Κεφάλαιο 42
Κεφάλαιο 42
Η αγωνία της Ραβάννας μεγάλωνε κάθε μέρα που περνούσε. Σαν να ήθελε να την εντείνει ακόμη περισσότερο, ο καιρός όλο και χειροτέρευε. Μια χειμωνιάτικη καταιγίδα ήδη φαινόταν στον ορίζοντα και δεν θα αργούσε να φτάσει στο Νοβέλιαν. Ήταν μέσα στις μέρες μετά την τελετή του Αποχαιρετίσματος, που η Φεγγαροφώτιστη άρχισε επιτέλους να συνέρχεται από τον εξευτελισμό που την βρήκε και να αναλαμβάνει σιγά-σιγά δράση. Μία μικρή δόση κανονικότητας μέσα στην τόσο απρόσμενη αλλαγή που είχε φέρει η αποχώρηση των μισών Ράναντιρ. Οι αδιάκοπες επιπλήξεις και οι απαιτητικές προσταγές της Λιουντέμνιας έμοιαζαν να μην ενοχλούν την Ραβάννα όσο συνήθιζαν. Απεναντίας, τις περισσότερες φορές υπάκουγε χωρίς να πει κουβέντα στην Αρχιέρειά της. Όχι, δεν το έκανε από υποταγή. Απλώς δεν ήθελε ούτε να την κοιτάζει, ούτε τον λόγο να της απευθύνει. Τουλάχιστον, η επιστροφή της θα μπορούσε να είναι ένα σημάδι από την Θεά πως κι ο Σίον θα επέστρεφε κι αυτός κι όλα θα γινόντουσαν όπως πριν. Τουλάχιστον έτσι προσπάθησε να παρηγορηθεί και να πιαστεί από μία ελπίδα, αγνοώντας το σκοτεινό προαίσθημα που την τρόμαζε. Αν και το έβλεπε: τίποτα δεν ήταν ίδιο...
Ακόμα και οι διαταγές της Λιουντέμνιας δεν διακρίνονταν από την ίδια ένταση, τον ίδιο θυμό που ήξερε κι εκείνη και οι αδελφές της τόσο καλά. Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, μια κούραση έβγαινε στη φωνή της, μια μεγάλη απογοήτευση, όχι από τη Λιδσένια, αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό. Φυσικά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ και θα διατηρούσε την υπερηφάνεια της αλώβητη. Γιατί η Αρχιέρεια έπρεπε πάντα να είναι υπερήφανη. Υπερήφανη κι ασάλευτη, σαν το μεγάλο δέντρο που όσο κι αν το απειλεί ο άνεμος, θα στηρίξει τις ρίζες του βαθιά στο έδαφος και θα συνεχίσει να είναι καταφύγιο για όλα τα πλάσματα που το 'χουν για φωλιά. Έστω κι αν τώρα η Λιουντέμνια κατάλαβε ότι όλοι την έβλεπαν σαν φυλακή κι όχι σαν καταφύγιο. Τούτες τις μέρες η Ραβάννα ένιωσε να την λυπάται και δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη αυτό...
🌙
Το μεσημέρι της τρίτης μέρας, ένας αγγελιοφόρος ήρθε να την βρει και η καρδιά της χτύπησε στη σκέψη ότι ήταν νέα από τον καλό της. Μα όπως έμαθε, ο αγγελιοφόρος ήρθε από το παλάτι με μία πρόσκληση: η Βασίλισσα Τιτάνια ζητούσε να δειπνήσουν όλοι μαζί το απόγευμα, ως ελάχιστο δείγμα της ευγνωμοσύνης της για την βοήθεια που προσέφερε η ιέρεια στον πρίγκιπα Ντάζεϊλτον. Η ιδέα ότι θα βρισκόταν στον ίδιο χώρο με τον Όμπερον έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. Αλλά από την άλλη ήταν σίγουρη πως ο ίδιος δεν είχε καν ερωτηθεί για το θέμα. Τα συνήθιζε άλλωστε η Τιτάνια κάτι τέτοια κι ο Βασιλιάς και ξάδελφός της βρισκόταν συχνά προ τετελεσμένων γεγονότων. Προκειμένου να μην απογοητεύσει την νύφη της, αλλά κυρίως το ανίψι της, η Ραβάννα είπε στον αγγελιοφόρο ότι δέχεται την πρόσκληση και θα ήταν στο παλάτι την ώρα που θα έπρεπε.
🌙
«Θεία!»
Η χαρούμενη φωνή του Ντάζεϊλτον τράβηξε την προσοχή του Όμπερον στο παράθυρο. Δεν μπόρεσε παρά να νιώσει παράξενα όταν είδε τον κατά κανόνα ντροπαλό και διστακτικό γιο του να τρέχει ενθουσιασμένος προς το μέρος της κι εκείνη, που ήταν συνήθως σοβαρή και τυπική να τον αγκαλιάζει με τόση αγάπη. Αυτή η γυναίκα είχε βρεθεί κοντά του σε ό,τι αφορούσε το θέμα του Ντάζεϊλτον από την αρχή. Τον είχε στηρίξει και είχε σταθεί στο παιδί του ακόμα και τώρα που αυτός έλειπε. Και πώς της το ξεπλήρωσε; Η ένοχη συνείδησή του δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη διαδρομή της, καθώς μία από τις Συνοδούς της Τιτάνιας χτύπησε την πόρτα και τον ενημέρωσε ότι το τραπέζι ήταν έτοιμο.
🌙
«Αν δεν ήσουν εσύ, Ραβάννα μου, δεν ξέρω τι θα είχαμε κάνει», έλεγε η Βασίλισσα χαμογελώντας με ευγνωμοσύνη. Η Ραβάννα την κοίταζε με ένα ίχνος αμηχανίας.
«Δεν έκανα απολύτως τίποτα», απάντησε, προτού στρέψει το βλέμμα της αριστερά και δεξιά για να σιγουρευτεί ότι δεν άκουγε κανένας. «Δεν ξέρει, σωστά;», ρώτησε συνωμοτικά κι η Τιτάνια έσκυψε προς το μέρος της από τον θρόνο της.
«Σωστά. Κι ούτε πρόκειται να μάθει», απάντησε ψιθυριστά. «Το μυστικό αυτό είναι ανάμεσα σ' εσένα κι εμένα... και τον Ντάζεϊλτον», πρόσθεσε έπειτα από μια στιγμή, σαν να το είχε θυμηθεί μετά. «Μείνε ήσυχη», την διαβεβαίωσε κι ακριβώς εκείνη την στιγμή ο Όμπερον πέταξε μέσα στην αίθουσα, με τον ασημόκλωστο μανδύα του να σέρνεται ελαφρώς πίσω του.
«Καλώς όρισες, ξαδέλφη». Την χαιρέτησε επίσημα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα μεταξύ τους λίγες μέρες πριν. Σαν να μην είχαν ανταλλάξει τα σκληρά λόγια που αντάλλαξαν. Άλλο ένα μυστικό μεταξύ του βασιλικού ζεύγους που η ιέρεια είχε απρόθυμα φορτωθεί.
«Καλώς σε βρήκα, ξάδελφε», του απάντησε με το ίδιο επίσημο ύφος και ακόμα με μία υπόκλιση.
«Γιατί τόση τυπικότητα μεταξύ σας;», ρώτησε η Τιτάνια έχοντας προσέξει την ξαφνική ψύχρα ανάμεσα στις δύο Νεράιδες. «Συγγενείς είστε, μπορείτε να χαιρετιέστε πιο εγκάρδια, ακόμα κι αν βρισκόμαστε στο παλάτι», πρόσθεσε χαμογελώντας ανάλαφρα. Η Ραβάννα κι ο Όμπερον απλά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Μερικές φορές η τυπικότητα δεν είναι κακή, Τιτάνια», είπε η ιέρεια κι ο Όμπερον έγνεψε μη έχοντας κάτι άλλο να πει. Αλλά και μετά από αυτή τη δήλωση, η τυπικότητα δεν κατάφερε να επιβιώσει στο τραπέζι, όπου σερβιρίστηκε το δείπνο.
🌙
«Θα έπρεπε να έρχεσαι πιο συχνά, θεία», είπε ο Ντάζεϊλτον, που εδώ κι ώρα δεν έλεγε να φύγει από κοντά της.
«Έχω πολλά που πρέπει να κάνω, καλέ μου», του απάντησε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. «Εξάλλου έρχεσαι εσύ, το ίδιο δεν είναι;»
«Ναι, αλλά τώρα δεν θα έρχομαι πια», απάντησε το παιδί με παράπονο, γνωρίζοντας ότι έμενε μονάχα ένα μάθημα για να ολοκληρώσει την μυστική του εκπαίδευση. «Θα υποσχεθείς ότι θα έρχεσαι να με βλέπεις καμιά φορά; Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ», συνέχισε να επαναλαμβάνει με τα μάτια του μεγάλα, σαν να ήταν ένα μωρό Σερμιόφελ. Η θεία του δεν άντεξε να μην του χαμογελάσει. Απέναντί της ο Όμπερον δεν πολυέδινε σημασία, μιας και την συγκεκριμένη στιγμή αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στις ενοχές του και την αίσθηση θυμού που είχε επιστρέψει. Η Τιτάνια πάλι μπορεί να μην το έδειχνε, μα μέσα της ένιωθε πληγωμένη. Βλέποντας πόσο η άλλη Νεράιδα έδειχνε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του γιου της και πόσο αβίαστα ο μικρός πρίγκιπας της μιλούσε και της έδειχνε τα παιχνίδια του, αισθάνθηκε παραμελημένη. Ωστόσο, έπεισε τον εαυτό της να μην δώσει χώρο σε ένα τέτοιο κακό συναίσθημα, αποφασίζοντας να στείλει τον Ντάζεϊλτον για ύπνο.
«Ντάζεϊλτον, άσε τη θεία σου και μην την κουράζεις. Είναι ώρα να πας να κοιμηθείς. Τα καλά παιδάκια κοιμούνται τέτοια ώρα», του είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε και το παιδί έδειξε απροθυμία, μα τελικά ακολούθησε την παιδαγωγό του στο υπνοδωμάτιό του, αποχαιρετώντας τους όλους και δίνοντας ένα φιλί στη μητέρα του πριν φύγει. Η Τιτάνια ανέπνευσε με ανακούφιση που δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για την αγάπη και την προτίμησή του, κάτι που φυσικά δεν πρόσεξε κανείς από τα δύο ξαδέλφια που ήταν μαζί της στο τραπέζι, αφού πιάσανε τη συζήτηση για άλλα θέματα. Δεν άργησαν να φτάσουν και στο θέμα του πολέμου που έκαναν οι Τζέργκα στην Ανατολική Φυλή των Δρυάδων.
«Είναι αδιανόητο αυτό που συμβαίνει», ξεφύσηξε η Βασίλισσα αηδιασμένη με όσα γινόντουσαν. «Αυτά τα καημένα πλάσματα που δεν είναι φτιαγμένα να πολεμούν να πρέπει να αντιμετωπίζουν μια τέτοια τραγωδία; Ένας πολιτισμένος λαός δεν θα συμπεριφερόταν ποτέ έτσι».
«Θαρρείς πως τους νοιάζει τους Τζέργκα για την πολιτισμένη συμπεριφορά;», ρώτησε η Ραβάννα βγάζοντας μεγαλύτερη αντιπάθεια για την ξένη φυλή από όσο θα ήθελε. «Δεν έχουν φραγμούς, όπως εμείς», συνέχισε, ελπίζοντας με όλη της την καρδιά να ισχύει αυτό που έλεγε κι ο Νεράιδος που καθόταν απέναντί της, αυτός για τον οποίο αμφέβαλε περισσότερο από ό,τι για όλους τους υπόλοιπους, να είχε όντως φραγμούς.
«Είναι αλήθεια, γλυκιά μου», είπε ο Όμπερον στη γυναίκα του, αν κι από το ύφος που είχε συνήθως όταν της απηύθυνε το λόγο, όπως παρατηρούσε η Ραβάννα, ήταν σαν να μιλούσε σε ένα μικρό, κακομαθημένο κοριτσάκι, που δεν είχε ιδέα τι γίνεται στον κόσμο. «Δεν έχουν τέτοιες σκέψεις τούτοι οι άξεστοι βάρβαροι».
«Ναι, μα... ποιος μας λέει ότι αν επιτίθενται έτσι στις Δρυάδες δεν θα κάνουν μια μέρα το ίδιο και σ' εμάς;», εξέφρασε την ανησυχία της η Βασίλισσα. «Αφού είναι τόσο αδίστακτοι, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα παραβιάσουν την Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ μας;»
«Μην ανησυχείς, Κυανό μου Άστρο», έκανε γλυκά ο Όμπερον αφήνοντας ένα φιλί στο χέρι της. «Εμάς δεν μπορούν να μας επιτεθούν. Έχουμε το Φράγμα που μας προστατεύει από όλους τους εχθρούς. Κι εξάλλου, γι' αυτό στείλαμε τις ενισχύσεις μας στην Ανατολική Φυλή. Για να καταλάβουν αυτοί ότι δεν μπορούν να τα βάλουν μαζί μας».
Από μέσα της η Ραβάννα δεν προσπάθησε να καταπιέσει την σκέψη ότι κανείς από το βασιλικό ζεύγος δεν ανησυχούσε στ' αλήθεια για τις Δρυάδες. Μόνο η δική τους ασφάλεια τους ενδιέφερε, όπως και πολλές άλλες Νεράιδες. Το συμπέρασμα αυτό της έφερε μια άσχημη γεύση στο στόμα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κρασί της προκειμένου να την ξεπλύνει. Εν τω μεταξύ, ο Όμπερον και η Τιτάνια εξακολουθούσαν να μιλούν ο ένας στον άλλο.
«...καταλαβαίνεις...», έλεγε ο Όμπερον στην γυναίκα του. «...δεν ήθελα φυσικά να στερήσω από τις Ιέρειές μας την προστασία τους, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις, το καθήκον προς το βασίλειο υπερτερεί πάντοτε».
«Αλήθεια...», έκανε ξαφνικά η Τιτάνια απευθυνόμενη στην Ραβάννα. «...εκείνος ο Ακόλουθός σου, ο... Σίον, πού βρίσκεται;», την ρώτησε, μιας και τον γνώριζε. Ήταν αυτός που την είχε ενημερώσει για το περιστατικό του Ντάζεϊλτον και η διακριτικότητα και η ευγένειά του είχαν κάνει την Νεραϊδοβασίλισσα να τον συμπαθήσει. Ο Όμπερον πάλι, που είχε ακριβώς τα αντίθετα συναισθήματα για τον Νεράιδο, τα ένιωσε να επιστρέφουν μέσα του σε μια στιγμή, σαν είδε την ξαφνική αλλαγή στο πρόσωπο της ξαδέλφης του. Έκανε όμως πως δεν είδε τίποτα.
«Βλέπω, τον γνωρίζεις κι εσύ, αγάπη μου. Χαίρομαι, χαίρομαι πολύ γι' αυτό», είπε στην Τιτάνια με ένα προσποιητό ευχαριστημένο χαμόγελο. Κατόπιν συνέχισε να μιλάει με την άκρη του ματιού του καρφωμένη στην Νεράιδα απέναντί του. «Πιστός, έντιμος, έμπειρος, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, κατάλαβα ότι η θέση του ήταν με τους στρατιώτες μας στη μάχη...» Με μια ελάχιστη εσωτερική ικανοποίηση παρατήρησε την τόσο αναμενόμενη αντίδραση της Ραβάννας, καθώς το ποτήρι με το κρασί σχεδόν έπεσε από το χέρι της και την τελευταία στιγμή το έσωσε από το να βρεθεί στο πάτωμα και να γίνει κομμάτια.
«Εσύ, Όμπερον; Εσύ τον κατέταξες;»
«Ω, μα γιατί εξανίστασαι, αγαπητή μου εξαδέλφη;», τη ρώτησε γελώντας ανάλαφρα με το αποσβολωμένο ύφος της. «Το μάτι μου κόβει, ξέρεις, από μάχιμους. Πίστεψα, λοιπόν, ότι ένας στρατιώτης με τη δική του γνώση και πείρα θα ήταν χρήσιμος στην πρώτη γραμμή. Ειδικά σε μια μάχη υψίστης σημασίας, όπως αυτή».
«Στην πρώτη γραμμή;» Η Ραβάννα έσφιξε τα δόντια της και τον κοίταξε σαν τρελή· με τις άκρες που διέθετε λόγω του αξιώματός του, ήταν ολοφάνερο το τι είχε κάνει. Δεν μπόρεσε να πει κάτι, μιας και η Τιτάνια, που εμφανώς νοιαζόταν αληθινά για τους Νεραϊδοφρουρούς, σήκωσε το ποτήρι της για πρόποση.
«Ας δώσει η Σελντίνια να γυρίσουν πίσω ασφαλείς!», είπε γεμάτη ελπίδα, αλλά κι άγνοια για όσα υπονοούνταν κάτω από τις γραμμές.
«Μακάρι. Μακάρι...», απάντησε ο Όμπερον και τσούγγρισε το ποτήρι του μηχανικά, όπως και η Ραβάννα, που αμέσως μετά άδειασε όλο το υπόλοιπο δικό της με τη μία.
🌙
Λίγη ώρα αργότερα, το δείπνο είχε τελειώσει και η Τιτάνια έμοιαζε πολύ νυσταγμένη, μα ο Όμπερον δεν τη συνόδευσε στο δωμάτιό τους. Κι αυτό γιατί η Ραβάννα επέμεινε ο ξάδελφός της να συνοδεύσει την ίδια μέχρι την έξοδο. Το περίμενε ότι θα ήθελε κάτι τέτοιο και διατήρησε την ψυχραιμία του. Αυτό που σίγουρα δεν περίμενε ήταν η Ραβάννα να τον σπρώξει σε μία σκοτεινή γωνία, όπου κανείς δεν τους έβλεπε, με το βλέμμα της ξαφνικά αλαφιασμένο. «Επίτηδες το 'κανες!», σφύριξε απειλητικά μέσα από τα δόντια της.
Παρά την τρομάρα του από το ξαφνικά απότομο φέρσιμο, ο Νεραϊδοβασιλιάς παρέμεινε ήρεμος. «Δεν καταλαβαίνω τι λες», της είπε κι ο τρόπος του την εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο.
«Έμαθες ποιος είναι και τον έστειλες στην πρώτη γραμμή για να χάσει τη ζωή του. Πώς μπόρεσες, Όμπερον!;»
«Παραλογίζεσαι! Δεν το έκανα! Δεν έκανα τίποτα! Ήταν τυχαίο- ααα!», η φράση του κόπηκε στη μέση καθώς η λαβή της έγινε πιο σφιχτή γύρω από το χέρι του, σε σημείο που του προκάλεσε πόνο.
«Μη μου λες ψέματα, σε ξέρω», του αποκρίθηκε, η φωνή της κάτι ανάμεσα σε λυγμό και βρυχηθμό. «Δεν κάνεις τίποτα τυχαία. Παρακάλα να γυρίσει πίσω σώος, αλλιώς-»
«Αλλιώς τι;», την διέκοψε εκείνος, απελευθερώνοντας το χέρι του με μία κίνηση εξίσου απότομη με την προηγούμενη δική της. Η Νεράιδα τινάχτηκε λίγο πίσω, μα τα μάτια της παρέμειναν καρφωμένα ίσια στα δικά του. «Σου λείπει κιόλας τόσο πολύ η παρουσία του αγαπητικού σου, που θα καταφύγεις ξανά στη βία;», συνέχισε ο Όμπερον κάνοντάς την να φουντώσει από θυμό. «Αυτά που είπες δεν είναι παρά φαντασιοπληξίες. Αν και του αξίζει μία τέτοια ποινή, μετά απ' αυτό που σου προκάλεσε».
«Μου έδωσες το λόγο σου ότι δεν θα του κάνεις κακό», του είπε η Ραβάννα απελπισμένη.
«Μήπως σε συμφέρει να χαθεί εξ αιτίας μου;»
«Τι είπες;»
«Σε συμφέρει να βγω εγώ ο κακός της υπόθεσης κι εσύ να βγεις το θύμα». Της είπε ο Νεραϊδοβασιλιάς και τα λόγια του την έκαναν να παγώσει. «Μια ψεύτρα είσαι, Ραβάννα. Μια ψεύτρα κι υποκρίτρια, που παριστάνει την αλάνθαστη σε όλους, ενώ δεν μπορεί να κουμαντάρει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό».
«Λες ανοησίες!»
«Αλήθεια; Ανοησίες; Μήπως κι εσύ θες κατά βάθος να 'κουκουλώσεις' αυτό σου το παράπτωμα και ρίχνεις το φταίξιμο για άλλη μια φορά πάνω μου; Πες ότι εγώ τον έστειλα επίτηδες μακριά σου. Πες ότι τον καταδίκασα σε θάνατο, γνωρίζοντας ότι δύσκολα επιβιώνουν οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής. Και η δική σου στάση ποια ήτανε; Αν ήθελες στ' αλήθεια να μην φύγει ο 'καλός σου', θα προσπαθούσες με κάθε μέσο να τον εμποδίσεις. Μα τον άφησες να φύγει. Σε τι ακριβώς έχω μερίδιο ευθύνης εγώ;» Όταν τελείωσε τον μικρό του λόγο, η Νεράιδα απέναντί του ήταν κατακόκκινη.
«Μου έδωσες το λόγο σου!», ξαναφώναξε με τις παλάμες της να σπινθηρίζουν, ανήμπορη όμως να απαντήσει άμεσα στις κατηγορίες του. «Έπρεπε να το περιμένω πως δεν θα άλλαζες ποτέ σου. Πως θα έκανες οτιδήποτε για να μου πας κόντρα».
«Μάλλον η αγαπητή μου εξαδέλφη κρίνει τον αδικημένο Όμπερον σαν τον εαυτό της», τον άκουσε να της λέει με ύφος ευγενικό, που όμως είχε σκοπό να την κομματιάσει και παρ' όλο που δεν άντεχε να τον κοιτάει να της λέει κατάμουτρα ψέματα, στην τελευταία του φράση γύρισε ξανά το κεφάλι της προς αυτόν. «Όσα λες περιγράφουν εσένα, Ραβάννα, όχι εμένα! Εγώ δεν έχω λόγο να κοντράρομαι μαζί σου, δεν σε ανταγωνίζομαι, γιατί απλά δεν έχεις κάτι που να ζηλεύω. Εσύ είσαι εκείνη που έχεις κόντρα με εμένα, με όλο τον κόσμο, με την Αρχιέρειά σου... εσύ είσαι που πνίγεσαι από τον ζυγό της. Για σκέψου λίγο μήπως όλη αυτή η ιστορία με τον Ακόλουθό σου δεν ήταν παρά μια τρέλα, προκειμένου να εναντιωθείς στην Φεγγαροφώτιστη και μετά έλα να μου ξαναπείς για λόγους και κόντρες!» Τα σκληρά του λόγια την άφησαν άφωνη κι η Ραβάννα αποχώρησε μόνη. Δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει, ούτε να τον ακούει πλέον και την επιχειρηματολογία του, που δεν έμοιαζε με τίποτα, παρά με δηλητήριο που της μαύριζε την ψυχή, την κράτησε έξω από το μυαλό της όσο ήταν δυνατόν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top