Κεφάλαιο 33

Κεφάλαιο 33

Δεν άργησε ο Όμπερον να προσέξει την αλλαγή στην συμπεριφορά του παιδιού του. Ο Ντάζεϊλτον όχι μόνο δεν ήθελε πια να παίζει έξω από το παλάτι μαζί με άλλα παιδιά -κάτι για το οποίο ήταν απίστευτα ενθουσιώδης, όπως πρόσεξε ο Όμπερον πριν την αποχώρησή του-, αλλά φαινόταν να ενοχλείται ασυνήθιστα από τυχόν εντάσεις που μπορεί να υπήρχαν στο παλάτι. Ο Όμπερον θυμόταν χαρακτηριστικά τη συνήθειά του να βάζει τα κλάματα όποτε αυτός είχε κάποια διένεξη με την Τιτάνια, σε σημείο που σταματούσαν τον καβγά τους για να τον παρηγορήσουν. Αλλά κάτι τέτοιο είχε να συμβεί χρόνια και η τάση του Ντάζεϊλτον να κλείνεται στο δωμάτιό του κάθε που υπήρχε κάποια διαφωνία στο τραπέζι, είτε μεταξύ των γονιών του, είτε μεταξύ άλλων μελών της αυλής, τον ανησύχησε. Ένα απόγευμα τον πλησίασε στον κήπο, όπου ο μικρός έπαιζε με μία μαγική φιγούρα ενός Δράκου. Το παιδί έδειξε να τρομάζει μόλις τον είδε, αλλά ο Όμπερον του χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Ωραία μέρα σήμερα, ε γιε μου;», παρατήρησε, κοιτάζοντας τον γαλανό ουρανό. Ο Ντάζεϊλτον έγνεψε.

«Πολύ ωραία, μπαμπά».

«Λοιπόν; Έχεις κάποιο σχέδιο για να την αξιοποιήσεις;».

«Μάλλον θα καθίσω εδώ στον κήπο και θα κοιτάξω όλα τα λουλουδάκια. Μπορεί να ζωγραφίσω και κάποιο από αυτά».

«Πολύ καλή ιδέα!», τον επαίνεσε κι ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στο λεπτό, σχεδόν κοκαλιάρικο πρόσωπο του μικρού. «Όμως σε λίγο θα φύγει το Φθινόπωρο και θα κάνει πολύ κρύο. Δεν θα ήταν καλύτερα να βγεις έξω, να βρεις τα άλλα παιδιά και να παίξετε μαζί; Τα λουλούδια μας θα είναι εδώ όλο το Χειμώνα, ανεπηρέαστα. Μπορείς να τα ζωγραφίσεις κι αργότερα».

«Όχι», ψέλλισε ο Ντάζεϊλτον και το χαμόγελό του είχε ήδη χαθεί, από τη στιγμή που ο πατέρας του πρότεινε να βγει έξω. «Δεν θέλω να βγω».

«Μα γιατί όχι;»

«Απλά... α-απλά δεν θ-θέλω».

Ο Όμπερον παραξενεύτηκε ακόμα περισσότερο. «Έγινε κάτι με τα άλλα Νεραϊδάκια; Μήπως σε πείραξε κάποιος;», ρώτησε και το παιδί έμεινε σιωπηλό. «Πες μου, τι έγινε;», τον προέτρεψε ήρεμα βάζοντάς τον να καθίσει στα γόνατά του.

Πολύ θα ήθελε ο Ντάζεϊλτον να του πει τι συνέβη με τα παιδιά στον ναό, πόσο άσχημα του μίλησαν και πόσο ακόμα πιο άσχημα ένιωσε. Ο μπαμπάς του ήταν πάντα πιο ψύχραιμος σε αυτά τα θέματα από την μαμά του, που τα έπαιρνε κατάκαρδα. Ο μπαμπάς του θα τον ενθάρρυνε να μην δίνει σημασία και θα τον βοηθούσε να το ξεπεράσει. Μετά την επιστροφή του, ένιωθε πιο άβολα από ποτέ, είχε χάσει την χαρά και το θάρρος που απέκτησε σε εκείνη τη βόλτα στο δάσος και δεν του άρεσε να νιώθει έτσι. Ήταν έτοιμος να του ανοιχτεί, αλλά την τελευταία στιγμή θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στη θεία του. 'Δεν θα του πεις ποτέ τίποτα', αντήχησαν τα λόγια της στο μυαλό του. Δεν μπορούσε να του πει για τα παιδιά, γιατί στο τέλος θα κατέληγε να του πει και για το Ονειρονήμα. Και ήταν τόσο, μα τόσο κοντά στο να τελειοποιήσει τον έλεγχό του. Δεν έπρεπε να πει κουβέντα. Ξεφύσηξε λυπημένος κι ενώ μέχρι πριν καθόταν χαλαρός κι άνετος στην αγκαλιά του πατέρα του, αμέσως σφίχτηκε.

«Τ-Τίποτα, τίποτα», απάντησε στα γρήγορα και με την πρώτη ευκαιρία διέκοψε τη συζήτηση κι επέστρεψε στο δωμάτιό του, αφήνοντας τον Όμπερον πιο προβληματισμένο από ποτέ.

🌙

«Τι έχει το παιδί, Τιτάνια;», ρώτησε εκείνο το βράδυ, μετά από το δείπνο, όταν εκείνος και η γυναίκα του έμειναν για λίγο μόνοι στην τραπεζαρία. «Κάτι του συνέβη, έτσι;», επέμεινε, όταν αυτή δεν απάντησε αμέσως.

«Γιατί το λες αυτό;», ρώτησε η Τιτάνια προσπαθώντας σκληρά να φανεί αδιάφορη.

«Γιατί φέρεται ασυνήθιστα από τη μέρα που γύρισα», της εξήγησε με ένα ίχνος ενόχλησης, καθώς θα περίμενε να το έχει προσέξει πρώτη. «Άσε που έχω την εντύπωση ότι με αποφεύγει».

«Ο γιος μας; Ο γιος μας σε αποφεύγει; Όμπερον, ιδέα σου είναι», αποκρίθηκε η Τιτάνια τινάζοντας μια μπούκλα από τα γαλάζια της μαλλιά, ενώ παράλληλα οι υπηρέτες μάζευαν το τραπέζι.

«Δεν είναι ιδέα μου», επέμεινε ξανά εκείνος, κοιτάζοντάς την έντονα μέσα στα μάτια, σαν να ήθελε με αυτό τον τρόπο να της τραβήξει την προσοχή. «Έχει γίνει πιο κλειστός, πιο φοβισμένος. Μήπως εσύ έχεις να κάνεις μ' αυτή την αλλαγή; Μήπως τον φοβέρισες με καμιά ανόητη ιστορία για να μην παίζει με τους άλλους, επειδή δεν είναι 'βασιλικά παιδιά';»

«Όχι βέβαια!», του αντιγύρισε η Τιτάνια, η ανάγκη της να διατηρήσει την καλή της εικόνα ξαφνικά να μικραίνει όλα τα υπόλοιπα. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, του αποκάλυψε το ένα μέρος της ιστορίας, το πιο ακίνδυνο. «Κάποια παιδιά του φέρθηκαν άσχημα μία μέρα που είχε πάει να παίξει στον ναό. Τον κορόιδεψαν επειδή είναι Ανολοκλήρωτος και του είπαν ότι δεν είναι άξιος να είναι πρίγκιπας». Ο Όμπερον συνοφρυώθηκε ακούγοντας τι είχε γίνει, αλλά συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο όταν η Τιτάνια στράφηκε για μια ακόμη φορά εναντίον του: «Σου το είχα πει ότι δεν έπρεπε να τον αφήσουμε μονάχο του εκεί έξω. Η Φρουρά έπρεπε να συνεχίσει να τον ακολουθεί, αλλά εσύ επέμενες και κοίτα τώρα τι έγινε. Όσα του είπαν τον τραυματίσανε».

«Και γι' αυτό δεν μου μιλάει; Έχει για μένα θυμό;», ρώτησε ο Όμπερον μην ξέροντας πώς να αντιδράσει.

«Όχι. O γιος μας σ' αγαπάει και σε θαυμάζει, όπως έκανε πάντα», είπε χαμηλόφωνα η Τιτάνια, καταβάλλοντας προσπάθεια να κρύψει τη δυσαρέσκειά της για τα λόγια που ξεστόμιζε. Πάντα ήθελε ο γιος της να την έχει στην πρώτη θέση και δεν της άρεσε που έπρεπε να μοιράζεται την θέση αυτή με τον πατέρα του παιδιού. Αλλά, όπως θυμήθηκε, έστω καθυστερημένα, έπρεπε να του διώξει τις υποψίες με κάθε μέσον. «Πιθανότατα ντράπηκε. Δεν ήθελε να μάθεις για να μην στενοχωρηθείς, να μην νιώσεις κι εσύ ντροπή για εκείνον».

Ο Όμπερον σώπασε για λίγο και μονάχα κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε. «Αυτά τα είπε σε εσένα ο ίδιος;»

«Όχι», του απάντησε βιαστικά. «Η Ραβάννα μου τα είπε. Είδε τι έγινε κι ο Ντάζεϊλτον της τα εξομολογήθηκε όλα. Τον κράτησε, μάλιστα, εκεί το βράδυ του περιστατικού, για να τον ηρεμήσει».

Ο Νεραϊδοβασιλιάς έμεινε σκεπτικός και λυπημένος απ' όσα έμαθε. Η Ραβάννα σίγουρα θα μπορούσε να του μιλήσει για το περιστατικό με περισσότερες λεπτομέρειες και ίσως να του δώσει κάποια συμβουλή. Με έναν πατέρα Ανολοκλήρωτο, ήταν παραπάνω ειδήμων από τον ίδιο και την σύζυγό του. Κατέληξε στην απόφαση ότι έπρεπε να πάει να την βρει και μάλιστα απόψε. Δεν θα έλεγε τίποτα, όμως, στην Τιτάνια, ούτε και σε κανέναν άλλον. Μόλις εκείνη αποσύρθηκε για τα ιδιαίτερά της, εκείνος ετοιμάστηκε να φύγει.

🌙

Φόβος μεγάλος διεκδίκησε τις σκέψεις του Σίον όταν διαπίστωσε πως η Ραβάννα είχε φύγει. Ρώτησε μια-δυο από τις άλλες ιέρειες που ήξερε ότι ήταν φίλες της, όμως καμιά δε γνώριζε να του πει πού βρισκόταν, μόνο ότι άφησε ένα σημείωμα πως θα λείψει. Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Κι αν είχε φύγει μόνη της για κάποια δύσκολη αποστολή εξ αιτίας του τσακωμού τους; Μέσα στην αντάρα που επικρατούσε στο νου του, βγήκε στο δάσος κι άρχισε να την ψάχνει. Τα φτερά του τον σήκωσαν στον ήρεμο Φθινοπωρινό αγέρα και παρά το κρύο, ένιωθε την ανησυχία να τον καίει. Πού είσαι; Πού είσαι;, επαναλάμβανε ξανά και ξανά την ίδια φράση στο μυαλό του, ώσπου διέκρινε κάτι ασημί ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων. Χάνοντας σχεδόν την ισορροπία του, προσγειώθηκε κι έτρεξε προς τα εκεί.

🌙

Η ιέρεια είχε επιστρέψει κουρασμένη σωματικά, μα και ψυχικά από το ταξίδι της και δεν είχε το κουράγιο μήτε μέχρι τον ναό να πετάξει. Έτσι κάθισε δίπλα στο ρυάκι όπου συνήθιζε να κάθεται όταν ο Σίον είχε φύγει, διωγμένος από την ίδια. Τώρα για ακόμα μια φορά οι σκέψεις της ήταν πικραμένες κι ένα μεγάλο βάρος την τραβούσε προς τα κάτω. Όταν άκουσε κάποιον να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος της, σήκωσε το κεφάλι αργά και στάθηκε όρθια, σαν να ήξερε ότι ήταν εκείνος. Ο Σίον την πλησίασε και γεμάτος ανακούφιση και μεταμέλεια κλείδωσε τα χείλη του με τα δικά της, μια κίνηση στην οποία η Ραβάννα ανταποκρίθηκε με την ίδια μεταμέλεια. Ήταν ένα φιλί ήρεμο και τρυφερό, όμοιο με τα φιλιά που είχαν συνηθίσει να ανταλλάσσουν στην αρχή. Όταν τελικά αναγκάστηκαν να χωριστούν για να πάρουν αέρα, η φωνή του Σίον έτρεμε.

«Ήμουν σκληρός μαζί σου. Συγχώρα με, κυρά μου».

«Προτού πεις οτιδήποτε...», ψιθύρισε εκείνη, χωρίς να τον αφήσει να συνεχίσει. «... θέλω να με ακούσεις». Εκείνος έμεινε σιωπηλός, υπακούοντας στην παράκλησή της. «Έπρεπε να μου τα είχες πει όλα αυτά εδώ και καιρό, Σίον-»

«Όχι, δεν ήταν-»

«Ήταν. Ήταν σωστό. Επειδή είχες δίκιο. Ήμουνα δειλή. Και ξέρεις γιατί; Γιατί εγώ είμαι η πιο αδύναμη από τους δυο μας. Εγώ είμαι που δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Που δεν μπορώ να ξεχωρίσω την αγάπη και τον πόθο μου για σένα. Κάθε φορά που σε βλέπω, κάθε φορά που με αγκαλιάζεις δεν θέλω τίποτ' άλλο απ' το να γίνω δική σου, μα δεν έχω δικαιοδοσία στο κορμί μου, ούτε στη σκέψη μου, ούτε στην ψυχή μου... γιατί τα έχω ήδη προσφέρει σ' Εκείνη. Νόμιζα ότι θα τα κατάφερνα, αλλά εσύ είσαι ο πιο εγκρατής. Γι' αυτό και προσπάθησα να αντισταθώ, όπως αντιστεκόμαστε σε κάθε τι που ξέρουμε πως δεν έχει μέλλον. Όμως τώρα πια δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά. Είμαι χαμένη, Σίον. Μου αξίζει να τιμωρηθώ. Προδίδω τη Θεά μου και προδίδω κι εσένα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Σε έχω ερωτευθεί παράφορά! Η καρδιά μου είναι δική σου, μόνο αυτήν μπορώ να σου δώσω...»

Ήταν πρόθυμη να συνεχίσει, όταν εκείνος της κράτησε τα χέρια κι άφησε ένα φιλί στο καθένα, σωπαίνοντάς την. «Δεν θέλω να κατηγορείς και να τιμωρείς τον εαυτό σου. Μην το ξανακάνεις ποτέ», της είπε ήρεμα. «Αν θέλεις να είμαι εδώ και να σε συγκρατώ, θα το κάνω. Μα πιστεύω στον χαρακτήρα σου, στο πόσο ηθική είσαι κι έτσι δεν θα τολμούσα ποτέ να σου το ζητήσω».

«Να μου ζητήσεις τι;»

Ο Σίον δίστασε. «Nα φύγουμε μαζί μακριά», της είπε, σαν να το έλεγε στον εαυτό του. «Είπες πως δεν υπάρχει τίποτα για εσένα εδώ. Πως όλα στον ναό έχουν διαστρεβλωθεί. Ας πάμε κάπου που να μπορούμε να είμαστε μαζί, χωρίς να φοβόμαστε πια».

«Σίον, έχω ορκιστεί να υπηρετώ την Σελντίνια σε όλη μου την ζωή».

«Το ξέρω. Και μόνο εκείνη μπορεί να σε απελευθερώσει».

Τα λόγια του ήχησαν αινιγματικά στα αυτιά της. Ήξερε πως κι αυτός είχε μελετήσει αρκετές φορές στην βιβλιοθήκη τους κι έτσι σε λίγο συνειδητοποίησε τι εννοούσε. «Ο Καθρέφτης της Αλήθειας», αναφώνησε κι ο Σίον έγνεψε. Το πανάρχαιο μυστικό που φυλασσόταν αιώνες τώρα κάτω από τον ναό θα μπορούσε να της δώσει την απάντηση. «Αξίζει να το προσπαθήσω», του είπε αποφασιστικά.

«Ναι, σε παρακαλώ», την ενθάρρυνε εκείνος. Τα λόγια του βγήκαν τόσο ανέλπιστα, που για πρώτη φορά στη ζωή της, η Ραβάννα σκέφτηκε σοβαρά να αφήσει την ιεροσύνη για πάντα. «Σε εμπιστεύομαι, Ραβάννα. Εσύ κρατάς το μέλλον μας τώρα. Δεν θα μπορούσα...»

«...να ζήσω χώρια σου», συμπλήρωσε εκείνη και τον φίλησε ξανά, αυτή τη φορά με λιγότερη συστολή και περισσότερο πάθος. Βοήθα με, Σελντίνια, προσευχήθηκε από μέσα της, καθώς εκείνος την έσφιξε για ακόμη μια φορά κοντά του. Γιατί δεν θέλω πια να κρυφτώ...

🌙

Είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το μακρινό μονοπάτι μέσα από το δάσος. Δεν ήθελε να τον δει κανείς. Ήταν σίγουρος πως η Τιτάνια δεν ήταν ειλικρινής μαζί του. Όχι εντελώς τουλάχιστον. Είχε μάθει να διακρίνει εδώ και χρόνια πότε η μικρή του Θεά του έλεγε ψέματα, έστω κι αν η ίδια δεν το παραδεχότανε. Το δάσος ήταν σκοτεινό, γεμάτο σκιές που έπεφταν βαριές επάνω του, κάνοντας την πολύχρωμη φορεσιά του να μοιάζει σχεδόν μαύρη. Στα σκοτεινά, τα λόγια της μητέρας του βρήκαν ευκαιρία να αρχίσουν να βιδώνονται ένα-ένα στο μυαλό του και να μοιάζουν πιο σοφά κι απροσπέλαστα από όσο την στιγμή που τα άκουσε.

«Ο δικός μου ο γιος έχει μια δική του μοίρα κι αυτήν θέλει ακόμη να ακολουθήσει, το ξέρω καλά! Σκέψου, λοιπόν, προσεκτικά όσα σου είπε εκείνος. Μπορεί να σου προσφέρει όλα όσα η νύφη μου σου στερεί».

Ο Όμπερον ξεφύσηξε με θυμό, τινάζοντας τα μακριά ασημένια του φτερά. Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε και δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Μα σε λίγο, ήταν βέβαιος, αυτό θα άλλαζε. Θα έβλεπε την Ραβάννα, θα μιλούσε μαζί της για τον Ντάζεϊλτον, ή ίσως και για όσα του συνέβησαν κι εκείνη θα έδιωχνε μακριά τα σκοτάδια του, όπως έκανε και στο παρελθόν. Ήταν ευγνώμων που την είχε στο πλευρό του και συχνά γέμιζε ντροπή σαν έφερνε στη θύμησή του το ανόητο ξεμυάλισμα που τον είχε πιάσει κάποτε για 'κείνη. Από την άλλη, βέβαια, χάρη σ' αυτό ανακάλυψε την κλίση της κι έγινε ιέρεια, προσφέροντας τόσο καλό σε όλες τις Νεράιδες. Επομένως, είχε κι αυτός συμβάλει στην εξέλιξή της κατά κάποιον παράδοξο τρόπο. Έτσι καθησύχαζε τις τύψεις του, όποτε τον επισκέπτονταν για τούτο το θέμα. Έκτοτε της είχε δείξει έμπρακτα πόσο πικρά μετάνιωσε και τώρα όλα ήταν τέλεια μεταξύ τους. Άλλη μια τέλεια πινελιά στον πίνακα της τέλειας ζωής του!

Σε λίγα βήματα, οι σκιές των δέντρων έμειναν πίσω του, απελευθερώνοντάς τον από τις πονηρές λαβές τους. Το φως του Φεγγαριού τον έλουσε ξανά, αν και πάλι δεν ήταν πολύ καλύτερο από το απόλυτο σκοτάδι, μιας και η βλάστηση ήταν ακόμα παχιά. Ένα μικρό παιχνίδισμα αργυρής λάμψης έπιασε το μάτι του και γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του, να δει τι ήταν. Μα η έκφραση ελαφράς ανακούφισης που διέσχισε το αρρενωπό του πρόσωπο μεταβλήθηκε ραγδαία σε μια έκφραση σοκ...

Ήταν η Ραβάννα, όπως πρόλαβε να την αναγνωρίσει τα πρώτα κλάσματα του δευτερολέπτου που εντόπισε το ασημί του χιτώνα της και τα φωσφορίζοντα από το φεγγαρόφως πράσινα μαλλιά της. Κι όμως, ο ασημί χιτώνας τσαλακωνόταν από ένα αντρικό χέρι που ήταν περασμένο γύρω από τη μέση της κι ένα άλλο χέρι χάιδευε τα μαλλιά της. Τα μάτια του γούρλωσαν και η ανάσα του κόπηκε, καθώς διαπίστωσε ότι η ξαδέλφη του βρισκόταν στην αγκαλιά κάποιου. Για μια στιγμή ήταν έτοιμος να ορμήσει, να την σώσει από τούτο το ασεβές κτήνος, μα ακόμα κι από τόσο μεγάλη απόσταση, μπορούσε να διακρίνει ότι φιλιόντουσαν κι ήταν εμφανές ότι συνέβαινε με τη συγκατάθεσή της. Το θέαμα έκανε το στομάχι του ν' αρχίσει ν' ανακατεύεται και το κεφάλι του να ζεματάει, λες κι ο ίδιος του ο εγκέφαλος είχε πάρει φωτιά, ανίκανος να δεχθεί την εικόνα που του μετέφεραν τα μάτια του. Δεν πρόσεξε καθόλου ποιος ήταν αυτός ο άντρας που την είχε αγκαλιά, δεν άντεξε να κοιτάει, μονάχα απομακρύνθηκε πίσω στις σκιές, σαν να συρρικνωνόταν μέσα τους. Όταν βεβαιώθηκε πως δεν θα τον άκουγαν, άφησε την αναπνοή του ελεύθερη και καθώς ήταν βαριά κι ακανόνιστη, έκανε την όρασή του να χαθεί για λίγο. Το σοκ μετατράπηκε σε αηδία. Πώς μπορούσε εκείνη, μία ιέρεια ορκισμένη να μείνει αγνή σε όλη της τη ζωή, να κάνει κάτι τέτοιο; Αυτή ήταν η πρώτη του σκέψη, μα οι ρίζες της δεν βρισκόντουσαν στο θρησκευτικό κομμάτι.

Γρήγορα ένιωσε προδομένος και η αηδία μετατράπηκε σε θυμό! Βαθιά μέσα του αισθανόταν τόσα χρόνια μια μικρή ικανοποίηση. Αν δεν την είχε αυτός, δεν θα την είχε ποτέ κανείς. Ήταν μία παρηγοριά, μια επιβεβαίωση ότι είχε τον έλεγχο. Μα τώρα κάποιος άλλος την άγγιζε κι εκείνη η βλάσφημη το δεχόταν, ανταποκρινόταν σε αυτό και πρόδιδε όλα όσα υποτίθεται ότι επέλεξε μόνη της. Η οργή άρχισε σιγά-σιγά να τον παρασέρνει, να κομματιάζει αργά κάθε στεγανό που κρατούσε μέσα του. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε από τη στιγμή που τους είδε, μα όταν τόλμησε να βγει ξανά στο ημίφως, δεν βρίσκονταν εκεί. Ο Όμπερον έμεινε να κοιτάζει το σημείο που τους είδε για ώρα πολλή. «Γιατί, Ραβάννα; Γιατί το έκανες αυτό;», αναρωτήθηκε δυνατά. Με μεγάλη προσπάθεια έσφιξε τα δόντια του κι αποπειράθηκε να υποκριθεί πως δεν είδε τίποτα. Αυτή τη στιγμή, προτεραιότητά του ήταν ο Ντάζεϊλτον. Μόνο αυτός. Στο κάτω-κάτω, μπορεί η φαντασία του να του έπαιζε κάποιο άσχημο παιχνίδι κι αυτός δεν έπρεπε να ενδώσει. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, κατάφερε τελικά να αποτραβήξει το μυαλό του για λίγο και προσπαθώντας ακόμη να κινήσει το μουδιασμένο του σώμα, πέταξε για τον ναό. Η ισορροπία ήταν ακόμα εκεί. Δεν θα την άφηνε να σπάσει!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top