Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 7
Το Φεγγάρι είχε κιόλας κλείσει δύο κύκλους από την τελευταία φορά που η Ραβάννα μίλησε με τον Σίον. Η Υπερπανσέληνος του Χιονιού είχε περάσει, όμως ούτε έγινε ο μεγαλοπρεπής εορτασμός που συνηθιζόταν, ούτε η τελετή του χρίσματος του Έιλουντιρ. Ύποπτες κινήσεις είχαν ανιχνευτεί στις παρυφές του Ασημένιου Δάσους τις τελευταίες ημέρες, Οι πληροφορίες των Ανιχνευτών μιλούσαν για παραβίαση του Μαγικού Φράγματος και για πιθανή παρουσία Τζέργκα, γεγονός που προβλημάτιζε τόσο το Βασιλικό Παλάτι, όσο και τον Ναό. Το κακό, όποια κι αν ήταν η πηγή του, έπρεπε να μένει μακριά από το Νοβέλιαν, γι' αυτό και η Αρχιέρεια είχε ελαχιστοποιήσει τις μεγάλες εξωτερικές θρησκευτικές τελετουργίες κι είχε δώσει εντολή οι Ράναντιρ να βρίσκονται σε επιφυλακή. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα κι ο Σίον έκανε την τρίτη περιπολία του, όταν την πέτυχε να βγαίνει αθόρυβα από την πίσω πόρτα, με ένα πανέρι στο χέρι.
«Πάω να μαζέψω βότανα», του δήλωσε ξερά η Ραβάννα, όταν τη ρώτησε πού πήγαινε.
«Μα δεν ακούσατε τι είπαν;», προσπάθησε να τη μεταπείσει.
«Άκουσα», απάντησε. «Μα δεν θα αφήσουμε τις δουλειές να μείνουν πίσω για μερικές φήμες».
Η αδικαιολόγητη αγωνία στο πρόσωπό του της έκανε εντύπωση, μα όχι όσο η φωνή του, που έγινε πρώτη φορά αυστηρή κι επιτακτική. «Φήμες ή όχι, το καλώς έχειν σας είναι σημαντικότερο από τις δουλειές. Θα μείνετε εδώ».
«Σαν πολύ θράσος έχεις, να μου δίνεις διαταγές», του απάντησε αντιδραστικά κι έκανε να φύγει, μα αυτός την εμπόδισε. «Γιατί τρέμεις; Τι σ' έπιασε;», απαίτησε να μάθει.
«Σας παρακαλώ», τον άκουσε να της λέει, αυτή τη φορά η αγωνία του εντονότερη κι εμφανής και στο λόγο του και στις κινήσεις του, αν κι ακόμη αδικαιολόγητη. «Βάζετε τη ζωή σας σε μεγάλο ρίσκο», τόνισε αργά κοιτάζοντάς την επίμονα. «Μην είστε ξεροκέφαλη», πρόσθεσε κι αυτή τον κοίταξε στραβά.
«Ξεροκέφαλη; Γίνεσαι αυθάδης», του επεσήμανε εκνευρισμένη. «Άσε με να πάω στη δουλειά μου», πρόσταξε.
Την κοίταξε στραβά κι αυτός. Ήταν φανερό ότι η Ιέρεια Ραβάνα δεν σκόπευε ν' αλλάξει γνώμη. «Δεν μπορώ να σας αφήσω να πάτε εκεί έξω. Είναι επικίνδυνα»,
«Το ξέρω καλά το δάσος. Έννοια σου και δεν θα χαθώ», του αποκρίθηκε με ελαφρά ειρωνεία, ενώ ασχολούταν με το πανέρι της. Ωστόσο η επιβεβαίωσή της δεν τον καθησύχασε.
«Γνωρίζουν οι αδελφές σας γι' αυτή την κίνηση;»
«Όχι».
«Γιατί όχι;»
«Γιατί δεν θέλω καμιά πάνω απ' το κεφάλι μου». Μετά από μια σύντομη διεργασία μέσα στο μυαλό του, η απόφασή του είχε παρθεί ανεπιφύλαχτα.
«Θα σας συνοδεύσω εγώ».
«Δε χρειάζομαι συνοδεία».
«Είναι καθήκον μου, ως Ακόλουθός σας, να φροντίζω για την ακεραιότητά σας», της εξήγησε με ύφος ευγενικό, πλην υπηρεσιακό.
«Δεν είσαι ακόμη ο Ακόλουθός μου».
«Θα γίνω όμως».
«Μέχρι τότε, μπορείς να με αφήσεις στην ησυχία μου!;» Της έκανε νόημα να μιλήσει πιο σιγά, αφού άθελά της είχε υψώσει την φωνή της, τόσο τσατισμένη που ήταν απ' την άσκοπη ανάκριση που της έκανε. «Αν συνεχίσεις να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν και να μ' εκνευρίζεις, δεν θα γίνεις ο Ακόλουθός μου», του είπε πιο σιγά.
Αυτός απλά ρουθούνισε κι ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν νομίζω ότι εξαρτάται από εσάς», της είπε ήρεμα και την είδε αμέσως να εξαγριώνεται. «Όσο για τον εκνευρισμό σας, όλοι τον εισπράττουμε τα τελευταία δυο Φεγγάρια, ακόμα και χωρίς να φυτρώνουμε εκεί που δεν μας σπέρνουν, οπότε δεν έχω να χάσω και πολλά», συνέχισε πιο τολμηρά απ' όσο πίστευε ότι μπορούσε. «Εξάλλου ακόμη κι ως απλός Ράναντιρ πρέπει να σας φρουρώ και να φροντίζω να μην πάθετε κακό... Εντολές της Φεγγαροφώτιστης. Δεν μπορώ να τις παραβλέψω», συμπλήρωσε μετά από μια στιγμή, σαν να είχε θυμηθεί εκ των υστέρων την τελευταία πληροφορία.
Η Ραβάννα έμεινε να τον κοιτάζει άναυδη και πολύ θυμωμένη με την ξαφνική αγένειά του. Όμως πράγματι, αυτές ήταν οι εντολές της Φεγγαροφώτιστης και κανένας τους δεν μπορούσε να τις παραβλέψει. Στο τέλος ξεφύσηξε δυνατά. «Απ' ό,τι φαίνεται δεν μπορώ να σε ξεφορτωθώ», είπε ανασηκώνοντας κι αυτή τους ώμους, χωρίς να τη νοιάζει τι θα σκεφτεί αυτός για την εμφανή δυσαρέσκειά της. Στη συνέχεια, του έκανε νόημα να έρθει μαζί της κι εκείνος, αφού βεβαιώθηκε ότι οι συνάδελφοί του θα συνεχίζανε κανονικά τη φύλαξη, την ακολούθησε ήσυχα-ήσυχα.
🌙
Αν κι ο Μάρτης φημιζόταν για τα απρόβλεπτα τερτίπια που έκανε, για να μοιάσει στα αδέλφια του, τους χειμερινούς μήνες, δεν ήταν μια ιδιαίτερα κρύα βραδιά. Η φύση έμοιαζε να ησυχάζει κάτω από το αργυρό βλέμμα της Σελντίνιας, ενώ δεν ακούγονταν άλλοι ήχοι πέρα από τα τριζόνια και τα άλλα πλάσματα της νύχτας, που αγρυπνούσαν ανάμεσα στα δέντρα. Τη νυχτερινή αυτή συμφωνία ήρθε να συμπληρώσει το ελαφρύ βουητό των φτερών τους, καθώς οι δύο Νεράιδες πορεύονταν όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Ο χιτώνας της Ραβάννας στραφτάλιζε κι ο Σίον μπορούσε εύκολα να τη διακρίνει, χωρίς να την πλησιάζει. Μάλιστα, της είχε ζητήσει να κινηθεί ελεύθερα, σαν να μην ήταν κι εκείνος μαζί της. Αυτό βέβαια ήταν μάλλον δύσκολο, μιας και η πρασινομαλλούσα μπορεί να έδειχνε αδιάφορη, μα ήταν φανερό ότι η παρουσία του της ήταν καταπιεστική. Προσπάθησε, λοιπόν, να πετά πολύ πιο πίσω: αρκετά κοντά για να μπορεί να τη βλέπει, αρκετά μακριά για να μην νιώθει εγκλωβισμένη.
Σε μισή ώρα περίπου φτάσανε στον προορισμό τους: ένα μικρό ξέφωτο, περιτριγυρισμένο από πυκνούς θάμνους και ψηλά δέντρα. Η Ραβάννα προσγειώθηκε ανάλαφρα στο κέντρο του ξέφωτου κι άρχισε να ψάχνει με το βλέμμα της δεξιά κι αριστερά. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Ράναντιρ προσγειώθηκε πίσω της.
«Τι ψάχνουμε;», τον άκουσε να τη ρωτάει χαμηλόφωνα, σαν να μην ήθελε να διακόψει τη σιωπή.
«Για αρχή, μέτελθιλ», απάντησε και του έδειξε ένα δείγμα που κρατούσε στο πανέρι της. «Είναι ο μήνας και οι ώρες που ανθίζουν. Το νου σου γι' αυτά με τα τρία κόκκινα πέταλα με τις κίτρινες, μυτερές γωνίες. Μόνο αυτά έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Και πρόσεχε τα αγκάθια». Μετά την επεξήγησή της, δεν μπήκε στον κόπο να του ξαναμιλήσει, παρά συγκεντρώθηκε στο ψάξιμο μέσα στους θάμνους.
Ούτε καν τον κοίταξε, μα αν έκρινε από το θρόισμα των φύλλων, έψαχνε κι αυτός, Κανονικά θα έπρεπε να χαίρεται γιατί με την βοήθειά του θα τελείωνε πιο γρήγορα και δεν θα αναγκαζόταν να στριμώξει τα χέρια της ανάμεσα σε όλα αυτά τα δηλητηριώδη αγκαθωτά κλαδιά, αναζητώντας ένα μικρό, κρυμμένο λουλουδάκι. Μα της έφερνε δυσφορία η σκέψη ότι κάποιος ήταν εκεί για να την ελέγχει και πιθανότατα να δώσει λεπτομερή αναφορά στη Λιουντέμνια για το τι έκανε, πώς το έκανε και πόσα ήταν τα λάθη της. Πέρασε άλλη μισή ώρα και το Φεγγάρι κατέβηκε απ' τη μέση του ουρανού. Τα φύλλα και τα κλαδιά έμοιαζαν σαν κρυσταλλωμένα στο κρύο φως του.
Δεν ανταλλάξανε ούτε κουβέντα και η αιθέρια Νεράιδα συνέχισε να περνάει τα χέρια της μέσα από τα πυκνά κλαδιά. Μια απρόσεκτη κίνηση ήταν αρκετή και η Ραβάννα αναφώνησε με πόνο, προτού το καταλάβει. Κοίταξε προς το άσπρο της χέρι, μόνο για να δει ένα μικρό ρυάκι αίματος να ξεκινάει ήδη από τον καρπό της. Ένα αγκάθι της είχε τσιμπήσει την αριστερή ωλένη και το απότομο τράνταγμα που έκανε πάνω στο ξάφνιασμά της οδήγησε σε άλλα τρία αγκάθια που την τρύπησαν. Δεν πρόλαβε να πάρει ούτε ανάσα κι αμέσως ο Σίον ήταν δίπλα της, ψιθυρίζοντάς της να κάνει υπομονή, καθώς προσπάθησε να την ελευθερώσει από τον θάμνο, χωρίς να την τραυματίσει περισσότερο. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα είχε κιόλας καταφέρει και με μεγάλη προσοχή μπόρεσε να βγάλει τα αγκάθια, πριν το δηλητήριο δράσει.
Την έβαλε να καθίσει σε έναν μακρόστενο βράχο. Ο καρπός της εξακολουθούσε να αιμορραγεί, στέλνοντας τσουχτερό πόνο στο υπόλοιπο χέρι της, ωστόσο παρά τη γρήγορη ανάσα, η Ραβάννα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να δείξει πόνο. Ο Σίον βιάστηκε και της τύλιξε όλη την ωλένη με ένα λευκό μαντήλι που κουβαλούσε μαζί του και κράτησε το χέρι του σφιχτά δεμένο γύρω από το δικό της, η αγωνία να μη φεύγει από τα δικά του μάτια. Η Ραβάννα έκανε μεγάλη προσπάθεια να ελέγξει την ανάσα της και σιγά-σιγά το τσούξιμο άρχισε να υποχωρεί. Το μόνο που έμεινε πίσω ήταν η ζεστασιά του χεριού του γύρω από το πολύ πιο κρύο δικό της.
«Σε ευχαριστώ», του είπε ξέπνοα, κλείνοντας τα μάτια της.
Η γαλήνη στο πρόσωπό της έκανε και το δικό του πρόσωπο να γαληνέψει. «Είδατε;», έκανε αυθόρμητα, χωρίς να ξέρει ότι προκαλούσε την τύχη του. «Σε καμία περίπτωση δεν θέλω το κακό σας. Μπορείτε να με εμπιστευτείτε».
Η Ραβάννα έμοιαζε να συλλογίζεται τα λόγια του. «Μπορεί», μουρμούρισε άχρωμα. Ωστόσο δεν απάντησε αμέσως, παρά συνέχισε να τον κοιτάζει καθώς σηκώθηκε από δίπλα της και πήγε να μαζέψει τα λουλούδια που είχε προλάβει να κόψει εκείνη κι είχαν μείνει πεσμένα δίπλα στον θάμνο. Ένα σχέδιο πήρε μορφή στο μυαλό της. «Για να σε εμπιστευτώ, χρειάζεται κι εσύ να κάνεις το ίδιο», του είπε, βάζοντας το σχέδιο σε εφαρμογή. «Ίσως εδώ έξω καταδεχθείς να μιλήσεις για όλα αυτά που τόσο επιμένεις να κρατάς κρυφά πίσω στον ναό». Στο άκουσμα της κουβέντας αυτής, ο Σίον έμεινε ακίνητος κι αν δεν είχε την πλάτη του γυρισμένη, η ιέρεια θα είχε δει στο πρόσωπό του μια έκφραση φόβου. «Λοιπόν;», επέμεινε με φωνή απαιτητική, όσο απαιτητικό ήταν και το ύφος της κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε αποφυγή. Ο Ράναντιρ κοίταξε το χώμα ντροπιασμένος. Ο τρόπος με τον οποίο τον πλεύριζε γι' αυτό το θέμα καθιστούσε σαφές πως ήδη είχε βάλει με το νου της τα χειρότερα και τον πίστευε για αμαρτωλό κι εγκληματία. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε να μάθει, όπως ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κρύβεται για πάντα.
Με μια αναπνοή που έδειχνε πόσο ηττημένος αισθανόταν ξεκίνησε: «Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή... ζούσαμε σ' ένα μικρό χωριό στις Νότιες Επαρχίες και η ζωή μας ήταν δύσκολη. Πολλές φορές δεν υπήρχε φαγητό στο τραπέζι. Παρ' όλα αυτά... η μητέρα κι ο πατέρας μου έκαναν τα πάντα για εμένα. Τα πάντα προκειμένου να έχω πρόσβαση σε όσα είχα ανάγκη και να μην χρειάζεται να δουλέψω από παιδί», συνέχισε να λέει, ένα ίχνος μετάνοιας ήδη έκδηλο στη φωνή του. Η Ραβάννα τον άκουγε με καχυποψία. Μέχρι τώρα δεν είχε ακούσει τίποτα το ασυνήθιστο, μα του έδωσε χρόνο να συνεχίσει.
«Τα γράμματα σου άρεσαν;», ρώτησε χωρίς να είναι σίγουρη πού αποσκοπούσε η συγκεκριμένη ερώτηση.
«Πολύ», αποκρίθηκε αυτός. «Διάβαζα όσο πιο συχνά μπορούσα. Δεν με ένοιαζε αν ήταν αριθμητική, ή λογοτεχνία, ή μελέτες για βότανα και θεραπείες. Μου άρεσαν όλα! Έκανα, θυμάμαι, όνειρα να γνωρίσω τον κόσμο κι έξω από το χωριό μας. Περνούσα τις νύχτες ξύπνιος και φανταζόμουν πώς θα έμοιαζε η ζωή μακριά από 'κεί. Κι ήθελα να μάθω κι άλλα, πολλά άλλα... μα σ' ένα τόσο μικρό μέρος, αυτό δεν ήταν εύκολο». Η ανάσα του βάρυνε με την τελευταία φράση κι η ιέρεια παρατήρησε άθελά της την πλάτη του να καμπουριάζει και το χέρι του να σφίγγεται σε γροθιά από την αμηχανία. «Ήμουν δεκατεσσάρων όταν άκουσα πως η Βασιλική Ακαδημία του Νοβέλιαν θα δεχόταν για πρώτη φορά σπουδαστές από όλες τις επαρχίες, όποια κι αν ήταν η καταγωγή τους... Και φυσικά η ιδέα με ενθουσίασε. Αμέσως παρακάλεσα τους γονείς μου να με πάνε εκεί, για να μπορέσω να μορφωθώ και να γίνω λόγιος. Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μου είπαν πως δεν γίνεται».
«Γιατί αυτό;»
«Οι σοδειές μας δεν είχαν πάει καθόλου καλά εκείνη τη χρονιά. Επίσης, εκείνο τον καιρό γινόντουσαν συχνά επιδρομές από Τζέργκα. Τότε δεν είχαμε το Φράγμα, ούτε είχε υπογραφεί η Συνθήκη Ειρήνης ακόμη κι έτσι στήνονταν συχνά ενέδρες σε Νεράιδες για αντίποινα στις επιθέσεις των δικών μας...». Η Ραβάννα ανατρίχιασε σαν θυμήθηκε εκείνους τους άγριους καιρούς. Η ίδια τότε ήταν επίσης δεκατεσσάρων ετών και φυσικά δεν ήρθε ποτέ κοντά σε μία τέτοια κατάσταση, αλλά ο πατέρας της έλεγε συχνά για το πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα, όταν είχε κάποια αποστολή σε τέτοια μέρη. Η κοπέλα έμενε με την θεία της, στην ασφάλεια του σπιτιού της, αλλά μπορούσε να καταλάβει από το φοβισμένο ύφος του πατέρα της, καθώς και τον ανήσυχο ύπνο του, πως τα μάτια του έβλεπαν πολύ σκληρές εικόνες. Θα μπορούσε άραγε κι αυτός εδώ να έχει δει κάτι τέτοιο; Η συνέχεια της ιστορίας του της έκοψε τον ειρμό.
«Όταν άκουσα όσα μου είπαν, απογοητεύτηκα. Δεν το θεώρησα σημαντική δικαιολογία. Ήδη δούλευα κι εγώ τους τελευταίους μήνες και μου είχαν αρνηθεί πολλές φορές τα βιβλία που τους είχα ζητήσει, λόγω οικονομικής δυσκολίας. Ακούγοντάς τους να λένε όχι σε αυτή την μοναδική ευκαιρία... ήταν λες και το ποτήρι ξεχείλισε. Θύμωσα μαζί τους», είπε ο Νεράιδος γεμάτος ντροπή και κλείνοντας σφιχτά τα μάτια του, σαν να προσπαθούσε να μπλοκάρει μία εικόνα από το να φτάσει στο μυαλό του. «Τους είπα... τους είπα ότι αδιαφορούν για μένα. Ότι δεν νοιάζονται κι ότι μου στερούν ένα καλύτερο μέλλον. Έφυγα από το σπίτι, χωρίς να τους μιλήσω καθόλου κι έλλειψα για ώρες. Δεν ήθελα ούτε τις φωνές τους να ακούω, παρ' όλο που η μητέρα μου με παρακαλούσε να μείνω και να τους καταλάβω». Σταμάτησε. Του ήταν ιδιαιτέρως επώδυνο να μιλάει γι' αυτό. «Ό-Όταν επέστρεψα...», κατάφερε να πει μετά από λίγο. «...ο πατέρας μου μού είπε ότι θέλουν πάνω απ' όλα να είμαι ευτυχισμένος κι ότι θα με πήγαιναν στην Ακαδημία την επόμενη μέρα. Ήταν κι άλλοι από το χωριό που έπρεπε να ταξιδέψουν προς τα εκεί και θα ήμασταν όλοι μαζί».
Η Ραβάννα συνέχισε να ακούει, πιστεύοντας ότι όλα θα πηγαίναν καλά στην συνέχεια της ιστορίας, μα κάτι σαν μαύρη σκιά είχε ήδη σκεπάσει την καρδιά της. Κι ο Σίον συνέχισε: «Ξεκινήσαμε νωρίς το άλλο πρωί και στην αρχή της διαδρομής όλα έμοιαζαν καλά, μα μετά από λίγο... ήρθαν αυτοί», είπε κι η ανάσα του έγινε ακόμη πιο βαριά. Έμοιαζε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια να προφέρει τις λέξεις και το σώμα του έτρεμε. «Ήταν πολεμιστές Τζέργκα, πάνοπλοι... πολύ περισσότεροι από εμάς. Ο οδηγός μας τους είπε ότι ήμασταν άοπλοι και τους παρακάλεσε να μας αφήσουν να φύγουμε με αντάλλαγμα ό,τι αντικείμενο αξίας είχαμε πάνω μας, μα δεν τους ενδιέφερε. Είχαν έρθει να σκοτώσουν κι όχι να κλέψουν».
«Σίον...»
«Μετά το μόνο που ακολούθησε ήταν μία φρίκη», συνέχισε με τα λόγια του να τραυλίζουν, τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα και το ύφος του όλο τρέλα και φόβο. «Φωτιά κι αίμα παντού ολόγυρα, ανατριχιαστικές κραυγές... τα ξόρκια προστασίας κι άμυνας δεν κάνανε τίποτα κι οι γονείς μου...», ένας λυγμός του ξέφυγε. «Άκουσα τον πατέρα μου να τους ικετεύει να αφήσουν εμένα και τη μητέρα μου να ζήσουμε, μα αυτοί μονάχα γέλασαν. Αυτό το γέλιο... αυτό το γέλιο ακόμα το ακούω τις νύχτες... Δεν ήξερα τι να κάνω, φοβήθηκα κι έτρεξα μακριά. Τα ουρλιαχτά της μάνας μου ήταν το τελευταίο που άκουσα... κι εκείνοι ερχόντουσαν για μένα... ήμουν τελειωμένος!», φώναξε, υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό, σαν να πνιγόταν στην πιο βαθιά θάλασσα και κολυμπούσε απελπισμένα για να βγει στην επιφάνεια. «Εκείνη τη στιγμή κάλεσα το όνομα της Σελντίνιας», ψιθύρισε μετά από λίγο. «Δεν ξέρω γιατί... Δεν το είχα ξανακάνει στη ζωή μου κι ήξερα ότι δεν είχα δικαίωμα να της ζητήσω βοήθεια».
«Και βέβαια είχες. Οποιοσδήποτε αγαπά το φως της μπορεί να την επικαλεστεί», μουρμούρισε η Ραβάννα πριν προλάβει να σταματήσει τον εαυτό της, μα ο κόμπος στο στομάχι της έγινε ακόμα πιο σφιχτός αντί να λυθεί. Δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι η ήρεμη και συγκρατημένη του φωνή θα μπορούσε να χωρέσει τόση απελπισία. Τον είδε να παραπατά. Δεν κοιτούσε προς το μέρος της, αλλά διέκρινε δάκρυα στα μάγουλά του. Όταν την παρακάλεσε να καθίσει για λίγο, εκείνη του είπε γρήγορα ένα 'ναι' κι αυτός σχεδόν σωριάστηκε στον βράχο δίπλα της, αρνούμενος ακόμη και τώρα να την κοιτάξει στα μάτια.
«Όταν με βρήκαν, είχα χάσει τις αισθήσεις μου, μα δεν ήμουν λαβωμένος. Το πρώτο πράγμα που άκουσα μόλις ξύπνησα... ήταν ότι όλοι οι συνταξιδιώτες μου ήταν δολοφονημένοι», δήλωσε σαν να ράγιζε. «Εμένα με ανέλαβε μία οικογένεια που βοηθούσε οικονομικά η Αρχιέρεια Λιουντέμνια, χάρη σ' εκείνη δεν έμεινα ολομόναχος». Αυτή η νέα πληροφορία την έβγαλε για μια στιγμή από το γιγάντιο σοκ που βίωνε ακούγοντας τη φρικαλέα εμπειρία του. Φευγαλέα σκέφτηκε πόσο απρόσμενο της φαινόταν το γεγονός ότι η Λιουντένμια βοήθησε ένα ορφανό αγόρι. Συνειδητοποίησε ότι ακόμα κι εκείνη διέθετε κάπου μια σπλαχνική κι ευαίσθητη πλευρά, που η Ραβάννα δεν προσπάθησε ποτέ να ψάξει. Χωρίς να ξέρει τι σκεφτόταν, ο Σίον ξαναμίλησε: «Στην οικογένεια αυτή, που είχε ήδη τρία παιδιά, δεν έκανα παρά μόνο δουλειές. Δεν ξανάπιασα βιβλίο στα χέρια. Μονάχα δούλευα τη γη και μετά από δική τους εντολή υπηρέτησα στον στρατό, για να μην ξαναδειλιάσω ποτέ, όπως μου είπε ο Μέιλορ, ο θετός μου πατέρας. Αργότερα με κατηγόρησαν ότι ανάγκασα την κόρη τους να με βοηθήσει να τους κλέψω. Σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό, δεν το έκανα! Ποτέ δεν θα τους φερόμουν με τόση αχαριστία! Αλλά δεν μπορούσα να αποδείξω το αντίθετο, γιατί κάποια απ' τα κλοπιμαία βρέθηκαν στο δωμάτιό μου. Με έστειλαν σε δίκη κι αν δεν ήταν πάλι η Φεγγαροφώτιστη, που ήρθε κρυφά κι είπε πως πίστευε στην αθωότητα μου, θα είχα καταλήξει στην φυλακή... Ίσως έτσι να ήταν καλύτερα. Μου άξιζαν όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Οι γονείς μου... σκοτώθηκαν εξ' αιτίας μου. Εξ' αιτίας του εγωισμού και της επιμονής μου. Τους πίκρανα και παρ' όλα αυτά, εκείνοι διακινδύνευσαν τη ζωή τους για μένα... και την έχασαν... Κι εγώ... κι εγώ στη δύσκολη στιγμή αντί να τους υπερασπιστώ έτρεξα μακριά σαν δειλός, σαν ανίκανος», κατέληξε με τα χέρια στα μάτια του. Η Ραβάννα μπορούσε να ακούσει ότι έκλαιγε.
Όταν τελικά βρήκε το θάρρος να σηκώσει ξανά το βλέμμα του πάνω της, είδε και τα μάτια της δακρυσμένα. Όσα της εξομολογήθηκε πρέπει να την είχαν ταράξει πολύ. Η Ραβάννα πάλι τον κοιτούσε γεμάτη ντροπή. Αυτός ήταν, λοιπόν, ο λόγος που τον έφερε κοντά τους και τον έκανε να θέλει να δώσει όλο του το είναι σε μία από αυτές; Ο λόγος που δεν της μιλούσε και που προσπάθησε τόσο πολύ να της αλλάξει γνώμη προηγουμένως; Πόσα είχε περάσει; Κι εκείνη, η ρηχή, η άδικη τον είχε καταδικάσει χωρίς καν να περάσει από το μυαλό της μία στάλα απ' όσα της είπε. Χωρίς να το καταλάβει, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, τόσο για τα βάσανα και τις ανελέητες ενοχές του, όσο και για το πόσο τον κατέκρινε. «Είμαι τυχερός», της είπε, αγγίζοντας το χέρι της και θέλοντας να την καθησυχάσει. «Η Αρχιέρεια με βοήθησε και πάλι. Με άφησε να έρθω εδώ, κοντά σας και να κάνω μία καινούρια αρχή. Της χρωστάω πολλά, όπως χρωστάω και σ' εσάς, Ιέρεια Ραβάννα», της είπε καλοσυνάτα κι αυτή πάγωσε. «Εσείς... ακόμα και υπό πίεση, μου δώσατε την ευκαιρία να κάνω επιτέλους κάτι καλό σε κάποιον. Έχετε πολύ καλή καρδιά», συνέχισε ρίχνοντας λάδι στη φωτιά που είχαν ανάψει οι τύψεις της. Δεν του απάντησε, μόνο κοίταξε χαμηλά και η όψη του επιδέσμου που της είχε φτιάξει ήταν άλλη μία απόδειξη της καλοσύνης του, που δυνάμωσε τις φλόγες ακόμα περισσότερο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top