Κεφάλαιο 47
Κεφάλαιο 47
Ο Ντάζεϊλτον ήρθε χαρούμενος στο μικρό δωματιάκι, που έμοιαζε με βιβλιοθήκη κι ήταν το μέρος όπου κάνανε τα μαθήματά τους κάποιες φορές. Μα αυτή τη φορά όλα έμοιαζαν διαφορετικά, κυρίως η θεία του. «Θεία μου, τι έχεις; Μήπως είσαι άρρωστη;», την ρώτησε το παιδάκι κι εκείνη προσπάθησε να δείξει λίγη από την χαρά που είχε συνήθως όταν τον έβλεπε. Η παρουσία του μέσα στην κόλαση που περνούσε τις τελευταίες μέρες ήταν η μοναδική ηλιαχτίδα. Ο Ντάζεϊλτον συναισθάνθηκε τον πόνο της και ήξερε ότι είχε να κάνει με τον Σίον. Είχε ακούσει για την μάχη και το γεγονός ότι δεν τον έβλεπε πουθενά σήμαινε μόνο ένα πράγμα. Πόσο ήθελε να κλάψει! Προτίμησε όμως να κάνει κάτι άλλο, κάτι για να νιώσουν και οι δύο καλύτερα. «Θεία;»
«Ναι, καλέ μου;»
«Θυμάσαι... εκείνη την ιστορία που μας έλεγες μια φορά; Με το Αηδόνι και το Χελιδόνι που αγαπήθηκαν ενώ ταξίδευαν μαζί για να φέρουν πίσω το Φεγγάρι; Δεν είχες προλάβει να μας πεις το τέλος. Μήπως μπορείς να μου το πεις τώρα;» Στο αίτημά του, η Ραβάννα γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Τελικά κατάφεραν να είναι μαζί;», ρώτησε ξανά ο Ντάζεϊλτον.
«Ναι», ψέλλισε εκείνη. «Τα κατάφεραν».
«Τι καλά!», αναφώνησε το παιδί γελώντας. «Και πώς έγινε αυτό;»
Η πρασινομαλλούσα πήρε μια ανάσα και την άφησε να βγει αργά. «Έφτασαν στη λίμνη που έψαχναν και... το Αηδόνι τραγούδησε, μα δεν έγινε τίποτα. Τότε το Χελιδόνι... τραγούδησε κι αυτό μαζί του και κατάλαβαν ότι μόνο όταν τραγουδούσαν μαζί τα αστέρια λάμπανε ξανά και η ζωή γυρνούσε στο δάσος...», η φωνή της έτρεμε και ράγιζε, ήταν έτοιμη να σπάσει. «...έτσι το Φεγγάρι γύρισε πίσω τελικά και η Θεά... εμφανίστηκε μπροστά τους... και τους είπε πως... καταλάβαινε πόσο δυνατή κι αληθινή ήταν η αγάπη τους και θα τα βοηθούσε να μείνουν μαζί και...», η ήδη αδύναμη αφήγηση έπαψε, καθώς τα δάκρυά της κύλησαν και η Ραβάννα ξέσπασε σε αναφιλητά. Ο Ντάζεϊλτον λυπήθηκε πολύ.
«Θεία;», έκανε έτοιμος κι αυτός να βάλει τα κλάματα και σηκώθηκε βιαστικά να πάει προς την πόρτα. «Σας παρακαλώ, η θεία μου κλαίει», πήγε να πει, θέλοντας να βγει έξω και να τραβήξει την προσοχή από τις άλλες ιέρειες, για να έρθουν να την βοηθήσουν, μα αυτή άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του.
«Όχι, σε παρακαλώ», τον ικέτευσε με μάτια δακρυσμένα. «Δεν είναι τίποτα, θα μου περάσει».
«Δεν θέλω να κλαις», είπε το παιδί δακρύζοντας κι αυτό. «Τι να κάνω για να μην κλαις;»
«Τίποτα, μωρό μου, τίποτα», είπε καθώς ο μικρός πρίγκιπας χώθηκε στην αγκαλιά της κι εκείνη τον κράτησε σφιχτά. «Απλά κράτα με αγκαλιά και θα μου περάσει, σ' το υπόσχομαι», του είπε και το παιδί την κράτησε ακόμα πιο σφιχτά, λέγοντάς της πόσο την αγαπούσε. Τώρα η Ραβάννα ήξερε καλά πως η ιστορία της δικής της απρόσμενης κι ανέλπιστης αγάπης δεν θα είχε καλό τέλος, όπως εκείνος ο μύθος. Η Θεά δεν θα δεχόταν έναν τέτοιο έρωτα, ούτε θα άλλαζε τις φάσεις του Φεγγαριού για χάρη της. Γιατί σε εκείνη δεν άξιζε κανένα θαύμα...
🌙
Η Τιτάνια είδε τον γιο της να γυρνάει στενοχωρημένος στο παλάτι τη νύχτα, σχεδόν όσο κι ο Όμπερον, που δεν της μίλησε. Ο Ντάζεϊλτον της είπε ότι η θεία του ήταν πολύ λυπημένη, όταν βρέθηκαν μόνοι. Η μητέρα του τον φίλησε γλυκά και τον διαβεβαίωσε ότι όλα θα περνούσαν. Την επόμενη μέρα πήγε να βρει την Ραβάννα.
🌙
«Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει και στ' αλήθεια λυπάμαι γι' αυτό...», της είπε. «...μα η κατάσταση του Ντάζεϊλτον είναι εύθραυστη και δεν του κάνει καλό να σε βλέπει να κλαις μπροστά του. Έκανες τα καλύτερα για εκείνον, τον βοήθησες όσο κανείς άλλος, αλλά τώρα που ξέρει τις δυνάμεις του, δεν νομίζω ότι ωφελεί άλλο η τόσο συχνή επαφή». Η Ραβάννα την άκουγε ανέκφραστα. «Εγώ είμαι η μητέρα του, Ραβάννα. Εμένα έχει ανάγκη περισσότερο κι εγώ πρέπει να είμαι δίπλα του και να τον βοηθήσω από εδώ και πέρα. Το καταλαβαίνεις, έτσι, γλυκιά μου;»
«Το καταλαβαίνω», της απάντησε μονότονα.
«Δεν θα τον ξαναστείλω στον ναό. Ούτε εσύ να έρχεσαι, αν δεν υπάρχει ανάγκη. Πρέπει ο γιος μου να έχει υγιή πρότυπα και σωστές σχέσεις για να προχωρήσει. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα ξεχάσει αυτό το κακό που του έλαχε και θα εξελιχθεί παρά τις δυσκολίες».
«Ναι... Κράτα τον γιο σου κοντά σου, Τιτάνια. Και φρόντισε για το καλό του».
«Ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις», απάντησε η άλλη και την αγκάλιασε, παίρνοντας μακριά την τελευταία της παρηγοριά. Η Ραβάννα ήξερε πως όλα όσα της είπε δεν ήταν παρά δικαιολογίες για να προσκολλήσει το παιδί της πάνω της, αλλά από την άλλη δεν ήθελε ο ανιψιός της να στενοχωριέται εξ αιτίας της. Τον άφησε, λοιπόν, στην μητέρα του, που όπως έλεγε, τον νοιαζόταν όσο κανείς άλλος. Μετά κι από αυτό συγκεντρώθηκε στο να γίνει καλά.
🌙
Με το πέρασμα των μηνών έπαψε να πονάει τόσο, μα το χαμόγελο είχε σβηστεί εντελώς από τα χείλη της. Δεν γελούσε ποτέ, όπως πρόσεξε ο Νέβιν που συχνά την πλησίαζε για να δει πώς ήταν. Το μόνο που την καθησύχαζε ήταν η προσευχή. Το τραύμα στον αντίχειρά της έδωσε τη θέση του σε ένα μόνιμο σημάδι. Σιγά-σιγά όλες οι πληγές έγιναν σημάδια κι έπεισε τον εαυτό της πως ό,τι έγινε με τον Σίον έπρεπε να ξεχαστεί, να μείνει στο πίσω μέρος του νου της σαν ένα λάθος, όσο κι αν την πονούσε τούτη η απόφαση. Ίσως να ήταν ένας πειρασμός, μία δοκιμασία στην οποία απέτυχε οικτρά. Μα έπρεπε να κρατήσει την εμπειρία της αποτυχίας για να την βοηθήσει να γίνει καλύτερη. Έχοντας βιώσει αυτή την οδύνη, θα την ξεπερνούσε, θα πήγαινε παρακάτω και θα εξελισσόταν σε ένα άτομο πιο σκληρό και πιο αφοσιωμένο στο καθήκον. Από αυτό το σκεπτικό αρπάχτηκε με όλη της την αντοχή, δίχως να αναρωτηθεί για την ορθότητά του. Ήταν η μοναδική δίοδος που βρήκε για να επιβιώσει.
🌙
Έναν χρόνο μετά, ο Νέβιν παραιτήθηκε. Τρία χρόνια μετά, η Λάμεννυ εφάρμοσε τη συμβουλή που της είχε δώσει ο Ράναντιρ κι αποφάσισε κι αυτή να φύγει για μια αποστολή, θέλοντας να γίνει πιο γενναία και πιο δυνατή. «Εσύ μ' ενέπνευσες πολύ να κάνω αυτό το βήμα, με το παράδειγμά σου», είπε στην Ραβάννα λίγες στιγμές πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους. «Ελπίζω κάποτε να σε ξαναδώ κι ελπίζω έως τότε να γίνω τόσο γενναία όσο εσύ, αδελφή μου» Με την τελευταία πρόταση, η πρασινομαλλούσα έσκυψε το κεφάλι, γνωρίζοντας πως μόνο γενναία δεν ήτανε. «Ραβάννα...», τόλμησε να πει η Λάμεννυ. «Να ξέρεις ότι στενοχωρήθηκα πάρα πολύ για τον Σίον και-»
«Σε παρακαλώ, Λάμεννυ, μη μιλήσεις γι' αυτό».
«Με πονάει πολύ που είσαι έτσι. Χίλιες φορές να το περνούσα εγώ αυτό, αντί για σένα...»
«Λάμεννυ... μην κλαις...»
«Κοίτα ποια μιλάει», η τελευταία φράση κατάφερε να κάνει την Νεράιδα μπροστά της να σκάσει ένα στιγμιαίο αδύναμο χαμόγελο κι η Λάμεννυ την αγκάλιασε σφιχτά. Της στοίχιζε που άφηνε πίσω την φίλη της, στην οποία στάθηκε όσο μπορούσε, μα η ίδια η Ραβάννα της είπε ότι πήρε την σωστή απόφαση και την αποχαιρέτισε εγκάρδια.
🌙
Ο Όμπερον, που είχε μετανιώσει πικρά για όσα έκανε, έβαλε στόχο να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να είναι η ξαδέλφη του ευτυχισμένη. Γνώριζε καλά τον τρόπο σκέψης της μητέρας του. Πάντα περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει και να πάρει την εκδίκησή της. Πολύ σύντομα η Ελίντρα κι η Λιουντέμνια θα συναντιόντουσαν ξανά, θα αντιμετώπιζαν για τελευταία φορά η μία την άλλη. Κι όταν η Λιουντέμνια θα εξαφανιζόταν πια, αυτός θα φρόντιζε η ήδη αγαπητή από τον λαό Ραβάννα, που τελευταία αφιέρωνε όλη την καθημερινότητά της στο να βοηθά τους άλλους, να γίνει η επόμενη Αρχιέρεια.
Παράλληλα, οι μυστικές του συναντήσεις με τον Σάιτρους γινόντουσαν όλο και πιο συχνές. Ο Άρχοντας των Τζέργκα είχε τηρήσει κατά γράμμα όσα του ζήτησε, όπως του έγραψε και στην απαντητική του επιστολή, τονίζοντας στο τέλος ότι 'αυτή θα είναι η αρχή μιας πολλά υποσχόμενης φιλίας'. Κι όλο ο Όμπερον έπιανε τον εαυτό του να συμφωνεί με τις τοποθετήσεις του κι όλο το ασημί των φτερών του έμοιαζε να σκουραίνει. Κι όλο ήθελε να συμμετέχει κι εκείνος στο σχέδιο που αφορούσε την Κρυστέλ και την εκπλήρωση μιας αρχαίας προφητείας. Μα δεν το έκανε. Μονάχα αν γυρνούσε ο κόσμος του ανάποδα, μονάχα ένα γερό χτύπημα θα ήταν ικανό να τον ταρακουνήσει τόσο για να πάρει μια τέτοια απόφαση. Από μέσα του ευχόταν να μην έρθει ποτέ, όσο κι αν τον δελέαζαν όλα όσα άκουγε. Προς το παρόν, το Ονειρονήμα που χρησιμοποιούσε πλέον συχνότερα και δίχως ίχνος αιδούς ήταν μια αρκετά μεγάλη κατάκτηση, που διαρκώς έμοιαζε να τον τραβάει όλο και περισσότερο στα σκοτεινά της βάθη.
🌙
Η μάχη στο Ύψωμα του Μαύρου Αίματος, έμεινε στην ιστορία σαν μια από τις ελάχιστες ήττες του βασιλείου των Νεραϊδών, μα μία λεπτομέρεια εκείνης της ημέρας δεν την έμαθε ποτέ κανείς...
🌙
Ένα τραγούδι μακάβριο που μιλούσε για θάνατο έβγαινε σιωπηλά από τα χείλη του Τζέργκα, καθώς τριγυρνούσε ανάμεσα στα πτώματα των Νεράιδων, ψάχνοντας για κανέναν μικρό θησαυρό. Ήδη είχε σουφρώσει μερικά χρυσαφικά για τον εαυτό του, όταν το μάτι του έπεσε σ' ένα διαφανές μισοφέγγαρο που άστραφτε στο πληγωμένο στήθος ενός στρατιώτη. Γυαλί... Όχι και τόσο πολύτιμο όσο τα άλλα, αλλά μου κάνει, σκέφτηκε το άπληστο πλάσμα κι έκανε ν' αρπάξει το κρεμαστό, όταν ένα βογκητό πόνου τράβηξε την προσοχή του. «Ε, παιδιά!», φώναξε ξαφνιασμένος και τέσσερις άλλοι Τζέργκα πλησίασαν προς το μέρος του.
«Τι θες, ρε;», έκανε εκνευρισμένος ο ένας απ' αυτούς.
«Τούτος 'δώ γλίτωσε. Αναπνέει ακόμα, δες».
«Χμμμ...» Ο άλλος πλησίασε και κλώτσησε ελαφρά τον πεσμένο Νεράιδο, κερδίζοντας ένα ακόμη βογκητό. «Πράγματι, καλά λες», συμπέρανε.
«Δεν τον σκοτώνουμε μια και καλή να τελειώνουμε;», ρώτησε ανυπόμονα ένας από τους άλλους τρεις και οι υπόλοιποι της ομάδας έδειξαν να συμφωνούν.
«Μη βιάζεσαι. Γκύλορ», τους έκοψε αυτός, σταματώντας και τον Ζαγκάρ που ήταν έτοιμος να πάρει το φυλαχτό. «Φαίνεται σκληρό καρύδι για μύγα».
«Έλα τώρα, Αρράγκ, άσ' τον τον καψερό ν' αναπαυθεί. Τι θα τον κάνεις;»
«Όλες οι μύγες ξέρουν για εκείνο το αναθεματισμένο Φράγμα. Ίσως ο λεβέντης από 'δώ θελήσει να μας βοηθήσει να το περάσουμε... αν του το ζητήσουμε ευγενικά. Σίγουρα μια τέτοια πληροφορία θα την εκτιμήσει δεόντως ο Μέγας Σάιτρους».
«Από πού κι ως πού να πάρουμε εμείς τέτοια πρωτοβουλία; Απλοί στρατιώτες είμαστε. Δεν είμαστε ελίτ, θυμάσαι;»
«Απλοί στρατιώτες θέλετε να μείνετε, πουλάκια μου; Γιατί εγώ δε γουστάρω πια να 'μαι ένα με τη λάσπη και να με διατάζουν όλοι αυτοί οι σκερβελέδες! Δεν θα χάσω την ευκαιρία ν' ανέβω βαθμίδα επειδή εσείς είστε πονόψυχοι!»
«Μα οι διαταγές που πήραμε ήταν να μη μείνει κανείς ζωντανός από την πρώτη γραμμή!», διαμαρτυρήθηκε ο Γκύλορ. «Ο ίδιος ο Σάιτρους το διέταξε. Εξάλλου, ποιος θα δώσει σημασία σε-»
«Σκασμός!», φώναξε ο αρχηγός της συμμορίας. «Ο Αρράγκ μίλησε! Κι αν έχεις αντίρρηση, ευχαρίστως θα μετρήσουμε μαζί τα δόντια σου, μάγκα». Ο Γκύλορ κράτησε το στόμα του κλειστό. «Έτσι μπράβο. Τον παίρνουμε με τους αιχμαλώτους. Κι εσύ, άσ' το κάτω αυτό», διέταξε τον Ζαγκάρ που πήγε ξανά να πάρει το κρεμαστό φεγγάρι. «Κανείς σας δεν θα τον πειράξει. Τούτος ο Νεραϊδοφρουρός θα μας φανεί πολύ χρήσιμος...», ανακοίνωσε ο Αρράγκ, προτού η άγρια προσταγή ενός ανώτερου αναγκάσει και τους πέντε να δηλώσουν παρόντες και να πάνε να βρουν τους συμπολεμιστές τους, κουβαλώντας όμως μαζί τους κι έναν τελευταίο αιχμάλωτο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top