Σειρά:Βασιλική Οικογένεια {Η Δεσμοφύλακας}

Θυμάστε τη βία που περιέγραφα στον πόλεμο που μαχόταν κι η Δεββώρα; Ε, αυτό που ακολουθεί το κάνει και φαίνεται γατάκι, οπότε σας προτείνω, αν έχετε πρόβλημα με τη βία, να το αφήσετε το διήγημα και να πάτε ντουγρού κάτω στα bold που έχω το βιογραφικό της κοπέλας μαζί με το teaser της επόμενης.

~1326, καλοκαίρι, Πύργος Του Λονδίνου~

Οι φρουροί άνοιξαν την πόρτα του κελιού με ένα μονάχα της νεύμα· δε σήκωσε το χέρι της, δεν άνοιξε το στόμα της, μονάχα ένευσε με το κεφάλι κι η είσοδος της επετράπη αυτοστιγμεί. Πέρασε μέσα στο παγερό μπουντρούμι του Πύργου, που βρωμούσε από τη σήψη της υγρασίας και τις ακαθαρσίες των τρωκτικών, των μόνιμων ενοίκων. Όσο για τον κρατούμενο, τον ανθρώπινο ένοικο του σκοτεινού καταγώγιου, φάνηκε κουλουριασμένος σε μια γωνία με την πλάτη στον τοίχο, σαν πληγωμένο αγρίμι που πάλευε να γλείψει τις πληγές του μάταια. Τον κοίταξε προσεκτικά· είχε πραγματώσει αδυνατίσει επικίνδυνα, όπως την είχαν ενημερώσει. Μετά βίας τον πότιζαν νερό και τον τάιζαν ελάχιστα κι όσο κι αν ενοχλούταν που οι στρατιώτες σπαταλούσαν τον χρόνο και την υπομονή τους προσπαθώντας να ταΐσουν ένα ανθρωπόμορφο σκουλήκι, γνώριζε ότι ήταν απαραίτητο.

«Καλώς τη Λύκαινα της Γαλλίας,» την καλωσόρισε ειρωνικά, με μια βραχνή και τραχεία από τις ταλαιπωρίες φωνή, που διόλου δεν την πτόησε. Σήκωσε τα μάτια του προς τα δικά της, με τις κόκκινες, κατάκοπες δικές του να συναντούν τις δικές της, γαλανές κι αποφασισμένες, που έσταζαν αίμα όχι από εξάντληση μα από καθαρή, αγνή και άλικη εκδίκηση. «Πού είναι ο σκύλος σου;»

«Γιατί αποκαλείς τον Ρότζερ σαν να ανήκει στο βρωμερό συνάφι σου;» Ρώτησε με απόλυτη ηρεμία, μέσα στα κατάμαυρα ρούχα της. «Σκύλοι είναι όσοι διαθέτουν το όνομά σας, εσύ κι ο γλοιώδης πατέρας σου.»

«Τι έκανες στον πατέρα μου;» Απαίτησε να μάθει ο κρατούμενος.

«Θα σου πρότεινα να είσαι λιγότερο επιτακτικός μαζί μου,» τον συμβούλευσε με πλείστη ειρωνεία. «Βρίσκεσαι στη ζωή ακόμα επειδή το επιθυμώ εγώ, πράγμα που μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή.»

«Δε θα το κάνεις, όμως. Δε θα με σκοτώσεις,» μάντεψε ο άνδρας φυλακισμένος.

«Σωστά,» συμφώνησε εκείνη με ένα νεύμα. «Μήνες ολόκληρους ονειρευόμουν και σχεδίαζα την εκτέλεσή σου με κάθε λεπτομέρεια. Δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη τώρα.»

«Δικό σου είναι αυτό το εφιαλτικό πράγμα;» Εξεπλάγη ο άνδρας.

«Εντελώς,» απάντησε χαμογελώντας. Οι σκιές του κελιού και η σχεδόν σατανική της έκφραση, η τυφλωμένη από εκδικητικότητα και μένος, δεν κατάφερναν να αλλοιώσουν την αδιάλλακτη ομορφιά της που ακόμα άνθιζε. «Ο Ρότζερ σε μισεί απλώς, εγώ όμως θέλω να εξαφανιστείς από προσώπου γης, να μη μείνει ούτε μια ανάμνηση από εσένα, γιατί το κακό που μου έκανες δε συγκρίνεται ούτε με το πιο στυγνό έγκλημα.»

«Είσαι παρανοϊκή. Τίποτα δε σου έκανα,» διαφώνησε αδύναμα ο όμηρος της. «Αντιθέτως, εσύ φυλάκισες εμένα και τον πατέρα μου κι ένας Θεός ξέρει τι θα πάθει κι αυτός από τη φαντασιόπληκτη, άρρωστη μανία σου.»

«Αν το γεγονός ότι μου έκλεψες τον άνδρα, την περιουσία και τα παιδιά μέσα από τα χέρια μου σου φαίνεται τιποτένιο, τότε είσαι ακόμα πιο αχρείος από όσο πίστευα,» εξέφρασε μια σταγόνα από τη συσσωρευμένη οργή μέσα της η γυναίκα. «Τα δυο πρώτα μου είχαν ξανασυμβεί -με λίγη αντοχή και χριστιανική ταπεινότητα θα τα υπέμεινα- μα την άκαρδη αρπαγή των παιδιών μου δεν προτίθεμαι να τη συγχωρήσω.»

«Θα μπορούσες να τα ζητήσεις πίσω ευγενικά κι όχι να εισβάλεις στην Αγγλία με στρατό και τον προδότη που είχες κάνει ερωμένο σου.»

«Κι εσύ θα μπορούσες να δεχόσουν όλη την εύνοια που είχες λάβει από τον δικό σου ερωμένο, τον άνδρα μου, και να έμενες στην εξορία!» Ύψωσε τη φωνή της για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε εισέλθει στο κελί. «Μα δεν άντεξε ο τρελαμένος και σε έφερε πίσω, για να διαλύσεις κάθε ελπίδα στην ευτυχία μας.»

«Αφού τον αγαπούσες τόσο, γιατί τον πρόδωσες, δήλωνες χήρα και υπέπεσες στην απιστία;» Την ειρωνεύτηκε ξανά.

«Γιατί η υπομονή του ανθρώπου δεν παύει να είναι ένα κύπελλο, το οποίο κάποτε ξεχειλίζει κι αλίμονο σε αυτούς που το ξεχείλισαν,» αποκρίθηκε παγερά. «Κι αν σε ενδιαφέρει, τον αγαπούσα επειδή αυτό ήταν το καθήκον μου. Όλη μου τη ζωή ανατράφηκα για να γίνω άξια σύζυγος και Βασίλισσα, με προδιαγεγραμμένη μοίρα ότι επρόκειτο να παντρευτώ τον διάδοχο του Αγγλικού θρόνου. Μήπως κι ο πατέρας σου είχε πείσει εσένα για το ίδιο;»

«Μην πιάνεις στο στόμα σου τον πατέρα μου, φίδι, που σε έτρεφε στον κόρφο του ο Μεγαλειότατος μόνο και μόνο για να τον δαγκώσεις με όλο σου το δηλητήριο με την πρώτη ευκαιρία!»

«Έχεις δίκιο, δεν πρέπει να αναφερόμαστε τόσο υποτιμητικά στους νεκρούς,» συμφώνησε εκείνη, αγνοώντας το υποτιμητικό του σχόλιο. «Ο πατέρας σου εκτελέστηκε σήμερα το πρωί, παρόλο που δεν ήθελα να πεθάνει, γιατί ήταν απλώς αλαζονικός, όχι σαν εσένα ή τον Εδουάρδο.»

Στα μακάβρια νέα, ο τόσο ετοιμόλογος συνομιλητής της πάγωσε. Το χαμόγελο της διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο και τα μάτια της έλαμπαν δαιμονικά κάτω από το ημίφως.

«Πώς;» Ρώτησε σχεδόν ξεψυχισμένα. «Πώς πέθανε;»

«Όσο κι αν τον επιθυμούσα ζωντανό, ο εξάδελφος του άνδρα μου Ερρίκος, Κόμης του Λάνκαστερ, που είχε χάσει τον αδελφό του εξαιτίας του πατέρα σου κι όλων των προτέρων κολάκων του Εδουάρδου, αποφάσισε να τον εκτελέσει. Αποκεφαλίστηκε, διαμελίστηκε και δόθηκε τροφή στα σκυλιά. Ήταν τυχερός σε σχέση με εσένα.»

Ο άνδρας που άκουγε στο όνομα Χιού Ντισπένσερ ο Νεότερος -για να ξεχωρίζει από τον πατέρα του που είχε ακριβώς το ίδιο όνομα- παρέμεινε σιωπηλός για λίγο, ώστε να συνειδητοποιήσει την τραγική για εκείνον είδηση.

«Α, ας μην το ξεχάσω,» συνέχισε απότομα η γυναίκα, χωρίς να αναμένει απάντηση από εκείνον. «Έμαθα πως αρνείσαι να φας και σε ταΐζουν με το ζόρι. Στο ορκίζομαι στη ζωή των παιδιών μου, όσο κι αν παλεύεις να αποφύγεις την ποινή σου, δε θα τα καταφέρεις. Ακόμα και αν πεθάνεις, θα κατέβω η ίδια στην Κόλαση και θα σε φέρω πίσω για να εκτελεστείς!»

Η Ισαβέλλα έφυγε από το δωμάτιο, νιώθοντας την οργή της έτοιμη να εκραγεί, διότι δεν επιθυμούσε να ξεσπάσει πάνω του και του προκαλούσε κάποια βλάβη που θα παρέτεινε ή ακύρωνε την ημέρα της εκτέλεσης του. Η πόρτα πίσω της έκλεισε βαριά και βροντερή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Χιού Ντισπένσερ. Μονάχα ένας με αυτό το όνομα υπήρχε ζωντανός πια κι εκείνη την ημέρα κι εκείνος θα ακολουθούσε τον συνονόματο πατέρα του στην Κόλαση. Η Ισαβέλλα ήταν πεπεισμένη ότι εκεί θα πήγαιναν κι οι δυο τους· ο πατέρας για την Αλαζονεία του κι ο γιος... Ο γιος είχε πράγματι πολλά αμαρτήματα στο ενεργητικό του. Στην ειρωνική της σκέψη μείδισε ελαφρά, στυλώνοντας τα μάτια στην πανύψηλη κρεμάλα που είχε στηθεί, ειδική κατασκευή ύψους δεκαπέντε μέτρων, για να φαίνεται ολοκάθαρα από κάθε σημείο της πόλης.

Μύρισε το άρωμα μέντας του Ρότζερ Μόρτιμερ κοντά της. Όταν ένιωσε το χέρι του να αγκαλιάζει το δικό της για χειροφίλημα, επέτρεψε στον εαυτό της ένα έμφυτο κι απόλυτα αυθόρμητο ρίγος να τη διαπεράσει.

«Όλα θα γίνουν όπως σχεδιάσαμε;» Τον ρώτησε χωρίς χαιρετισμό. Πρώτα εκείνον είχε χαιρετίσει το πρωί, μιας και μοιραζόταν το κρεβάτι της μαζί του. Δε θεωρούσε ότι οι πολλαπλοί χαιρετισμοί σε μια ημέρα διέθεταν πρακτικότητα.

«Με την παραμικρή λεπτομέρεια, Βασίλισσα μου,» απάντησε ο Ουαλός σύντροφος της όχι μόνο στη ζωή μα και στην επανάσταση. Μαζί ξεκίνησαν με ενενήντα πέντε πλοία από τη Γαλλία και πια είχαν κατορθώσει το ακατόρθωτο· είχαν κυριεύσει την Αγγλία χωρίς καμία απολύτως μάχη κι εξολόθρευαν τους εχθρούς τους έναν προς έναν.

Ο Ρότζερ Μόρτιμερ ήταν εξίσου αδικημένος από την οικογένεια Ντισπένσερ, μια που του είχαν αρπάξει όλη του την περιουσία και τον είχαν πετάξει στον Πύργο ως προδότη. Χάριν στις διασυνδέσεις του, όμως, είχε καταφέρει να δραπετεύσει κι έτσι κι εκείνος είχε βρεθεί στη Γαλλία, όπου είχε γνωρίσει την Ισαβέλλα μόλις τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Ήταν ζήτημα εβδομάδων να γίνει ερωμένος της, διότι την έλκυε η άγρια του ομορφιά και το άσβεστο του μίσος για τους Ντισπένσερ.

Από το 1321 ως το 1326, ο Βασιλιάς Εδουάρδος ο Δεύτερος της Αγγλίας, σύζυγος της Ισαβέλλας -που ήταν η μοναχοκόρη του βασιλέως Φιλίππου του Τέταρτου της Γαλλίας- διοικούσε τον λαό του με αυτό το διαβολικό, συνονόματο δίδυμο με μια μορφή διακυβέρνησης που μονάχα τυραννίδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Όποιος δεν ανήκε στους ευνοούμενους του βασιλιά ή δεν τον υπάκουε απολύτως ως σκλάβος, θανατωνόταν παραδειγματικά και τα κουφάρια τους έμεναν να σαπίσουν στις εισόδους κάθε πόλης και κάστρου. Δεν ήταν, λοιπόν, ανεξήγητο το γεγονός ότι η Ισαβέλλα κι ο Ρότζερ Μόρτιμερ είχαν γίνει αποδεκτοί από κάθε βαρώνο μα κι από τον απλό λαό ως σωτήρες και ελευθερωτές του κράτους από τον παράφρονα τύραννο και τους σατανικούς τους συμβούλους. Μολονότι η Ισαβέλλα είχε διαπράξει το βαρύτατο αμάρτημα της μοιχείας, το οποίο μπορούσε να τη στείλει στον δήμιο ανά πάσα στιγμή, είχε δεχτεί υποδοχή αντάξια του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, διότι -με απόλυτη ευφυΐα και στρατηγική- μπαίνοντας στο Λονδίνο κι από την πρώτη στιγμή πάτησε ξανά στο αγγλικό έδαφος, κρατούσε σφιχτά το χέρι του δωδεκάχρονου πρωτότοκου γιου της, του Εδουάρδου.

Ο άνδρας της κι ο ερωμένος του Χιού Ντισπένσερ ο Νεότερος, με το που έμαθαν για την έλευση της, κρύφτηκαν στον Πύργο του Λονδίνου, το πλέον ασφαλές μέρος σε όλη την Αγγλία. Ωστόσο, αυτό δεν αρκούσε, διότι στο Λονδίνο είχαν ξεσπάσει λαϊκές ανταρσίες και κινητοποιήσεις υπέρ της Βασίλισσας, όπου επιφανείς άνδρες -ακόμα και κληρικοί- που είχαν ταχθεί με το μέρος του Βασιλιά Εδουάρδου, εκτελούνταν δημοσίως από το μανιασμένο πλήθος και τα κεφάλια τους στέλνονταν δώρα στη Βασίλισσα. Έτσι, οι δυο καταραμένοι διέφυγαν στο κάστρο Κέρφιλι, το οποίο πολιόρκησαν δυο κόμητες και έπεσε σχεδόν αμέσως, ώστε οι εραστές αιχμαλωτίστηκαν, με τον Ντισπένσερ να έρχεται στον Πύργο και τον βασιλιά να παραμένει φυλακισμένος στο κάστρο. Η Ισαβέλλα σχεδίαζε κάτι παροιμιώδες, κάτι που ποτέ δεν είχε συμβεί πρωτύτερα, για τον άνδρα της που τόσο την είχε αδικήσει, πληγώσει και προσβάλει.

Το δικαστήριο του Ντισπένσερ στήθηκε μπροστά της παρωδικά, όπως και τόσα άλλα στα χρόνια της τυραννίδας. Η Ισαβέλλα δεν ήθελε να λερώσει το Λονδίνο με το αμαρτωλό του αίμα κι έτσι αποφασίστηκε να λάβει χώρα στο Χέρφορντ, τόσο μακριά από την πρωτεύουσα όσο για να μη φτάσει η δυσωδία του πτώματος του.

Ο κρατούμενος ήρθε από τον Πύργο έφιππος και δεμένος, με σάλπιγγες και τύμπανα να ηχούν, ώστε να προσελκύσουν ακόμα περισσότερο πλήθος από όσο είχε ήδη ξεκινήσει να συσσωρεύεται. Μέχρι να ξεκινήσει η δική, η λαοθάλασσα φάνταζε ατελείωτη. Στο κεφάλι του ο σχεδόν σκελετωμένος άνδρας φορούσε ένα στεφάνι από τσουκνίδες -κατάφωρη απόδειξη ότι είχε αρπάξει βασιλική εξουσία- και δε θύμιζε παρά έναν ίσκιο του γνωστού του εαυτού, του εύρωστου και πονηρού που κυβερνούσε την Αγγλία μόνος ουσιαστικά, δεδομένης της τεράστιας επιρροής που ασκούσε στον Βασιλιά. Τα δεμένα χέρια του στην πλάτη συμβόλιζαν την προδοσία του. Αυτούς τους συμβολισμούς το πλήθος τους αναγνώρισε εύκολα κι ευθύς ξέσπασε σε κραυγές αποδοκιμασίας και γιουχαΐσματα για τον προδότη, ενώ ζητωκραύγαζαν για τη Βασίλισσα που παρακολουθούσε τα πάντα.

«Πολύ μεγαλύτερος ο όχλος από τον αναμενόμενο,» σχολίασε ευχαριστημένη η Ισαβέλλα. «Έκανες θαυμάσια δουλειά.»

«Χαίρομαι που σας ευχαρίστησα, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο Ρότζερ με τη βαθιά φωνή του επικίνδυνα κοντά στο αυτί της.

Τότε, ο εξόριστος ευγενής -που πλέον ονομαζόταν προστάτης του διαδόχου- συνειδητοποίησε ότι η Ισαβέλλα έτρεμε σύγκορμη και φοβήθηκε ότι είχε αρρωστήσει.

«Γιατί τρέμεις;» Ρώτησε ανήσυχος.

«Μην ανησυχείς,» τον καθησύχασε εκείνη, αγγίζοντας του διακριτικά τον αγκώνα. «Είμαι απλώς συγκινημένη που το όνειρο εφτά χρόνων επιτέλους πραγματοποιείται.»

Ο Ρότζερ δεν της ξαναμίλησε. Κατανοούσε την ευτυχία και δικαίωση που επρόκειτο να εισπράξει η αγαπημένη του από την ερχόμενη εκτέλεση και την άφησε να τη χαρεί όπως είχε ονειρευτεί.

Το μπροστινό μέρος του χιτώνα του Ντισπένσερ έφερε μια ρήση του Χριστού από την Καινή Διαθήκη στα Λατινικά. Quid gloriaris in malicia qui potens est in iniquitate? Γιατί δοξάζεστε στην κακεντρέχεια, εσείς που είστε πανίσχυροι στη φαυλότητα;

Μόλις έφτασαν ενώπιον του δικαστηρίου, οι φρουροί, όπως είχαν προσταχθεί, άφησαν τον κρατούμενο στο πλήθος, το οποίο τον έγδυσε και έγραψε πάνω στο σώμα του εδάφια της Καινής Διαθήκης με κάρβουνο. Τότε, παραδόθηκε στους δικαστές.

Στη δική προέδρευε ο Σερ Ουίλλιαμ Τράσσελ, ο ίδιος που προέδρευε και στην παρωδία δίκης του πρεσβύτερου Χιού Ντισπένσερ μερικές ημέρες πριν. Η πορεία της δίκης ήταν προκαθορισμένη· ο κατηγορούμενος θα καταδικαζόταν σε θάνατο χωρίς το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Πρώτα, αναγνώστηκαν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούταν κι ήταν πράγματι σημαντική πληθώρα, μιας και γέμισαν έναν εκτενή κατάλογο· παραβίαση εξορίας, παραβίαση της Μάγκνα Κάρτα*, παραβίαση των Διατάξεων του 1311*, φόνος, φυλάκιση και βασανισμός ευγενών και δικαίων της Επικράτειας, υπαίτιος για τον αποτυχημένο πόλεμο του Βασιλιά Εδουάρδου του Δεύτερου στη Σκωτία που κόστισε τις ζωές χιλιάδων ανδρών, σφετερισμός της βασιλικής εξουσίας κι απόπειρα χρηματοδότησης της καταστροφής της Βασίλισσας Ισαβέλλας και του διαδόχου Εδουάρδου, Δούκα της Ακουιτανίας. Τότε, ο Σερ Ουίλλιαμ ανακοίνωσε την τρομερή του ποινή ως κλέφτη, προδότη και τυράννου.

«Πήγαινε να συναντήσεις τη μοίρα σου προδότη, τύραννε, αποστάτη!» Άστραψε στο τέλος ο δικαστής. «Πήγαινε να λάβεις τη δικαιοσύνη σου αχρείε, παλιάνθρωπε, εγκληματία!»

Ο Ντισπένσερ αμέσως δέθηκε στο σκοινί κι υψώθηκε στα δεκαπέντε μέτρα, από όπου ίσως κρεμόταν, αλλά δε θα επέτρεπε η Ισαβέλλα έναν τόσο απλό θάνατο. Ενώ ήταν κρεμασμένος και στερεωμένος καλά στην κορυφή της ειδικής κατασκευής, ο δήμιος σκαρφάλωσε δίπλα του και ξεκίνησε να εκτελεί τις εντολές που είχε λάβει. Έβγαλε το μαχαίρι του κι έκανε μια αργή και βασανιστική βόλτα με τη λεπίδα του σε όλο το γυμνό του σώμα, για να εντείνει την αγωνία του κοινού.

«Θαρρώ πείνασα,» είπε η Ισαβέλλα κι ένευσε σε έναν υπηρέτη που κρατούσε μια πιατέλα με φρούτα κοντά τους. Πήρε ένα μήλο και το κρατούσε στο χέρι της, έτοιμη να το δαγκώσει μα περίμενε.

Το οπλισμένο χέρι του δήμιου σταμάτησε στη λεκάνη του Ντισπένσερ, εκεί όπου βρίσκονταν τα γεννητικά του όργανα και με μια αποφασιστική κίνηση τα έκοψε και του τα έδειξε, προτού τα πετάξει στη φωτιά που έκαιγε κάτω. Ο πρώην ευνοούμενος του άνδρα της δεν έβγαλε φωνή, όμως η Ισαβέλλα δάγκωσε το μήλο και μάσησε το τραγανό κομμάτι με απόλυτη ευχαρίστηση, σαν να ήταν η Εύα στον κήπο της Εδέμ καθώς γευόταν το απαγορευμένο καρπό.

Το μαρτύριο προχώρησε. Με τη λεκάνη γεμάτη νερό που του έφεραν, ο δήμιος έπνιξε τον προδότη ίσα που να ζαλιστεί λίγο κι έχυσε το νερό πάνω του, προτού του βγάλει όλα τα όργανα της κοιλιάς. Τότε, ο Ντισπένσερ ούρλιαξε, διότι ο πόνος φαινόταν αβάσταχτος. Η Ισαβέλλα δάγκωσε ξανά το μήλο με αμείωτη προσοχή στο θέαμα που εκτυλίσσονταν μπροστά της. Αφού η κοιλιά του πετάχτηκε κι εκείνη στη φωτιά, ο δήμιος του έβγαλε την καρδιά κι όπως ζέστη που ήταν στο ματωμένο χέρι του την πέταξε πάνω στα γεννητικά του όργανα να καεί κι αυτή. Ο Ντισπένσερ ξεψύχησε και το μαρτύριο του δεν έληξε. Τον κατέβασαν στο έδαφος κι ο δήμιος τον αποκεφάλισε. Το πλήθος γέμισε αλαλαγμούς χαράς για την τιμωρία του τυράννου, ενώ το πτώμα τεμαχίστηκε, για να περιοδεύσει υποδειγματικά κι επιδεικτικά σε όλη την Επικράτεια.

Η Ισαβέλλα τελείωσε το μήλο της και πέταξε το κουκούτσι με απόλυτη ψυχρότητα στην ίδια φωτιά που έκαιγαν τα όργανα του Ντισπένσερ. Δάκρυα αγαλλίασης είχαν δραπετεύσει από τα μάτια της και κυλούσαν ελεύθερα στα μάγουλα της, η μόνη ένδειξη συναισθήματος στο ανέκφραστο πρόσωπο της. Εκείνος ο άνδρας που μόλις είχε πεθάνει μπροστά της, είχε αρπάξει την εξουσία της, την περιουσία της και τελικά και τα ίδια της τα παιδιά, χωρίς καμία αντίδραση του συζύγου της κι ερωμένου του. Είχε ορκιστεί να τον εξαλείψει κι επιτέλους το είχε καταφέρει. Κοίταξε το φόρεμα της στο χρώμα των ώριμων βύσσινων. Πιστή στην υπόσχεση που δημοσίως είχε δώσει, είχε βγάλει τα μαύρα, πένθιμα ρούχα επιτέλους, γιατί ο Φαρισαίος που είχε εισβάλει στον γάμο της είχε εξαφανιστεί.

Ο Ρότζερ δίπλα της την παρακολουθούσε εκστατικός. Ακόμα κι αν φαινόταν σαδιστική, ακόμα κι αν είχε υφάνει μόνη της αυτή την πρωτοφανή κι απολύτως απάνθρωπη εκτέλεση, ακόμα κι αν φαινόταν η σκληρότερη γυναίκα στον κόσμο εκείνη τη στιγμή, η απερίγραπτη ομορφιά της δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο. Ήταν η ωραιότερη γυναίκα της Ευρώπης αντικειμενικά, μόλις τριάντα ετών κι είχε κατορθώσει να εκδικηθεί όλους τους εχθρούς της.

«Ας γυρίσουμε στο Λονδίνο,» την άκουσε να τον παρακινεί. «Δε θέλω να αφήνω τα παιδιά μου μόνα.»

Την ακολούθησε στα άλογα τους αμέσως και μέσα σε λίγες ώρες έφτασαν στο παλάτι του Ουέστμινστερ. Εκεί, τους περίμεναν οι σύμμαχοι τους για να μάθουν τα νέα της εκτέλεσης. Η Ισαβέλλα τους διηγήθηκε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια κι όλοι ευχαριστήθηκαν που η πιο διαβόητοι προδότες είχαν επιτέλους εξαλειφθεί διά παντός.

«Δεν είναι όλοι οι προδότες νεκροί,» τους διόρθωσε κοφτά η Βασίλισσα. «Παραμένει ζωντανός ο πιο σημαντικός, ο σύζυγος μου.»

«Υψηλότατη, δεν μπορούμε να καταδικάσουμε τον Βασιλιά Εδουάρδο,» είπε ο Δήμαρχος της πόλης, που η ίδια είχε ορίσει μόλις μπήκε στην πόλη θριαμβεύτρια. «Είναι εστεμμένος ελέω Θεού κι ευλογημένος. Κανείς δεν είναι πάνω από αυτόν πάρα μόνο ο Κύριος.»

«Βεβαίως,» συμφώνησε η Ισαβέλλα ειρωνικά. «Ωστόσο, μέχρι να αποφασίσει να τον πάρει κοντά του ο Κύριος, μονάχα ο Κύριος γνωρίζει πόσο χάος θα έχει σπείρει. Τον γνωρίζετε, είναι εκδικητικός και μνησίκακος. Θα έκανε τα πάντα για να μη χάσει το στέμμα του. Ακόμα και τώρα που είναι φυλακισμένος κι αποδυναμωμένος παραμένει επικίνδυνος.»

«Έχετε κάποιο σχέδιο για τον περιορισμό του;» Αναρωτήθηκε ο Ερρίκος, ο κόμης του Λάνκαστερ.

«Αφουγκραστείτε,» πρόσταξε η Βασίλισσα κι έπεσε σιωπή ανάμεσα τους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι φωνές των βασιλόπουλων που έπαιζαν έξω από την αίθουσα. Τα τέσσερα παιδιά της Ισαβέλλας και του Εδουάρδου είχαν επανενωθεί χαρούμενα, ξέγνοιαστα κι η φωνή του πρωτότοκου, του συνονόματου του πατέρα του ξεχώριζε ηγετική, αν και ακόμα παιδική.

«Ο Εδουάρδος, ο γιος μου, ο διάδοχος του θρόνου, αυτός είναι ο δικαιωματικός Βασιλιάς της Αγγλίας,» είπε η Βασίλισσα με μια φωνή απόλυτη και σταθερή, γεμάτη μητρική συγκίνηση και μεγαλείο από το καθαρό βασιλικό αίμα που κυλούσε στις φλέβες της. «Το στέμμα του ανήκει. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να ενηλικιωθεί, μέχρι τότε ο πατέρας του θα εξεγερθεί αναμφίβολα και θα μας σκοτώσει όλους. Ο διάδοχος πρέπει τώρα να γίνει Βασιλιάς κι ο προηγούμενος να ανατραπεί και να απαρνηθεί τον θρόνο. Η εποχή του Εδουάρδου του Δεύτερου τελείωσε, ενώ ανατέλλει η δόξα του Τρίτου!»

Οι βαρόνοι την παρακολουθούσαν με δέος και θαυμασμό, ωστόσο κυριαρχούσε ο φόβος στα πρόσωπα όλων, ακόμα και στου Μόρτιμερ. Είχε προτείνει την εκθρόνιση ενός μονάρχη, χρισμένου κι ενεργού για είκοσι σχεδόν χρόνια. Όσοι το είχαν προσπαθήσει στο παρελθόν είχαν αποτύχει οικτρά κι ενώ σχεδόν όλοι οι Πλανταγενέτες βασιλείς πριν από εκείνον είχαν απειληθεί με εκθρόνιση, κανένας δεν είχε χάσει τελικά τον θρόνο του.

«Ξέρω τι σκέφτεστε,» μίλησε ξανά η Ισαβέλλα που σιχαινόταν τη σιωπή τους. «Κανείς ως τώρα δεν έχει κατορθώσει να εκθρονίσει έναν Βασιλιά στην Αγγλία κι η απάντηση είναι απλή· ως τώρα καμία γυναίκα δε δοκίμασε να εκθρονίσει Βασιλιά. Θα συντάξουμε όλα τα έγγραφα που ακυρώνουν το δικαίωμα του -ακόμα και την ακύρωση της Αγιότητας από τον Πάπα θα λάβουμε- και τέλος θα αναγκάσουμε τον Εδουάρδο να υπογράψει τη δήλωση της παραίτησης του από τα δικαιώματα στον θρόνο, τα οποία παραδίδει στον γιο του.»

«Πώς θα τον πείσουμε να το κάνει, όμως;» Απόρησε ο ίδιος ο Ρότζερ.

«Θα τον εκβιάσουμε καθαρά,» απάντησε αποφασισμένη η Ισαβέλλα. «Αν αρνηθεί να παραδώσει τον θρόνο στον γιο του, θα στεφθούμε βασιλείς εγώ κι εσύ, θα ιδρύσουμε μια νέα δυναστεία και τα παιδιά μας θα μας διαδεχτούν. Αν ο Εδουάρδος προτίθεται να θυσιάσει τη δυναστεία, την παράδοση και το όνομα των Πλανταγενετών για ένα πείσμα, ας το πράξει. Αν πάλι, θελήσει να τα διατηρήσει, θα παραδώσει το στέμμα στον διάδοχό του. Δεν πρόκειται να έχει άλλη επιλογή.»

Οι άνδρες ακροατές της κοιτάχτηκαν εντυπωσιασμένοι κι ολίγον έντρομοι από την τολμηρή της ρήση. Πράγματι, το σχέδιο φαινόταν αλάνθαστο και σίγουρο να πετύχει. Μεταξύ τους άνθισαν κι υψώθηκαν στον άνεμο ψίθυροι σαν σατανικό, υπέροχο, ευφυές, ευρηματικό και ταξίδεψαν με τον άνεμο έξω από τα ανοιχτά παράθυρα, στους δρόμους του πολύβουου Λονδίνου.

«Αυτό θα γίνει,» αντέδρασε πρώτος ο Ερρίκος του Λάνκαστερ. «Όποιος συμφωνεί μαζί μου, ας πει ναι

Ούτε ένα όχι δεν ακούστηκε στην αίθουσα. Αφότου η συμφωνία μεταξύ τους σφραγίστηκε, γέμισαν τα ποτήρια τους κρασί άλικο σαν το αίμα κι ο Ρότζερ Μόρτιμερ έκανε την πρόποση.

«Στην υγεία της Βασίλισσας μας Ισαβέλλας, Πριγκίπισσας της Γαλλίας, μητέρας του νέου μας Βασιλιά κι Αντιβασίλισσας της Αγγλίας!»

«Στην υγεία της Βασίλισσας Ισαβέλλας!» Φώναξαν εν χορώ κι όλοι οι ομοτράπεζοι τους κι ήπιαν το κρασί που το παράνομο ζεύγος είχε φέρει από τη Γαλλία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Χαίρετε! Τι μου κάνετε; Χριστός Ανέστη!

Ώρε τι πλάσμα κι αυτό... Δε νομίζετε τώρα ότι δικαίως θέλω να της γράψω ολόκληρο βιβλίο;

Λοιπόν, ας δούμε μερικά πραγματάκια για την εν λόγω κυρά κι αδιαμφισβήτητα Αρχόντισσα.

Η Ισαβέλλα γεννήθηκε το 1296 στο Παρίσι κι ήταν η μοναχοκόρη του Βασιλέως Φιλίππου του Τέταρτου της Γαλλίας, με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς που έγιναν αργότερα κι οι τρεις Βασιλείς της Γαλλίας κι οι τελευταίοι της δυναστείας των Καπέ που διαδέχθηκαν οι περίφημοι Βαλουά.

Δεν υπερβάλλω όταν γράφω ότι όλα τα κακά είχε τραβήξει αυτό το κορίτσι. Παντρεύτηκε τον Εδουάρδο τον Δεύτερο στα δώδεκα της κι έπρεπε συνεχώς να ανέχεται τους ευνοούμενους και ερωμένους του. Πρώτα ήταν ο Πηρς Γκέιβστον -που τον έφαγε με παρωδία δίκης ο Τόμας του Λάνκαστερ (μεγάλος αδελφός του Ερρίκου του Λάνκαστερ που αναφέραμε) κι έπειτα οι γλειώδεις Ντισπένσερ. Αυτοί μάλιστα, για να την αποδυναμώσουν πλήρως, της πήραν όλη την περιουσία που διέθετε, το υπηρετικό προσωπικό που δικαιούταν ως Βασίλισσα και τα τέσσερα παιδιά που είχε με τον Βασιλιά Εδουάρδο· τον Εδουάρδο, τον Ιωάννη, την Ελεονώρα και την Ιωάννα. Έξαλλη η Ισαβέλλα, είκοσι οχτώ ετών κι αβοήθητη, επέστρεψε με την πρώτη ευκαιρία στη Γαλλία, όπου βασίλευε ο αδελφός της Κάρολος ο Τέταρτος. Ο άνδρας της, βλέποντας ότι δε γυρνά -κι είχε και τον διάδοχο του μαζί για ένα πολιτικό ζήτημα- τη γέμισε γράμματα κι έβαζε και τους παπάδες να της γράφουν μπας και γυρίσει. Και τότε εκείνη έκανε την εξής δήλωση που σώζεται ως και σήμερα και του την έγραψε και σε γράμμα.

Ο γάμος υποτίθεται ότι είναι ένωση μεταξύ των συζύγων, του άνδρα και της γυναίκας. Ωστόσο, ένας εισβολέας βρίσκεται ανάμεσα σε εμένα και τον άνδρα μου. Από δω και ώσπου αυτός ο Φαρισαίος να εξαφανιστεί, θα δηλώνω χήρα και θα ντύνομαι στα μαύρα και πένθιμα ρούχα, θρηνώντας τον χαμένο μου σύζυγο.

Η γνωριμία με τον Ρότζερ Μόρτιμερ σφράγισε την επιτυχία της και την καταδίκη του Βασιλιά Εδουάρδου. Μέσα σε μερικές εβδομάδες έγιναν εραστές και με το κοινό τους μίσος για την οικογένεια Ντισπένσερ -που είχαν στερήσει από τον Ρότζερ όλα του τα εδάφη στην Ουαλία- εκστράτευσαν στην Αγγλία με έναν στόλο εκατό πλοίων, δύναμη πολύ μικρή για να εναντιωθεί σε βασιλικό στρατό. Ωστόσο, όλα ήταν με το μέρος τους κι έτσι θριάμβευσαν, όπως έγραψα και στο διήγημα.

Μετά την μαρτυρική και θεαματική εκτέλεση του νεότερου Ντισπένσερ, ένας Θεός ήξερε τι επιφύλασσε η μοίρα για τον Εδουάρδο, ο οποίος χάριν στον τέλειο εκβιασμό της Ισαβέλλας εννοείται ότι παρέδωσε κλαίγοντας τον θρόνο στον δεκατριάχρονο συνονόματο γιο του. Και φυσικά εξυπακούεται ότι Αντιβασιλισσα μέχρι την ενηλικίωση του παιδιού θα έμενε η μικρή Ισαβέλλα με την ευγενική συμβολή του Ρότζερ Μόρτιμερ. Τα της διακυβέρνησης τους θα τα πούμε άλλη στιγμή.

Κατά πάσα πιθανότητα ο τέως Βασιλιάς πνίγηκε στον ύπνο του απλά και ήρεμα, χωρίς φανφάρες, για να μη φανεί δα και μάρτυρας. Ωστόσο, δεδομένων των εξαισιων εκτελέσεων του περίγυρου του, φούντωσε η φήμη ότι η Βασίλισσα είχε διατάξει να τον διαπεράσουν από τα οπίσθια ως τον λαιμό με πυρωμένο σίδερο. Είναι τόσο ωραία αυτή η φήμη που ντρεπόμαστε να τη διαψεύσουμε.

Τέσσερα χρόνια κυβέρνησε η Ισαβέλλα με τον Μόρτιμερ. Το 1330, ο πρίγκιπας Εδουάρδος έλαβε τη διακυβέρνηση στα χέρια του κι άρπαξε τη ζωή από τα μαλλιά. Κρέμασε τον Μόρτιμερ με παρωδία δίκης -έδινε κι έπαιρνε αυτό αλλά πάλι καλά ήταν η τελευταία- ως φονιά του πατέρα του και τη μανούλα που τόσο τον αγαπούσε και στήριζε την έστειλε σε ένα καστράκι μακριά από το παλάτι να έχει την ηρεμία της κι ερχόταν στο Ουέστμινστερ μόνο για να βλέπει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Η Ισαβέλλα το 1330, που έληξε απότομα μα ένδοξα η κυριαρχία της -τουλάχιστον η φανερή- ήταν τριάντα τεσσάρων ετών. Έζησε άλλα είκοσι οχτώ χρόνια, ευτυχής και καμάρωνε τα παιδιά και τα εγγόνια της.

Ο γιος της ο Εδουάρδος ο Τρίτος θεωρείται ο καλύτερος Βασιλιάς που είχε ποτέ η Αγγλία, διότι την ανέστησε από τους νεκρούς κυριολεκτικά και θεμελίωσε μια τεράστια δυναστεία, κάνοντας τους Πλανταγενέτες δυνατότερους από ποτέ. Λέγεται πατέρας των σημερινών Άγγλων, γιατί έκανε τόσα πολλά παιδιά ώστε απόγονοι του ζουν ακόμα και σήμερα στα μεγαλύτερα αγγλικά τζάκια κι όχι μόνο. Το μεγαλύτερο του κατόρθωμα είναι η αρχή του Εκατονταετούς Πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας και μαντέψτε ποιός τον έπεισε να κάνει αυτόν τον πόλεμο γιατί του ανήκε ο θρόνος της Γαλλίας;

Πολύ σωστά. Η μητέρα του η Ισαβέλλα. Επίσης, απάνω σας έχω σένιο ντοκιμαντέρ για τον Εδουάρδο και τη γυναίκα του Ισαβέλλα.

Τώρα. Όσον αφορά το επόμενο μας κορίτσι. Επανερχόμαστε στο αγαπημένο Βυζάντιο και στην πιο λαμπρή του δυναστεία, τους Μακεδόνες, που έχουμε να τους δούμε από τον καιρό της Αννούλας το 2017 (Θεέ και Κύριε τρία χρόνια). Αυτό το κορίτσι ήταν ένα κινούμενο σκάνδαλο αλλά έβαλε σε όλους τα γυαλιά κι αυτή κι ο γιος της (ω ναι κι εδώ παίζει το δίδυμο μάνα γιος).

Ποιά να είναι;

Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!

*Μάγκνα Κάρτα: Αν θυμάστε -όσοι διαβάζετε το Seven Deadly Sins- το 1215 οι βαρόνοι επέβαλαν στον Βασιλιά Ιωάννη τον Ακτήμονα μια σειρά από μέτρα που φρέναραν τις αυθαιρεσίες του και θεωρείται η πρώτη φορά που βλέπουμε ανοιχτή διεκδίκηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ιστορία έβερ.

** Οι Διατάξεις του 1311 αποτέλεσαν μια σειρά μέτρων επίσης για τον περιορισμό των αυθαιρεσιών του Εδουάρδου του Δεύτερου πάλι από το συμβούλιο των βαρόνων. Ωστόσο, αυτή τη φορά, επιθυμούσαν να εκδιώξουν από δίπλα του τον επικίνδυνο, αλαζόνα και άναρχο πρώτο του ευνοούμενο Πηρς Γκέιβστον. Για αυτές τις Διατάξεις, ξέσπασαν τρεις εμφύλιοι πόλεμοι κατά τη Βασιλεία του Εδουάρδου του Δεύτερου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top