Κεφάλαιο 37

Κεφάλαιο 37

Ο Σίον ξύπνησε στο κρεβάτι του κι ένιωθε το μυαλό του έτοιμο να εκραγεί. Δεν έβρισκε ησυχία, ώσπου τα βήματά του τον οδήγησαν προσεκτικά μέχρι το δωμάτιο όπου κοιμόντουσαν κάποιες από τις ιέρειες, μαζί κι η Ραβάννα. Στάθηκε πάνω από το κρεβάτι της και την κοίταξε σαστισμένος. Η εικόνα της πάντα του έφερνε γαλήνη, μα αυτή τη φορά ένιωσε δάκρυα θυμού και λύπης να αναβλύζουν στα μάτια του. Αυτή τη φορά ήξερε τι προκαλούσε την ανασφάλεια και τις ενοχές της, τι φοβόταν να του πει.

Γιατί, κορίτσι μου;, είπε από μέσα του. Γιατί να τα περνάς αυτά; Γιατί δεν μου μίλησες; Πώς μπόρεσε να σε φέρει σε αυτό το σημείο;, συνέχισε σκύβοντας στο πλάι της για να αγγίξει το πρόσωπό της και το βλέμμα του σκοτείνιασε όταν έφερε στο νου του τον Βασιλιά Όμπερον. Η αποστροφή κι ακόμα το μίσος που αισθάνθηκε γι' αυτόν ήταν μεγάλα. Τι ανώμαλο πλάσμα ήταν; Πώς ήταν δυνατό να πόθησε την ίδια του την ξαδέλφη; Να την οδήγησε να αντιπαθήσει και να απαρνηθεί τον έρωτα; Αν είχε την ευκαιρία, θα τον χτυπούσε τόσο δυνατά που θα έσπαγαν όλα τα δόντια που είδε στο σαρδόνιο χαμόγελό του. Δεν τον ένοιαζε που ήταν βασιλιάς! Όποιος κι αν ήταν, του άξιζαν τα χειρότερα. Ο Σίον εξέπνευσε μέσα από σφιγμένα δόντια κι άφησε τον εαυτό του να χαθεί στην θέα της καλής του που κοιμόταν. Έχοντας νιώσει το άγγιγμά του στον ύπνο της, η Ραβάννα γύρισε ήρεμα το κεφάλι της προς το μέρος του κι άνοιξε τα μάτια της.

Το βλέμμα της δεν ήταν τρομαγμένο, αλλά ήρεμο, αν όχι ελάχιστα ξαφνιασμένο. Η άφιξή του θύμιζε πολύ την αρχή του ονείρου της από την Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων και η ανάμνηση της έφερε όμορφες σκέψεις. «Τι κάνεις εδώ;», ρώτησε ψιθυριστά.

Ο Σίον την κοίταξε αδειανός από απαντήσεις. «Ήθελα να σε δω...», δήλωσε τελικά.

«Θα με έβλεπες αύριο», συνέχισε να του ψιθυρίζει, παίρνοντας το χέρι του στα δύο δικά της. Ο τρόπος της ήταν γλυκός, αντί για αυστηρός και η καρδιά του Νεράιδου χτύπησε λίγο πιο ήρεμα, χάνοντας την ένταση και την αγωνία που είχε καταλάβει τους παλμούς του εδώ κι ώρα.

«Το ξέρω», είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι. «Ήθελα όμως. Ήθελα να δω αν είσαι καλά».

«Είμαι μια χαρά», του είπε και φίλησε απαλά το χέρι του, προτού το κρατήσει κάτω από το δεξί της μάγουλο, σαν να ήθελε να ξεκουραστεί πάνω σε αυτό. «Δεν χρειάζεται να αγωνιάς. Εσύ όμως είσαι καλά; Μου φαίνεσαι ταραγμένος», παρατήρησε με κλειστά μάτια.

Ο Σίον σώπασε για λίγο, νιώθοντας άσχημα μπροστά στην τρυφερότητα που του έδειχνε, ενώ ο ίδιος έπρεπε να της αποκρύψει όσα γίνανε. «Μην ανησυχείς, καρδιά μου, είμαι πολύ καλά», προσπάθησε όσο πιο πολύ μπορούσε να την διαβεβαιώσει. Η Ραβάννα άνοιξε απότομα τα μάτια της και τον κοίταξε σαν να είχε καταλάβει κάτι.

«Σίον μου... άργησες», του είπε με λίγο παράπονο, μιας κι όντως είχε ανησυχήσει όταν δεν επέστρεψε στον ναό την καθορισμένη ώρα που συνήθιζε.

«Έκανα μία βόλτα για να σκεφτώ...»

«Μπορείς να σκεφτείς κι εδώ», του είπε και έφερε το πρόσωπό της πιο κοντά στο δικό του. «Μήπως έκανα κάτι που σε στενοχώρησε;», ξαναρώτησε βγάζοντας μία ανασφάλεια που ο Νεράιδος δεν είχε συνηθίσει από αυτήν.

«Όχι, καρδιά μου», της είπε και κράτησε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα», συνέχισε και η στενοχώρια του για όσα είχε εκείνη περάσει εξ αιτίας του Όμπερον τον έκανε να θέλει ακόμα περισσότερο να την πάρει μακριά.

Του χαμογέλασε και μία άτακτη λάμψη φάνηκε στα αγουροξυπνημένα μάτια της. «Δεν πιστεύω να υπάρχει καμία άλλη;», ρώτησε δήθεν καχύποπτα, αν και ήταν μεσ' στο χαμόγελο και πρόδιδε την πρόθεσή της να τον πειράξει.

«Μονάχα εσύ, κυρά μου», της είπε χαμογελώντας κι εκείνος και στάθηκε όρθιος για να φύγει. «Κοιμήσου πάλι, θα τα πούμε αύριο».

«Πρόσεχε μην ξυπνήσουν οι κοπέλες», τον συμβούλεψε, προτού επιστρέψει στο μαξιλάρι της.

«Έννοια σου και προσέχω πολύ», της απάντησε κι έφυγε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε έρθει. Καμία από τις συγκατοίκους της δεν είχε καταλάβει τίποτα, τόσο εξαντλημένες που ήταν από τις πολλές δουλειές. Η Ραβάννα αναστέναξε ευχαριστημένα και κρύφτηκε κάτω από το σκέπασμά της με την ελπίδα να ονειρευτεί ξανά τον Σίον. Όσο κι αν η σκέψη του Καθρέφτη και της απάντησης τής ήταν άβολη, η κατάσταση μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας, σε συνδυασμό με τις κουβέντες που είχαν ανταλλάξει μετά τον τσακωμό τους της είχε δώσει μια γλυκιά ελευθερία. Μια ελευθερία που θα ήθελε να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο Όμπερον δεν είχε καμία θέση στο μυαλό της εκείνες τις στιγμές κι έτσι βυθίστηκε στα όμορφα, λαμπερά όνειρα που της έστελνε η Θεά. Πού να ήξερε τι σκοτάδι θα τύλιγε σύντομα τα όνειρα του άντρα που αγαπούσε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top