Σειρά: Βίβλος {Η Πιο Καρτερικά Υπομονετική}

Ήταν μόλις δώδεκα χρονών όταν τον γνώρισε. Είχε έρθει στη γη του σεβαστού πατέρα της ως εξόριστος, διωγμένος από το ίδιο του το σπίτι, έχοντας εξαπατήσει τον μεγαλύτερό αδελφό του με κόλπο της μητέρας του. Σαν το άκουσε ο παππούς τους, σάστισε και λυπήθηκε πολύ, επιβάλλοντας στον νεαρό, απερίσκεπτο και φιλόδοξο εγγονό του την τιμωρία να εργαστεί στα χωράφια του θείου του για εφτά χρόνια, ώστε να ξεπλύνει την αμαρτία του με τον ιδρώτα της κόπης του.

Ήρθε κι έμεινε στο σπίτι τους. Ολημερίς τον έβλεπε, τον καμάρωνε τον θαύμαζε κι ένιωθε ευλογημένη που είχε έναν τέτοιο ξάδελφο, προκομμένο και επιδέξιο στις δουλειές. Μα ποιόν κορόιδευε· δεν τον καμάρωνε, τον ζήλευε απίστευτα. Και κυρίως ζήλευε παθολογικά τα εργαλεία του· τα φτυάρια, τις αξίνες, τα βοσκοράβδια· πώς άγγιζε εκείνα όλη την ημέρα κι εκείνη δεν την ακουμπούσε ούτε καν με τα ακριβά του μάτια;

Έλιωνε την ημέρα η κοπέλα από έρωτα και το βράδυ σπάραζε, βρέχοντας με δάκρυα το προσκέφαλό της και κοιμόταν μόνο όταν στέρευαν οι βρύσες των ματιών της. Κάθε νύχτα έφερνε στον νου της την πρώτη τους συνάντηση και η ψυχή της βούλιαζε από καημό.

Εκείνος είχε μόλις φτάσει στην ευλογημένη γη του πατέρα της στη Μεσοποταμία -είχαν κιόλας περάσει εφτά χρόνια από τότε- κι είχε δει, μπροστά στο μεγάλο πηγάδι που τροφοδοτούσε όλα τα κοπάδια των τριγύρω βοσκών με νερό, τρεις βοσκούς γείτονες τους.

"Γνωρίζετε τον Λάβαν, τον γιο του Ναχώρ;" Τους είχε ρωτήσει κι εκείνοι του είχαν απαντήσει ότι τον γνώριζαν κι ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατέφθανε η μικρή κόρη του η Ραχήλ, για να ποτίσει τα πρόβατά του. Πράγματι, όσο ακόμη συζητούσαν, φάνηκε η Ραχήλ με το κοπάδι.

Σαν την αντίκρισε ο ξένος να τρέχει ανάμεσα στα τεράστια ζωντανά παιδούλα, θαμπώθηκε και γοητεύτηκε από την ανώριμη μα εμφανή ομορφιά της. Παρατήρησε, τότε, ότι δυσκολευόταν να ανοίξει το πηγάδι, γιατί το σφράγιζε ένα υπερβολικά μεγάλο και βαρύ κομμάτι πέτρας. Αμέσως, σήκωσε μόνος του το σφράγισμα κι άνοιξε το πηγάδι, για να ξεδιψάσουν τα πρόβατα.

"Σε ποιόν οφείλω ευχαριστίες;" Ζήτησε να μάθει η κοπέλα. "Δε σε έχω ξαναδεί εδώ."

"Δεν είμαι από εδώ," της εξήγησε ο νέος. "Είμαι από τη Χαναάν."

"Και πώς σε λένε;" Ρώτησε με αγωνία εκείνη, που αδημονούσε να μάθει αν ήταν κάποιος συγγενής ή φίλος συγγενών της.

"Ιακώβ," αποκρίθηκε εκείνος. "Είμαι ο γιος της θείας σου, της Ρεβέκας, της αδελφής του πατέρα σου."

Στο άκουσμα του ονόματος της θείας που μονάχα από διηγήσεις είχε γνωρίσει κι αγαπήσει, η μικρή Ραχήλ έτρεξε χαρούμενη μαζί με τον Ιακώβ στον πατέρα της τον Λάβαν και του παρουσίασε τον ανιψιό του και πρώτο της ξάδελφο. Στο γλέντι που ακολούθησε, ο Λάβαν άφησε τις δυο του κόρες να αγκαλιάσουν τον ξάδελφό τους κι αυτή ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που η Ραχήλ ένιωσε το σώμα του τόσο κοντά στο δικό της.

Πλέον δεν μπορούσε παρά να ζει με αυτή τη γλυκόπικρη ανάμνηση· γλυκιά γιατί είχε ξυπνήσει μέσα της τον έρωτα και πικρή γιατί ήταν η μόνη της. Εφτά χρόνια ζώντας με την ίδια ανάμνηση την κατέστρεφε, της διάβρωνε την ψυχή, σαν να έβλεπε κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη. Δε γνώριζε αν κι εκείνος ένιωθε κάτι, αν όλα αυτά δεν ήταν μόνο από την πλευρά της. Ίσως αυτό τη διέλυε περισσότερο από όλα.

Ώσπου, το βράδυ πριν από τη λήξη των εφτά ετών και την επικείμενη απελευθέρωση του Ιακώβ από την υπηρεσία του θείου του και πατέρα της, άκουσε κάποιον να χτυπά την πόρτα της. Αμέσως υπέθεσε ότι ήταν η μεγάλη αδελφή της, η Λεία, και σηκώθηκε από το κρεβάτι της φορώντας μόνο το γαλανό της φόρεμα και τα μαλλιά της σε μια αέρινη πλεξούδα.

Μόλις αντίκρισε τον κύριο των λογισμών της στο κατώφλι της, έχασε το σάλιο από το στόμα της, τη σκέψη από τον νου της, την ακοή, την όσφρηση και την όραση. Δεν έβλεπε τίποτα, παρά εκείνον, δεν ένιωθε τίποτα παρά τη ματιά του πάνω της.

"Ιακώβ," κατάφερε να ξεστομίσει κι αυτόματα συνειδητοποίησε πόσο ατημέλητη φαινόταν. Προσπάθησε να το ξεχάσει, διότι δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσε να κάνει για αυτό. "Ομολογώ πως δε σε περίμενα."

"Ούτε κι εγώ περίμενα να έβρισκα ποτέ το θάρρος για να σου χτυπήσω την πόρτα," είπε εκείνος κι η Ραχήλ ένευσε, για να συνεχίσει. "Κάθε βράδυ έρχομαι εδώ και πολύ καιρό, στέκομαι σαν στήλη άλατος μπροστά στην πόρτα, μα ποτέ δεν τολμώ να χτυπήσω. Απόψε ήταν η τελευταία μου ευκαιρία και το τόλμησα."

"Χαίρομαι που βρήκες το θάρρος," τραύλισε σχεδόν η Ραχήλ, χωρίς να ξέρει τι να του απαντήσει. Δεν μπορούσε καν να καταλάβει τι ήθελε να της πει ή καλύτερα φοβόταν να το υποθέσει. Και τότε, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι στεκόταν μπροστά της, στο κατώφλι της τόση ώρα. Κι αν τους είχε δει κάποιος; Μετά βίας συγκράτησε το κοκκίνισμα από τα μάγουλά της. "Πέρασε μέσα, προς Θεού," τον προσκάλεσε και παραμέρισε, για να περάσει, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. "Ήταν απρεπές που δε σε άφησα να μπεις νωρίτερα."

"Μην ανησυχείς, δε με πειράζει," βιάστηκε να την καθησυχάσει εκείνος, μα ό,τι και να της έλεγε, δε θα τα κατάφερνε. Έτρεμε η ψυχή της ολόκληρη, μόνο και μόνο στην όψη του κι ένιωθε το πρόσωπό της να καίει, όταν συναντιούνταν οι ματιές τους.

"Γιατί δίσταζες να χτυπήσεις την πόρτα μου;" Βγήκε αυθόρμητα η ερώτηση από τα χείλη της. Όσο κι αν έπρεπε να παραμείνει διακριτική, την έτρωγε η περιέργεια και μια ανεξήγητη αγωνία.

Ο Ιακώβ απέστρεψε το βλέμμα του από εκείνη και ξαφνικά το δάπεδο απέκτησε περισσότερο ενδιαφέρον, ενώ τα χέρια του τρίβονταν μανιωδώς μεταξύ τους.

"Είναι δύσκολο να σου το πω, μα δε νομίζω πως θα έχω άλλη ευκαιρία," παραδέχτηκε και ύψωσε απότομα το κεφάλι του, κάνοντας την καρδιά της να σκιρτήσει. Την κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια κι αν δεν ήταν στερεωμένη στον τοίχο, θα λιποθυμούσε.

"Ιακώβ," ξεκίνησε εκείνη, μην αντέχοντας άλλο τη φονική σιωπή. "Δε στο κρύβω ότι ο ερχομός κι η παραμονή σου στο σπίτι μας για εφτά ολόκληρα χρόνια ήταν μεγάλη ευτυχία για όλους μας στην οικογένεια, μα περισσότερο για-"

"Ραχήλ, σε αγαπάω," τη διέκοψε απότομα εκείνος, ξεστομίζοντας τη μεγαλύτερή της φαντασίωση με μια μεγάλη ανάσα ανακούφισης.

Για λίγο η δεκαεννιάχρονη κόρη έμεινε εμβρόντητη να τον κοιτάζει και να μην πιστεύει στα αυτία της. Κάθε βράδυ τον άκουγε να λέει αυτή ακριβώς τη φράση, μα στην πλούσια φαντασία της. Και τώρα, που την άκουγε από τα χείλη του ήθελε να πετάξει από ευτυχία, να τραγουδά ολημερίς κι ολονυχτίς και να χτίσει με τα χέρια της έναν ναό στον Κύριο, που είχε εκπληρώσει τη μεγαλύτερη ευχή της.

"Κι εγώ σε αγαπάω," του είπε ασθμαίνοντας από τους λυγμούς. Ήταν τόσο εκστασιασμένη, που δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε. Έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε όσο δυνατότερα μπορούσε, αφήνοντας λίγες σταγόνες δάκρυα να πέσουν στον ώμο του. "Σε αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα, εδώ κι εφτά ολόκληρα χρόνια κι αντί το αίσθημά μου να εξασθενεί με τον χρόνο θέριευε και κυριαρχούσε όλων των άλλων!"

"Στο ορκίζομαι, αγάπη μου, αύριο το πρωί, με το που σηκωθεί ο πατέρας σου από το κρεβάτι του, θα ζητήσω το χέρι σου από εκείνον!" Δεσμεύτηκε ο Ιακώβ, τυφλωμένος κι εκείνος από έρωτα κι ανυπομονησία.

Αυθόρμητα, τα μάτια τους στράφηκαν στο φεγγάρι, που έφεγγε στο μαύρο του ουρανού και φαινόταν ολοκάθαρα από το ανοιχτό παράθυρο. Κάποτε, ήταν ο καλύτερος τους φίλος, όταν μαράζωναν κι οι δυο για τον έρωτα που δίσταζαν να εκφράσουν. Κι εκείνη τη στιγμή, έγινε ο χείριστος εχθρός τους, γιατί έπρεπε να εξαφανιστεί όσο το δυνατόν συντομότερα και τη θέση του να δώσει στον λαμπερό ήλιο, για να γίνει επιτέλους η πρόταση που ο Ιακώβ σχεδίαζε εφτά χρόνια, όπως αποκάλυψε στη Ραχήλ, που ακόμα αδυνατούσε να πιστέψει την απέραντη ευτυχία που της είχε σταλεί απρόσμενα.

Ο Λάβαν, ωστόσο, ο πατέρας της Ραχήλ και αδελφός της μητέρας του Ιακώβ, δεν ενέκρινε καθόλου την ένωσή τους, όταν του την πρότεινε ο ανιψιός του το επόμενο πρωί. Κι αυτό όχι γιατί δεν εκτιμούσε τον νέο -αντιθέτως τον λάτρευε σαν γιο του- μα επειδή ήταν ενάντια στους κοινωνικούς κανόνες να παντρέψει τη μικρή του κόρη πριν από τη μεγάλη. Όμως, ο ενθουσιασμός του πατέρα που ευτυχεί για την κόρη του τον είχε κάνει να δεχτεί την πρώτη πρόταση του Ιακώβ για τη Ραχήλ, ένα μόλις μήνα αφότου είχε ξεκινήσει να δουλεύει για εκείνον.

Το πρόβλημα αυτό τον βασάνιζε για πολλά χρόνια. Η Λεία, η πρωτότοκή του, ήταν μια κοπέλα γεμάτη χαρίσματα ψυχικά, το ίδιο ακριβώς με τη Ραχήλ, αλλά δεν ήταν διόλου εύμορφη κι είχε μάτια άτονα, αλλήθωρα και δεν έβλεπε πολύ καλά. Του ήταν αδύνατον να της βρει γαμπρό κι ήταν ήδη είκοσι τριών ετών. Τότε, ένα εξαίσιο σχέδιο συνέλαβε ο νους του, για να λύσει το πρόβλημα του Ιακώβ και της Λεία ταυτόχρονα.

Ανακοίνωσε στον Ιακώβ ότι ευχαρίστως η Ραχήλ θα γινόταν γυναίκα του κι οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή για να ανακοινώσει το ευτυχές γεγονός στην τοπική κοινότητα. Εκείνη τη μοιραία νύχτα, κλείδωσε τη Ραχήλ στην κάμαρά της και σφράγισε το παράθυρο.

Η κοπέλα όλη τη νύχτα βροντούσε την πόρτα κι ούρλιαζε για βοηθεια, ενώ μαίνονταν στην αυλή του σπιτιού η γιορτή, η μουσική και τα γέλια των καλεσμένων. Κι όσο κανενας δεν ερχόταν να τη βοηθήσει, μήτε ο Ιακώβ να την αναζητήσει, το μυαλό της θόλωνε και σπάραζε, προσπαθώντας να ανοίξει τρύπα στην πόρτα με τα νύχια της, ώστε να ματώσουν τα δάχτυλα και να γεμίσει σκλήθρες. Ο πόνος του σώματος και της ψυχής την κατέρρευσαν κι έμεινε να σπαράζει ως το ξημέρωμα, χύνοντας δάκρυα τρισμέγιστης λύπης. Μονάχα ο Θεός γνώριζε τι είχε συμβεί εκείνο το μοιραίο βράδυ.

Την έβγαλε μια υπηρέτρια από το δωμάτιο, με διαταγή του πατέρα της, και περιποιήθηκε τις πληγές στα χέρια της, προτού την παρουσιάσει στον πατέρα και την αδελφή της.

Μόλις έμαθε τα γεγονότα της νύχτας πάγωσε από λύπη και θυμό ανάμεικτα και δεν ήξερε πώς και πού να ξεσπάσει. Ο πατέρας της, αγνοώντας τη θέληση της κόρης και του ανιψιού του, είχε μεθύσει τον Ιακώβ και στο κρεβάτι δίπλα του είχε ξαπλώσει με όλη της τη συναίνεση την αδελφή της Λεία. Κόκκινα είχαν στιγματιστεί τα σεντόνια του και το κρίμα είχε γίνει. Ο Ιακώβ έπρεπε να παντρευτεί τη Λεία.

Η Ραχήλ ένιωσε τα πόδια της να κόβονται, μα παρέμεινε ψύχραιμη, διότι ο ξάδελφος της πετάχτηκε ευθύς να διαμαρτυρηθεί.

"Τι ήταν αυτό που μου κάνατε;" Ωρύονταν ασύστολα. "Εφτά χρόνια δούλεψα για εσάς, ζητώντας τη Ραχήλ. Γιατί με εξαπατήσατε;"

"Δε συνηθίζουμε στα μέρη μας να παντρεύουμε τη μικρή κόρη πριν τη μεγάλη."

"Σεβαστέ μου, θείε, αυτή σας η απόφαση με γεμίζει απογοήτευση. Δυο φορές σας ζήτησα γυναίκα μου τη Ραχήλ και τώρα για ένα λάθος μιας νύχτας θα μείνω μακριά της για το υπόλοιπο της ζωής μου; Θα παντρευτώ τη Λεία, διότι έτσι επιβάλλεται, αλλά θα ξεπλήρωσω το σφάλμα μου με εφτά χρόνια υπηρεσίας σε εσένα ξανά κι έπειτα θα παντρευτώ τη Ραχήλ με ή χωρίς την ευχή σας."

Το ίδιο βράδυ, ήρθε και βρήκε την αγαπημένη του και της φίλησε τα χέρια, τα μάτια, τα μάγουλα και τέλος τα χείλη, με ένα αστείρευτο πάθος, που μαρτυρούσε ότι δεν έπαυε ούτε στιγμή να την αγαπά.

"Θα σε περιμένω, όσο χρειαστεί," του είπε συγκινημένη η Ραχήλ, αποφασισμένη να υπομένει καρτερικά το εφταετές μαρτύριο του γάμου του λατρευτού της με την αδελφή της.

Αλλά, ο Θεός επιφύλασσε μια σκληρότερη δοκιμασία για την πολύπαθη καρδιά της. Η Λεία αποδείχτηκε εξαιρετικά γόνιμη γυναίκα και γέννησε στα εφτά χρόνια του γάμου της με τον Ιακώβ έξι παιδιά· πέντε γιους και μια κόρη· τον Ρουβήν, τον Συμεών, τον Λευί, τον Ιούδα, τον Ισσάχαρ και τη Δείνα.

Η Ραχήλ, όπως ήταν φυσικό κι επόμενο, έσκασε από τη ζήλια της. Κάθε βράδυ, αφού κοιμόταν η Λεία, ο Ιακώβ την επισκεπτόταν κι οι δυο τους καβγάδιζαν έντονα κι όσο πλησίαζε η λήξη της προθεσμίας, τόσο εντονότεροι γίνονταν οι τσακωμοί.

"Την αγαπάς! Το ξέρω ότι την αγαπάς! Ειδάλλως γιατί μένει συνεχώς έγκυος και γεννά; Δε σε υποχρεώνει κανείς να κάνεις συνεχώς παιδιά μαζί της κι όμως εσύ το κάνεις! Το ξέρω, είμαι πια βέβαιη, δεν πρόκειται να με παντρευτείς ποτέ! Πάντοτε μαζί της θα μείνεις κι εγώ θα ρημάξω ανύπαντρη κι άτεκνη, για να γελούν οι γιοί σου, η κόρη σου κι η αδελφή μου εις βάρος μου και πάνω από όλους εσύ!"

Αυτά του έλεγε κι άλλα πολλά κάθε βράδυ, μέσα στη μέθη του θυμού και της αγανάκτησης, μα ο Ιακώβ ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της κι αδημονούσε να παντρευτούν.

Όταν εκείνη η πολυπόθητη ημέρα και από τους δυο έφτασε, η Ραχήλ έπλεε σε πελάγη ευτυχίας και για τα πρώτα δυο χρόνια του γάμου τους μόνο αυτή επικρατούσε στο σπιτικό τους· η πραγματική ευτυχία των ανθρώπων που σμίγουν μετά από τόσα βάσανα και δοκιμασίες.

Ωστόσο, δυο χρόνια μετά τον γάμο τους, η Ραχήλ δεν είχε γεννήσει παιδιά, δεν είχε καν μείνει έγκυος κι αυτό έσπειρε την αντίληψη σε όλους ότι ήταν στείρα. Τελικά, το πίστεψε κι η ίδια κι η ζήλεια της για της αδελφή της φούντωσε ακόμα περισσότερο και ποτέ της δε χάρηκε ή χαμογέλασε πια, μα παρέμενε μελαγχολική, γιατί έβλεπε τους ανιψιούς της να μεγαλώνουν και θλιβόταν που δεν είχε ούτε ένα μωρό στην κοιλιά της. Το ίδιο μελαγχολική, βέβαια, ήταν κι η Λεία που ολότελα είχε χάσει την αγάπη του Ιακώβ μα και της αδελφής της.

Οι τσακωμοί μεταξύ του ζεύγους αναζωπυρώθηκαν κι έγιναν ισχυρότεροι, διότι η Ραχήλ πίστευε πως ο Ιακώβ θα την έδιωχνε και θα επέστρεφε στη Λεία που είχε αποδείξει τη γονιμότητά της, ενώ ο Ιακώβ της ορκίζονταν αδιάκοπα ότι δε θα σταματούσε ποτέ να την αγαπά κι ας δε γεννούσε παιδιά κι ας τον ζήλευε.

Πέρασε άλλος ένας χρόνος κι ένα βράδυ, η Ραχήλ, μην αντέχοντας άλλο να υπομένει το μαρτύριο της ατεκνίας ξέσπασε ενάντια στον άνδρα της.

"Αν δε μου δώσεις παιδιά, θα πεθάνω!" Τον απείλησε κι εκείνος σάστισε στα λεγόμενα της και δε συγκράτησε τη γλώσσα του.

"Ποιός νομίζεις πώς είμαι; Ο Θεός; Εκείνος σου στέρησε την ικανότητα να γεννάς! Πώς εγώ να την επαναφέρω;"

Η Ραχήλ είχε παρανοήσει, η λαχτάρα κι η στέρηση από τη μητρότητα την είχαν τσακίσει κι αναζητούσε απεγνωσμένα λύση, που βρήκε θεόσταλτη, κοιτάζοντας την αυλή από το παράθυρό της.

"Η Βαλλά!" Αναφώνησε, κοιτάζοντας τη δούλα της, που κοιμόταν σε ένα υπόστεγο, κοντά στον στάβλο. "Ιδού η δούλη μου. Με αυτή να κοιμηθείς, όπως προστάζει το έθιμο για τις στείρες γυναίκες, κι ας γεννήσει στα γόνατά μου. Έτσι, θα αποκτήσω παιδιά μέσα από εκείνη."

Ο Ιακώβ υπάκουσε με βαριά καρδιά. Μολονότι η Βαλλά ήταν όμορφη και δέκα χρόνια νεότερη της Ραχήλ, δεν μπορούσε να νιώσει αγάπη για εκείνη. Η Ραχήλ ήταν όλος του ο κόσμος κι η αγάπη της η ανάσα του.

Εννέα μήνες αργότερα, η Βαλλά γέννησε στα γόνατα της αγάπης του ένα αγόρι. Το πήρε η Ραχήλ στα χέρια της τρισευτυχισμένη.

"Με δικαίωσε ο Κύριος! Εισάκουσε τις προσευχές μου και μου έδωσε γιο! Το όνομά του είναι Δαν!"

Έναν χρόνο αργότερα, η Βαλλά γέννησε ξανά άλλον έναν γιο του Ιακώβ κι η Ραχήλ δόξαζε τον ύψιστο.

"Μεγάλους αγώνες έκανα ενάντια στην αδελφή μου και νίκησα! Ο γιος μου λέγεται Νεφθαλί!"

Αυτά τα δυο παιδιά μαλάκωσαν την ταραγμένη της ψυχή κι επιτέλους γαλήνεψε, λησμονώντας σχεδόν τη στειρότητά της και μεγαλώνοντας τα σαν σπλάχνα της.

Πέρασαν πέντε χρόνια, χρόνια ησυχίας για τον μικρό τους κόσμο. Τα παιδιά τους μεγάλωναν γρήγορα, με τους γιους της Λεία να ανδρώνονται και να πηγαίνουν μόνοι στην αγορά τα μαλλιά και τα κρέατα των προβάτων. Μια ημέρα, γύρισαν από εκεί ο Ρουβήν κι ο Συμεών, οι μεγαλύτεροί της, φέρνοντας σιτηρά και μήλα του μανδραγόρα. Αυτά τα μήλα είχαν θεραπευτικές ιδιότητες κι η Ραχήλ ένιωθε πως θα θεράπευαν τη στειρότητά της.

"Δώσε μου τα μήλα που έφερε ο Ρουβήν," είπε αμέσως στην αδελφή της, διότι δικά της δώρα ήταν.

"Όχι," απάντησε εκείνη. "Μου πήρες τον σύζυγο, δε θα επιτρέψω να μου πάρεις και τα δώρα του γιου μου."

Η Ραχήλ πήρε μια βαθιά ανάσα, προτού ξεστομίσει την προσφορά της.

"Αν μου τα δώσεις, απόψε θα κοιμηθείς με τον Ιακώβ."

Στο άκουσμα αυτού, η Λεία δέχτηκε να της τα δώσει και πράγματι κοιμήθηκε με τον άνδρα της και γέννησε το τελευταίο της παιδι, ένα αγόρι που ονόμασε Ζαβουλών.

"Ο Κύριος έβγαλε από πάνω μου τη ντροπή," είπε ανακουφισμένη μετά τη γέννα, διότι, ως αντίποινα στη Ραχήλ, είχε δώσει κι εκείνη στον Ιακώβ την πίστη της σκλάβα, τη Ζαλφά, από την οποία γεννήθηκαν δυο γιοί επίσης, ο Γαδ κι ο Ασήρ.

Οργισμένη τα παρακολουθούσε αυτά η Ραχήλ, μα η πίστη της παρέμενε ακλόνητη κι οι προσευχές της διαρκείς, τόσο που ο Κύριος της χάρισε σε ηλικία τριάντα τριών χρονών ένα δικό της παιδί. Ως εκ θαύματος, η Ραχήλ έμεινε έγκυος και γέννησε έναν γιο, που ο Ιακώβ ονόμασε Ιωσήφ κι ήταν αυτός ο πιο αγαπημένος του γιος, αφού ήταν ο καρπός του αληθινού του έρωτα με τη Ραχήλ.

Ακόμα και τότε, όμως, στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της, η Μοίρα, ο Θεός ή τέλος πάντων αυτός που ρύθμιζε τη ζωή της, δεν την άφησε να χαρεί για πολύ και ξαφνικά, μετά από μια κερδοφόρα ημέρα στην αγορά, οι γιοί της Λεία και της Βαλλά γύρισαν και της ανακοίνωσαν ότι ο μονάκριβος της είχε πεθάνει, δίνοντας της τον ματωμένο του χιτώνα. Τότε, η Ραχήλ ήταν έγκυος στον δεύτερο της γιο, τον τελευταίο γιο του Ιακώβ, που σαν γεννήθηκε ονομάστηκε Βενιαμίν, που από τότε χρησιμοποιείται για τους τελευταίους γιους. Η δύστυχη μάνα, που δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον καημό του Ιωσήφ, δεν άντεξε τη γέννα και πέθανε λίγο αργότερα.

Ο Ιακώβ κι όλοι του οι γιοί της θρήνησαν γοερά, στήνοντας της έναν πανύψηλο τύμβο, για να τη θυμούνται όλοι και να τη δοξάζουν ως μάνα ολάκερου του Ισραήλ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το διήγημα της Ραχήλ μας! Ελπίζω να σας αρεσε! Γράψτε μου τη γνώμη σας στα σχόλια!!!

Για όσους αναρωτιούνται, ο Ιωσήφ δεν πέθανε. Οι αδελφοί του, ποτισμένοι ζήλια από τη μάνα τους τη Λεία κι από την απίστευτη εύνοια που του έδειχνε ο Ιακώβ, τον πούλησαν σκλάβο σε Αιγύπτιους δουλεμπόρους και λέρωσαν τον χιτώνα του με αίμα κατσίκας.
Ο Ιωσήφ, βέβαια, ως σκλάβος στην υπηρεσία του Φαραώ, διέπρεψε, διότι ήταν τίμιος κι είχε το χάρισμα να εξηγεί τα όνειρα, πράγμα που τον ανέλιξε σε ένα σκαλί κάτω από τον Φαραώ στην ιεραρχία. Κι όταν μια εποχή, έπεσε ξηρασία και λιμός στον κόσμο, η Αίγυπτος είχε αποθέματα κι όλοι έρχονταν και παρακαλούσαν για λιγο σιτάρι με αμύθητες αμοιβές. Τότε, ήλθαν τα αδέλφια του Ιωσήφ. Έγιναν πολλά, είχαμε αναγνωρίσεις κι εν τέλει όλη η οικογένεια του Ιακώβ μετέβη στην Αίγυπτο, όπου κι έμεινε. Από τους δώδεκα γιους επήλθαν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, που για τέσσερις αιώνες έμειναν δέσμιοι και σκλάβοι των Αιγυπτίων, ώσπου να γεννηθεί ένας Μωυσής από τη φυλή του Λευί και δώδεκα αιώνες αργότερα ένας Ιησούς από τη φυλή του Ιούδα, που πήρε όπως κάθε άξιος το μετάλλιο της ανοιχτής παλάμης.

Αν ενδιαφέρεστε, την ιστορία του Ιωσήφ θα τη γράψω σύντομα στο άλλο βιβλίο διηγημάτων μου με τίτλο Seven Deadly Sins, ενώ την ιστορία του Μωυσή την έχω γράψει ήδη. :)

Στο επόμενο διήγημα, θα δούμε μια σχετικά σύγχρονη γυναίκα, επιστήμονα καταξιωμένη, για την οποία σύντομα θα κυκλοφορήσει και ταινία με μια από τις αγαπημένες μου Χολιγουντιανές ηθοποιούς.

Ποιά να είναι άραγε;

Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!

Υ.Γ. Καλή σχολική χρόνια και καλή φοιτητική χρόνια σε όλους! Όσοι δεν ανήκετε σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top