Σειρά: Βασιλική Οικογένεια {Η Νόμιμη Διάδοχος}
Η φυλακή ήταν κρύα. Ανέδιδε το αίσθημα ότι τρυπούσε το δέρμα και διοπερνώντας τα κόκαλα πάγωνε το αίμα. Ήταν Δεκέμβριος.
Δε θυμόταν ποτέ να αισθάνεται τόσο κρύο, να τρέμει σύγκορμη και να τρίζει τα δόντια της ακούσια. Ούτε τους τρεις χειμώνες που είχε κυοφορήσει τα παιδιά της, τους τρεις γιούς της που ήταν το μόνο της καταφύγιο μέσα στη βαναυσότητα των καιρών.
Δε θυμόταν ούτε μια ημέρα στην πολυτάραχη ζωή της που να είχε ξυπνήσει και να αποκοιμηθεί χωρίς έναν χείμαρρο και συνοθύλευμα σκέψεων να τριβελίζουν το μυαλό της. Και πάντοτε αφορούσαν άνδρες· πάντα αυτοί την εμπόδιζαν ή της ευνοούσαν.
Ο Ερρίκος ο πατέρας της, ο Ερρίκος ο γιος της, ο σφετεριστής Στήβεν, ο νεκρός σύζυγος Ερρίκος, ο ζωντανός σύζυγος Γοδεφρείδος, ο Γουλιέλμος κι ο Γοδεφρείδος οι γιοί της, ο νεκρός αδελφός Γουλιέλμος.
Η Ματθίλδη έσφιξε τα δόντια της, αφενός προσπαθώντας να σταματήσει το κροτάλισμα κι αφετέρου παλεύοντας να πάψει να σκέφτεται, έστω και για λίγο.
Κατάρα στον καταραμένο που έκανε το λάθος. Κατάρα στον μεθυσμένο ναύτη που δεν έκανε κουπί. Κατάρα στον καπετάνιο που δεν είδε τον ύφαλο. Κατάρα σε όλους τους εγωιστές επιβάτες που αγνόησαν τον Έθελινγκ και θέλησαν να σώσουν τις ποταπές, μικρές κι ασήμαντες ζωές τους. Για αυτό και ο Κύριος τους τιμώρησε και τους βύθισε όλους στον υγρό τάφο τους.
Ο Γουλιέλμος Άντελιν, ο νεότερος αδελφός της, ο διάδοχος του θρόνου των Άγγλο-Νορμανδών, ο Έθελινγκ για τους Σάξονες, ολόκληρη η κληρονομιά του πατέρα της, ο συνεχιστής του έργου του, η σιγουριά της δυναστείας, έπρεπε να ήταν τόσο άτυχος ώστε να μεθύσει και να πεθάνει σε ένα ναυάγιο, για να σπείρει το χάος στην πατρίδα τους.
Ο θάνατος του άφησε την ίδια ως μοναδική διάδοχο του θρόνου, μια που δεν υπήρχε άλλος νόμιμος γιος του πατέρα της, μολονότι είχε καμπόσους νόθους. Κάποτε της είχε προκαλέσει χαρά, πλέον τη γέμιζε πάγο.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο εξασφάλισης συμμαχιών. Όταν ήταν οχτώ ετών, ο πατέρας της την είχε στείλει μακριά, στη Γερμανία, για να αρραβωνιαστεί τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, τον Ερρίκο τον Πέμπτο. Τότε, δε γνώριζε καν τι σήμαινε αρραβώνας. Θυμόταν ένα κοριτσάκι, που αποχαιρετούσε τους γονείς, τον αδερφό και τα θετά της αδέρφια, για να ταξιδέψει στην αλλη άκρη της Ηπείρου και να γνωρίσει τον δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερο μέλλοντα σύζυγό της. Ήταν όλα ένα παιχνίδι· ένας ευγενής Αυτοκράτορας, ένα νέο σπίτι κι ένας δάσκαλος που της έμαθε όλα όσα έπρεπε να γνώριζε για να σταθεί επάξια κυρίαρχος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Λίγο πριν κλείσει τα δώδεκα, οι δυο τους παντρεύτηκαν και ταξίδεψαν στη Ρώμη, για να στεφθεί κι η ίδια Αυτοκράτειρα από τον Πάπα.
Ο γάμος τους διήρκησε έντεκα χρόνια. Κι ήταν χρόνια που η Ματθίλδη βίωσε τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής της. Γνώρισε σχεδόν όλους τους Ευρωπαίους ηγεμόνες, τους πολιτισμούς, τις σκέψεις και τις απόψεις τους, γέμισε εμπειρίες και σοφία, σε σημείο που ξεπερνούσε στη γνώση άνδρες με τριπλάσια ηλικία από εκείνη.
Το ναυάγιο του αδερφού της συνέβη όταν εκείνη ήταν δεκοχτώ, παντρεμένη κι ασφαλής στην Ουτρέχτη. Τότε, είχε μονάχα θρηνήσει τον αδερφό της, χωρίς να διανοείται ότι ο θρόνος θα περνούσε στην ίδια.
Η μητέρα της είχε πεθάνει πριν τον Έθελινγκ, για αυτό ο πατέρας της, ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Πρώτος, παντρεύτηκε ξανά, για να αποκτήσει άλλο γιο. Μόνο που αυτό δε συνέβη ποτέ. Κι ήταν απόλυτα ειρωνικό για έναν άνδρα που είχε δεκαπέντε νόθα παιδιά να αδυνατεί να τεκνοποιήσει.
Στα είκοσι τρία της, έντεκα χρόνια παντρεμένη, δεν είχε καταφέρει ούτε να μείνει έγκυος από τον σύζυγό της, ο οποίος ούτε για λίγο δεν έδειξε να θυμώνει για αυτό. Πάντοτε της έδειχνε αδυναμία και συμπάθεια. Εκείνη δεν ήξερε αν τον αγαπούσε· ίσως ήταν μια συνήθεια η ζωή μαζί του· από τότε που θυμόταν τον εαυτό της πιο γλαφυρά, ήταν γυναίκα του.
Ο Ερρίκος της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη· όποτε χρειαζόταν να λείψει από την Ουτρέχτη για οποιαδήποτε εξωτερική υποχρέωση, και δεν του επιτρεπόταν να την πάρει μαζί του, όριζε πάντα εκείνη ως Αντιβασιλέα στη θέση του, απόλυτη κυρίαρχο της Αυτοκρατορίας του. Αυτή τη μικρούλα, που παρευρέθηκε στο πρώτο της βασιλικό συμβούλιο σε ηλικία οχτώ ετών. Δε θα σταματούσε ποτέ να τον ευχαριστεί για όλα τα μαθήματα ζωής που της δίδαξε.
Πάνω στον ενδέκατο χρόνο του γάμου τους, ο Ερρίκος πέθανε, αποδυναμωμένος από τον καρκίνο που τον βασάνιζε για τρία χρόνια πριν του δώσει τη χαριστική βολή. Η Ματθίλδη δεν πρόλαβε να τον θρηνήσει. Εκδιώχθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από το παλάτι, μια που δεν είχαν παιδιά με τον Ερρίκο κι οι άρχοντες φοβούνταν την εξυπνάδα της. Ο θρόνος κατέληξε σε έναν αντίπαλο του συζύγου της, αν και ο ίδιος προτού πεθάνει την είχε ορίσει Προστάτιδα της Αυτοκρατορίας, χωρίς να ξεκαθαρίζει τα καθήκοντα της.
Ως χήρα και άτεκνη είχε μονάχα δυο επιλογές· να μονάσει, ή να παντρευτεί ξανά. Επέστρεψε αμέσως στη Νορμανδία της Γαλλίας, μαζί με πολλά κοσμήματα και δύο κορώνες του Ερρίκου.
Έναν χρόνο έμεινε εκεί με ηρεμία και χωρίς έγνοιες, όπου θρήνησε τον σύζυγο της σιωπηλά και με εσωστρέφεια. Όταν έκλεισε τα εικοσιτέσσερα, έλαβε γράμμα από τον πατέρα της. Την όριζε επίσημη διάδοχό του, μια που ήταν το μόνο νόμιμο παιδί του. Αμέσως ταξίδεψε στην Αγγλία, όπου όλοι οι Άρχοντες ορκίστηκαν πίστη και υποταγή σε εκείνη και σε όλους τους νόμιμους απογόνους της.
Από τότε, ο πατέρας της αναζήτησε τον δεύτερο σύζυγο της και τον βρήκε στο πρόσωπο του Γοδεφρείδου, γιου του Κόμη Φούλκωνος της Ανδεγαυίας.
Η Ματθίλδη ποτέ δεν τον ήθελε για άνδρα της. Ο κυριότερος λόγος ήταν η τάξη του· ένας γιος κάποιου Γάλλου κόμη δεν έπρεπε σε μια Αυτοκράτειρα. Κι ακόμη, ήταν μόνο δεκατριών ετών κι εκείνη είκοσι πέντε.
Ο γάμος τους απεδείχθη δύσκολος και ανυπόφορος. Ούτε μια εβδομάδα δεν άντεξαν μαζί. Τσακώνονταν όλη την ημέρα και η Ματθίλδη απλώς ετοίμασε τα υπάρχοντα της κι επέστρεψε στη Νορμανδία. Ο πατέρας της, όμως, επέμεινε να επανενωθούν· τονίζοντας της ότι η γραμμή της διαδοχής απαιτούσε αρσενικό διάδοχο, τον οποίο μόνο εκείνη θα γεννούσε.
Η Ματθίλδη αναστέναξε. Σήκωσε τα μάτια από το άχυρο στο δάπεδο και κοίταξε στο παράθυρο του κελιού της. Συχνά περνούσε μια κουκουβάγια, μια νυχτερίδα, ένας μπούφος. Ήταν τυχερή· μπορούσε να δει το φεγγάρι μέσα από τα δέντρα να φαίνεται και να φωτίζει αμυδρά το κελί, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα απόκοσμη και μυστικιστική.
Δεν την είχαν δέσει, δε χρειαζόταν. Το κελί της βρισκόταν στην κορυφή του πύργου, η μόνη διέξοδος ήταν η κλειδωμένη και φυλαγμένη πόρτα.
Ο Γοδεφρείδος πολεμούσε στη Νορμανδία. Δε θα ερχόταν για εκείνη. Τουλάχιστον όχι αρκετά σύντομα, ώστε να τη γλιτώσει από τη εκδικητική μανία του εχθρού της. Πάντα τον θυμόταν με ένα κίτρινο άνθος από σπάρτα πλεγμένο στα ξανθά του μαλλιά· planta genesta στα Λατινικά. Μια συνήθεια τόσο συχνή, που επάξια του επέφερε το προσωνύμιο Πλανταγενέτης. Εις βάθος γνώριζε ότι αυτό το όνομα θα ακολουθούσε και τους γιούς της.
Από τη στιγμή που τον άφησε, δεν τον ξαναείδε για τρία χρόνια κι ίσως δεν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ, αν δεν είχε επέμβει ο πατέρας της. Ωστόσο, μετά την κουβέντα τους, αποφάσισε να γυρίσει στην Ανδεγαυία και να εκπληρώσει την επιθυμία του πατέρα της· τη γέννηση ενός αρσενικού διαδόχου. Και το πέτυχε, φέρνοντας στον κόσμο το 1133 τον πρώτο της γιο, τον οποίο ονόμασε Ερρίκο, προς τιμήν του παππού του, τον οποίο κάποτε θα διαδεχόταν.
Πόσο ηλίθια σκέφτονταν τότε. Η χαρά της την είχε τυφλώσει τόσο που είχε ξεχάσει ότι δεν ήταν παρά μια γυναίκα κι ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα στον θρόνο, αν δεν έπαιρνε με το μέρος της όλους τους Άρχοντες. Μόνο που δεν το πρόλαβε και πλήρωσε ακριβά. Τρεις φορές τους είχε υποχρεώσει ο πατέρας της να ορκιστούν πίστη κι υποταγή σε εκείνη· νόμιζε ότι αυτό θα αρκούσε· είχε γελαστεί.
Όταν ο πατέρας της πέθανε, το 1135, η Ματθίλδη ήταν έγκυος στο τρίτο της παιδι και δεν της επιτρεπόταν να μετακινηθεί. Χρειάστηκε να περιμένει μερικούς μήνες· αρκετούς για έναν σφετεριστή να αδράξει την ευκαιρία της για πάντα. Ένας ξάδερφος της, ο Στήβεν του Μπλουά, με την απόλυτη υποστήριξη της Εκκλησίας, στέφθηκε Βασιλιάς στη θέση της κι οι Άρχοντες τον αποδέχτηκαν αμέσως, αφού ήταν άνδρας.
Έξαλλη από θυμό κι αγανακτισμένη από την αυθάδεια και την ασέβεια απέναντι στον πατέρα της, η Ματθίλδη επέστρεψε με την πρώτη ευκαιρία στην Αγγλία, με τον σύζυγο και τους τρεις γιούς της, κι έναν ικανό στρατό να την ακολουθεί.
Έτσι, το 1139, η επανενώθηκε με τον θετό αδερφό της Ρόμπερτ, κόμη του Γκλώστερ, έναν πολύτιμο σύμμαχο και ένας εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε. Αυτός ο πόλεμος ονομάστηκε Αναρχία, αν και οι σύγχρονοι του τον ονόμασαν Ναυάγιο.
Ένας άνεμος φύσηξε και διατάραξε τη νηνεμία του κελιού. Ένιωσε να το χρειάζεται. Η πλάτη της είχε αρχίσει να καίγεται, αφού τρίβονταν συνέχεια πάνω στον πέτρινο τοίχο. Ο άνεμος φύσηξε και στέγνωσε τα δάκρυα που απειλούσαν να τρέξουν από τα μάτια της. Νόμιζε ότι αν εμένε έστω και μια ημέρα παραπάνω εκεί μέσα, θα έχανε και την ελάχιστη λογική που της είχε απομείνει.
Το 1141, δώθηκε μια ιστορική μάχη στο Λίνκολν, όπου ο Ρόμπερτ του Γκλώστερ σημείωσε τεράστια νίκη και έπιασε αιχμάλωτο ακόμα και τον Βασιλιά Στήβεν. Η Ματθλίδη πετούσε από χαρά. Επιτέλους θα αποκτούσε αυτό που δικαιωματικά της ανήκε. Έλαβε τον τίτλο Κυρά των Άγγλων και κανόνισε τη στέψη της στο Λονδίνο.
Μόνο που δεν είχε υπολογίσει την υπερβολική φιλόδοξη γυναίκα του Στήβεν, τη συνονόματη της Κόμησσα της Βουλώνης, η οποία υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του άντρα της και του γιου τους, του Γιούστας. Πριν το συνειδητοποιήσει, η εχθρός της διοργάνωσε επανάσταση ολόκληρης της πόλης εναντίον της και κατάφερε να την εκδιώξει. Στην εξέγερση αυτή, ο ετεροθαλής της αδελφός Ρόμπερτ του Γκλώστερ αιχμαλωτίστηκε και η Ματθίλδη δεν μπορούσε παρά να τον ανταλλάξει με τον πολύτιμο Στήβεν.
Ακολούθησε ένας χρόνος αποτυχιών, σε σημείο που ο στρατός του εξαδέλφου της την κυνηγούσε κατά μήκος της Αγγλίας και κατόρθωσε να τη φυλακίσει στο κάστρο της Οξφόρδης.
Ο αέρας είχε πάψει να τη δροσίζει και πλέον την πάγωνε, τόσο που αισθανόταν τη θερμοκρασία της να ανεβαίνει επικίνδυνα και το τρέμουλο μα αυξάνεται.
Ώστε έτσι θα τελείωναν όλα· θα αρρώσταινε και θα πέθαινε στη φυλακή, καταδικάζοντας τους γιούς και τον άνδρα της. Κι αυτός ο Γοδεφρείδος, τόσο αυθάδης και άτιμος, της είχε υποσχεθεί ότι θα έστελνε έναν μικρό στρατό τριακοσίων ιπποτών με αρχηγό των εννιάχρονο γιο τους, τον Ερρίκο. Αυτό που την εξόργιζε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι ήταν τόσο πρόθυμος να διακινδυνεύσει τη ζωή του παιδιού τους για να μη διακόψει την επιτυχή του κατάκτηση της Νορμανδίας. Εκεί όλα πήγαιναν καλά, όμως δε θα είχαν κανένα νόημα, αν εκείνη πέθαινε. Από την άλλη, ο Ρόμπερτ του Γκλώστερ πάλευε να εξασφαλίσει τις λίγες περιοχές που είχαν κατακτήσει.
Κουλουριάστηκε σε μια γωνία του κελιού και έθαψε το πρόσωπο στις παλάμες της. Κανείς δε θα ερχόταν να τη σώσει. Ο Στήβεν την είχε νικήσει.
Η Ματθίλδη αισθάνθηκε τα μάτια της να βαραίνουν από κάτι υγρό που τα πλημμύριζε· κάτι που δεν είχε συμβεί για χρόνια· δάκρυζε.
Πάντοτε έπρεπε να φαίνεται αλύγιστη και σκληρή μπροστά στους άνδρες που την περιτριγύριζαν. Με τον καιρό είχε καταφέρει να αποκτήσει βασιλική έπαρση, αλαζονεία και αγερωτό, ώσπου έγιναν στοιχεία του εαυτού της κι όλοι είχαν φτάσει να τη θεωρούν ματαιόδοξη κι εγωίστρια. Ποτέ δεν την είχε πειράξει ως εκείνη τη στιγμή, που δε μπορούσε να κατευνάσει το τρέμουλο, ή τον πόνο στο κεφάλι της, ή το βάρος τόσων ζώων στους ώμους της.
Κανείς δε θα νοιαζόταν για τον θάνατό της. Μόνο οι γιοί της θα τη θρηνούσαν. Ποτέ όμως δεν τους είχε σταθεί σαν αληθινή μητέρα, από τότε που ξεκίνησε το κυνήγι του στέμματος. Ο Ερρίκος, ο Γουλιέλμος κι ο Γοδεφρείδος δεν είχαν γνωρίσει μητέρα, είχαν γνωρίσει την Αυτού Υψηλότητά της την Αυτοκράτειρα Ματθίλδη, που πολεμούσε για τον θρόνο του πατέρα της.
Αφέθηκε στα δάκρυα και στους λυγμούς που πίεζαν τον λαιμό της κι ένιωσε μια ακατανίκητη ορμή να ουρλιάξει· να εξωτερικεύσει την απελπισία και την αγωνία της.
Και τότε, μέσα στην απόλυτη δυστυχία κι απαισιοδοξία, μια εικόνα, ένα όραμα, ένα παράξενο φαινόμενο πέρασε μπροστά από τα μάτια της και χάθηκε σε μια στιγμή. Είδε τον πρωτότοκο της, τον Ερρίκο, σχεδόν ενήλικο, να εισβάλλει στο παλάτι του Στήβεν και να τον εκθρονίζει, ενώ το έμβλημα των Νορμανδών καιγόταν κι ένα νέο ερχόταν να το αντικαταστήσει. Ο γιος της φορούσε ένα στεφάνι από κατακίτρινα σπάρτα.
Ο Ερρίκος της, ο αγαπημένος της γιος, το στήριγμά της, ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της! Αυτός θα συνέχιζε το έργο της, αν αυτό τελείωνε! Κι όμως, εκείνη δε θα τα παρατούσε τόσο εύκολα. Δε θα άφηνε τα παιδιά της εκτεθειμένα κι απροστάτευτα. Αυτή ήταν η νόμιμη διάδοχος της Αγγλίας και θα κατακτούσε τον θρόνο της ακόμα κι αν ο Στήβεν ανέβαζε τον Διάβολο από την Κόλαση, για να της φράξει τον δρόμο.
Σήκωσε το κεφάλι και σκούπισε τα δάκρυα με το ύφασμα του φθαρμένου φορέματος της. Κοίταξε γύρω της, αναζητώντας οτιδήποτε που θα τη βοηθούσε να δραπετεύσει. Δε θα περίμενε κανέναν αρσενικό σωσία, όταν μπορούσε να σώσει τον εαυτό της.
Το μόνο που βρήκε ήταν το βρώμικο σεντόνι που της είχαν δώσει για να σκεπάζεται. Δεν μπορούσε να το δέσει κάπου για πηδήξει στο έδαφος. Ο πύργος ήταν υπερβολικά ψηλός. Σκέφτηκε όμως, κάτι πολύ πιο έξυπνο και ευρηματικό. Στηριζόμενη στις αμέτρητες προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν στη χώρα της, καθώς άνοιγε με τα νύχια της δυο τρύπες για τα μάτια στο ύφασμα, προσεύχονταν οι φρουροί να αναγνωρίσουν το φάντασμα ενός φυλακισμένου κι όχι την πολύτιμη κρατούμενη τους. Αμέσως, φόρεσε το ύφασμα και από πάνω και βγήκε από τα παράθυρο. Γαντζωμένη στους τοίχους, περπάτησε πάνω στις στέγες και πηδούσε από παράθυρο σε παράθυρο, μέχρι που ανακάλυψε μια μυστική πόρτα. Πέρασε μέσα γρήγορα και βρέθηκε στα ενδότερα του κάστρου. Περπάτησε και μέχρι να φτάσει στη πύλη δε βρήκε κανέναν. Προσπέρασε τους φρουρούς δημιουργώντας έναν μακρινό θόρυβο και βρέθηκε έξω από το κάστρο.
Περπάτησε μέσα σε χιόνι ενός μέτρου. Έπρεπε να φτάσει στο Άμπινγκντον, όπου θα έβρισκε φίλους. Έπρεπε να περπατήσει μέσα στο χιόνι για σχεδόν δέκα χιλιόμετρα. Όποτε ένιωθε το κρύο να τρυπά την καρδιά της, επανέφερε την εικόνα των γιων της και των κίτρινων σπαρτών. Έτσι, έπαιρνε δύναμη και συνέχιζε να προχωρά, ως μοναχικό φάντασμα, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Όταν έφτασε στο Άμπινγκντον και χτύπησε την πόρτα των φίλων της, νόμιζε ότι χτυπούσε στον Παράδεισο. Μόλις της άνοιξαν, λιποθύμησε.
Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ο πόλεμος συνεχίζονταν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ματθίλδη, Πριγκίπισσα και Κυρά των Άγγλων, Αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1102 στο Ουέστμινστερ της Αγγλίας. Ήταν το πρώτο παιδί του Βασιλιά Ερρικου του πρώτου και της Ματθίλδης της Σκωτίας.
Μετά την ηρωική απόδρασή της, νέοι σύμμαχοι ήρθαν να τη βοηθήσουν κι όλοι έμαθαν να τη σέβονται. Τότε, η Αγγλία χωρίστηκε σε τρία κομμάτια. Στο κομμάτι του βασιλιά Στήβεν, στο κομμάτι της Αυτοκράτειρας Ματθίλδης και σε ένα κομμάτι ανεξάρτητο, ουδέτερων Αρχόντων. Κανείς από τους δύο αντιζήλους δεν μπορούσε να επιβληθεί σε όλη την Επικράτεια κι έτσι υπήρχαν ταυτόχρονα δύο συστήματα διακυβέρνησης, φόρων και κράτους. Το βασίλειο βυθίστηκε στο απόλυτο χάος. Η αδικία και η δικαιοσύνη είχαν χάσει κάθε νόημα. Ώσπου, το 1148, σε ηλικία 46 ετών, η Ματθίλδη παράτησε για πάντα την προσπάθεια κι έφυγε από την Αγγλία, καταφεύγοντας στη Νορμανδία, που ο σύζυγος της είχε κατακτήσει ολόκληρη. Σε ένα μοναστήρι στη Ρουέν, επέλεξε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της.
Κι όμως, τίποτα δεν τελείωσε. Το 1149, ο δεκαεξάχρονος πρωτότοκος της, ο Ερρίκος, εκστράτευσε στην Αγγλία με έναν μικρό στρατό, για να πάρει τον θρόνο που δικαιωματικά του ανήκε. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κατάφερε να διώξει τον Στήβεν και τον γιο του Γιούστας και το 1154 στέφθηκε ως Βασιλιάς Ερρίκος ο Δεύτερος. Παντρεύτηκε με την ευχή της μητέρας του την πιο όμορφη, έξυπνη και περιζήτητη γυναίκα στην Ευρώπη, την Ελεωνόρα, Δούκισσα της Ακουιντανίας. Και με τη στέψη του ανέτειλε μια νέα δυναστεία στην Αγγλία, μια δυναστεία που έμελλε να δημιουργήσει ένα κραταιό βασίλειο και να γεμίσει την ιστορία με απίστευτα κατορθώματα και ασύγκριτους βασιλείς· τη δυναστεία των Πλανταγενετών.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτά...
Περιμένω γνώμες στα σχόλια! Οπωσδήποτε!
Στο επόμενο, σας έχω μια γυναίκα των Αρχαίων Χρόνων που μου έχετε ζητήσει άπειρες φορές. Περιμένω και προβλέψεις λοιπόν!
Καλό Σαββατοκύριακο!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top