Σειρά: Ελληνική Ιστορία {Η Κυρά της Ρω}

Χειμώνας στο Αιγαίο. Στην Ανατολική του άκρη, στην πιο απόμακρη κι απόμερη γωνία, που ακόμα κι ο Θεός έμοιαζε να είχε ξεχάσει. Το Καστελόριζο, ένα από τα Δωδεκάνησα, είχε υποδεχτεί το σωτήριο έτος 1924 με μια εβδομάδα συνεχών κι ανελέητων βροχοπτώσεων και τον θάνατο του παπά του νησιού, τον οποίο διαδέχτηκε ένα αγόρι σχεδόν αμούστακο, με όψη ασκητική και βλέμμα καταγάλανο και γαλήνιο, μόλις νιόπαντρο με την πρωτοκόρη του φούρναρη. Τους ήρθαν και τρεις οικογένειες από απέναντι, από τη Μικρά Ασία, που μετά την καταστροφή δεν είχαν στεριώσει στην Πατρίδα κι ο δρόμος τους έφερε στα νησιά που από Έλληνες κατοικούνταν κι όμως Ελληνικά δεν ήταν.

Αυτό ακριβώς ήταν που πονούσε την κυρά Δέσποινα πιότερο από όλα. Το να αισθάνεται Ελληνίδα από το μεδούλι ως την άκρη της τρίχας κι όμως να μην είναι, να μην επιτρέπεται να λέγεται Ελληνίδα. Τα νησιά τους ανήκαν ακόμα στην Τουρκία, που πια δεν ήταν Αυτοκρατορία, αλλά Δημοκρατική με έναν άκρως δημοκρατικό Σουλτάνο που ανήλθε στην εξουσία εκθρονίζοντας έναν πιο αυταρχικό  Σουλτάνο.

Οι ξεριζωμένες οικογένειες έψαχναν σπίτι στο Καστελόριζο. Το μόνο που βρήκαν ήταν το εξοχικό του Θανασίου, ενός προεστού του νησιού, ο οποίος το νοίκιαζε σε τιμή βάρβαρη. Ωστόσο, η πλουσιότερη των οικογενειών, μετά από παζάρια και σκαμπανεβάσματα της τιμής, το νοίκιασαν στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, σα να νοικιάζουν το παλάτι του Σουλτάνου.

Η κυρά Δέσποινα, κάθε πρωί που ξυπνούσε, έβλεπε από τη μια πλευρά του σπιτιού της τη θάλασσα και την απέναντι στεριά του νησιού Ρω, ενώ από την άλλη έβλεπε τον πρόχειρο καταυλισμό των ξεριζωμένων και μάτωνε η καρδιά της, γιατί μέσα στο καταχείμωνο κοιμούνταν σε σκηνές και ζεσταίνονται με ελάχιστες κουβέρτες, με απόγειο μια αυτοσχέδια φωτιά. Τους βοηθούσαν οι ντόπιοι, τους έδιναν φαΐ, κουβέρτες κι ό,τι μπορούσαν που τους υστερούσε, όμως η κυρά Δέσποινα γνώριζε με βεβαιότητα ότι αν δεν έβρισκαν σπίτι δε θα επιβίωναν τον χειμώνα.

Ήταν τριάντα τριών ετών, είχε τα χρόνια του Χριστού. Η μάνα της, η κυρά Λένη, που τό 'λεγε η καρδιά της, γιατί ήταν εγγονή αγωνιστών της Επανάστασης για μια Απελευθέρωση που ακόμα δεν τους είχε φτάσει, της έλεγε από τότε που ήταν παιδάκι ότι στα τριάντα τρία του χρόνια ο άνθρωπος πρέπει να κάνει κάτι μεγαλειώδες για τον συνάνθρωπο, σαν φόρο τιμής στον Σωτήρα που θυσιάστηκε ανιδιοτελώς για όλη την οικουμένη.

Αυτή η διδαχή ήταν παράδοση στο σπιτικό τους· ο προπάππους της ήταν μεγαλέμπορος και ναύαρχος κι έκανε όλα τα πλοία του πολεμικά για την Επανάσταση στα τριάντα τρία του χρόνια. Ο γιος του και παππούς της, έχοντας πολεμήσει σε μάχες και ναυμαχίες με Μιαούλη, Κανάρη, Μπουμπουλίνα και Μακρυγιάννη, έπεσε νεκρός στα τριάντα τρία του χρόνια, αφήνοντας πίσω του τρία ορφανά, χήρα και δόξα, αφού πέθανε σαν ήρωας στην πρώτη γραμμή. Τα τρία του παιδιά, ο Φανούρης, ο Γιωργής κι η Λένη, η μάνα της, στα τριάντα τρία τους χρόνια πούλησαν σχεδόν όλα του στα υπάρχοντα για να βοηθήσουν τους στρατιώτες του Μεγάλου Πολέμου κι αργότερα να στηρίξουν τον αγώνα ανάκτησης των χαμένων γαιών των Ελλήνων, στο όνομα του οποίου αγώνα σκοτώθηκαν κι οι δυο θείοι της πολεμώντας. Αυτή δεν είχε ακόμη κάνει τίποτα κι ένιωθε το βάρος της ευθύνης κάθε νερά να της πλακώνει τους ώμους και το στήθος.

Δέκα χρόνια ήταν παντρεμένη με τον Κώστα Αχλαδιώτη, έναν πολύ ευγενή άνθρωπο, που είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς, στον Μεγάλο Πόλεμο και στη Μικρά Ασία με τους θείους και τους ξαδέλφους της. Είχαν φύγει μερικές μέρες μετά τον γάμο τους και για εννιά χρόνια τον περίμενε καρτερικά να γυρίσει, ενώ με τη μάνα, τις θείες και τις νύφες τους φρόντιζαν τη γη και τα ζώα.

Έριξε μια κλέφτη ματιά στους ξεριζωμένους. Για εκείνους είχαν πολεμήσει ο Κώστας, ο θείος Γιωργής κι ο θείος Φανούρης, για να λέγονται Έλληνες κι όχι Τούρκοι. Αυτοί έπρεπε να μείνουν στο νησί και να ριζώσουν εκεί, να γίνει αυτός ο τουρκικός στα χαρτιά μα απόλυτα ελληνικός στην καρδιά τόπος η νέα τους πατρίδα. Αναρωτιόταν πώς θα έβγαζαν τον χειμώνα, τον Κουτσοφλέβαρο και τον διπρόσωπο Μάρτη. Δε θα προστατεύονταν από το αγιάζι και τον αέρα που τρυπούσε τα κόκαλα. Θα χάνονταν σαν χελιδόνια που έχασαν τον καιρό της αποδήμησης.

Το βράδυ, στο κρεβάτι τους, ο Κώστας πάλι έβλεπε εφιάλτες από τον Πόλεμο. Δεν ήξερε σε ποιόν από τους τρεις πολέμους που είχε πάει συνέβαιναν, όμως καταλάβαινε ότι ήταν μια από τις άπειρες τραυματικές εμπειρίες και τις πληγές της ψυχής που δε θα επουλώνονταν ποτέ.

Κάποια στιγμή, πετάχτηκε από τον εφιάλτη του και την αντίκρυσε να του κρατά το χέρι, χαμογελώντας στοργικά. Ένιωσε ανακούφιση και ζεστασιά, ότι ήταν σπίτι του κι όχι σε κάποιο χαράκωμα ή ερημικό μέρος στα βάθη της Τουρκίας.

"Δεν αντέχω άλλο να ζω στον κόσμο," της εκμυστηρεύτηκε, έχοντας ένα τρέμουλο στη φωνή.

Η Δέσποινα σκίρτησε. Και πού να πήγαιναν; Και πού θα άφηναν το σπίτι; Όταν, όμως, σκέφτηκε τις οικογένειες που ξεπάγιαζαν έξω από το σπίτι τους, ήξερε ακριβώς τι θα έκανε.

"Θα πάμε στη Ρω απέναντι," πρότεινε απαλά. "Θα πάρουμε πέντε ζα για τα βασικά κι έπειτα έχει ο Θεός. Θα πάρω και τη μάνα μου. Ας δώσουμε τα σπίτια στους φουκαράδες τους ζωντανούς που ξεροσταλιάζουν απ'έξω. Στον ήλιο μοίρα δεν έχουν οι μαύροι."

Ο Κώστας συμφώνησε κι έτσι μέσα σε τρεις μέρες βρέθηκαν στο απέναντι νησί, με τους ελάχιστους κατοίκους, ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα και μερικά ζώα που τους διέθεταν όσα ακριβώς χρειάζονταν για να ζήσουν. Το σπίτι τους και το πατρικό της Δέσποινας τα παραχώρησαν στους μετανάστες κι η Δέσποινα αισθανόταν ότι είχε επιτελέσει το θείο έργο των τριάντα τριών ετών της, όπως όφειλε στους προγόνους της.

Η μάνα της είχε τυφλωθεί εδώ και χρόνια. Έπρεπε να τη φροντίζει με αμέριστη προσοχή, μαζί και το σπιτικό της και τα ζώα. Κατά καιρούς επέστρεφε στο Καστελόριζο, για να δει τους ανθρώπους που έμεναν στο σπίτι της, μα και τους συγγενείς. Γύριζε πάντα στο ησυχαστήριο τους φορτωμένη με όλων των ειδών τα καλούδια· κρέατα, ψάρια, λάδι, μυρωδικά που δεν έβρισκε στη Ρω.

Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια, δεκαέξι, γαλήνια, η Δέσποινα έφτασε σαράντα εννιά χρονών κι άτεκνη. Τα νέα από το Καστελόριζο έλεγαν ότι ο πόλεμος που είχε φουντώσει θα τους έφτανε γρηγορότερα από όσο πίστευαν. Αρρώστησε ο Κώστας και ο τρόμος την κατέβαλε. Ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο του νησιού, άναψε τρεις φωτιές κι άρχισε με σήματα καπνού να ζητά βοήθεια από απέναντι. Άργησαν πολύ να έρθουν κι ο άνδρας της ξεψύχησε μέσα στη βάρκα που είχε έρθει να τον πάρει. Μόνη της ανέλαβε την κηδεία ξαι τα έξοδα της ταφής, δε ζήτησε από κανέναν τίποτα· ούτε λεφτά, ούτε στήριξη. Δεν της το επέτρεπε η περηφάνεια της.

Μετά τα εννιάμερα, γύρισε στη Ρω με τη μάνα της· ήταν πια μόνες τους. Έμεινε κυρά του σπιτιού και των ζώων της, που τα 'χε σαν οικογένεια.

Ένα πρωί, ενώ τάιζε τα κοτόπουλα που είχαν επωάσει μόλις την προηγούμενη μέρα, είδε ένα καΐκι με τη σημαία των Τούρκων να πλησιάζει.

"Lütfen ayril. Bu benim evim," τους φώναξε, βλέποντας ότι έρχονταν με αέρα κατακτητών.

Σας παρακαλώ φύγετε. Εδώ είναι το σπίτι μου.

"Burada ne yapiyorsun? Bu topraklar türkçedir."

Ποιά είσαι εσύ; Αυτή η γη είναι Τουρκική.

"Hayir," απάντησε ατάραχη η κυρά Δέσποινα. "Bu topraklar Yunan, her zaman öyleydi. Ve bir gün resmen boÿle olacak."

Όχι. Τούτη η γη είναι Ελληνική, πάντα ήταν. Και μια μέρα θα είναι κι επίσημα.

Κι έπειτα, η μαυροφορεμένη χήρα με το κεντητό μαντήλι έμεινε να τους κοιτά με όλο το θάρρος που διέθετε, αμετακίνητη από τη θέση της, φωνάζοντας στη γλώσσα της Είμαι η Δέσποινα Αχλαδιώτη κι είμαι υπερήφανη Ελληνίδα.

Οι Τούρκοι έφυγαν, φωνάζοντας ότι θα ξαναέρχονταν την επομένη. Θα τους περίμενε προετοιμασμένη.

Πήρε τις κλωστές της, τη γαλάζια και τη λευκή, τη δαχτυλήθρα της και τις βελόνες. Τελείωσε τις δουλειές της ημέρας κι ενώ ο ήλιος κατέβαινε και τον διαδεχόταν το φεγγάρι, εκείνη έραβε με απόλυτη προσοχή και συγκέντρωση μια σημαία της χώρας της· δε θα σταματούσε μέχρι να την τελείωνε.

Είχε σχεδόν ξημερώσει όταν ολοκλήρωσε το έργο της. Έδεσε την τέλεια ραμμένη σημαία σε έναν ξύλινο πάσσαλο και την κάρφωσε στον βράχο από όπου είχε δει τους Τούρκους την προηγούμενη μέρα. Όταν βασίλεψε ο ήλιος ήρθε και την κατέβασε. Ορκίστηκε ότι για το υπόλοιπο της ζωής της θα τιμούσε την πατρίδα της και θα αγωνιζόταν για αυτήν. Κάθε πρωί ύψωνε τη σημαία και κάθε βράδυ την κατέβαζε με στρατιωτική πειθαρχία, χωρίς να υπολογίζει κακοκαιρίες, κύματα ή Τούρκους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Δέσποινα Αχλαδιώτη, η Κυρά της Ρω, γεννήθηκε το 1890 και πέθανε το 1983, σε ηλικία 92 χρονών. Κάθε μέρα ύψωνε τη σημαία στο νησάκι της Ρω και την κατέβαζε στη Δύση του ηλίου. Παρόλο που το 1947 απελευθερώθηκαν τα Δωδεκάνησα, συνέχισε την πράξη της αυτή. Στην Κατοχή, βοήθησε δυναμικά στην Αντίσταση. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, τη Βουλή των Ελλήνων, το Πολεμικό Ναυτικό, την Εθνική Τράπεζα με μετάλλια και παράσημα σαν εθνική ηρωίδα.

Περιμένω τα σχόλιά σας.

Στο επόμενο διήγημα θα δούμε μια πολυζητημένη από εσάς γυναίκα, η οποία υπήρξε Αυτοκράτειρα και θεωρείται μοντέλο ιδανικού μονάρχη.

Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας :)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top