Κεφάλαιο 41
Κεφάλαιο 41
Όλοι βρισκόντουσαν εκεί για το Αποχαιρέτισμα: στρατιώτες και ιέρειες στέκονταν σε δυο αντικριστές γραμμές, κρατώντας αυστηρά τις αποστάσεις μεταξύ τους, όπως ήδη ήξεραν οι Ράναντιρ που είχαν προσφερθεί να πολεμήσουν με τη Φρουρά. Ήταν από τις ελάχιστες περιστάσεις που μια τελετή λάμβανε χώρα εκτός ναού, όμως είχε καθιερωθεί εδώ και πολλά χρόνια οι Κόρες της Σελήνης να συνοδεύουν τους Νεραϊδοφρουρούς μέχρι τα πέριξ του Ασημένιου Δάσους και να τους δίνουν ευχή να γυρίσουν νικητές από τη μάχη. Πάντα με τη Λιουντέμνια ως κέντρο, οι Νεράιδες τραγουδούσαν απαλά τον ψαλμό της Προστασίας του Φεγγαριού και οι Νεράιδοι τις ακούγανε με συγκίνηση, σαν να αντλούσαν δύναμη από αυτές.
Συγγενείς μερικών από αυτούς, γυναίκες και παιδιά, ήταν παρόντες και παρακολουθούσαν αμέτοχοι τη σκηνή. Ωστόσο, ο Σίον είχε εξ αρχής προσέξει πως το βλέμμα της Ραβάννας ήταν κολλημένο πάνω του. Κανείς άλλος δε φαινόταν να το πρόσεχε κι ήταν λες και όλες οι υπόλοιπες φωνές είχαν σβήσει, λες κι άκουγε μόνο τη δική της. Εκείνη τη φωνή που τόσο τον είχε μαγέψει.
🌙
Με την πρώτη ευκαιρία ξεγλίστρησε από τις άλλες και πήγε να τον βρει. Δεν προσπάθησε καν να κρατήσει τα προσχήματα. Η πορεία συνεχιζόταν, μα αυτή σχεδόν τον τράβηξε πίσω από ένα δέντρο.
🌙
Τελευταία δεν του είχε πει ούτε κουβέντα και τώρα... αυτό. «Το φορούσε ο πατέρας μου στη Μάχη της Οξιάς», εξήγησε δίνοντάς του το πολύτιμο αντικείμενο. Ήταν ένα διαφανές μισοφέγγαρο φτιαγμένο από γυαλί και περασμένο σε ένα χοντρό σκοινί. Ο Σίον το κοίταξε με συγκίνηση. «Πάρ' το να σε φυλάει», συνέχισε εκείνη και με προσεκτικές κινήσεις το έδεσε γύρω από το λαιμό του.
Μπορούσε να νιώσει τα χέρια της πιο παγωμένα από ποτέ, μα όταν έψαξε να βρει τα μάτια της, είδε το κεφάλι της σκυμμένο. «Ακόμα δεν πιστεύω ότι το κάνεις αυτό με την θέλησή σου», μουρμούρισε κι ο Σίον άκουσε τη φωνή της να σπάει. Οι φωνές των άλλων ιερειών ακούγονταν τώρα μακρινές, αλλά για εκείνον μετρούσε μονάχα το δικό της αποχαιρέτισμα. «Να προσέχεις εκεί που θα πας. Να γυρίσεις πίσω γερός. Το Φεγγάρι να φωτίζει το δρόμο σου...»
Η ευχή που ετοιμαζόταν να του δώσει κόπηκε στη μέση, καθώς ο Σίον πήρε τα χέρια της στα δικά του, κάνοντάς την να σηκώσει ξανά το κεφάλι της. «Εσύ είσαι το Φεγγάρι μου, Ραβάννα», είπε, κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια. Εκείνη ένιωσε τα χέρια του, που ήταν ζεστά, όπως πάντα, να παγώνουν στην αφή των κρύων δικών της. Χωρίς να το θέλει, τα δάκρυά της κύλησαν και της ξέφυγε ένας λυγμός που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να κρατήσει κρυφό.
«Μην κλαις, καρδιά μου», της ψιθύρισε ο Σίον με πόνο και σφίγγοντας την λαβή του, χωρίς να το καταλάβει. «Θα γυρίσω, θα το δεις».
«Αισθάνομαι πως δεν θα σε ξαναδώ ποτέ», κατάφερε να του πει με δυσκολία μέσα στο κλάμα της κι αυτός ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. Ξάφνου, μια άσβεστη επιμονή να του πει όσα την έτρωγαν απ' τη στιγμή που έμαθε ότι φεύγει, να βγάλει όλο της το μένος, την συνεπήρε. «Αυτό ήταν, λοιπόν; Παραιτούμαστε;», ρώτησε μ' ένα πικραμένο γέλιο. «Δεν θα μας άφηναν ποτέ να είμαστε μαζί, σωστά;», συνέχισε κι είδε και τα δικά του μάτια να δακρύζουν.
«Απ' ό,τι φαίνεται, όχι...», μουρμούρισε με ένα εξίσου πικραμένο χαμόγελο κι αυτή απομακρύνθηκε από κοντά του.
«Τότε γιατί, ε; Γιατί μ' έμπλεξες σ' αυτό το παραμύθι;»
«Δεν ήταν παραμύθι!», αντέδρασε στα λόγια της με θυμό, αλλά αυτή δεν πτοήθηκε.
«Και τι ήταν!; Όλο αυτό που ζήσαμε φαντάζει τώρα τόσο εξωπραγματικό, τόσο ψεύτικο...», σφύριξε μέσα απ' τα δόντια της κι η φωνή της ήταν βραχνή, καθώς έσυρε τη λέξη 'ψεύτικο', λες κι είχε περάσει όλη την ημέρα ουρλιάζοντας. «...που τίποτ' άλλο δεν θα μπορούσε να είναι-»
«Πάψε», σφύριξε κι ο Σίον, αρπάζοντας άξαφνα το μπράτσο της. «Δεν μπορώ να σε ακούω να λες βλακείες».
«Βλέπεις;», είπε ατάραχα αυτή, επισημαίνοντας με ένα κοίταγμα την κίνησή του. «Αυτή... αυτή είναι η μόνη αληθινή στιγμή που μιλάμε και φερόμαστε ειλικρινά. Όλα τα άλλα είναι σαν να τα φανταστήκαμε, σαν να ζούσαμε τ' όνειρο της Νύχτας των Ασημένιων Δακρύων για τρία ολόκληρα χρόνια. Παρατράβηξε, όμως, καιρός να ξυπνήσουμε... Γι' αυτό το όνειρο, η ανόητη, ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω όλα», συνέχισε η Ραβάννα να παραλογίζεται.
Για πρώτη φορά ο Σίον είχε φτάσει στο σημείο να την κοιτάξει με μίσος. «Ήσουν στ' αλήθεια έτοιμη να τα παρατήσεις όλα;», ρώτησε μέσα από τα δόντια του, καθώς την τράβηξε κοντά του. «Κάν' το τώρα. Αυτή τη στιγμή. Άφησέ τα πάντα κι έλα μαζί μου». Μερικές στιγμές με υπόκρουση τον ψαλμό των άλλων πέρασαν μέσα στην αγωνία κι η Ραβάννα δεν μίλησε. «Ακόμα κι αν δεν είχε προκύψει η εισβολή, πες μου ειλικρινά, θα εγκατέλειπες στ' αλήθεια αυτό που είσαι για μένα;»
Η Ραβάννα τον κοίταξε και τα δακρυσμένα της μάτια είχαν φλογιστεί με την οργή που της έφερε η ίδια της η συνειδητοποίηση. «Όχι», γρύλισε ευθαρσώς μέσα απ' τα δόντια της κι ο Σίον ελευθέρωσε επιτέλους το μπράτσο της, αφήνοντάς την να ανασαίνει δυνατά.
«Δεν με αγάπησες ούτε μια στιγμή», μουρμούρισε. «Γι' αυτό και δεν μου το είπες, ούτε όταν σου το έλεγα εγώ, έτσι; Δεν θα άφηνες ποτέ τη βολή σου, τον έλεγχο που σου προσφέρει η θέση σου απέναντι στη δική μου θέση. Τι ήθελες από μένα, Ραβάννα; Να έχω τις επιθυμίες σου για διαταγές και να μπορείς να χαίρεσαι με τα συναισθήματά μου όποτε ευαρεστηθείς; Γιατί αυτό δεν είναι αγάπη. Απάντησε, έστω τώρα... Έστω τώρα ξέρεις τι θέλεις;»
Σε αυτό το σημείο, η Νεράιδα είχε σφίξει τα χέρια στο κεφάλι της κι ανάσαινε αργά κι εξοργισμένα. «Θέλω...», ψιθύρισε άγρια. «...να μην σε ξαναδώ μπροστά μου», κατέληξε.
«Κι εγώ το ίδιο θέλω», της απάντησε εξίσου άγρια κι απομακρύνθηκαν ο ένας απ' τον άλλο. Μα σαν κοίταξαν το δάσος γύρω τους, το ίδιο δάσος στο οποίο είχαν ζήσει μαζί τόσες όμορφες στιγμές, ήταν σαν να έσπασε το σκοτεινό ξόρκι που έμοιαζε να τους δηλητηριάζει. Γύρισαν σχεδόν ταυτόχρονα ο ένας στον άλλο. Το μίσος στα μάτια του Σίον είχε χαθεί. Μπορούσε πλέον να καταλάβει για ποιο λόγο της είπε τέτοια λόγια. Ο αποχωρισμός τού έσχιζε την καρδιά. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με την δική της καρδιά. Το κατάλαβε από το βιαστικό βήμα και το τρομαγμένο βλέμμα της καθώς τον πλησίασε κι η ανάσα της έβγαινε γρήγορη και αναμεμειγμένη με περισσότερους λυγμούς που δεν κρύβονταν.
Η τελετή κόντευε να φτάσει στο τέλος της. Το μόνο που μπορούσε πια να έχει ήταν ένα τελευταίο φιλί. Κλείνοντας τα μάτια, έσκυψε και τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της. Σύντομα την έσφιγγε στην αγκαλιά του κι ήταν τέτοια η απελπισία, ο πόνος κι ο έρωτας στο τελευταίο αυτό φιλί, που θα μπορούσε να κάνει και την Θεά του Φεγγαριού να δακρύσει. Όταν τελικά τα χείλη τους χωρίστηκαν, η Ραβάννα έμεινε κολλημένη πάνω του. Όλο της το κορμί έτρεμε. Από πόνο; Από ανέλπιστη επιθυμία που ήταν πια αδύνατο να ικανοποιηθεί κι έτσι απλά ξέσπαγε; Δεν μπορούσε να πει.
«Και τώρα φύγε...», ψιθύρισε χωρίς να τον αφήνει. «Ακούς...; Φύγε», συνέχισε τρέμοντας ακόμα περισσότερο. Τον ένιωσε να τραντάζεται κι εκείνος, αλλά όχι από το ίδιο τρέμουλο. Όταν άκουσε την φωνή του κατάλαβε:
«Ραβάννα... σ' αγαπώ», ψέλλισε κλαίγοντας ο Σίον κι εκείνη τον έσπρωξε βίαια πίσω. Ο Έιλουντιρ την κοίταξε με μάτια γεμάτα δάκρυα, καθώς το Μαγικό Φράγμα φάνηκε με την θολή του λάμψη ανάμεσά τους. Τα χείλη της σχημάτισαν αθόρυβα τις λέξεις που η Νεράιδα δεν είπε ποτέ δυνατά κι ούτε ο Ακόλουθος δεν άκουσε, μονάχα τις είδε και τις ένιωσε:
'Κι εγώ σ' αγαπώ'
Κάπως έτσι ο Σίον αναγκάστηκε να ξεμακρύνει μαζί με τους άλλους και το όμορφο πρόσωπο της αγαπημένης του χάθηκε απ' τα μάτια του μέσα στην φωσφορίζουσα ομίχλη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top