Μέρος Δεύτερο, Κεφάλαιο 11

Μέρος Δεύτερο: Καλοκαίρι

Κεφάλαιο 11

Οι εποχές ήρθανε και προσπέρασαν. Η Άνοιξη έδωσε τη θέση της στο Καλοκαίρι και το Ασημένιο Δάσος άλλαξε τις φορεσιές του την μία πίσω από την άλλη, ώσπου πέρασαν δυόμιση χρόνια και τώρα η κυρά Άνοιξη είχε πάλι κινήσει για το σπιτικό της. Στον Ναό της Σελήνης, όμως, ο χρόνος έμοιαζε πάντα σαν να έχει σταματήσει. Όλα μένανε ίδια, σταθερά, όπως ο αέναος κύκλος του Φεγγαριού.

🌙

«Σίον, είσαι έτοιμος;», ακούστηκε μία φωνή από κάπου πίσω του κι ο Νεράιδος με τα σκούρα μωβ μαλλιά στάθηκε προσοχή.

«Μάλιστα, ιέρεια», απάντησε υπηρεσιακά προτού τσεκάρει για τελευταία φορά τις αποσκευές που ετοίμαζε.

«Ξέρεις, δεν χρειάζεται να πάρεις τόσα πολλά, μονάχα μία νύχτα θα λείψουμε», ακούστηκε η ίδια φωνή κι αυτός σήκωσε το κεφάλι του και είδε την Νεράιδα που τον είχε υπό την προστασία της να μπαίνει στο μικρό δωμάτιο.

«Το ξέρω...», απάντησε κάπως αμήχανα. «...όμως δεν θέλω να ξεχάσω κάτι σημαντικό και πολύ φοβάμαι πως... τα έχω μπερδέψει», παραδέχθηκε στο τέλος με ένα νευρικό γέλιο.

Εκείνη άφησε κατά μέρους το συνηθισμένο της ύφος κι έριξε μια ματιά στο σακίδιο που κόντευε να ξεχειλίσει. «Στάσου να σε βοηθήσω με δαύτα», είπε με ένα μικρό συμπονετικό χαμόγελο κι έσκυψε να κοιτάξει καλύτερα τα πράγματα. Ο Σίον ντράπηκε λίγο. Παρ' όλη την οικειότητα που υπήρχε ανάμεσά τους έπειτα από δυόμιση χρόνια στενής συνεργασίας, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να της δώσει την εντύπωση του ακατάστατου και του ανοργάνωτου. Αν βέβαια ο Μέρελ ήταν εκεί, θα εξέφραζε με θράσος τη γνώμη του περί της ακαταστασίας και της σοβαρής έλλειψης οργάνωσης που είχε ο συγκάτοικός του, μα δόξα τη Θεά, δεν ήταν. Όσο σκεφτόταν, η Ραβάννα είχε ακόμα το κεφάλι της κρεμασμένο πάνω απ' το σακίδιο και ψαχούλευε τα αντικείμενα που ήταν μέσα. «Αυτά νομίζω δεν θα τα χρειαστείς», παρατήρησε, βγάζοντας έξω δύο φιάλες με φωσφορίζουσα μαγική σκόνη. «Γιατί να κουβαλάς το επιπλέον βάρος. Σίγουρα έχει αρκετό φως κι εκεί που πάμε».

«Υποθέτω πως ναι, μα-»

«Και δεν είπαμε ότι το λάδι γιασεμιού πρέπει να είναι τόσο ώστε απλά να αλείψουμε τα κεριά; Εσύ πήρες αρκετό για να τα κάνεις μπάνιο μέσα σε αυτό».

«Δίκιο έχετε, μάλλον δεν θα μάθω ποτέ», γέλασε ο Σίον.

«Δεν νομίζω πως είναι ανικανότητα μάθησης, απλώς δείχνεις υπερβάλλοντα ζήλο, όπως πάντα. Μα δεν υπάρχει λόγος ούτε να αγχώνεσαι, ούτε να κουράζεσαι», απάντησε εκείνη και σήκωσε επιτέλους το βλέμμα της προς αυτόν. Ο Σίον πάγωσε αντικρίζοντας τα μάτια της τόσο κοντά στα δικά του. «Υποσχέσου μου πως δεν θα επιβαρυνθείς με περιττό φορτίο», του είπε συμβουλευτικά και χαμηλόφωνα, μα στο τέλος η φωνή της έσβησε καθώς τον κοίταζε κι αυτή κατάματα. Σιωπή έπεσε για μερικά δευτερόλεπτα...

Ένας ξερόβηχας ακούστηκε και οι δυο τους στράφηκαν ξαφνιασμένοι προς την είσοδο του δωματίου, όπου στεκόταν ο Νέβιν. «Καλημέρα», τους χαιρέτησε. «Ιέρεια Ραβάννα, τα σέβη μου. Ετοιμάζεστε, βλέπω».

«Καλή σου μέρα, Νέβιν», τον χαιρέτησε η Ραβάννα, ανακτώντας την ψυχραιμία της αμέσως. «Ναι, σε μία ώρα θα πρέπει να 'χουμε ξεκινήσει, για να είμαστε στο Σάιλροτελ νωρίς το απόγευμα», εξήγησε και τότε μόνο πρόσεξε τον μπόμπιρα που στεκόταν δίπλα του και κρατούσε σφιχτά το χέρι του. «Τι κάνεις εσύ εδώ;», τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.

«Ο Σιλάντρο επέμεινε να τον φέρω μαζί μου», εξήγησε ο Ράναντιρ. «Από την τελευταία φορά που του είπατε παραμύθι, όλο μου ζητάει να τον ξαναφέρω».

«Ναι, ναι, παραμύθι!», φώναξε το Νεραϊδάκι χαρούμενο και η Ραβάννα δεν μπορούσε παρά να του χαμογελάσει γλυκά.

«Ώστε θέλεις να σου ξαναπώ παραμύθι, Σιλάντρο;»

«Ναι».

«Εντάξει. Έλα μαζί μου και θα σου πω ένα. Νέβιν, μου επιτρέπεις;»

«Φυσικά, κάντε τη δουλειά σας».

«Ευχαριστώ. Σίον, άδειασε ό,τι δεν είναι αναγκαίο κι έλα στην είσοδο σε μισή ώρα».

«Μάλιστα», απάντησε εκείνος τη στιγμή που η Ραβάννα σήκωσε τον μικρό Σιλάντρο στην αγκαλιά της κι έφυγε προς τα έξω.

«Γεια σου μπαμπά!», φώναξε ο Σιλάντρο κουνώντας τα χεράκια του.

«Γεια σου, αγάπη μου!», του φώναξε ο Νέβιν κάνοντας την ίδια κίνηση, αλλά την επόμενη στιγμή συνοφρυώθηκε όταν πρόσεξε τον Σίον. «Τι ήταν αυτό;», ρώτησε καχύποπτα.

«Ποιο;»

«Μη μου κάνεις τον χαζό. Ξέρεις ποιο», επέμεινε ο Νέβιν, κοιτάζοντάς τον ακόμη πιο καχύποπτα.

«Απλά με βοηθούσε να ξεχωρίσω αυτά που θα πάρουμε μαζί».

«Αυτό μόνο; Τίποτα άλλο;»

«Τίποτα άλλο», απάντησε ο Σίον με ένα ίχνος ενόχλησης. «Και τώρα με συγχωρείς, αλλά άκουσες... πρέπει να είμαι στην είσοδο σε μισή ώρα κι έχω να περάσω κι απ' το γραφείο της Αρχιέρειας...», δήλωσε και βάλθηκε να τακτοποιεί ξανά το σακίδιο, αποφεύγοντας επιμελώς να τον ξανακοιτάξει.

Καλά, είπε από μέσα του ο Νέβιν, καθόλου καθησυχασμένος. Εδώ κι αρκετό καιρό του είχαν μπει υποψίες ότι κάτι πολύ άσχημο συνέβαινε με τον συνάδελφο και φίλο του. Ευχόταν να έκανε λάθος κι ήταν πρόθυμος να ανακαλύψει τι ακριβώς συνέβαινε άμεσα.

🌙

«Είσαι βέβαιος;», ρώτησε η Λιουντέμνια, που έως τώρα άκουγε με προσοχή την αναφορά του.

«Απολύτως», αποκρίθηκε ο Έιλουντιρ όσο πιο ήρεμα και πειστικά γινόταν. «Καμία ύποπτη κίνηση, καμία ύποπτη κουβέντα ούτε τον τελευταίο μήνα».

«Και σαν τι ύποπτο να κάνει. δηλαδή, μ' εσένα συνέχεια πάνω απ' το κεφάλι της;», σχολίασε με ελαφρύ σαρκασμό η Νεράιδα που έστεκε πίσω και δεξιά απ' την καρέκλα της Λιουντέμνιας. «Τα ύποπτα όλα, νεαρέ, συμβαίνουν εκεί όπου μάτι δεν φτάνει να δει».

«Νούλιφερ;», μουρμούρισε η Αρχιέρεια, σωπαίνοντάς την. Κατόπιν επέστρεψε την προσοχή της στον Νεράιδο. «Βασίζομαι στην παρατηρητικότητά σου κι ελπίζω να μην σου ξέφυγε κάτι. Έχε το νου σου εκεί που θα πάτε, μη και ξεθαρρέψει η προστάτιδά σου κι αρχίσει να λέει ότι ευθυνόμαστε κι εμείς για την εξασθένηση του Φράγματος... ώρα είναι να μας πιάσουν στο στόμα τους οι επαρχιώτες...», ξεστόμισε μέσα απ' τα δόντια της, σαν να απηύθυνε την τελευταία φράση μόνο στον εαυτό της.

«Μείνετε ήσυχη», είπε ο Σίον μ' ένα νεύμα.

«Θα μείνω, Σίον. Θα μείνω γιατί ξέρω πως εμένα δεν θα τολμούσες να με προδώσεις, όπως έκανες με τους γονείς σου ή την θετή σου οικογένεια», είπε δήθεν παρηγορητικά η Λιουντέμνια κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια κι από μέσα της καθησυχάστηκε σαν αντίκρισε τη γνώριμη θλίψη που έβλεπε σ' αυτά, κάθε φορά που του ανέφερε τους γονείς του. Ο Νεράιδος έκανε μια υπόκλιση κι έφυγε, αφήνοντάς την μόνη με τις έμπιστές της και την Έδιββυ, που μόλις είχε έρθει.

«Αυτό δεν θα επαναληφθεί», τόνισε η Αρχιέρεια στην Νούλιφερ, όταν βεβαιώθηκε ότι κανείς απ' εξω δεν άκουγε. «Ποτέ μην αμφισβητείς εντολές που 'χω δώσει, όταν είναι άλλος μπροστά. Δε βλέπεις τη Μέλιαλυθ, που ούτε μιλάει, ούτε λαλάει;», συνέχισε, δείχνοντας την Νεράιδα που στεκόταν πίσω κι αριστερά της και τόση ώρα ήταν σαν να μην βρισκόταν καν στο δωμάτιο.

«Εγώ απλώς επεσήμανα ότι ο προστατευόμενός σου δεν θα πετύχει τίποτα, αν βρίσκεται διαρκώς φανερά κοντά της», απάντησε ατάραχα η Νούλιφερ. «Η Ραβάννα μπορεί να είναι ό,τι είναι, έχει όμως κοφτερό μυαλό και δεν αποκλείεται να 'χει καταλάβει ότι τόσον καιρό τον βάζεις να την παρακολουθεί και να κρατά τις συνομωσίες της για όταν είναι εκτός υπηρεσίας. Άσε που... μπορεί να τον έχει πάρει με το μέρος της και να τον βάζει να σου λέει αυτά που θέλεις ν' ακούσεις».

«Αποκλείεται», έκανε η Μέλιαλυθ, μιλώντας για πρώτη φορά.

«Καλά σου λέει, αποκλείεται», έκανε κι η Λιουντέμνια. «Γιατί νομίζεις ότι τον φορτώνω μ' ενοχές κάθε φορά; Μου αρέσει, θαρρείς, να τον τυραννάω; Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να διασφαλίσω ότι κάνει σωστά τη δουλειά του».

«Λιουντέμνια, με όλο το σεβασμό, νομίζω πως το έχεις παρακάνει», δήλωσε η Έδιββυ, που καθόταν τώρα σε μια καρέκλα απέναντί τους κι έφριττε μ' αυτά που άκουγε. «Δεν είναι δυνατόν να φοβάσαι τόσο».

«Φοβάμαι, Έδιββυ», είπε στην μεγαλύτερη Νεράιδα, επιδεικνύοντας τον πρέποντα σεβασμό, ακόμα κι αν δεν τον εννοούσε. Μιας και την έβλεπε πια εκτός συναγωνισμού, θεωρούσε πως μπορεί να της μιλάει ανοιχτά, χωρίς να ανησυχεί. «Φοβάμαι, γιατί δεν ξέρω τι μας ξημερώνει και δεν μπορώ να εμπιστευτώ όχι μόνο τη Ραβάννα, αλλά καμία απ' τις μικρότερες», ξεφύσηξε και κοίταξε τα πρόσωπα των ιερειών που βρίσκονταν στο γραφείο της. «Μονάχα σ' εσάς μπορώ να υπολογίσω, το ξέρετε κι οι τρεις σας», τους είπε επιτρέποντας στον εαυτό της να δείξει την ανησυχία και την αδυναμία του, έστω για λίγο. «Δεν έχω πια ούτε το κουράγιο, ούτε τη διάθεση ν' ασχοληθώ με την κόρη του επαναστάτη...»

«Και δεν χρειάζεται ν' ασχοληθείς», είπε η Μέλιαλυθ, καθώς εκείνη και η Νούλιφερ πήραν καρέκλες και κάθισαν γύρω απ' το γραφείο μαζί με την Έδιββυ. «Όλα τα έχεις οργανώσει σωστά».

«Το πιστεύεις αυτό;»

«Και βέβαια», απάντησε η ιέρεια χωρίς δισταγμό, κερδίζοντας ένα ενοχλημένο βλέμμα από την Νούλιφερ, που ανέκαθεν εκνευριζόταν με την τάση της συναδέλφου της να κολλακεύει την ανώτερή τους. «Μεγάλη αξία έχεις δώσει σ' αυτό το ζήτημα».

«Δίκιο έχεις... Τον Σίον τον έχω δασκαλέψει καλά. Παρ' ό,τι ένας ακόμη αδύναμος άντρας, θα κάνει το καθήκον του, γιατί αυτό μου χρωστάει. Έδιββυ, σε παρακαλώ, να μην πεις πουθενά τίποτα».

«Δεν θα πω», ξεφύσηξε η μεγαλύτερη Νεράιδα, δυσαρεστημένη, αλλά πάντα πιστή στον ιερό της όρκο.

Η Νεράιδα με τα βυσσινί μαλλιά άφησε μια αναπνοή ανακούφισης. «Το μόνο που θέλω τώρα εγώ είναι να συγκεντρωθώ στην εκπαίδευση της επίλεκτης...»

🌙

Τον τελευταίο καιρό η Αρχιέρεια Λιουντέμνια είχε ανασύρει άλλον έναν αναχρονιστικό θεσμό που είχε καταργηθεί και πριν την Λούθια ακόμα: τον θεσμό της επιλογής των ιερειών. Τα παλιά χρόνια, όταν γινόντουσαν ακόμη θυσίες και οι τιμωρίες των ιερειών και των πιστών ήταν ακόμη πιο βάρβαρες, ήταν έθιμο οι ιέρειες να επιλέγονται από την Αρχιέρεια. Οι Αρχιέρειες συνήθιζαν να επιλέγουν τις κόρες των καλύτερων οικογενειών, Νεράιδες όμορφες και στην εμφάνιση και στην ψυχή, άξιες να κουβαλούν το όνομα της Θεάς του Φεγγαριού. Και η προσέγγιση γινόταν από τα 15 με 16 κιόλας. Κάποτε το έθιμο αυτό θεωρήθηκε λάθος από πολλές απόψεις και καταργήθηκε, μα η Λιουντέμνια, με τα παλαιά της μυαλά και την αίσθηση απόλυτου ελέγχου που τόσο αγαπούσε, αποφάσισε λίγο μετά το χρίσμα του Σίον να επιλέξει με τον ίδιο τρόπο μία κοπέλα και να την φέρει στον ναό ως εκπαιδευόμενη. Αυτή ήταν η δεκαεξάχρονη τότε Λιδσένια, κόρη αρχοντικής οικογένειας την οποία η Λιουντέμνια εκτιμούσε πολύ.

Κάποιοι πίστευαν πως η προσπάθειά της αυτή αποτελούσε απλώς ένα 'ευγενές πείραμα', μα για τις ιέρειες ήταν ολοφάνερο πως αυτή η μικρή προοριζόταν για την θέση της Φεγγαροφώτιστης, όταν οι μέρες της σ' αυτόν τον κόσμο θα έφθαναν στο τέλος τους. Η Λιουντέμνια την είχε λίγο σαν κόρη της και είχε κάνει σαφές με πολλούς και διάφορους τρόπους πως δεν θεωρούσε καμιά τους άξια διάδοχό της. Όλες είχαν ελαττώματα που δεν είχε τα περιθώρια να αγνοήσει. Η Λιδσένια από την άλλη ήταν μικρή κι εύπλαστη, μπορούσε να την κάνει ένα επαρκές αντίγραφο του εαυτού της, που θα έκανε ό,τι της έλεγε και με αυτό τον τρόπο θα κρατούσε ζωντανό το πνεύμα και τις διδαχές της, ακόμα κι όταν η ίδια δεν θα ήταν πια εκεί. Θα αποτελούσε το εισιτήριό της για την αιωνιότητα και την πιο τρανή απόδειξη πως όλοι οι παλιοί νόμοι δεν έπρεπε ποτέ να είχαν καταργηθεί. Σίγουρα θα έβρισκε έναν τρόπο η μικρή να γίνει Αρχιέρεια, παρακάμπτοντας την ανόητη διαδικασία της εκλογής από τον λαό. Σίγουρα τον αγαπούσε και τον προστάτευε, όπως όφειλε, μα στην πλειονότητά του αποτελούταν από Νεράιδες άπιστες κι ανάξιες ακόμα και να βλέπουν το φως του Φεγγαριού. Όχι, δεν θα άφηνε το έργο της ζωής της στα άτσαλά τους χέρια. Όσο για το κορίτσι, ακόμα και τώρα, δύο χρόνια μετά την προσέλευσή του στον ναό, έμοιαζε έξω από τα νερά του. Θα είχε να σηκώσει βαρύ φορτίο, μα η Λιουντέμνια θα ήταν εκεί, σαν σωστή μητέρα και θα την καθοδηγούσε όσο αυστηρά, όσο επίμονα κι αν χρειαζόταν, για να μπορέσει να το σηκώσει με επιτυχία. Ήταν η συνέχειά της! Έπρεπε να είναι τέλεια κι αψεγάδιαστη όπως αυτή!

🌙

«Σας ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε», είπε εγκάρδια η Νεράιδα μπροστά τους. «Αφ' ότου μάθαμε πως είχαν το κρησφύγετό τους τόσο κοντά μας, όλοι τρομάξαμε πολύ. Δεν ξέραμε πώς να προστατευτούμε απ' αυτούς».

«Πέρασε ο καιρός του τρόμου για εσάς», είπε καθησυχαστικά ο Σίον. «Θα κάνουμε αυτό που χρειάζεται και ό,τι σκοτεινή μαγεία έχει μείνει στην περιοχή θα εξαφανιστεί», την διαβεβαίωσε κι η Ραβάννα, που στεκόταν λίγο πίσω του έγνεψε καταφατικά.

«Ζητάμε συγγνώμη που αργήσαμε τόσο», είπε ήρεμα στους χωρικούς. «Έπρεπε να είχαμε έρθει από την αρχή, αλλά δεν ευκαιρήσαμε».

«Ιέρεια, είναι αλήθεια αυτό που λένε για το Μαγικό μας Φράγμα;», τη ρώτησε ένας άντρας. «Πράγματι εξασθένησε; Αν είναι αλήθεια, κινδυνεύουμε όλοι» Με την τελευταία φράση του, οι μαζεμένοι συγχωριανοί του έδειξαν μεγάλη ανησυχία, μιας και τα νέα δεν είχαν φτάσει ποτέ επίσημα σε αυτούς. Η Ραβάννα σάστισε μπροστά σε αυτή την αντίδραση, μα ο Σίον αμέσως την κάλυψε:

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας», είπε αρκετά δυνατά, ώστε να ακουστεί πάνω από τα μουρμουρητά τους. «Το Φράγμα πράγματι ήταν πιο αδύναμο, αλλά τούτοι οι κακοποιοί ήτανε Νεράιδοι, γι' αυτό και το πέρασαν. Μετά την ανακάλυψή τους, η μαγεία του Φράγματος ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο και τώρα είναι πιο γερό από ποτέ! Μη φοβάστε».

«Ο Ακόλουθός μου έχει δίκιο», συμπλήρωσε τελικά η Ραβάννα. «Κι όσο για τυχόν άλλες Νεράιδες που μπορεί να παραφυλάνε εκεί έξω με σκοπό το κακό του βασιλείου μας, οι πιο άξιοι στρατιώτες της Φρουράς με επικεφαλής τον Βασιλιά Όμπερον βρίσκονται σε περιοδεία σε όλη τη Μυθυφήλιο προς αναζήτηση κι ανατροπή τους». Μετά από αυτή την ενημέρωση, το μικρό πλήθος ηρέμησε κι έδωσε χώρο και χρόνο στην Ιέρεια και τον Έιλουντιρ να ετοιμαστούν για τον Εξαγνισμό που στάλθηκαν να τελέσουν. Σύντομα ξαναεμφανίστηκαν από δύο αντίθετες μεριές, η Ραβάννα φορούσε το λευκό της ένδυμα κι ο Σίον το αντίστοιχο μπλε δικό του. «Σ' ευχαριστώ», του είπε ψιθυριστά για πριν που την βοήθησε, ενώ παράλληλα διόρθωνε την λεπτή αλυσίδα με την φεγγαρόπετρά της, που είχε γυρίσει προς τα πίσω.

«Τίποτα», απάντησε σε ίδια ένταση εκείνος. «Άλλωστε η Αρχιέρεια με όρισε υπεύθυνο να σας προσέχω για να μην μας κακολογήσετε στους 'επαρχιώτες', όπως είπε», συμπλήρωσε κι αυτή έβγαλε έναν ήχο ανάμεσα σε πνιχτό γέλιο και ξεφύσημα, προτού συγκεντρωθεί στο καθήκον.

«Τέρμα τα λόγια», του είπε σοβαρά. «Ξεκίνα την τελετή». Ο Σίον αμέσως έγνεψε κι έκανε μερικά βήματα πίσω, ανάβοντας τα κεριά και τοποθετώντας τα με προσοχή στο βρεγμένο χώμα. Σύντομα αυτός κι η Ραβάννα έψαλλαν μαζί υπό τα ελπιδοφόρα βλέμματα των εναπομεινάντων κατοίκων του Σάιλροτελ.

🌙

Ήταν τέλη Ιουνίου κι όμως ο καιρός εκεί ήταν ακόμη ψυχρός και βροχερός. Αυτό δεν εμπόδιζε την Ραβάννα από το να στέκεται έξω και ν' αγναντεύει απ' το μπαλκόνι κάτι στον ορίζοντα, ενώ ο κρύος αέρας, ανάκατος με τις στάλες τις βροχής έφτανε στο πρόσωπό της. Βρισκόντουσαν στα βουνά, σε ένα απομονωμένο μέρος, που μέχρι πρότινος χρησίμευε σαν φυλακή. Τώρα που η φυλακή είχε μεταφερθεί στην Χώρα των Δράκων το μέρος ήταν σχεδόν έρημο και οι λιγοστοί κάτοικοί ζούσαν στο χωριό ακριβώς δίπλα. Εκεί, στην εγκαταλελειμένη φυλακή κρυβόντουσαν οι Τίρεϊν, όταν τελικά τους συλλάβανε, λίγους μήνες μετά το συμβάν στο δάσος. Ένα κρύο που προερχόταν όχι από έξω, αλλά από μέσα της, έκανε την ιέρεια να ανατριχιάσει και να δαγκώσει το κάτω χείλος της, καθώς θυμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Και πάλι απόψε η Σελήνη δεν φαινότανε στον ουρανό, όπως και τότε. Μόνο πού και πού, όταν τα σύννεφα που τρέχανε ήτανε πιο αχνά, ένα θολό φως έπεφτε στο ορεινό τοπίο και στα άδεια πέτρινα κτίρια.

Προσπάθησε να απασχολήσει τον εαυτό της με κάτι άλλο κι έτσι άκουσε προσεκτικά. Ανάμεσα στον άνεμο, την ψιλή βροχή και κάποιο ρυάκι, που μάλλον κυλούσε εκεί κοντά, αναγνώρισε και κάτι άλλο. «Σίον;», απηύθυνε το λόγο στον Ακόλουθό της που βρισκόταν κάπου πίσω της. Εκείνος, που ήταν επίσης χαμένος σε σκέψεις των παλιών, γύρισε προς το μέρος της. Ο ήχος της φωνής της δεν χαρακτηριζόταν πλέον από την ψυχράδα με την οποία του μιλούσε στην αρχή. Εκείνη τη νύχτα που βρήκε πρώτη φορά το θάρρος να της μιλήσει κατά πρόσωπο βρισκόντουσαν στις ίδιες θέσεις όπως και τώρα: εκείνη να ατενίζει το κενό κι εκείνος να στέκεται λίγο πίσω της, έτοιμος να της πει μία κουβέντα και να της εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Τώρα όμως η φωνή της ήταν γεμάτη ζεστασιά κι ερχόταν σ' αυτόν σαν μία φανερή επίδειξη της εμπιστοσύνης της. Δεν της απάντησε αμέσως, μόνο την πλησίασε ακολουθώντας το νεύμα που του έκανε. «Τι είναι αυτό που ακούγεται;», τον ρώτησε, όχι απαιτητικά, αλλά με περιέργεια, όμοια με μικρού παιδιού.

Ο Νεράιδος άκουσε προσεκτικά. «Μουσική, τραγούδι...», συμπέρανε τελικά. «Μάλλον κάποιοι από τους κατοίκους εδώ κοντά διασκεδάζουν», συνέχισε με ένα μικρό χαμόγελο.

«Ή προσπαθούν να ξεγελάσουν τον φόβο τους», την άκουσε να λέει. Μέσα στα χρόνια που την ακολουθούσε, ο θαυμασμός του για εκείνη είχε μεγαλώσει, αλλά δεν ήταν μια και δυο φορές που παρατήρησε πως η προστάτιδά του έβγαζε μία ιδιαιτέρως αλλόκοτη στάση.

«Θέλετε μήπως να τους πω να κάνουν πιο σιγά;», τη ρώτησε θέλοντας να καταλάβει τι την ενοχλούσε.

«Όχι», μουρμούρισε η Ραβάννα με τα μάτια της κλειστά και συγκεντρώθηκε στο άκουσμα. «Άσ' τους... αυτό το τραγούδι το ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη από πού, μα... κάτι μου θυμίζει...», είπε χαμηλόφωνα κι ο Σίον δεν μπορούσε παρά να προσέξει πως όταν μιλούσε έτσι η φωνή της λέπταινε κι ακουγόταν όχι σαν ιέρεια, αλλά σαν απλή Νεράιδα, σαν ένα πλάσμα λεπτοκαμωμένο κι ευάλωτο.

«Είναι γνωστό το τραγούδι αυτό, παλιό και γνωστό...», της απάντησε και θυμήθηκε πώς χόρευε στον ρυθμό του όταν ήταν πολύ μικρούλης, χωρίς να καταλαβαίνει τι σήμαιναν τα λόγια του. «Ίσως να το ακούσατε όταν ήσασταν παιδί».

«Ίσως», έκανε εκείνη κι αποπειράθηκε ν' ακούσει καλύτερα, να αφεθεί στον ήχο και να ταξιδέψει στο τότε. Στο τότε το ανέμελο, που δεν ήταν παρά ένα μικρό κορίτσι και λάτρευε να ακούει τη μουσική από τις γιορτές. «Τραγούδησέ το μου, Σίον», τον παρακάλεσε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, στα οποία σιγομουρμούριζε την μελωδία που άκουγε, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί τα λόγια ή να τα ακούσει καθαρά από την μουσική κομπανία της κοντινής μάζωξης.

«Ε-Εγώ;», δίστασε εκείνος.

«Ναι, σε παρακαλώ».

Παρά το κύμα της ανασφάλειας και των αναμνήσεων που έβλεπε να έρχεται κατά πάνω του, ο Νεράιδος πραγματοποίησε την επιθυμία της κι άρχισε να τραγουδά. Η φωνή του ήταν σιγανή, τρεμάμενη, μα παράλληλα ζεστή, ικανή να δώσει λίγη θαλπωρή σε τούτο το παλιό κελί φυλακής που φιλοξενούνταν, στην επικίνδυνη περιοχή όπου τους είχαν στείλει. Σιγά-σιγά, τα λόγια άρχισαν να ξεπηδούν στον νου της, να τα θυμάται ακριβώς προτού τα ακούσει. Με τα μάτια πάντα κλειστά, άρχισε να τραγουδάει κι εκείνη κι ο Σίον σε λίγο έπαψε. Ήταν η ίδια άδουσα φωνή που άκουγε στον ναό. Η φωνή που έδιωχνε τις αναμνήσεις που του τάραζαν τον ύπνο, που του δρόσιζε τα όνειρα, η φωνή που αγαπούσε. Ναι, η φωνή που αγαπούσε, όπως αγαπούσε την ίδια την Σελήνη. Κι όμως, αντί να στέλνει προσευχές ψηλά, τραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι αγάπης, ένα τραγούδι που οποιαδήποτε κορασιά θα μπορούσε να τραγουδάει. Δίχως να το θέλει, ένα μέρος του μυαλού του αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν η γυναίκα δίπλα του δεν ήταν ιέρεια. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε αυτή τη σκέψη, αλλά όλες τις άλλες φορές την έστειλε μακριά πριν προλάβει να βλαστίσει. Τώρα, ακούγοντάς την, δεν μπορούσε παρά να αφήσει το μυαλό του να πετάξει σε όνειρα και σε κόσμους παράλληλους...

🌙

«Πού στο καλό πήγε και χώθηκε;», ρώτησε για πολλοστή φορά ο Νέβιν φανερά νευριασμένος. Μετά που ο γιος του άκουσε το παραμύθι της Ραβάννας, τον είχε φέρει στο δωμάτιο του Σίον και των άλλων, ώστε να κοιμηθεί, όσο εκείνος δούλευε. Όμως ο Σιλάντρο, φαίνεται, είχε βουτήξει το κλειδί του σπιτιού μέσα απ' την τσέπη του και κάπου το έκρυψε. Ψάχνοντας, έφτασε τελικά να κοιτάζει κάτω απ' το κρεβάτι του Σίον. Εκεί το βρήκε πεσμένο, αλλά... «Τι είναι αυτό;», αναρωτήθηκε, βλέποντας ένα προσεκτικά διπλωμένο κομμάτι χαρτί, κάτω από το πάνω δεξί πόδι του κρεβατιού. Στην αρχή υπέθεσε ότι το είχε βάλει εκεί για σταθερότητα, αλλά όταν εντόπισε τον γραφικό χαρακτήρα του φίλου του σε μια τσαλακωμένη ακρίτσα, η εγγενής του περιέργεια τον οδήγησε να το τραβήξει έξω και να δει τι έγραφε. Αυτό που διάβασε μέσα στο ημίφως, του προκάλεσε σοκ:

Ραβάννα... αγάπη μου, όπως δεν θα μπορέσω να σε προσφωνήσω ποτέ,

Έφερες το φως ξανά στη ζωή μου. Είχα χάσει πολλά εξ αιτίας του εγωισμού και της επιμονής μου, αλλά μου έδωσες ελπίδα...

Τα μάτια του κοκκινομάλλη πήγαιναν δεξιά αριστερά καθώς σάρωναν τις λέξεις και μια έκφραση λύπησης είχε καταλάβει το πρόσωπό του. Μια έκφραση που σταδιακά αντικαταστάθηκε από καθαρό θυμό, καθώς οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top