Κεφάλαιο 36

Κεφάλαιο 36

Βρέθηκε πεσμένος στο χώμα με ένα πνιχτό μουγκρητό, καθώς τον έριξαν με βία μπροστά στα πόδια του άλλου Νεράιδου. Όταν σήκωσε τα μάτια του να τον κοιτάξει, ανάσανε κοφτά με έκπληξη: ο άντρας που στεκόταν μπροστά του, φωτισμένος μονάχα από την ασημένια λάμψη των ασυνήθιστα μεγάλων του φτερών, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Νεραϊδοβασιλιά. Ο Σίον σηκώθηκε όρθιος συνεχίζοντας να τον κοιτά με μια μείξη δέους κι απορίας. Κι ο Όμπερον είδε τον Σίον.

«Ο Έιλουντιρ που έχει στην ακολουθία της, λοιπόν. Έξυπνη επιλογή», σχολίασε, παρατηρώντας τον και συνδυάζοντας τις πληροφορίες που του είχαν φέρει οι άλλοι δύο έμπιστοι φρουροί του τις τελευταίες τρεις ημέρες. «Πιστός, εχέμυθος, δεμένος με όρκο στην υπηρεσία της... και βεβαίως βρίσκεται πάντα κοντά της, άρα ούτε περιττές μετακινήσεις, ούτε υποψίες. Έξυπνη επιλογή, πράγματι», συνέχισε, ο σαρκασμός ολοφάνερος σε κάθε του λέξη. Ο Σίον τον κοιτούσε σαστισμένος. Οι τρεις φρουροί που τον είχαν απαγάγει βρίσκονταν ακόμη εκεί, μαζί με τους άλλους δύο, που έστεκαν ο καθένας στα δεξιά και στα αριστερά του Όμπερον.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά; Γιατί βρίσκομαι εδώ!;», απαίτησε να μάθει.

Ο Όμπερον συνέχισε να τον κοιτάζει υποτιμητικά και να μιλάει με μια αφύσικη ψυχραιμία κι ευγένεια, που ήταν εντελώς αντίθετη με την απαγωγή που είχε διατάξει. «Ηρέμησε, φίλε μου και σύντομα θ' απαντηθούν όλες σου οι ερωτήσεις», είπε κι ένα μέρος του εαυτού του τρόμαξε στη συνειδητοποίηση ότι έκανε αυτό ακριβώς που του είχε κάνει ο Σάιτρους λίγες μέρες πριν. Ωστόσο έσπρωξε στην άκρη αυτή τη σκέψη. Το να μειώσει τον άντρα μπροστά του φάνταζε πολύ πιο διασκεδαστικό. «Μιλώ για την ξαδέλφη μου, την Ραβάννα και το μικρό σας... ειδύλλιο». Η τελευταία φράση έκανε τον Σίον να εκπνεύσει απότομα.

«Κ-Κάνετε λάθος. Εγώ κι αυ-»

«Μην τολμήσεις να το αρνηθείς και να μου πεις ψέματα, γιατί σας έχω δει», τον έκοψε. «Μα... εσένα ήθελα να σε δω καλύτερα. Ήθελα να δω από κοντά ποιος είναι αυτός για χάρη του οποίου η αγαπητή μου εξαδέλφη αψηφά τις αρχές της». Ο Σίον πήγε να μιλήσει, μα ο άλλος συνέχισε. «Σίγουρα, μετά από τόσα χρόνια στέρησης, λύγισε κι αρπάχτηκε από ό,τι βρήκε. Αλλιώς δεν μπορώ να το εξηγήσω. Γιατί, μα την αλήθεια, δεν βλέπω κάποια λαμπρή ομορφιά, μήτε κάτι ωραίο πάνω σου», είπε παρατηρώντας με ευθυμία πόσο υστερούσε αυτός ο κακομοίρης σε σχέση με την δική του ιδιαίτερη ομορφιά και γοητεία. «Μα με την θέση που έχεις... βέβαια... φαντάζεις ιδανικός εραστής».

Τα λόγια του φάνηκαν πέρα για πέρα προσβλητικά στον Σίον, όπως κι όλο το βρώμικο σκηνικό που είχε στήσει, αλλά κρατήθηκε στη θέση του. «Βασιλιά Όμπερον, δεν καταλαβαίνω τι σκοπό έχει αυτό», είπε, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποιον στοιχειώδη σεβασμό απέναντι σ' αυτόν τον Νεράιδο, που περισσότερο φερόταν σαν απατημένος σύζηγος, παρά σαν οτιδήποτε άλλο.

«Ο σκοπός είναι να προστατεύσω την αγαπημένη μου ξαδέλφη από το να πέσει στην αμαρτία, σαν καμία κοινή».

«Σταματήστε, δεν κάνει να μιλάτε έτσι για εκείνη», είπε ο Σίον κι ένιωσε μεγάλη ντροπή που οι φρουροί γύρω τους άκουγαν τα πάντα. Τον Όμπερον πάλι δεν έδειχνε να τον απασχολεί, αλλά ούτε οι ίδιοι οι φρουροί έδειχναν να αντιδρούν στον διάλογό τους.

«'Δεν κάνει να μιλάω έτσι'; Ενώ εσύ; Επιτρέπεται να κάνεις ό,τι κάνεις; Είμαι σίγουρος ότι την έχεις εκμεταλλευτεί. Λέγε, παλιοαλήτη!», φώναξε ξαφνικά τυφλωμένος και τον άρπαξε από τον λαιμό. Ο Σίον τρόμαξε και τον απέκρουσε εύκολα, αλλά μόλις οι φρουροί τον είδαν να επιτίθεται στον βασιλιά τους, δεν δίστασαν να τον χτυπήσουν κι αυτοί αλύπητα. Ο Όμπερον έμεινε στην άκρη και τους άφησε να συνεχίσουν, παρά τις πονεμένες κραυγές του άλλου Νεράιδου. «Αρκεί», είπε ήρεμα μετά από λίγο με ένα νεύμα και οι μπουνιές και οι κραυγές σταμάτησαν. Οι έμπιστοί του σήκωσαν τον καταπονημένο Σίον από τα μπράτσα, έτσι ώστε να μπορεί ο Όμπερον να έχει οπτική επαφή μαζί του. «Και τώρα λέγε», διέταξε εξίσου ήρεμα, αλλά το βλέμμα του έμοιαζε πολύ επικίνδυνο. «Την έχεις εκμεταλλευτεί; Την αλήθεια!»

«Ποτέ μας δε σμίξαμε... το ορκίζομαι, ποτέ δεν θα έκανα κάτι για να την εκθέσω», κατάφερε να πει ξέπνοα ο Έιλουντιρ.

Ο Όμπερον ρουθούνισε με εντύπωση. «Πού ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ στα λόγια σου; Ένα κακόμοιρο πλάσμα είσαι, χωρίς καμία μόρφωση, ούτε ηθική αρχή. Πού ξέρω ότι δεν θα παραβείς τον τιποτένιο όρκο σου και δεν θα κάνεις κι αυτήν να παραβεί τον δικό της;»

«Σας το ξαναλέω, ποτέ δεν θα έκανα κάτι για να την εκθέσω».

«Και τι σόι άντρας είσαι εσύ, που δεν θέλεις να ζευγαρώσεις με την γυναίκα που αγαπάς; Μήπως... δεν την θέλεις; Μήπως έχεις άλλα συμφέροντα; Μήπως όλο αυτό είναι απλά ένα αστείο για να περνάς την ώρα σου, ενώ η καημένη μου η ξαδέλφη καρδιοχτυπά για χατίρι σου;»

«Όχι, εγώ-»

«Δεν έχει πλέον καμία σημασία», είπε ο Όμπερον κι έκανε νόημα στους φρουρούς να τον αφήσουν, κάτι που έκαναν κι ο Σίον βρέθηκε πεσμένος στο χώμα για τρίτη φορά. «Τώρα είναι πια αργά. Η ξαδέλφη μου σ' αγαπάει κι όσο βρίσκεσαι κοντά της θα την βάζεις σε πειρασμό».

«Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;», ρώτησε βραχνιασμένα ο Σίον, όταν τελικά κατάφερε να ξανασηκωθεί.

«Γιατί την νοιάζομαι και δεν θέλω να υποφέρει», απάντησε ο Όμπερον διατηρώντας ένα ύφος πονεμένο. «Φρόντισε να φερθείς σωστά και να μαζευτείς, γιατί αν περάσεις τα όρια, αυτά που θα σου κάνει η Λιουντέμνια θα είναι περίπατος μπροστά σε αυτά που θα κάνει σ' εκείνη». Έπειτα από την τελευταία δήλωση, ο Νεραϊδοβασιλιάς γύρισε την πλάτη του στον Έιλουντιρ, μα εκείνος έμεινε να τον κοιτάζει και το βλέμμα του έγινε σταδιακά πιο άγριο.

«Δεν με πείθεις ότι όλα αυτά τα κάνεις μόνο και μόνο γιατί νοιάζεσαι για την ξαδέλφη σου», είπε προκλητικά και τα μάτια του άστραψαν, καθώς οι υποψίες που τον στοίχειωναν, σε συνδυασμό με την αντίδραση της Ραβάννας, όταν αναφέρθηκε στον Όμπερον, ξαφνικά βρήκαν αντίκρισμα στην συμπεριφορά του Βασιλιά. «Κάτι άλλο θέλεις από 'κείνη... κάτι που ποτέ της δεν θα σου έδινε... Μου προκαλείς αηδία», γρύλισε κι ο Όμπερον γύρισε και τον κοίταξε απειλητικά.

«Πρόσεξε τα λόγια σου, Έιλουντιρ. Μην ξεχνάς ότι απευθύνεσαι στον βασιλιά σου», τον προειδοποίησε, μα ο Σίον δεν του είχε πια κανέναν σεβασμό. «Φύγε τώρα και μην τολμήσεις ν' ανοίξεις το στόμα σου σε κανέναν για την... συνάντησή μας. Διαφορετικά δεν θα έχω άλλη επιλογή απ' το ν' ανοίξω κι εγώ το στόμα μου στην Αρχιέρειά». Ο Νεράιδος με τα μωβ μαλλιά πήγε να του επιτεθεί, αλλά πριν προλάβει του ξαναδέσανε τα μάτια κι ένα πανί με κάποιο είδος υπνωτικού βρέθηκε στο στόμα του. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε κιόλας χάσει τις αισθήσεις του. Αφού φυσικά έλυσε το ξόρκι που είχε πάρει μακριά την ακοή τους, ο Όμπερον έδωσε διαταγή στους φρουρούς να τον πάνε κρυφά πίσω στο δωμάτιό του, για να μην καταλάβει κανείς τίποτε. Πριν από αυτό έριξε μερικές σταγόνες από θεραπευτικό φίλτρο στο πρόσωπό του, ώστε να εξαφανιστούν οι μώλωπες. Δεν θα υπήρχε κανένα αποτύπωμα αυτής της συνάντησης, παρά μόνο στο μυαλό του. Το τελευταίο που έκανε ήταν να υπενθυμίσει στους έμπιστούς του τον όρκο σιωπής που του 'χανε δώσει.

Δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται τι είχε βρει η Ραβάννα σε αυτό το σκουλήκι. Σίγουρα ήταν η υποδεέστερη θέση του, το γεγονός ότι ήταν το πιστό σκυλί της και μπορούσε να μείνει μακριά της, αν το ζητούσε. Μα το συμπέρασμά του δεν τον καθησύχασε διόλου. Την ήξερε. Είχε νιώσει την φωτιά της εκείνο το βράδυ, πριν από δεκαοχτώ χρόνια και ήταν ισχυρή, πολύ ισχυρή. Θα ήταν θέμα χρόνου να παραβλέψει τον όρκο της και να δοθεί σε αυτόν τον τιποτένιο, που ισχυριζόταν ότι αγαπούσε. Κι αν είχε ήδη γίνει κι ο άλλος του είπε ψέματα..; Η σκέψη τον διέλυε, μα της είχε ήδη υποσχεθεί ότι δεν θα τον βλάψει. Τουλάχιστον... όχι αυτοπροσώπως. Μία επιθυμία που είχε χρόνια να νιώσει άρχισε να ξυπνά μέσα του την ίδια νύχτα. Η επιθυμία μίας δύναμης που είχε απαρνηθεί για το καλό όλων.

Ήξερε ότι ήταν λάθος, είχε μάθει ότι το Ονειρονήμα ήταν κακό, όμως ταυτόχρονα η σκέψη της χρήσης του κουλουριαζόταν μέσα του σαν ένα φίδι με λαμπερό γκρίζο δέρμα, που τον προκαλούσε και τον έβαζε σε μεγάλο πειρασμό. «Δεν πρέπει», είπε στον εαυτό του, μα τα λόγια της Ελίντρας για την δύναμη αυτή φάνταζαν πιο πειστικά από ποτέ. Ο Έιλουντιρ θα έφευγε από την ζωή της Ραβάννας κι αυτή θα υπέμενε την ποινή στην οποία καταδίκασε τον εαυτό της, όπως ακριβώς θέλησε να κάνει. Ποιος θα το μάθαινε; Κρίνοντας από την συμπεριφορά του Ακόλουθου, ήταν από εκείνους που μπορούσαν να υπομείνουν τον δικό τους πόνο, αλλά η συνείδησή τους δεν άντεχε τον πόνο των προσώπων που νοιαζόντουσαν. Σύντομα θα ανακάλυπτε και τις άλλες του αδυναμίες και τότε θα έφευγε από τη μέση με τη δική του θέληση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top