Κεφάλαιο 38

Κεφάλαιο 38

Ο Όμπερον περίμενε μέχρι να κοιμηθούν όλοι στο παλάτι και σαν σκιά ξεγλίστρησε μέσα στη νύχτα. Το Φεγγάρι που τώρα ήταν στη χάση του και κόντευε να εξαφανιστεί εντελώς, φώτιζε ταπεινά τον δρόμο του, καθώς έφτασε στο μικρό άλσος, όπου βρισκόταν το έρημο, παλιό του σπίτι. Όσο περίμενε η Τιτάνια να αποκοιμηθεί, προσπάθησε πολλές φορές να πείσει τον εαυτό του πως δεν έπρεπε να προχωρήσει με αυτό το σχέδιο. Πως είχε ήδη κάνει αρκετά κι έπρεπε πια να αφήσει ήσυχη και την ξαδέλφη του κι εκείνον τον ταλαίπωρο. Μα ταυτόχρονα, η εικόνα τους μαζί είχε κολλήσει στο μυαλό του κι έπαιζε ξανά και ξανά μπροστά στα μάτια του, σαν κάποιο ξόρκι σκοτεινής ψευδαίσθησης. Μα δεν ήταν ψευδαίσθηση! Ήταν αλήθεια! Μια αλήθεια που δεν θα ησύχαζε αν δεν εξαφάνιζε δια παντώς. Μετά από μεγάλη εσωτερική διαμάχη, δεν βάστηξε την αντίσταση κι έφυγε με μαύρους σκοπούς να σαλεύουν στον στενεμένο νου του. Σε όλη την διαδρομή δεν προσπάθησε καθόλου να αλλάξει γνώμη.

Μονάχα όταν βρέθηκε στο άλσος και μνήμες της μητέρας του ήρθαν και τον καταπλάκωσαν, τότε σκέφτηκε λίγο καλύτερα τι πήγαινε να κάνει. Η Ελίντρα είχε εγκληματήσει, μιλούσε για πράξεις ανήθικες, για χειραγώγηση και κατάκτηση και του Τόπου τους κι όλων των άλλων. Αυτός δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα από τα δύο! Ήταν ο Βασιλιάς των Νεραϊδών! Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε και χωρίς το Ονειρονήμα. Όμως... να που τώρα δεν ήταν αρκετό... Διώχνοντας την τελευταία διαπίστωση, προχώρησε στο κέντρο του λευκού κύκλου που ακόμα δεν είχε ξεθωριάσει στο χώμα και στάθηκε με τα χέρια ανοιχτά. Μια πράξη τόσο ξεχασμένη, μα και τόσο οικεία ήρθε καλοδεχούμενη. Η δύναμη... η δύναμη του να μπορεί να διεισδύσει στο μυαλό του καθενός, του να ταξιδεύει στον Κόσμο των Ονείρων, εκεί που άρχοντας ήταν μόνο αυτός και οι νόμοι τέμνονταν στην δική του θέληση ήταν ερεθιστική. Σχεδόν... οργασμική. Η φωνή του έψαλε το ξόρκι ξεκινώντας από ένα διστακτικό ψιθύρισμα, αλλά καταλήγοντας σε έναν θριαμβικό ύμνο, που τον γέμιζε με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση. Ανοίγοντας τα μάτια κι αντικρίζοντας την γνώριμη γκρίζα λάμψη στα χέρια του, δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. Πόσο του είχε λείψει! Πόσο κενός ήταν χωρίς αυτήν τόσα χρόνια! Αυτή η λάμψη, η ονειρική, η γεμάτη μαγεία και μυστήριο... αυτή η λάμψη ήταν εκείνος. Νιώθοντας την Ενέργεια να ρέει στις φλέβες του, έκλεισε πάλι τα μάτια του και συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο και το όνομα αυτού του Σίον. Δεν είχε ξεχάσει την τέχνη του, ούτε ένα κομμάτι της. Είχε έρθει η στιγμή να δει αν ήταν τόσο δυνατός τεχνίτης όσο κάποτε...

🌙

Ο Σίον στριφογύριζε στον ύπνο του και δεν έβρισκε ησυχία. Όλα είχαν ξεκινήσει με μία αίσθηση παγωνιάς, σαν να μην μπορούσε να κρυφτεί από το τσουχτερό κρύο του Χειμώνα. Σαν το μυαλό του, οι σκέψεις του, η ψυχή του η ίδια να ήταν εκτεθειμένη σε κάποιο άγρυπνο βλέμμα που τον παρακολουθούσε με κακόβουλες προθέσεις. Μα έπειτα, η παγωνιά έδωσε την θέση της σε καύσωνα, πολύ δυνατό καύσωνα...

🌙

Ζέστη και δυσφορία γέμισαν τον χώρο που τον περιέβαλε κι ένιωσε μικρός μπροστά στις φλόγες. Ένας απαίσιος φόβος τον είχε συνεπάρει, καθώς αναγνώρισε το Ασημένιο Δάσος, που έμοιαζε να καίγεται. Όχι, δεν καιγόταν στ' αλήθεια, όμως όλα φωτίζονταν από μία πορφυρή λάμψη. Δεν ήταν το γλυκό φως του Ήλιου. Ήταν λες και τα πάντα είχαν βουτηχτεί στο αίμα κι ο αέρας έμοιαζε να φέρει αυτή τη μυρωδιά την όμοια με καπνό και πυρωμένο σίδερο. Έμεινε να κοιτάζει με κομμένη ανάσα το παραμορφομένο τοπίο, ώσπου μία μελωδία αχνοακούστηκε από κάπου πίσω του. Ένας ψαλμός, σκέφτηκε κι ένιωσε για λίγο μια παρήγορη οικειότητα. Μα κι αυτός ο γλυκός ήχος δεν άργησε να παραμορφωθεί κι οι λεπτές, ουράνιες φωνές των ιερειών άρχισαν να αλλάζουν τονικότητα αναμεταξύ τους, άλλες να γίνονται πιο μπάσες κι άλλες υπερβολικά ψιλές, σε σημείο που ακουγόταν μονάχα μια τρομαχτική κακοφωνία, λες και τραγουδούσαν τα τελώνια των Νεκρών Άστρων κι όχι οι Κόρες τις Σελήνης. Μαζί, η εικόνα κι ο ήχος άρχισαν να κακοποιούν τις αισθήσεις του ολοένα και περισσότερο κι ο Σίον έκανε να κλείσει τα αυτιά του, όταν ξάφνου μια διαπεραστική κραυγή τον έκανε να τιναχτεί σαν τρομαγμένο πουλί μέσα σε κλουβί.

«Ραβάννα», ψέλλισε γεμάτος φρίκη, αναγνωρίζοντας τη φωνή της κι έτρεξε σαν τρελός ανάμεσα στα πεύκα. Πευκοβελόνες έπεφταν καυτές στο πρόσωπό του και τον τρύπαγαν, μα συνέχισε να τρέχει, ώσπου βρέθηκε ανάμεσα σε έναν όχλο από θυμωμένες Νεράιδες και το πιο φρικαλέο θέαμα ξετυλίχθηκε μπροστά του: η γυναίκα που αγαπούσε έκλαιγε απελπισμένα καθώς την πηγαίνανε σούρνοντας μπροστά στην Λιουντέμνια. Ο κόσμος φώναζε απρεπείς βρισιές προς το μέρος της και κάποιοι από αυτούς δεν δίστασαν μέχρι και να τη φτύσουν κατάμουτρα καθώς περνούσε από μπροστά τους. Η Λιουντέμνια έστεκε με τα μάτια της φλογισμένα, όπως και το σκήπτρο της που άστραφτε επίσης με μια ισχυρή φλόγα.

«Φωτιά και αίμα μονάχα για την πόρνη που μας ατίμασε!», ούρλιαξε με την φωνή της αφύσικα πιο μπάσα κι έριξε με δύναμη τη μαγεία του σκήπτρου της πάνω στη Ραβάννα, η οποία όλη εκείνη την ώρα δεν είχε πάψει να κλαίει και να ικετεύει για έλεος. Όλος ο όχλος συνέχισε να μαίνεται, καθώς η Λιουντέμνια συνέχισε να την χτυπάει με φωτεινές ακτίνες ξανά και ξανά και οι πονεμένες κραυγές έσμιξαν με την κακοφωνία του ψαλμού κι οι ιέρειες γύρω της είχαν κι αυτές μάτια κατακόκκινα και γεμάτα κακία.

«ΌΧΙ!!!», ούρλιαξε ο Σίον και τα μάτια της καλής του βρήκαν τα δικά του και τον κοίταξαν γεμάτα πόνο. Το πρόσωπό της ήταν μουσκεμένο από δάκρυα και τα άλλοτε όμορφα μαλλιά της λεκιάζονταν τώρα από το αίμα της, όπως κι ο χιτώνας της.

«Βοήθησέ με, Σίον», τον παρακάλεσε, η φωνή της ένας τρεμάμενος σπαραγμός κι αυτός ένιωσε τέτοιον πόνο που ήταν σαν να βασανίζανε εκείνον.

«Αφήστε την ήσυχη!», φώναξε ξανά και ξανά, προσπαθώντας να την φτάσει, αλλά ήταν μάταιο, καθώς το σώμα του είχε γίνει ξαφνικά πολύ βαρύ.

«Να τος!», φώναξε κάποιος και η Λιουντέμνια έστρεψε το άγριο βλέμμα της σε αυτόν.

«Να ο αμαρτωλός που παρέσυρε αυτή την παλιοσκύλα», γρύλισε.

«Σας ικετεύω, αφήστε την. Είναι αθώα! Τιμωρήστε εμένα», κατάφερε να πει.

«Δεν θα τη γλιτώσεις με τα ψεύτικα λόγια σου, προδότη!», του φώναξε με την σατανική της φωνή και γύρισε στο πλήθος. «Κάψτε ζωντανή την άτιμη! Αφήστε την να νιώσει τη φλόγα στο κορμί της, ενώ ο συνένοχός της θα ακούει τις φωνές της και θα το βάζει στα πόδια σα δειλός! Κάψτε την!»

«Όχι, μη!», κατάφερε να φωνάξει, μα πολλές από τις ιέρειες και το πλήθος είχαν ήδη έτοιμα τα ξόρκια της ανάφλεξης.

«Θάνατος στο όνομα της Σελντίνιας!», βρυχήθηκε η Λιουντέμνια και με το που ο Σίον είδε την άκρη του χιτώνα της να λαμπαδιάζει ένιωσε το σώμα του να κινείται παρά τη θέλησή του. Να γυρνάει και να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση.

«Όχι! Όχι, σταμάτα! Σταμάτα, δειλέ! Μην κάνεις ξανά το ίδιο!», φώναζε στον εαυτό του, μα όσο φώναζε, τόσο το σώμα του γινόταν όλο και πιο ανυπάκουο και τον έπαιρνε μακριά. Μακριά της. Μονάχα τα διαπεραστικά της ουρλιαχτά έφταναν στα αυτιά του και τον έκαναν να κλαίει σαν μικρό παιδί.

«ΣΙΟΝ! ΒΟΗΘΕΙΑΑΑ! ΜΗ Μ' ΑΦΗΝΕΙΣ!»

«ΡΑΒΑΝΝΑΑΑΑ!!!», ούρλιαξε κι αυτός και το τελευταίο πράγμα που κατάφερε να δει πριν τα πάντα χαθούν μέσα στον καπνό ήταν η οικεία μορφή του Βασιλιά Όμπερον περιγεγραμμένη από ένα γκρίζο φως, σαν μια μοναδική όαση δροσιάς μέσα στη φλόγα που τον κυνήγαγε. Μετά η αίσθηση ότι καιγόταν άρπαξε και τον ίδιο, μέχρι που όλα, ακόμα κι αυτός, είχαν γίνει κάρβουνα.

🌙

Με έναν λυγμό που πιο πολύ έφερνε σε μουγκρητό, ο Σίον ξύπνησε από τον φριχτό του εφιάλτη, το πρόσωπό του υγρό, η καρδιά του να σφυροκοπάει επικίνδυνα και η πνοή του εγκλωβισμένη στο στήθος του, παρά τις βαθιές του ανάσες. Οι συνάδελφοί του στεκόντουσαν ανήσυχοι από πάνω του, προσπαθώντας να καταλάβουν τι είχε. «Έκλαιγες στον ύπνο σου», του εξήγησε ο Μέρελ. «Προσπαθήσαμε να σε ξυπνήσουμε, μα ήταν σαν να μην μας άκουγες. Τι έβλεπες και τρόμαξες τόσο;»

Οι ερωτήσεις και των τριών δεν απαντήθηκαν. Ο Σίον τους άκουγε, όμως ήταν σαν να είχε ξεχάσει πώς να καταλαβαίνει τα λόγια τους, ή πώς να μιλάει. Τρέμοντας ολόκληρος, έκανε να σηκωθεί. Ούτε θυμόταν τι τους είπε, αλλά κατάφερε τρεκλίζοντας να βγει έξω. Όλοι τον κοίταξαν λυπημένοι. Δυο από αυτούς κουβέντιασαν για λίγο, καθώς ο Βόιρεν είπε πως τέτοια συμπτώματα είχε δει μόνο σε αυτούς που είχαν πέσει θύματα του Ονειρονήματος. Ο Σόντεν τον χτύπησε ελαφρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, υπενθυμίζοντάς του ότι όλοι οι πλέκτες τούτης της σκοτεινής μαγείας είχαν αποταχθεί από το βασίλειο χρόνια τώρα και θα ήταν αδύνατο να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η συζήτηση έληξε εκεί.

🌙

Ο Έιλουντιρ βγήκε στο κρύο, προσπαθώντας να συνέλθει από όσα είχε δει. Ωστόσο ο εφιάλτης που είδε έμοιαζε να έχει γίνει μια αγκάθινη θηλειά και να τον σφίγγει. Ο δροσερός αέρας του φαινόταν τσουχτερός και το σκοτάδι τον τρόμαζε. Τα δάκρυα στο πρόσωπό του στέγνωσαν, μα η ψυχή του δεν έβρισκε ησυχία, λες και τον είχαν διαπεράσει με λόγχη. Κι αν... κι αν όλα αυτά συνέβαιναν στ' αλήθεια; Αν, όπως τους ανακάλυψε ο Όμπερον, έτσι κάποια μέρα θα τους ανακάλυπτε και η Αρχιέρεια και θα έβγαζε όλο της το μένος πάνω στην Ραβάννα; Έκανε τεράστια προσπάθεια να διώξει τις απαίσιες εικόνες που είδε. Να μην σκεφτεί το πρόσωπό της γεμάτο αίματα και την φωτιά να την κατασπαράζει. Να μην ακούσει την φωνή της να ουρλιάζει, απεγνωσμένα. Μα δεν τα κατάφερε. Δεν μπορούσε να τα βγάλει από το μυαλό του. Έμεινε εκεί έξω κι έκλαψε σιωπηλά, όμως ούτε αυτό δεν βοήθησε. Ήταν σαν να μην ανήκε πια σε αυτόν τον κόσμο, μα στον κόσμο του εφιάλτη. Στον κόσμο που κάποιος άλλος έφτιαξε γι' αυτόν εν αγνοία του...

🌙

Πίσω στο άλσος, στον κήπο του παλιού του αρχοντικού, ο Όμπερον άνοιξε έπειτα από πολλή ώρα τα μάτια του, γνωρίζοντας πως το απαίσιο αποκύημα της φαντασίας του είχε φτάσει εκεί που έπρεπε να φτάσει. Ήταν σίγουρα υπερβολικό εκ μέρους του να σπαταλήσει σχεδόν όλη του τη δύναμη και να κάνει τούτο το όραμα τόσο εφιαλτικό και τόσο αληθινό. «Λίγο τραβηγμένο σκηνικό, αλλά θα κάνει τη δουλειά», σχολίασε μόνος του. Ένιωθε τα χέρια του να τρέμουν από εξάντληση, μα ταυτόχρονα μία ανακούφιση χάραζε το βλέμμα του. Ο Ακόλουθος, άμαθος καθώς ήταν σε τέτοια μάγια, είχε κιόλας ραγίσει κι ήταν θέμα λίγων ημερών να σπάσει πια τελείως. Αποφάσισε να μην του στείλει ξανά τον ίδιο εφιάλτη, όπως αρχικά σκόπευε. Όχι ότι τον ένοιαζε για την ψυχική του υγεία, αλλά αν ξεπερνούσε τις αντοχές του και τον έκανε να χάσει τα λογικά του, τότε εκείνη θα καταλάβαινε και όλο το σχέδιο θα πήγαινε στράφι. Αποφάσισε, λοιπόν, να αφήσει μέσα στο υποσυνείδητό του μονάχα την αίσθηση του ονείρου. Ήταν αρκετή για να πετύχει τον σκοπό του. Σύντομα θα μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top