Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 8
«Πες μου τι να κάνω, ω Σελντίνια», ψιθύρισε μόνη στο σκοτάδι, γέρνοντας προς το παράθυρο στην απέναντι γωνία του δωματίου. «Τον αδίκησα. Γιατί δεν μου έδειξες απ' την αρχή ποιος ήταν;», ρώτησε, ενώ τα δάκρυά της κυλούσαν στο μαξιλάρι της. Σε λίγο τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στη συνειδητοποίηση: δεν ήταν ότι η Θεά δεν της είχε δείξει απ' την αρχή ποιος ήταν ο Σίον. Ήδη από την πρώτη τους συνάντηση είχε προσέξει το καθάριο βλέμμα του και την ευγένειά του, μα αργότερα η καχυποψία φώλιασε μέσα της. Είχε περάσει τόσος καιρός κι ακόμη φοβόταν τους άλλους. Αυτό βέβαια δεν το χρησιμοποίησε για να δικαιολογηθεί. Ίσα-ίσα, την έκανε να νιώσει ακόμα μεγαλύτερη ταπείνωση.
«Εσύ ξέρεις καλύτερα από όλα τα άλλα κορίτσια τι πάει να πει να σε καταδικάζουν γι' αυτό που νομίζουν πως είσαι φτιαγμένη να γίνεις», άκουσε μέσα στο νου της τα λόγια που της είπε κάποτε η Λούθια και η διαπίστωση ότι, ακόμα και με τη γνώση που υποτίθεται πως είχε, καταδίκασε κάποιον έτσι, την χτύπησε δυνατά, σαν φλογισμένο ξίφος. Δεν άντεχε στη σκέψη του τι είχε πει γι' αυτόν στις άλλες κι ακόμη χειρότερα, τι είχε σκεφτεί μονάχη της. Πώς θα τον αντίκριζε ξανά στα μάτια; Ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο, μα ο μόνος τρόπος ήταν να του μιλήσει για όσους κακούς λογισμούς είχε και να ζητήσει τη συγχώρεσή του, όπως κατέληξε λίγο πριν ξημερώσει. Ήταν ο μόνος τρόπος να εξιλεωθεί απέναντί του.
🌙
Σαν έπεσε ξανά η νύχτα, τον πλησίασε μόνη της. «Απόψε πρέπει να βρω σελντινάιτ. Θα με συνοδεύσεις και πάλι στο δάσος;», τόλμησε να ρωτήσει. Η φωνή της ήταν ξεψυχισμένη, κουρασμένη. Ο Νεράιδος έδειξε ένα ελάχιστο ίχνος ξαφνιάσματος, καθώς ο τρόπος της διέφερε αρκετά από εκείνον της προηγούμενης νύχτας. Αποδέχτηκε με ένα χαμόγελο την πρόσκλησή της και κίνησαν για το Ασημένιο Δάσος.
Η διαδρομή τους ήταν και πάλι ήσυχη, μα αυτή τη φορά η ησυχία ήταν εντελώς διαφορετική. Τα πάντα ήταν εντελώς διαφορετικά, λες κι είχαν περάσει χρόνια από τη χθεσινή νύχτα. Η Σελήνη είχε χαθεί πίσω από τα βαριά σύννεφα και το φως των αστεριών που τρεμόπαιζε έμοιαζε να έρχεται και να φεύγει. Οι σκιές των αιωνόβιων δέντρων παίρνανε παράξενα σχήματα στο διάβα τους. Η Ραβάννα δεν ήξερε πού να κρυφτεί, πώς να του μιλήσει. Αφηρημένη με τις σκέψεις της, τους οδήγησε βαθιά μέσα στο δάσος, σε περιοχή που μέχρι κι Έγκελς είχαν εμφανιστεί παλιότερα. Μόνο όταν ο Σίον τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη, κατάλαβε πως είχαν ξεμακρύνει αρκετά από το σημείο όπου είχαν πάει χθες. Είχε υποψιαστεί ότι η ιέρεια ήταν ξενυχτισμένη, τόσο από τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, όσο κι από την υπερβολική της ταραχή σε οποιονδήποτε ξαφνικό ήχο και το τρέμουλο. Και πράγματι, χωρίς να το θέλει, η Ραβάννα είχε αρχίσει να τρέμει. Δεν ήταν μόνο η σιωπή, δεν ήταν μόνο η απουσία του βλέμματος της Θεάς, ούτε η αγρύπνια της προηγούμενης νύχτας που την έκανε να βρίσκεται σε επιφυλακή. Ήταν η αίσθηση ότι κάτι θα συνέβαινε, κάτι κακό ίσως... Ο Σίον προτίμησε να μην μιλήσει, μέχρι να αποφασίσει να του απευθύνει τον λόγο. Τελικά το έκανε.
«Ας καθίσουμε για λίγο», του είπε σχεδόν παρακλητικά κι εκείνος την ακολούθησε μέχρι άλλον έναν λείο βράχο στον οποίο κάθισαν ο ένας στη μία άκρη κι ο άλλος στην άλλη.
«Το τραύμα σας...», τον άκουσε να λέει. «...πονάει ακόμη;»
Εκείνη κοίταξε τον επίδεσμο, που έμοιαζε να είναι εκεί μόνο και μόνο για να της υπενθυμίσει την συμπεριφορά της.. «Όχι», ψέλλισε αδύναμα και ξάφνου της φάνηκε ότι το κρύο ήταν ακόμη πιο τσουχτερό. Για πρώτη φορά έδειχνε τόσο αδύναμη, κουρασμένη από κάτι που εκείνος δεν μπορούσε να εντοπίσει, μα καταλάβαινε ότι δεν είχε να κάνει με τις δουλειές της ημέρας, όσο δύσκολες κι αν ήταν, ή τον θυμό απέναντι στις συναδέλφισσές της. «Και το δικό σου τραύμα;», την άκουσε να τον ρωτάει και την κοίταξε με απορία. «Πονάει ακόμα; Όλα αυτά που... έζησες... σταματάν ποτέ να πονάνε;», ολοκλήρωσε χωρίς να τολμάει να τον κοιτάξει στα μάτια.
Η καρδιά του σφίχτηκε. «Δεν ήθελα να σας λυπήσω...», προσπάθησε να εξηγηθεί, μα εκείνη δεν τον άφησε.
«Έκανα λάθος για σένα... πολύ μεγάλο λάθος...»
«Αν... μετά από όσα μάθατε, δεν με θέλετε πια για Ακόλουθό σας, θα το καταλάβω και δεν-»
«Άκουσέ με, Σίον», τον έκανε να σωπάσει, μα ένας μεταλλικός ήχος σε υψηλή συχνότητα έκανε και τους δύο να ανατριχιάσουν. Ο Σίον πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε αλαφιασμένα δεξιά κι αριστερά και οι τρομακτικές υποψίες του δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν, όπως δεν άργησε να επαναληφθεί κι ο ήχος, πιο κοντά τους αυτή τη φορά.
«Κρυφτείτε».
«Τι;»
«Κρυφτείτε. Γρήγορα», σφύριξε και πριν ακόμα προλάβει η Ραβάννα να ρωτήσει τι συνέβαινε, την είχε τραβήξει στους θάμνους.
Σε λίγο τους είδαν: μία ομάδα τεσσάρων Νεράιδων, αποτελούμενη από δύο άντρες και δύο γυναίκες, είχε φτάσει στο μικρό ξέφωτο. Οι κινήσεις τους ήταν αθόρυβες, μα ταυτόχρονα ο ίδιος ανατριχιαστικός, μεταλλικός ήχος ακουγόταν κάθε λίγο και λιγάκι σαν να έβγαινε κατευθείαν από τα σπλάχνα τους, σαν να ήταν η αναπνοή τους. Η Ραβάννα κοίταξε με βλέμμα ξαφνιασμένο τις ολόμαυρες φορεσιές τους που γυάλιζαν με μια σκούρα ασημιά λάμψη στο ελάχιστο φως από τα αστέρια, καθώς και τα φτερά τους, που ήταν σχεδόν αδιαφανή κι έμοιαζαν σαν να 'τανε φτιαγμένα από σίδερο. «Είναι Τίρεϊν», ψιθύρισε ο Σίον με θυμό και τρόμο, καθώς αναγνώρισε τους Σιδηρούς Ίσκιους.
Κάποιοι ισχυρίζονταν πως ήταν κάποτε συνηθισμένες Νεράιδες, που πέσανε θύματα μιας αρχαίας, φριχτής κατάρας και γίνηκαν σκοτεινά, απέθαντα στοιχειά, που απορροφούσαν το φως της νύχτας, μετατρέποντάς το σε Ενέργεια για να ζήσουν. Την Ενέργεια αυτή τη χρησιμοποιούσαν ακόμα για πράξεις κακόβουλες. Άλλοι πάλι υποστήριζαν πως ήταν απλώς μια πολύ παλιά συμμορία ληστών, που έχοντας ανακαλύψει τυχαία ένα πανίσχυρο ξόρκι με βάση την αλληλεπίδραση συγκεκριμένων μετάλλων με το φως του Φεγγαριού, έγιναν κι οι ίδιοι πανίσχυροι. Περνώντας το μυστικό τους από γενιά σε γενιά, κράτησαν το όνομα των Τίρεϊν ζωντανό, καταστρέφοντας όμως τα παιδιά τους κι εθίζοντάς τα στην σκοτεινή μαγεία. Όποια κι αν ήταν οι αλήθεια, το κοινό σημείο των δύο ιστοριών ήταν ένα: οι Τίρεϊν απορροφούσαν με λύσσα κάθε στάλα φωτός που μπορούσαν να βρουν και η Ενέργειά τους τούς έκανε θανάσιμα επικίνδυνους, Αιώνες πριν ήταν αληθινή μάστιγα, μα ελάχιστοι είχαν απομείνει στην εποχή αυτή, μιας και οι Νεράιδες είχαν καταφέρει να θεραπεύσουν τους περισσότερους με την μαγεία της Φύσης, ακόμα και την βοήθεια των Κρυστέλ. Μα δυστυχώς... κάμποσοι από δαύτους είχαν εξολοθρευθεί πολλά, πολλά χρόνια πριν, όταν δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη τρόπος άλλος για τη σωτηρία τους. Είχαν πάρα πολλά χρόνια να τους ακούσουν και δεν ξέρανε καν αν υπήρχαν πια. Αυτοί οι τέσσερις μάλλον ήταν οι τελευταίοι... Ήταν θλιβερό πώς αυτά τα πλάσματα, άλλοτε Νεράιδες, σαν τους κατοίκους του Νοβέλιαν, είχαν διαστρεβλωθεί τόσο, είχαν γίνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πρέσβευε το είδος τους.
Η Ιέρεια κι ο Ράναντιρ έμειναν κρυμμένοι στους θάμνους, διαπιστώνοντας πως τελικά τούτοι ήταν οι υπεύθυνοι της ανησυχίας των τελευταίων ημερών κι όχι οι Τζέργκα, όπως υπέθεταν οι Ανιχνευτές. Μόνο νεραϊδόμορφα πλάσματα μπορούσαν να περάσουν το Φράγμα με τόση ευκολία. Απόδειξη, τα κλοπιμαία που είχανε μαζί τους.
«Απόψε γυρνάμε πίσω», είπε η μία απ' τις γυναίκες με φωνή που ακουγόταν σαν να 'βγαινε από σκουριασμένο σωλήνα.
«Τ' άτιμο το Φεγγάρι κρύφτηκε κι έφερε σκοτεινιά, Εθίντυ», μουρμούρισε τουρτουρίζοντας ένας από τους άντρες. «Πώς θα κάνουμε τέτοιο ταξίδι χωρίς Ενέργεια; Θα σκορπίσουμε σαν...»
«...σαν στάχτη, Τενέβιλ, το ξέρω», του απάντησε αυτή θυμωμένα. «Μα δεν ρισκάρω να μείνω άλλο σ' αυτόν τον αναθεματισμένο Τόπο με τους Άσπλαχνους να παραφυλάνε. Πόσο ακόμη θαρρείς θα περνάμε απαρατήρητοι; Κάλλιο να μας βρει το κακό μακριά κι όχι εδώ».
«Όμως, Εθίντυ-»
«Εγώ αποφασίζω τι θα κάνουμε», διέκοψε τον Τενέβιλ η Εθίντυ, που έμοιαζε να είναι η αρχηγός τους.
«Ίσως να μην χρειαστεί να ρισκάρουμε, αδελφούλα», σφύριξε η δεύτερη γυναίκα. «Δείτε εκεί πέρα...»
Δυστυχώς, επάνω στη βιασύνη τους, οι δύο Νεράιδες είχαν ξεχάσει πίσω το πανέρι για τα σελντινάιτ κι όταν ο Σίον το συνειδητοποίησε, ήταν πλέον αργά. Τα στοιχειά το ανακάλυψαν κι οσμίστηκαν εκεί κοντά την παρουσία πλασμάτων. Πλασμάτων που ήταν στενά συνδεδεμένα με το Φεγγάρι, που αποτελούσε την κύρια πηγή της δύναμής τους, μα που τώρα ήταν κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα, αφήνοντάς τους ανικανοποίητους. Η Ραβάννα ένιωσε τη δίψα τους για το φεγγαρόφωτο που κρατούσε μέσα της, αλλά δεν έκανε ούτε μία κίνηση.
«Σιόλ, Μιλύστα, ψάξτε παντού!», διέταξε η αρχηγός και οι άλλοι δύο Τίρεϊν συνέχισαν να ψαχουλεύουν στο σκοτεινό ξέφωτο για την πηγή Ενέργειας που χρειαζόντουσαν. Το ένιωθαν, ήταν θέμα χρόνου να την εντοπίσουν... «Όποιος ή ό,τι κι αν είσαι, βγες έξω!», άρχισε να λέει τραγουδιστά η Εθίντυ. «Σε νιώθουμε, μικρούλι. Νιώθουμε τη μαγεία σου και δεν θα γλιτώσεις! Πού είσαι, μικρό πλασματάκι; Πού είσαι!;», ούρλιαξε στο τέλος, πετώντας μια γκρίζα ακτίνα, που πέτυχε ένα δέντρο, κάνοντάς το να τρίξει, ενώ το κομμάτι που άγγιξε η επίθεση έγινε ευθύς ξερό και σάπιο.
Η Ραβάννα είχε παγώσει στη θέση της, τρομοκρατημένη. Αν κι άλλες ιέρειες ήταν μαζί της, θα κατάφερναν να αντιμετωπίσουν την απειλή, μα μόνη της δεν είχε ελπίδα. «Μείνετε εδώ...», άκουσε τον Σίον να της ψιθυρίζει και τον ένιωσε να απομακρύνεται από δίπλα της.
«Σίον όχι, πού πας;», του ψιθύρισε κι αυτή, αλλά μέχρι να στραφεί προς το μέρος του, ο Νεράιδος είχε κιόλας ξεγλιστρήσει μακριά της.
«Εδώ είμαι», τον άκουσε να λέει με φωνή δυνατή και προκλητική και χωρίς να το θέλει, το πρόσωπό της συσπάστηκε σαν να ήθελε να βάλει τα κλάματα.
«Τι έχουμε εδώ;», σχολίασε η Εθίντυ. «Ώστε η δική σου μαγεία μας τράβηξε την προσοχή; Δε νομίζω...» Οι Νεράιδες μπροστά του γρύλισαν και τον κοίταζαν άπληστα. έχοντας καταλάβει τη σύνδεση που πλέον είχε κι αυτός με το Φεγγάρι ως Ράναντιρ, μα η πηγή του φεγγαρόφωτου που είχαν αντιληφθεί ήταν πολύ ισχυρότερη και δεν προερχόταν από αυτόν.
«Δεν ξέρουμε ποιος είσαι και τι στο καλό θέλεις, αλλά φύγε αμέσως από μπροστά μας», σφύριξε ο Σιόλ. «Ξέρουμε ότι υπάρχει δυνατότερο φεγγαρόφως εδώ, γι' αυτό σταμάτα να μας εμποδίζεις».
«Μην πλησιάζετε!», τους φώναξε ο Σίον προειδοποιητικά, έχοντας κιόλας ετοιμάσει το τόξο του, μα αυτοί δεν τον άκουγαν.
«Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί μας, Άσπλαχνε», του είπε η Μιλύστα. «Είσαι ένας και είμαστε τέσσερις. Σταμάτα να προσπαθείς να σώσεις ό,τι κρύβεται εδώ πέρα και ίσως σας αφήσουμε λίγο φως για να ζήσετε».
Η Ραβάννα άκουγε κρυμμένη, με κομμένη την ανάσα. Από μέσα της παρακαλούσε τον Νεράιδο να κάνει πίσω. Ήταν πολύ μικρός μπροστά τους κι όπως είπανε κι εκείνοι, δεν είχε καμιά ελπίδα. Ακολούθησε ένας γδούπος, προτού λάμψεις από ξόρκια και πονεμένες κραυγές φτάσουν στα μάτια και τα αυτιά της. Ο Σίον αρνήθηκε για ακόμα μια φορά, κάνοντας ένα βήμα μπροστά, αντί για πίσω, όπως τον διέταξαν οι άλλοι κι έτσι η μάχη ξεκίνησε. Μια μάχη άνιση. Στην αρχή προσπάθησε να τοξεύσει εναντίον τους, μα τα βέλη του δεν είχαν σχεδόν καμία ισχύ στις σιδερένιες τους φορεσιές. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, σαν είδε ένα από αυτά να αγγίζει το σίδερο και να στραβώνει, προτού πέσει διαλυμένο στο χώμα. Έριξε κι άλλα με μεγαλύτερη συχνότητα, προσπαθώντας να πετύχει τα πρόσωπά τους, όμως οι κινήσεις τους ήταν πολύ γρήγορες και δεν προλάβαινε. Αποφάσισε, λοιπόν, να βασιστεί στα ξόρκια του κι έτσι μονάχα κατάφερε να τους χτυπήσει επαρκώς, μα ήδη οι αντίπαλοί του είχαν κερδίσει αρκετό έδαφος. Οι Τίρεϊν επιτέθηκαν χωρίς έλεος και τα σκοτεινά ξόρκια τους ήταν ασταμάτητα σε σύγκριση με τα δικά του.
Με τον τρόμο να την κατακτά κάθε φορά που τον άκουγε να κραυγάζει από πόνο, κάτι που στην αρχή προσπαθούσε να πνίξει, μα ύστερα δεν τα κατάφερνε, η καρδιά της ράγιζε ολοένα και περισσότερο. Σε λίγο, ο Σίον έπεσε αιμόφυρτος στο χώμα, τα μεταλλικά φτερά τους βαμμένα κι αυτά από το αίμα του. Ο Τενέβιλ τον πλησίασε. «Σίγουρα όχι ό,τι πιο αξιόλογο, μα για αρχή κάτι θα κάνεις», είπε βλοσυρά κι άρχισε να συλλαβίζει το καταραμένο ξόρκι που ρουφούσε το φως από τις Νεράιδες.
Με δάκρυα οργής, η Ραβάννα εγκατέλειψε την κρυψώνα της και βγήκε μπροστά τους. Οι τέσσερις ξαφνιάστηκαν βλέποντάς την. «Τώρα μάλιστα, να και κάτι πιο αξιόλογο», έκανε ο Τενέβιλ, παύοντας το ξόρκι.
«Μία ιέρεια των Άσπλαχνων... εσένα, λοιπόν, προσπαθούσε να προστατεύσει το πλασματάκι», πετάχτηκε η Εθίντυ. «Αδέρφια, πάρτε το φως της!», συνέχισε και οι τρεις σύντροφοί της έκαναν να πλησιάσουν την Νεράιδα με τον ασημένιο χιτώνα, μόλις όμως είδαν το ύφος της τρομάξανε. Τα μάτια της άστραφταν επικίνδυνα κι ο θυμός που αντανακλούσαν τα λεπτά χαρακτηριστικά της ήταν τέτοιος που θαρρείς δεν ταίριαζε διόλου σε ιέρεια, αλλά σε μάγισσα.
«Θέλετε το φως μου;», ρώτησε με μια φωνή σε απειλητικά χαμηλή τονικότητα. «Θα το έχετε!», φώναξε στη συνέχεια και τα χέρια της που ήδη έλαμπαν ασημένια εξαπέλυσαν έναν τυφώνα φεγγαρόφωτου, κάνοντας τους τέσσερις να εκτιναχθούν πίσω ουρλιάζοντας απαίσια. Για μια στιγμή έμειναν παραλυμένοι στο έδαφος, μα η αρχηγός τους έβγαλε μια τσιριχτή πολεμική κραυγή και πέταξε κατά πάνω της με τα μεταλλικά της φτερά. Λίγο έλειψε να την τραυματίσει, μα η Ραβάννα χρησιμοποιώντας την αποδυναμωμενη γητειά της ασπίδας, κατάφερε κάπως να την απωθήσει. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να κάνει το ίδιο και για τους υπόλοιπους.
Γνωρίζοντας ότι ακόμα και με μια τόσο αγνή και ισχυρή μαγεία, όσο αυτή που εξουσίαζαν όλες οι ιέρειες, δεν θα τα κατάφερνε, λόγω του αριθμού των αντιπάλων της, αλλά και λόγω της συννεφιάς, που έκρυβε το Φεγγάρι, η Νεράιδα συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής της κι αντί να στοχεύσει σε κάποιον από αυτούς, έριξε ένα μεγάλο, ασημένιο πυροτέχνημα, το οποίο φώτισε όλο το δάσος. Τυφλωμένοι από τη λάμψη κι έχοντας καταλάβει τι έκανε, οι τέσσερις άφησαν μια σειρά από εξαγριωμένα γρυλίσματα κι ο Σιόλ της επιτέθηκε ξανά. Αυτή τη φορά, το φτερό του βρήκε το ήδη τραυματισμένο της χέρι και η Ραβάννα αναρίγησε από πόνο. Όταν κοίταξε κάτω, ο επίδεσμός της από λευκός είχε γίνει ρόζ, ενώ χοντρές στάλες αίματος ξέφευγαν από τις άκρες του. Μη έχοντας άλλη επιλογή, έκλεισε τα μάτια της, καλώντας την Μεγάλη Σελντίνια να της δώσει για λίγο τις δυνάμεις της. Όταν τα ξανάνοιξε, αντί για πράσινα, ήταν ασημένια, όπως ήταν κι ολόκληρη. «Καταραμένοι όσοι τολμούν να βλάψουν με τρόπο δόλιο τους αθώους!», είπε, μα η φωνή ήταν σαν να μην ανήκε σ' εκείνη κι αντιλαλούσε λες κι υπήρχαν εκεί κι άλλες Νεράιδες που κάνανε προσωδία μαζί της. Σε αυτό, η συμμορία των ληστών τρόμαξε και προσπάθησε με πανικό να αποφύγει τις επόμενες λάμψεις που ήρθαν κατά πάνω τους. Το αποκορύφωμα ήταν ο διαπεραστικός ήχος του Πλόθριρ, που σήμανε την άφιξη της Φρουράς, που σε μερικά λεπτά θα ήταν εκεί.
«Πάμε να φύγουμε!», φώναξε η Εθίντυ και σε λίγα δευτερόλεπτα, οι Τίρεϊν είχαν εξαφανιστεί σε ένα μαύρο σύννεφο καπνού, φτιαγμένο απ' την Ενέργεια που πρόλαβαν να πάρουν.
Η Ραβάννα έμεινε ακίνητη μέχρι η λάμψη που την περιέκλειε να καταλαγιάσει, κάτι που έγινε αμέσως μόλις απομακρύνθηκε ο κίνδυνος, αφήνοντας την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και την ίδια να αγκομαχά, λες και τόση ώρα δεν είχε ανάσα. Η ζάλη από τις βαθιές και γρήγορες ανάσες κι η εξάντληση από το τελευταίο προχωρημένο ξόρκι, που κανονικά δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει, την έκανε να παραπέσει πλάι στον Σίον, που ήταν κατάχλωμος και το κορμί του έμοιαζε άψυχο. Βλέποντάς τον, η Νεράιδα έκανε μία δύσκολη προσπάθεια να ανασηκωθεί.
«Σίον», ψέλλισε τ' όνομά του, η φωνή της ένας τραχύς, ραγισμένος ψίθυρος. «Σίον, ξύπνα», συνέχισε, προσπαθώντας με πολύ κόπο να ακουστεί. «Άνοιξε τα μάτια σου, μίλα μου... σε παρακαλώ, μίλα μου!» Προσπαθώντας μάταια να νιώσει τον σφυγμό του, ή την ανάσα του, σύντομα τον είχε μαζέψει στην αγκαλιά της. Το αίμα του λέκιαζε τον χιτώνα της και τα σιωπηλά δάκρυα που μούσκευαν ήδη το πρόσωπό της, αντικαταστάθηκαν από γοερά κλάματα. «Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ, μην φεύγεις! Θεά μου, μην τον αφήσεις να πεθάνει», ήταν το τελευταίο που κατάφερε να πει, προτού τα κλάματά της να δυναμώσουν τόσο, που πια δεν μπορούσε να αρθρώσει καμία λέξη. Στα χέρια της τρεμόπαιζε ακόμη η ασημένια λάμψη, όμως αυτή τη στιγμή έχοντας σπαταλήσει όλο της το φως, ήταν πολύ αδύναμη για να μπορέσει να τον θεραπεύσει μόνη της. Μέσα στα θολά από τα δάκρυα μάτια της, τίποτα πια δεν φαινόταν και δεν ήξερε πόση ώρα θρηνολογούσε. Το μαρτύριό της ημέρεψε μόνον όταν άκουσε τα βήματα των Φρουρών που κατέφθασαν, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμά της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top