στην πόρτα του ναού δώδεκα άνδρες με πανοπλίες Αχαιών. Όταν ο αρχηγός τους έβγαλε την περικεφαλαία του, αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον Αίαντα από τη Λοκρίδα, ένα ταχύτατο κι αποτελεσματικό τοξοβόλο, που είχε ακούσει πολλές φορές τους αδελφούς της να λένε ότι θέριζε τους συμπολίτες της σαν το δρεπάνι του Θανάτου.

Αυτός ο άνδρας μόνος του την πλησίασε και ζήτησε να μάθει το όνομά της, ενώ την κοιτούσε με έναν τρόπο που δεν είχε ξαναδεί κι ανατρίχιασε.

Όταν του είπε το όνομά της, με όση υπερηφάνεια μπορούσε, οι στρατιώτες του αναφώνησαν τρομαγμένοι.

Κύριε, αυτή είναι τρελή! Ο Απόλλωνας την καταράστηκε! Πάμε να φύγουμε, θα μας μιάνει!

Ο Αίας του αγνόησε πλήρως. Κι η Κασσάνδρα άρχισε να τρέμει από φόβο όταν τον είδε να βγάζει την πανοπλία κι ύστερα τον χιτώνα του, ώστε να μείνει γυμνός μπροστά της. Και χωρίς προειδοποίηση, άπλωσε το χέρι του και έσκισε τον χιτώνα της, αποκαλύπτοντας το σώμα της όπως το γέννησε η μητέρα της. Η Κασσάνδρα κοκκίνισε από ντροπή κι άρπαξε πιο σφιχτά το άγαλμα της Αθηνάς, ελπίζοντας σε μια θεϊκή σωτηρία. Δε θα άφηνε η Παρθένος να ατιμάσουν ένα κορίτσι μέσα στο ιερό της.

Ο Αίας δεν πτοήθηκε διόλου από την κίνησή της. Την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε δυνατά, ώστε τα χέρια της άφησαν το άγαλμα, που σείστηκε ολόκληρο, τρομάζοντας τους στρατιώτες που παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Κανείς τους όμως δεν αντέδρασε σε αυτή την ιεροσυλία, για αυτό και η Κασσάνδρα τους καταράστηκε όλους από μέσα της.

Κι ενώ την είχε κατεβάσει από το άγαλμα, ο Αίας την κόλλησε με την πλάτη στο βωμό και την ατίμασε μέσα στον ναό της θεάς. Μάταια η Κασσάνδρα πάλευε να του ξεφύγει, χτυπώντας τον με γροθιές και κλωτσιές, εκείνος είχε αγκιστρωθεί πάνω της και δεν έφευγε. Ούρλιαξε, φώναξε για βοήθεια, παρακάλεσε την Αθηνά, που δε έμοιαζε να την ακούει.

Δεν ήξερε πότε θα τελείωνε το μαρτύριο. Ήθελε να κάνει εμετό από την αηδία και από τη ντροπή. Κι έκλαιγε βουβά, σκεπτόμενη ότι είχε αρνηθεί τον έρωτα ενός θεού και τώρα ένας ασεβής Αχαιός, που είχε το αίμα του λαού της στα χέρια του, έπαιρνε αυτό που τόσο ευγενώς είχε διεκδικήσει ο ίδιος ο Απόλλωνας.

Καποια στιγμή, είδε με την άκρη του ματιού της δύο άνδρες να μπαίνουν στον ναό, Αχαιοί κι αυτοί. Έβγαλαν τις περικεφαλαίες τους και αναγνώρισε αμέσως τον Οδυσσέα και τον Διομήδη, τους είχε δει πολλές φορές από τα τείχη. Είχε προφητεύσει ότι ο Οδυσσέας θα πορθούσε τελικά το Ίλιο.

"Αία, τι κάνεις εκεί; Είσαι τρελός;" Φώναξε ο βασιλιάς της Ιθάκης, τρέχοντας προς το μέρος του.

"Πώς τόλμησες να κάνεις τέτοιο κακό μέσα στο ιερό της Παλλάδος;" Πρόσθεσε τρομαγμένα ο Διομήδης.

"Ω άμυαλε κι ανόητε, η θεά μας βοήθησε να πάρουμε την Τροία κι εσύ φέρεσαι σαν μανιασμένος σάτυρος μέσα στον ναό της;" Κατέληξε ο Οδυσσέας και τότε ο Αίας αποτραβήχτηκε από την Κασσάνδρα, η οποία έπεσε πάνω στον βωμό σαν θυσία και κουλουριάστηκε κλαίγοντας. Ο γιος του Λαέρτη ξεκούμπωσε τον γαλάζιο του χιτώνα που κάλυπτε τους ώμους του και της τον έδωσε για να σκεπαστεί.

"Δείτε, εκεί πάνω!" Φώναξε ο Διομήδης, δείχνοντας το άγαλμα της Αθηνάς. Όταν κοίταξαν, είδαν ότι η θεά είχε κλείσει τα μάτια της, για να μη βλέπει το όνειδος.

Εκείνη την ώρα, η Κασσάνδρα είδε το όραμα του θανάτου του Αίαντα. Η Αθηνά θα τον τιμωρούσε σκληρά· θα έστελνε καταιγίδα στον δρόμο του, θα σκόρπιζε το πλοίο του μακριά από τον στόλο του κι όταν θα πίστευε ότι σώθηκε θα κομμάτιαζε το πλοίο με έναν κεραυνό. Όλοι θα πέθαιναν ακαριαία, εκτός από εκείνον, που θα ευχαριστούσε την τύχη του και θα έπλεε χαρούμενος στο σκοτεινό πέλαγος. Μέχρι που η Αθηνά θα τον έριχνε στα βράχια, όπου θα θρυμμάτιζε το κεφάλι του και θα τον έθαβε στον υγρό του τάφο. Έτσι κι έγινε. Η ίδια η Αθηνά είχε εμφανιστεί στον ύπνο της και της είχε πει ότι η εκδίκηση είχε παρθεί.

Όταν επιτέλους ο Αγαμέμνων έσβησε τη φλόγα του έρωτά του, ξάπλωσε δίπλα της στο κρεβάτι και δεν έκλεισε τα μάτια του όπως έκανε συνήθως, μα έκανε κάτι που δε συνήθιζε· της μίλησε.

"Ο Φρύνις λέει ότι αν αυτός ο άνεμος συνεχίσει για δυο τρεις μέρες ακόμη, πολύ σύντομα θα είμαστε στις Μυκήνες," της ανακοίνωσε, χωρίς να κρύβει τη χαρά του.

Η Κασσάνδρα δεν τον αδικούσε. Δεκαέξι χρόνια είχε να πατήσει το πάτριο χώμα, να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, να γευτεί τους καρπούς της Ελλάδας, να δει την οικογένειά του.

"Δε θα χαιρόμουν για την επιστροφή, αν ήμουν στη θέση σου," του απάντησε με την ίδια ευθύτητα που τη διακατείχε από τα σπάργανα. Δεν της άρεσε να μασά τα λόγια της, ούτε να τα κρύβει. "Έχουν αλλάξει πολλά από τότε που έφυγες. Η γυναίκα σου έχει πάρει τον έλεγχο της πόλης. Κι ο βασιλιάς Ναύπλιος, που του σκοτώσατε άνομα τον γιο πριν δώδεκα χρόνια, της παρουσίασε ως εραστή τον ξάδελφο σου, τον Αίγισθο. Μαζί πλαγιάζουν τώρα στο κρεβάτι σου, έδιωξαν μακριά τον διάδοχό σου, καταπιέζουν τις κόρες σου και σχεδιάζουν τη δολοφονία σου, όταν γυρίσεις. Θα σκοτώσουν κι εμένα και τους γιους μου."

"Και πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά και μου τα λες με τόση σιγουριά;" Απόρησε ο Αγαμέμνων.

"Μου τα ψιθύρισε ο Απόλλων, αυτός που μου χάρισε τη χάρη της μαντικής."

"Τότε, ο θεός σου τα ψιθύρισε λάθος," αποκρίθηκε αλαζονικά ο βασιλιάς των Μυκηνών. "Ακόμα κι αν η Κλυταιμνήστρα τόλμησε να με ντροπιάσει έτσι, θα τη διώξω, θα τη στείλω πίσω στη Σπάρτη και θα παντρευτώ εσένα. Θα είσαι βασίλισσα του πιο ισχυρού βασιλείου των Αχαιών."

Η Κασσάνδρα αναστέναξε βαθιά, προτού απαντήσει.

"Μη βλασφημάς τις πράξεις των Θεών, γιατί πάντοτε ακούν. Κι επίσης, η Κλυταιμνήστρα έχει κάθε λόγο να σε ντροπιάσει, όπως λες. Εσύ δε θυσίασες την Ιφιγένεια στην Αυλίδα;"

Τότε, ο Αγαμέμνων την κοίταξε έκπληκτος και σαστισμένος.

"Ποιός σου μίλησε για την Ιφιγένεια;"

"Κανείς, μου το είπε ο θεός," επέμεινε η Κασσάνδρα. "Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το ποιοί είναι οι αληθινοί γονείς της Ιφιγένειας. Κι ότι όταν γέννησε η Κλυταιμνήστρα το πρώτο σας παιδί το γέννησε έκτρωμα κι η μικρή της αδελφή η Ελένη σας έδωσε το κορίτσι της να το μεγαλώσετε στη θέση του, την Ιφιγένεια, που ήταν νόθη του γέροντα Θησέα και της πιο όμορφης και θανατηφόρας γυναίκας που γεννήθηκε ποτέ."

"Ποιός σου είπε για την Ιφιγένεια;" Σχεδόν φώναξε από έκπληξη ο Αγαμέμνων. "Ελάχιστοι άνθρωποι το ξέρουν και κανένας τους δεν πρόκειται να σου έχει μιλήσει!" Και τότε έκανε μια παύση και σκέφτηκε. "Εκτός κι αν σου το είπε η πόρνη του αδελφού μου, Ελένη. Αυτό είναι, τόσα χρόνια εκεί μέσα στην Τροία θα σου είχε ανοιχτεί!"

Η Κασσάνδρα χασκογέλασε στα λεγόμενά του.

"Όπως επιθυμείς. Πίστεψε ό,τι θέλεις. Εγώ πάντως λέω πάντοτε την αλήθεια, τι κι αν ο θεός πριν χρόνια μου στέρησε την πειθώ, ώστε κανείς να μην πιστεύει τις προφητείες μου. Σε προειδοποιώ· αν θες να σωθείς, ή δε θα γυρίσεις στις Μυκήνες, ή θα σκοτώσεις την Κλυταιμνήστρα πριν φτάσεις εκεί, για να μη σε προλάβει αυτή."

Του μίλησε τολμηρά κι ίσως αυθαδίασε υπέρ του δέοντος. Για αυτό, ο βασιλιάς της έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα και την άρπαξε από τη μέση, σπρώχνοντας τη κοντά του.

"Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω. Δεν είσαι πια πριγκίπισσα της Τροίας, δεν μπορείς να δίνεις διαταγές κι όση ελευθερία έχεις τη χρωστάς σε εμένα, γιατί είσαι δούλα μου. Μπορώ να σε πνίξω, να σε πετάξω στη θάλασσα, να σε κόψω στα δύο με το σπαθί μου και κανείς δε θα με πει δολοφόνο, επειδή σκότωσα μια ήδη ανύπαρκτη."

Η Κασσάνδρα ένιωσε τη λαβή του να τη σφίγγει ενοχλητικά.

"Δε θα με πειράξεις," του είπε σταθερά, "γιατί περιμένω παιδί. Με εξέτασε ο Θάλης και επιβεβαίωσε τις υποψίες μου σήμερα το πρωί."

Ο Αγαμέμνων αμέσως χαλάρωσε και γεμάτος νιοφερμένη χαρά τη φίλησε με πάθος στο στόμα, ενώ εκείνη μετά βίας κρατούσε τον εμετό της κι ύστερα ξάπλωσαν ξανά και την κράτησε στην αγκαλιά του.

Η Κασσάνδρα δεν είχε χαρεί με το νέο της εγκυμοσύνης, διότι λίγα λεπτά μετά τη διάγνωση, είδε το μαχαίρι της Κλυταιμνήστρας να λάμπει στο φως τον λύχνων, ενώ το αίμα της και των παιδιών της θα το έβαφαν κόκκινο. Δε θα ερχόταν ποτέ το μωρό στον κόσμο.

Κι εκείνη τη στιγμή, ενώ ο βασιλιάς των Μυκηνών ροχάλιζε σιμά της κι ο ιδρώτας τους ήταν η μόνη μυρωδιά, η Κασσάνδρα ένιωσε κατι υγρό στα μάτια της και θα ήταν σίγουρη ότι ήταν ιδρώτας αν δεν ένιωθε τη θέρμη στις κόγχες της. Δάκρυζε.

Έπρεπε να είχε δεχτεί τον έρωτα του Απόλλωνα. Εκείνος την αγαπούσε πραγματικά και θα της έδινε τα πάντα. Κι αυτή τον είχε ξεγελάσει· της είχε δωρίσει τη μαντική τέχνη, τη δύναμη άνεση από εκείνον κι εκείνη τον είχε αρνηθεί. Την είχε φτύσει στο στόμα κι έτσι της πήρε την πειθώ κι από τότε κανένας δεν την πίστευε. Μπορεί να μάντευε μονάχα συμφορές, όμως όλες έβγαιναν αληθινές.

Έκλαψε βουβά όλο το βράδυ. Αν την είχαν ακούσει δε θα έστελναν τον Πάρη στη Σπάρτη· δε θα έβαζαν αυτό το καταραμένο άλογο στην πόλη· δε θα έπλεε με τον Αγαμέμνονα προς τον θάνατό τους.

Ο πατέρας της τα πρώτα πέντε χρόνια του πολέμου είχε διατάξει να τη φυλακίσουν σε μπουντρούμι κι όμως είχε διατάξει να καταγράφονται όλες οι προφητείες. Ίσως όσο κι αν δεν ήθελε να πιστέψει, μέσα του είχε καταλάβει ότι αυτή η μισητή σε όλους Μάντισσα των Συμφορών εξέφερε μόνο σωστές προφητείες.

Τελικά, έκλεισε τα μάτια της εξαντλημένη και βυθίστηκε στον ύπνο, όπου ονειρεύτηκε τον Οθρυονέα, το παλικάρι που την είχε ερωτευτεί, την είχε ζητήσει από τον Πρίαμο κι είχε τάξει ότι για χάρη της θα έδιωχνε από το Ίλιο τους Αχαιούς. Τον είχε δει να πέφτει νεκρός στη μάχη, από το περίφημο δόρυ του βασιλιά Ιδομενέα της Κρήτης.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτή λοιπόν ήταν η Κασσάνδρα. Γράψτε μου τις γνώμες σας στα σχόλια, θα χαρώ πολύ να τις ακούσω.

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε κάτι ασυνήθιστο. Μια γυναίκα που έγινε σύμβολο πατριωτισμού κι ελληνικής συνείδησης. Πέθανε πρόσφατα. Ποιά θα ναι;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top