Μέρος Τέταρτο, Κεφάλαιο 34

Μέρος Τέταρτο: Χειμώνας

Κεφάλαιο 34

Η Ραβάννα γύρισε πάλι στον ναό, το μυαλό της περιτριγυρισμένο για μια φορά από σκέψεις καθησυχαστικές, μια ηρεμία στο βλέμμα της. «Ραβάννα;», ακούστηκε από κάπου μακριά μια ψιλή φωνή. Γύρισε αργά από τους κλώνους του γιασεμιού που φεγγοβολούσαν ασημένια και κοίταξε την άλλη ιέρεια, που στεκόταν στο κατώφλι του δωματίου.

«Τι είναι, Τίλλια;»

Η κοπέλα έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της εμπιστευτικά. «Ο Μεγαλειότατος είν' εδώ», είπε με δέος. «Επιθυμεί να σου μιλήσει», συμπλήρωσε κάπως πιο βιαστικά, σαν να 'θελε να πει ότι δεν έπρεπε να αφήσουν τον ηγέτη τους να περιμένει.

Η Ραβάννα περιεργάστηκε για λίγο αυτή την πληροφορία. Αφότου εξορκίστηκε η Ελίντρα, ο ξαδελφός της δεν της έκανε συχνά την τιμή να την επισκεφτεί, κυρίως για να αποφύγει οποιαδήποτε συναναστροφή με τη Φεγγαροφώτιστη. Για να ήρθε εδώ τέτοια περασμένη ώρα και μάλιστα να ζήτησε να τη δει, σίγουρα θα επρόκειτο για κάτι το επείγον. Ακολούθησε, λοιπόν, την Τίλλια ως την κεντρική αίθουσα, όπου περίμενε ο Όμπερον. Τον είδε προβληματισμένο και μπερδεμένο, παρά την προσπάθειά του να δείχνει σίγουρος κι επίσημος μπροστά στην άλλη ιέρεια. Έτσι αποδέχτηκε την πρότασή του να μιλήσουν κάπου παράμερα και σε λίγο βρισκόντουσαν και οι δύο στον κήπο.

«Φαίνεσαι αναστατωμένος, ξάδελφε», του είπε, κοιτάζοντάς τον εξεταστικά για λίγη ώρα. «Συνέβη κάτι στο ταξίδι σου;»

«Πάρα πολλά», της απάντησε κουρασμένα. «Όμως ήρθα εδώ για άλλο λόγο», πρόσθεσε μετά από μερικές στιγμές αμήχανης σιωπής, κατά την οποία απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια. «Η Τιτάνια... μου είπε τι έγινε με τον Ντάζεϊλτον...» Στην αναφορά, εκείνη ένιωσε ταραχή, την οποία όμως δεν πρόλαβε να εκδηλώσει, αφού αυτός συνέχισε: «Μου είπε ότι κάποια παιδιά του φέρθηκαν άσχημα κι αυτό τον επηρέασε πολύ».

Η Ραβάννα εξέπνευσε. «Ναι, έτσι είναι», απάντησε μονότονα. «Αυτό που συνέβη ήταν στ' αλήθεια τραυματικό για εκείνον, μα σύντομα θα το ξεπεράσει».

«Το ελπίζω. Πρέπει ο μικρός να μάθει να παλεύει και μόνος του. Ποτέ δεν ξέρεις ποια κακοήθεια και ποια προδοσία θα βρεθεί στο δρόμο του». Τα λόγια του ξαδέλφου της γίνανε άξαφνα σκληρότερα και η Ραβάννα αναρωτήθηκε αν εννοούσε κάτι άλλο, μα δεν είχε την διάθεση να ασχοληθεί εις βάθος. Ήδη κουβάλαγε το βάρος μιας δύσκολης μέρας και παρά την φανερή του αμηχανία, επέλεξε να μην του πει τίποτα. Αν ήθελε αυτός, θα της μιλούσε, είτε σήμερα, είτε μιαν άλλη μέρα. «Αλλά θέλω να ξέρω αν έχεις κάποια συμβουλή να μου δώσεις, εσύ που και γνωρίζεις απ' αυτά και μπροστά ήσουν όταν συνέβη».

«Δεν έχω να σου πω πολλά, πέρα από αυτά που ήδη γνωρίζεις. Δώσε του χρόνο, δείξε του αγάπη και σιγά-σιγά θα περάσουν όλα».

«Σε ευχαριστώ». Τέτοια λόγια είχε συνηθίσει να τα ακούει από τα χείλη της και να τα αφήνει να τον καθησυχάζουν και να του φέρνουν χαρά κι ελπίδα. Τέτοια λόγια, σαν αυτά που του είπε μόλις. Μα τι παράδοξο, τι ανήκουστο! Τώρα το συναίσθημα της ηρεμίας που ερχόταν προς το μέρος του δεν μπορούσε να τον φτάσει. Πνιγόταν στο συναίσθημα της οργής που σιγόβραζε.

«Δεν έκανα τίποτα», απάντησε στην ευχαριστία του και θαρρούσε πως απαντούσε σε ό,τι είχε δει και τον έβγαζε ψεύτη. Έπειτα τον ρώτησε αν ήθελε κάτι άλλο κι όταν της απάντησε αρνητικά, τον καληνύχτισε και ξεκίνησε να προχωράει προς τα μέσα. Ο Νεραϊδοβασιλιάς συγκρατιόταν με όλη του τη δύναμη τόση ώρα, αλλά εν τέλει του ήταν αδύνατο να το καταπιεί κι απλά να φύγει.

«Από πότε έχεις εραστή;» Η ερώτηση της πάγωσε το αίμα και την έκανε να μείνει εντελώς ακίνητη σαν άγαλμα. Με τρόμο γύρισε αργά και τον κοίταξε. Τώρα ο Όμπερον την κοιτούσε κατάματα και το βλέμμα του ήταν ψυχρό, όπως κι η φωνή του όταν ξεστόμισε αυτό που ξεστόμισε.

«Τι λες;», ρώτησε και η φωνή της δεν ήταν παρά ένας τραχύς ψίθυρος.

«Σε είδα, Ραβάννα», της απάντησε πολύ ήρεμα, σαν δολοφόνος που προσπαθεί να σκοτώσει αθόρυβα. «Σε είδα στο δάσος... κι είδα κι εκείνον. Σε φιλούσε...», συνέχισε, η αποστροφή του να φανερώνεται λέξη προς λέξη. «...και τον άφηνες. Ακόμα χειρότερα... τον φιλούσες κι εσύ... Πώς μπόρεσες;»

«Ό,τι κι αν είδες, ξέχασέ το», του απάντησε εξίσου ήρεμα κι εξίσου ψυχρά και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.

«Ώστε δεν θα το αρνηθείς καν; Τόσο θρασεία κι αμετανόητη; Δεν περίμενα ποτέ να ντροπιάσεις έτσι την οικογένειά μας».

«Δεν είμαι εγώ αυτή που ντροπιάζει την οικογένεια. Δεν είμαι εγώ που με κούφιους συναισθηματισμούς παρασέρνω τους άλλους στην μοιχεία και σε συμβουλεύω να σκεφτείς καλά την επόμενη φορά που θα με χαρακτηρίσεις με τέτοια λόγια», απάντησε στις κατηγορίες του με τόση επιθετικότητα, που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά εναντίον του. Όπως δεν είχε ποτέ σκοπό να χρησιμοποιήσει και τις παλιές εξωσυζυγικές του σχέσεις, τις οποίες έμαθε, όταν έτυχε να τις εξομολογηθεί σ' αυτήν η Ζέλλια, Βασιλική Συνοδός της Τιτάνιας, η οποία υπήρξε ερωμένη του. Ο Όμπερον έδειξε να σοκάρεται ακόμα περισσότερο στη συνειδητοποίηση ότι τα ήξερε όλα.

«Σε τέτοιο σημείο ανεντιμότητας σε έχει φέρει, λοιπόν, αυτός ο βλάσφημος; Δεν το πιστεύω πως φέρεσαι έτσι», είπε, σίγουρος ότι η επόμενή του ερώτηση θα την σόκαρε κι αυτήν εξίσου. «Μήπως του δόθηκες κιόλας;»

«Δεν σου επιτρέπω!»

«Ούτε εγώ σου επιτρέπω να ερωτοτροπείς, ενώ είσαι ιέρεια!»

«Δεν θα σου δώσω αναφορά τι θα κάνω με τη ζωή μου!»

«Σε εμένα ίσως όχι, αλλά τι θα πει η Φεγγαροφώτιστή σου, αν μάθει τι κάνεις;»

Μια πνιχτή κραυγή της ξέφυγε κι εκείνος ένιωσε μια στιγμιαία αίσθηση νίκης, όταν πρόσεξε την επιρροή που κατάφερε να αποκτήσει πάνω της. «Όμπερον, όχι... δεν θα τολμήσεις να πεις λέξη», του είπε.

«Γιατί όχι;», την ρώτησε έχοντας ξαφνικά το πάνω χέρι. «Η Αρχιέρεια εξόρισε την μητέρα μου και θεία σου. Ξέρω πως δεν συμπαθεί ούτε εμένα κι αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα στις σχέσεις του Παλατιού με τον Ναό, πράγμα που δεν με συμφέρει, όπως μπορείς να καταλάβεις. Αν κάνω μία τέτοια αποκάλυψη, θα της δώσω να καταλάβει πως εγώ είμαι με το μέρος της και μπορεί να με εμπιστευτεί, σε αντίθεση με σένα».

«Σε παρακαλώ...»

«Τι έγινε; Άφησες τις απειλές κι έπιασες τα παρακάλια; Απόψε μου απέδειξες ότι δεν είσαι άξια της εμπιστοσύνης μου. Με απογοήτευσες, ξαδέλφη».

«Εγώ-»

«Εσύ διαπράττεις έγκλημα ενάντια στην Θεά του Φεγγαριού. Σταμάτα ό,τι κάνεις, γιατί ειδάλλως αξίζει να τιμωρηθείς κι εσύ... και αυτός».

«Όχι! Όχι αυτός!», ψιθύρισε πανικόβλητη κι ο Όμπερον είδε για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, φόβο να γεμίζει τα πράσινα μάτια της. «Σε παρακαλώ, Όμπερον», του είπε τρέμοντας καθώς τον πλησίασε. «Μην της μιλήσεις... Τον αγαπάω», τα λόγια της ήταν γεμάτα απελπισία, λόγια που δεν είχε ξεστομίσει ποτέ, μα φανερωθήκανε, με την ελπίδα να τον κάνουν να καταλάβει και να τον συγκινήσουν. Ο Όμπερον την κοίταξε επικριτικά. Το γεγονός ότι όχι απλά ερωτοτροπούσε με κάποιον, αλλά από πάνω έτρεφε και αισθήματα γι' αυτόν, μπορούσε ξαφνικά να τον τρελάνει.

«'Τον αγαπάς';», επανέλαβε με εμφανή δυσαρέσκεια. «Δεν μπορώ να βασιστώ στα λόγια σου... μοιάζεις ολότελα τρελαμένη από έρωτα. Σου 'χει πάρει τα μυαλά αυτός και ξεχνάς αυτό που είσαι. Ξεχνάς ότι μια ιέρεια πρέπει να παραμένει αγέρωχη, ασκανδάλιστη κι ανέγγιχτη, με στοχασμούς παρθενικούς*... Έμειναν άραγε παρθενικοί οι στοχασμοί σου, Ραβάννα;»

«Σου ορκίζομαι... δεν έχω ξεχάσει αυτό που είμαι», του είπε νιώθοντας τεράστια ντροπή για την αναφορά που του έδινε σε ένα τόσο προσωπικό ζήτημα. «Άφησέ τον ήσυχο».

«Πολύ καλά». Αποκρίθηκε εκείνος, ικανοποιημένος με τις πληροφορίες και τον τρόπο που κατάφερε να την φέρει στα νερά του. Μέσα του, ένα κομμάτι του εαυτού του, που είχε σχεδόν σιγήσει, ντρεπόταν για λογαριασμό του· για τον άτιμο τρόπο που χειραγωγούσε την καημένη την Ραβάννα και για την παράξενη χαρά που του προσέφερε αυτό. «Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη απόψε, Κόρη της Σελήνης», ανακοίνωσε, τονίζοντας την ιδιότητά της, σαν να ήθελε να της την υπενθυμίσει ή να την ντροπιάσει ακόμα περισσότερο. «Σου δίνω το λόγο μου πως δεν θα του κάνω κακό. Ελπίζω να κατάλαβες το σφάλμα σου και να μην με φέρεις ξανά στην τόσο δύσκολη θέση να σου μιλήσω τόσο σκληρά». Αυτά είπε και της γύρισε την πλάτη, πετώντας μεγαλόπρεπα στον νυχτερινό ουρανό.

Η Νεράιδα άφησε επιτέλους την ανάσα της να ελευθερωθεί κι έσκυψε το κεφάλι της από το βάρος της επιπλέον εξάντλησης που είχε μόλις φορτωθεί στους ώμους της. Όταν το ξανασήκωσε κι είδε την φιγούρα του να απομακρύνεται στο σκοτάδι, μαζί με τον τρόμο και την απελπισία που της προκάλεσε, θυμός μεγάλος άρχισε να την καίει. Πώς τόλμησε να της μιλήσει τόσο άσχημα; Να την κάνει να υποκύψει στην χειραγώγησή του!; «Ανάθεμά σε, αφιονισμένε», μουρμούρισε φαρμακερά μέσα από τα δόντια της.

Εκείνη τη νύχτα δυσκολεύτηκε πολύ να κοιμηθεί, όχι από την ανησυχία, ή την υπερένταση, αλλά από τα νεύρα. Η συζήτηση αυτή την γύρισε χρόνια πίσω, στην ευάλωτη κι αδύναμη πλευρά που ήθελε να αφανίσει παντελώς από τον χαρακτήρα της. Την έκανε να θυμηθεί τον καιρό που η θεία της την χειραγωγούσε με τον ίδιο τρόπο και πώς κι αυτός προσπάθησε πολλές φορές να κάνει το ίδιο. Και πάλι, αυτή έβγαλε την ίδια αδυναμία και τον ικέτευσε, αντί να τον στείλει από εκεί που ήρθε! Ενώ ήξερε ότι μπορούσε να του κλείσει το στόμα, του έδωσε πάτημα να την κάνει να νιώσει ξανά μικρή και ανυπεράσπιστη. Ή μάλλον όχι αυτός, το μυαλό της έφταιγε, που τελικά δεν είχε ξεχάσει να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Ίσως και να ήταν πολύ σκληρή με τον εαυτό της, μα πάντα η Ραβάννα είχε αυτή την τιμωρητική συμπεριφορά όταν την έφερναν σε δύσκολη θέση, είτε επρόκειτο για άλλους, είτε για την ίδια.

🌙

Ο Όμπερον επέστρεψε στο παλάτι και ξάπλωσε στο πλάι της Τιτάνιας, που κοιμόταν βαθιά και δεν είχε καταλάβει τίποτα. Οι τύψεις του στην αρχή ήταν μεγάλες, αλλά γρήγορα θόλωσαν και χάθηκαν, καθώς άλλες σκέψεις τον κράτησαν ξάγρυπνο. Ποιος ήταν αυτός που ξελόγιασε την ξαδέλφη του και την έκανε έτσι; Έπρεπε να το διαλευκάνει άμεσα. Από την μακρινή όψη του, κατάλαβε ότι σίγουρα ήταν Νεράιδος κι όχι κάτι άλλο. Αλλά ποιος; Ποιος θα την έφερνε στο σημείο να λοξοδρομήσει και να τον 'αγαπήσει', όπως είπε η ίδια. Η περιέργεια δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Σύντομα θα μάθαινε...

🌙

Ήταν μερικοί από τους πιο έμπιστους φρουρούς που είχε μαζί του στο ταξίδι. Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει κι ο Έλβερ, που τον είχε τραυματίσει ο Σάιτρους με τα σκοτεινά του μάγια. Το σημάδι που, όπως εσφαλμένα νόμιζε, εμφανίστηκε αναίτια και ξαφνικά στο δέρμα του δεν είχε γιάνει κι όπως προέβλεπε ο Νεραϊδοβασιλιάς, ούτε θα έγιαινε ποτέ. Δεν μπορούσε παρά να νιώσει λύπη για τον άτυχο Νεράιδο, που θα το κουβάλαγε για την υπόλοιπη ζωή του, όμως από την άλλη η όψη του τού δημιουργούσε μία σιγουριά ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί και να τον υπολογίσει. «Στηρίζομαι στην εχεμύθειά σας», τους ανακοίνωσε σοβαρά, κοιτάζοντάς τους στα μάτια έναν-έναν. «Ό,τι θα πω κι ό,τι θα αντικρίσετε, πρέπει να μην το μάθει κανείς άλλος πέρα από εμάς, έγινα σαφής;»

«Μάλιστα κύριε», του απάντησαν όλοι με μια φωνή κι αυτός χαμογέλασε ευχαριστημένος, ξέροντας πως το εννοούσαν. Καθώς τους εξήγησε τι ήθελε να κάνουν, πως θα τους έβαζε να παρακολουθήσουν την ξαδέλφη του, διέκρινε δυσάρεστη έκπληξη στα βλέμματά τους, όμως αυτό δεν τον πτόησε.

«Είναι ζήτημα τιμής που αφορά τόσο την οικογένειά μου, όσο και τις ιέρειές μας. Γι' αυτό δείτε τους εαυτούς σας σαν εξαγνιστές, που θα μας προστατεύσουν όλους από την ηθική κατάπτωση», δήλωσε με ένα άξαφνα άγριο ύφος, που έκαμψε κάθε αντίρρηση, ακόμα και κάθε σκέψη που ετοιμαζόταν να φυτρώσει στον νου τους. «Δείτε ποιον συναντάει. Μάθετε ποιος είναι αυτός ο άντρας και φέρτε τον σ' εμένα. Τα υπόλοιπα θα τα κανονίσω προσωπικά». Κάποιοι από αυτούς τον φοβήθηκαν όταν τον είδαν για πρώτη φορά τόσο διαφορετικό. Υπήρξε πάντοτε αποφασιστικός και ίσως μερικές φορές επίμονος περισσότερο από όσο έπρεπε, κατά την διάρκεια της κοινής τους αποστολής, μα πρώτη φορά ήταν τόσο απόλυτος και τόσο σκληρός. Κάποιοι υπέθεσαν ότι ήταν σοκαρισμένος, όσο οι ίδιοι, με αυτό που έμαθε, αλλά μιας και η δουλειά τους ήταν να υπακούν στις διαταγές του και τίποτ' άλλο, αυτό έκαναν. Πού να φανταστούν ότι ο Βασιλιάς τους, εκείνος που άλλοτε τους οδηγούσε και τους προστάτευε, θα είχε από εδώ και πέρα μονίμως αυτό το ύφος, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την πολύχρωμη περιβολή του; Πού να φανταστούν ότι από εδώ και πέρα ο Όμπερον θα πήγαινε σταθερά προς το χειρότερο...;

*ατάκα του Όμπερον, κλεμμέν-εεε, δανεισμένη κατ' ευθείαν από το 'Όνειρο Θερινής Νυκτός' του Σαίξπηρ, στο σημείο όπου μιλάει για το λουλούδι του έρωτα, στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης, με την μετάφραση που χρησιμοποίησε η Θεατρική Ομάδα του ΠΕΑΠ Δήμου Σκύρου (δεν γνωρίζω ποιανού είναι, δυστυχώς).

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top