Κεφάλαιο 43

Κεφάλαιο 43

Η νύχτα στο έρημο, ορεινό τοπίο ήταν μουντή και νεκρικά σιωπηλή. Όλοι οι Νεράιδοι στρατιώτες κείτονταν τριγύρω και με την πρώτη ματιά έμοιαζαν σαν πεθαμένοι. Στην πραγματικότητα κοιμόντουσαν, εξουθενωμένοι από μία μέρα σκληρής μάχης, ενάντια σε εχθρικές δυνάμεις που έμοιαζαν υπερβολικά περισσότερες από όσο θα περίμεναν. Οι Τζέργκα δεν ήταν παλιά τόσο βάναυσοι, ούτε πολεμούσαν δόλια. Μπορεί να μην είχαν ποτέ τους καλές σχέσεις με τις Νεράιδες, αλλά τουλάχιστον χαρακτηρίζονταν από μια περηφάνεια, μια εντιμότητα. Τα τελευταία χρόνια έμοιαζαν με τους κακούς των παραμυθιών που κάποιοι από τους στρατιώτες αφηγούνταν στα παιδιά τους. Όλα είχαν ξεκινήσει από την άνοδο του Προδοτικού Φυλάρχου, όπως τον αποκαλούσανε. Μερικοί έλεγαν πως έτσι ήταν πάντα αυτά τα πλάσματα, όμως άλλοι πίστευαν πως όσοι τους πολεμούσαν με λύσσα δεν ήταν παρά μια μερίδα φανατικών του Σάιτρους, ή υπερβολικά φοβισμένοι για να αψηφήσουν τις εντολές του, όσο αντίθετοι κι αν ήταν σε αυτές.

Τις τελευταίες τρεις ημέρες είχαν καταφέρει με τα χίλια ζόρια να τους κρατήσουν πίσω, μα το κόστος σωματικής και ψυχικής δύναμης ήταν μεγάλο. Τώρα όλοι αναπαύονταν εξαντλημένοι, μη μπορώντας να κάνουν τίποτα άλλο, μέχρι να ανατείλει ξανά ο ήλιος και μαζί του άλλη μία μέρα πολέμου. Όλοι κοιμόντουσαν, εκτός από τον Σίον. Εκείνος καθόταν στην άκρη της κορφής κι αγνάντευε τον ορίζοντα. Όχι, δεν κοιτούσε το δάσος, μα το Φεγγάρι, που έλαμπε στον ουρανό σαν μια μικρή ασημένια κλωστή. Το φως του έπεφτε στο φυλαχτό που κρεμόταν στο στήθος του, κάνοντάς το να στραφταλάει κι εκείνος το κρατούσε σαν να ήταν το πιο ιερό κι αγαπημένο του σύμβολο. Έμοιαζε τόσο με το δώρο που του είχε κάνει: ήταν κι αυτή ένα γυάλινο φεγγάρι που ποθούσε να ξαναδεί, μα ο φόβος πως θα μπορούσε άθελά του να το σπάσει, τον έκανε να τρέμει. Η ανάμνηση του εφιάλτη του είχε ευτυχώς γίνει πιο μακρινή από τότε που ήρθε εδώ, αλλά υπήρχε κάτι που δεν έφευγε ποτέ τελείως και δεν τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά.

Άφηνε το μυαλό του να γυρίζει ανεμπόδιστα ξανά και ξανά σ' εκείνη, για να ξεφύγει από τις εικόνες φρίκης και βαρβαρότητας που αντίκριζε. Για πόσο ακόμα θα μπορούσε να αντέξει κι αυτός και οι άλλοι της πρώτης γραμμής χωρίς περαιτέρω ενισχύσεις; Όχι για πολύ, ήρθε η συνειδητοποίηση, βασισμένη στην πολεμική του πείρα. Καθώς κοιτούσε ακόμη τον ουρανό, παρακάλεσε από μέσα του για την Νεράιδα που αγαπούσε· να μην κλάψει αν αυτός χανόταν στην μάχη.

🌙

Πίσω στον ναό, η Ραβάννα κοίταζε έξω από το μεγάλο στρογγυλό παράθυρο της κεντρικής αίθουσας. Πίσω της, οι υπόλοιπες προετοιμάζονταν για κάποια τελετουργία, ούτε ήξερε για ποια. Δεν είχε μυαλό να προσευχηθεί για τίποτα άλλο παρά μόνο για να είναι καλά εκείνος και οι συμπολεμιστές του. Φόβος μεγάλος την κυρίευε από την στιγμή που κατάλαβε τι είχε κάνει ο Όμπερον, αλλά πάσχισε να κρατήσει το μίσος έξω από την καρδιά της, η οποία έπρεπε να είναι καθαρή, αν ήθελε στ΄ αλήθεια να πιάσουν οι προσευχές της. «Γύρνα πίσω σ' εμένα, αγάπη μου», ψιθύρισε, καθώς ακούστηκε ένα μπουμπουνητό και βαριά σύννεφα σκέπασαν εντελώς το μικρό Φεγγάρι. Άκουσε τότε την φωνή της Λιουντέμνιας να ψάλλει πάνω από τις άλλες και καταλαβαίνοντας πως δεν είχε άλλο περιθώριο καθυστέρησης, πήγε κι εκείνη στον τελετουργικό κύκλο κι οι φωνές τους συμπληρώθηκαν από την δική της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top