Κεφάλαιο 5

Κεφάλαιο 5

Ήταν μια ψυχρή χειμωνιάτικη νύχτα. Όλα γύρω ήταν βουβά. Οι υπόλοιπες ήδη κοιμόντουσαν, μα για εκείνη ήταν μια από αυτές τις νύχτες που δεν τη χώραγε ο τόπος. Σκέψεις θλιβερές την περιτριγύριζαν ώρα τώρα και η κακή συμπεριφορά που αντιμετώπιζε πλέον σε καθημερινή βάση τη βάραινε περισσότερο. Η παραφροσύνη της Αρχιέρειας δεν ήταν πια κάτι ασυνήθιστο, αλλά η σκέψη ότι ενωμένες όλες μαζί θα την έκαναν να σταματήσει και να καταλάβει τα λάθη της τής άφηνε τουλάχιστον μια ελπίδα. Όμως να που τώρα η ελπίδα αυτή είχε γκρεμιστεί, όπως γκρεμίστηκε και η γενναιότητα των αδελφών της, όταν με την πρώτη αγριεμένη ματιά που τους έριξε η ανώτερή τους, σφράγισαν τα στόματά τους και δεν έβγαλαν ούτε άχνα. Η δειλία τους έκανε το αίμα της Ραβάννας να ανέβει στο κεφάλι της. Ήξερε καλά, όχι επειδή το 'λέγαν οι γραφές, αλλά επειδή το 'χε ζήσει η ίδια, ότι ο θυμός ήταν ένα από τα πιο καταστροφικά συναισθήματα, ωστόσο δεν μπορούσε έτσι απλά να πάψει να τον νιώθει. Ίσως δεν θα έπρεπε να τις κατηγορεί: ήταν αναπαυμένες στην κατάστασή τους, όσο νοσηρή κι αν ήταν. Το να την αλλάξουν θα απαιτούσε μεγάλο κόπο κι ίσως να μην ήταν πρόθυμες να κάνουν αυτό τον κόπο. Άλλωστε τόσοι και τόσοι άλλοι δεν κάνανε το ίδιο; Δεν παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε άσχημες καταστάσεις απλά και μόνο επειδή βαριόντουσαν να κάνουν οτιδήποτε για να τις αλλάξουν; Βέβαια, η Ραβάννα ήθελε να πιστεύει ότι οι Ιέρειες της Σελήνης διέφεραν από τις κοινές Νεράιδες, ότι κατείχαν άλλο πνευματικό και νοητικό επίπεδο. Η πεποίθησή της αυτή την οδηγούσε πίσω στο θυμό της.

Παρά την τρεμούλα που την διαπέρασε όταν η Λιουντέμνια έριξε το βλέμμα της πάνω της, παρά το γεγονός ότι η σιωπή των άλλων την ανάγκασε να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα, μίλησε θαρρετά στην Αρχιέρεια, χωρίς να δείχνει ότι τη φοβάται. Δυστυχώς όλη η προσπάθειά της απέβη άκαρπη και η πρασινομαλλούσα βρέθηκε για ακόμα μια φορά στο στόχαστρο. Όσο περνούσε η ώρα, ο εκνευρισμός έκανε τα μάγουλα και το στομάχι της να καίνε όλο και περισσότερο, σε σημείο που το τσουχτερό κρύο έμοιαζε με καθησυχαστική δροσιά. Ανίκανη να διαχειριστεί κι άλλο την αρνητική της διάθεση, στράφηκε στον ουρανό, όπως έκανε πάντα και έστειλε την προσευχή της στη Θεά. Η οπτική επαφή της με το Φεγγάρι της προσέφερε πάντα γαλήνη και ήταν σχεδόν υπνωτική. Δεν ήταν το ίδιο με τις τελετές, ήταν κάτι πιο προσωπικό, πιο βαθύ. Επέτρεψε στον εαυτό της να αφεθεί στο μαγικό εκείνο κάλεσμα της Μεγάλης Σελντίνιας κι απορροφήθηκε στα σοφά λόγια που συλλάβιζε νοητά:

...Φώτισε το πνεύμα μας, βοήθα μας να δούμε το φως, ακόμα και στο απόλυτο σκότος.
Κράτα την καρδιά μας αγνή και βοήθα μας να καταλάβουμε τα λάθη μας...

Ναι, ήταν στιγμές σαν κι αυτήν που η Ραβάννα ένιωθε μόνη και το Φεγγάρι ήταν το μόνο που την κρατούσε όρθια. Κι ο πατέρας ήταν μόνος, τρύπωσε μια πικρή σκέψη ανάμεσα στα λόγια της προσευχής της κι ένα δάκρυ κύλησε καυτό, χωρίς αυτή να το επιδιώξει. Ο Στρατηγός Άενσσελ ήταν πρόθυμος να αντιμετωπίσει ολομόναχος έναν ολόκληρο λόχο Τζέργκα κι όμως οι σύντροφοί του δεν τον άφησαν. Ο αγώνας του τους συγκίνησε κι ενωμένοι όλοι μαζί κατάφεραν να στείλουν πίσω τον εχθρό. Κι η κόρη του... η κόρη του ούτε αυτό δεν μπόρεσε να κάνει. Και τώρα όχι μόνο απέτυχε να αλλάξει τα πράγματα, αλλά έπρεπε να την αντιμετωπίζουν σαν το κακό σπυρί που χρειαζόταν συνεχή επιτήρηση μην τυχόν και φέρει το χάος.

«Ιέρεια Ραβάννα;»

Κατά φωνή, σκέφτηκε αναγνωρίζοντας την τρεμάμενη φωνή και τον συνηθισμένο ευγενικό τόνο του μελλοντικού προσωπικού Ακόλουθου και φρουρού της. 'Προσωπικός φρουρός'. Υπό κανονικές συνθήκες αυτό σήμαινε ότι είχε καθήκον να την προστατεύει, αλλά ήταν βέβαιη ότι στη δική της περίπτωση θα τη φυλούσε με τον ίδιο τρόπο που φυλάνε τους κακοποιούς. Συνειδητοποιώντας το δάκρυ που τώρα κυλούσε παγωμένο στο μάγουλό της, έκανε μια βιαστική κίνηση να το σκουπίσει.

«Γεια σου Σίον», μουρμούρισε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Το βλέμμα της παρέμεινε προσηλωμένο στο Φεγγάρι.

Εκείνος ένιωσε αμήχανα. Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε ιδιαιτέρως, μα ήθελε οπωσδήποτε να της εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για την θέση που δέχθηκε να του προσφέρει κι αυτό του έδωσε θάρρος να συνεχίσει. «Δεν... δεν πρόλαβα να σας ευχαριστήσω που με δεχθήκατε για Εϊλουντιρ τις προάλλες. Αυτό που κάνατε είναι πολύ σημαντικό για εμένα».

«Εγώ δεν έκανα τίποτα», του είπε εννοώντας κάθε λέξη, λες κι αυτός δεν είχε δει με ποιον τρόπο πήρε την θέση του.

Ο Νεράιδος την κοίταζε με ανησυχία. Τι έκανε τέτοια ώρα μόνη της μέσα στο κρύο; Καθισμένη στην άκρη του μαρμάρινου φράχτη και μάλιστα από την έξω πλευρά, θα μπορούσε εύκολα να πέσει στον όχτο κι αν καθόταν ώρα εκεί, τα φτερά της θα είχαν σίγουρα μουδιάσει, αδυνατώντας να τη σώσουν από το πέσιμο. Η ανησυχία του έγινε μεμιάς φόβος, αλλά δεν θέλησε να της τον μεταδώσει.

«Έχει παγωνιά», της είπε κι όταν εκείνη δεν απάντησε, πρόσθεσε με δισταγμό: «Μη μένετε άλλο εδώ έξω, θα κρυώσετε».

Η ιέρεια δεν γύρισε να τον κοιτάξει. «Δεν είμαι φτιαγμένη από γυαλί, Σίον, να φοβάσαι μην τυχόν σπάσω», του είπε ψυχρά, με το πρόσωπό της τελείως ανέκφραστο. «Τα καθήκοντά σου δεν είναι σε ισχύ ακόμη. Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς για μένα», πρόσθεσε προσπαθώντας να το μαζέψει και να ακουστεί πιο ευγενική.

«Βεβαίως. Έχετε δίκιο». Από τον τόνο της φωνής της, ο Νεράιδος κατάλαβε ότι θα ήταν καλό να κόψει την συζήτηση εκεί ακριβώς, όμως ακόμα κι αν εκείνη έβλεπε τον εαυτό της σαν κάτι γερό κι άθραυστο, η εικόνα που έβλεπε εκείνος ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Έστω και χωρίς τον τίτλο του Έιλουντιρ, είχε έντονη την ανάγκη να την προστατεύσει και να της δείξει ότι ήταν εκεί γι' αυτήν. Έτσι επέμεινε. «Άκουσα τι συνέβη με τη Φεγγαροφώτιστη εχθές», είπε διακριτικά. «Θέλω να ξέρετε ότι... ότι δεν είστε μόνη. Αν χρειάζεστε κάποια βοήθεια, ή κάποιον να πείτε όσα σας βαραίνουν... εγώ είμαι εδώ για εσάς».

Όσο τον άκουγε, η Ραβάννα δεν μπορούσε να διώξει τη σκέψη ότι ήταν βαλτός. Δεν υπήρχε αμφιβολία, η Λιουντέμνια της είχε φορτώσει τον προστατευόμενό της με έναν σκοπό: να βρει τρόπο να την διώξει απ' τον ναό το συντομότερο. Ποιος ξέρει τι οδηγίες του 'χε δώσει; Να ανακαλύψει κάποιο ένοχο μυστικό, ίσως, ή να της στήσει παγίδα για να φανεί ότι έκανε κάποιο παράπτωμα κι έτσι να είναι δικαιολογημένη η απομάκρυνσή της. «Μου λες δηλαδή ότι μπορώ ν' ακουμπήσω σ' εσένα», είπε, ο λόγος της να μοιάζει παραπάνω με διαπίστωση, παρά με ερώτηση.

«Μάλιστα», βιάστηκε να απαντήσει εκείνος. «Αν θέλετε να μιλήσετε σε κάποιον, είμαι εδώ για να σας ακούσω. Μπορείτε να με εμπιστευτείτε».

«'Να σε εμπιστευτώ'...» Για πρώτη φορά, η ιέρεια γύρισε και τον κοίταξε. «Γιατί ήρθες;», τον ρώτησε σχεδόν με παράπονο. Ο Σίον την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Βρίσκεσαι στον ναό εδώ κι έξι μήνες και δουλεύεις εθελοντικά, λέγοντας ξανά και ξανά ότι το μόνο που θέλεις είναι να μας προσφέρεις τις υπηρεσίες σου. Δεν ξέρουμε όμως τίποτα για σένα και το ποιόν σου. Επιμένεις να μη μιλάς για το παρελθόν», σχολίασε. «Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως είσαι προστατευόμενος της Αρχιέρειας. Εμένα αυτό δεν μου αρκεί για να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο. Δεν είμαι καμιά αγαθή, Σίον. Ξέρω να ξεχωρίζω όσους κρατούν μυστικά... Σίγουρα κάτι κρύβεις... και θέλω να το μάθω», συνέχισε σταθερά κι αμείλικτα. «Λες ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ. Απόδειξέ μου ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ. Πες μου τον αληθινό λόγο που σε έφερε εδώ πέρα».

Ο Σίον ένιωσε μια φλόγα να του τσουρουφλίζει το στομάχι. Όχι. Αυτό που του ζητούσε του ήταν υπερβολικά οδυνηρό. Δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, απλά δε γινόταν να μιλήσει. Ήθελε να της ανοίξει την καρδιά του, να βγάλει το βάρος από μέσα του, αλλά δεν μπορούσε να το φορτώσει σε εκείνη, ούτε θα ρίσκαρε να πέσει στα μάτια της. «Δεν μπορώ», απάντησε αποκαρδιωμένος, έπειτα από αρκετές στιγμές.

Η Ραβάννα έγνεψε με απογοήτευση. «Τότε δεν έχουμε τίποτα άλλο να συζητήσουμε», δήλωσε με την ίδια ψυχρότητα και τον προσπέρασε πηγαίνοντας προς τα μέσα. Ο Ράναντιρ έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένος, ενώ ο αέρας σφύριζε γύρω του και τον έκανε να παγώνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top