Κεφάλαιο 3

Κεφάλαιο 3

Είτε με χιόνια, είτε με βροχές, τα καθήκοντα τους δεν αλλάζανε. Ο Σίον είχε ξυπνήσει πολύ πριν απ' τον Βόιρεν, τον Μέρελ και τον Σόντεν, με τους οποίους συγκατοικούσε σ' ένα απ' τα δωμάτια του μικρού οικήματος των Ράναντιρ. Είχε συνηθίσει να πηγαίνει πρώτος στο πόστο του, με τους άλλους τρεις να ακολουθούν περίπου ένα τέταρτο μετά. Ο δε Νέβιν, που ζούσε εκτός ναού, ερχόταν πάντα τελευταίος, μα δεδομένου του πόσο καλός ήταν στη δουλειά του, δεν υπήρχε περίπτωση να του κάνει κανείς παρατήρηση.

Καθώς ετοιμαζόταν να βγει, ο Σίον κοίταξε φευγαλέα τον εαυτό του στον καθρέφτη: τα μαύρα του μάτια έκαναν μια αφύσικη αντίθεση με το χλωμό του πρόσωπο και τα σκούρα μωβ μαλλιά του, που τα χτένιζε προς τα πίσω για να δείχνει πιο επίσημος. 'Θα μπορούσα ίσως να σε πω κι όμορφο', του έλεγε η Νίλυα για να τον πειράξει κι εκείνος γελούσε, ακόμα κι αν ήξερε ότι δεν έπιανε μία μπροστά στους δύο θετούς του αδελφούς, που ήταν από τη φύση τους πανέμορφοι, ψηλοί και γεροδεμένοι κι έκαναν όλες τις κοπέλες να καρδιοχτυπούν για χάρη τους. Βέβαια κι ο ίδιος ήταν αρκετά ψηλός, όπως άλλωστε κι οι περισσότεροι Νεράιδοι, μα ακόμα και μετά από την επίμονη στρατιωτική του εκπαίδευση, η πρώτη λέξη που θα χρησιμοποιούσε κανείς για να τον περιγράψει θα ήταν 'αδύνατος' κι όχι 'γυμνασμένος'. Παλιότερα, θυμόταν, τον είχε απασχολήσει τούτη η σκέψη· πως έμοιαζε εντελώς απλοϊκός κι απέριττος, χωρίς τίποτα το γοητευτικό στην όψη και δύσκολα θα γυρνούσε κάποια να τον κοιτάξει. Τώρα πια δεν είχε τέτοιες φιλοδοξίες και μάλιστα θεωρούσε ματαιόδοξο εκ μέρους του να δίνει τόση σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση. Πλέον δεν τον απασχολούσε το συγκεκριμένο ζήτημα Μα με τον τίτλο που διεκδικούσε και την θέση του Έιλουντιρ στην οποία στόχευε, όφειλε να είναι φροντισμένος και σ' αυτό το κομμάτι. Κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι του στην προσπάθεια να αποτινάξει τον ειρμό της σκέψης που θα οδηγούσε πίσω σε περασμένα και θλιβερά γεγονότα, έφτιαξε με προσοχή την λαχανί στολή του, ίσιωσε τα ανοιχτά μωβ φτερά του, αφήνοντας τη φαρέτρα του να στερεωθεί καλά ανάμεσά τους και βγήκε έξω.

🌙

Ήτανε η μέση του Χειμώνα και το κρύο έξω θέριευε όλο και περισσότερο. Μα αυτός στεκόταν στο πόστο του, ακοίμητος φρουρός. «Καλή σας μέρα!», χαιρέτησε επίσημα τις ιέρειες που βρέθηκαν μπροστά του.

«Καλημέρα», τον χαιρέτησε η Φυρόλνυ, περνώντας από δίπλα του.

«Γεια σου», χαιρέτησε κι η Σιβέλ.

«Καλημέρα, Σίον», χαιρέτησε κι η Ραβάννα κι αυτός χαμογέλασε πριν το καταλάβει. Ωστόσο εκείνη δεν το πρόσεξε, καθώς είχε ήδη φύγει προς τα μέσα.

«Πού τη βρίσκεις την όρεξη να χαμογελάς μ' αυτόν τον ψόφο;», ρώτησε ο Νέβιν, ξαφνιάζοντάς τον καθώς ερχόταν από μακριά.

«Οι Ανιχνευτές είπανε ότι θα φτιάξει ο καιρός από αύριο», κατάφερε να πει εκείνος, με τα δόντια του να τρίζουν, αν κι όχι απ' το κρύο.

«Το ελπίζω», αποκρίθηκε ο φίλος του, που στάθηκε κι αυτός στο συνηθισμένο του πόστο, ευτυχώς χωρίς να του δώσει περισσότερη σημασία. «Αν δεν μ' έχει ήδη κολλήσει ο μικρός, όπως την Μάιρελ, θα την αρπάξω εδώ πέρα και δεν μπορώ να λείψω καθόλου».

«Ε δε γίνεται να χάσεις τη δουλειά σου για μία μέρα».

«Αυτό πες το στην ευεργέτιδά σου, αν τολμάς», του είπε πειραχτικά ο φίλος του, αναφερόμενος στην Λιουντέμνια, στην οποία ο Σίον δεν είχε τολμήσει ούτε καν το κεφάλι του να σηκώσει όλο αυτό το διάστημα.

🌙

«Τελικά έμαθα. Η Φεγγαροφώτιστη τον έχει ευεργετήσει από παλιά και αυτόν και την οικογένειά του», έλεγε η Φυρόλνυ στις υπόλοιπες.

«Αυτό εξηγεί πολλά», σχολίασε η Σιβέλ. «Γι' αυτό και τον δέχτηκε τόσο εύκολα».

«Και μάλλον επειδή δουλεύει εθελοντικά».

«Δηλαδή είναι αλήθεια; Δεν παίρνει τίποτα;»

«Απολύτως τίποτα! Γιατί όμως;»

Όλον αυτό τον καιρό, το θέμα του καινούριου τους Ράναντιρ είχε απασχολήσει πολλές από τις ιέρειες. Μέσα στον ελάχιστο χρόνο που τους έμενε από τα καθήκοντά τους, η ενασχόληση κι επίλυση ενός καλού μυστηρίου, όπως αυτός ο Νεράιδος από τις Νότιες Επαρχίες, αποτελούσε μια ευχάριστη ψυχαγωγία.

«Άκουσα ότι αγαπούσε μια κοπέλα που ήταν μαζί στον στρατό, όμως η δόλια σκοτώθηκε σε μια μάχη. Γι' αυτό ο καημένος ο Σίον θέλησε να αποσυρθεί εδώ», έλεγε η Φυρόλνυ.

«Εγώ πάλι άκουσα ότι είχε αντιπαλότητα με κάποιον που του πήρε την θέση του λοχαγού και γι' αυτό αισθάνθηκε απόρριψη και τα παράτησε», ήταν η εκδοχή της Ντεμάιρας.

«Κι εγώ άκουσα πως αν δεν αφήσετε το κουβεντολόι και δεν πιάσετε δουλειά, τα χέρια σας θα ξυλιάσουν. Και κρίνοντας απ' το κρύο, νομίζω πως αυτή είναι η πιο αληθινή εκδοχή», είπε με ειρωνεία η Ραβάννα, που δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα ούτε το κουτσομπολιό, ούτε το άτομο για το οποίο μιλούσαν.

«Ε άσε μας να πούμε μια κουβεντούλα», την διέκοψε η Ντεμάιρα. «Σου έγινε συνήθεια η αντιδραστικότητα μπροστά στη Λιουντέμνια και την βγάζεις τώρα και σ' εμάς; Να μη λέμε τίποτα, δηλαδή;»

«Να λέτε, αλλά να λέτε σοβαρά πράγματα».

«Σοβαρά λέμε. Υπάρχει πιο σοβαρό από το παρελθόν κάποιου, που σίγουρα έχει υποφέρει ένα μεγάλο και βαρύ δράμα;», έκανε με έναν αναστεναγμό η Τίλλια.

«Αχ, τον καημένο. Και είναι τόσο καλός», αναφώνησε η Λάμεννυ, μπαίνοντας κι αυτή στην συζήτηση.

«Συμφωνώ. Πολύ σπάνιος νέος», έκανε η Σιβέλ, που είχε επίσης για σπάνιο το να πει μία καλή κουβέντα.

«Είμαστε τυχερές που τον έχουμε μαζί μας».

«Μακάρι να μας έλεγε τι τον έφερε εδώ. Τι τον βασανίζει. Δεν το λέει σε κανέναν».

«Δεν μου κάνει εντύπωση», παρενέβη ξανά η Ραβάννα. «Τι τρέλα σας έπιασε όλες με δαύτον και τον βλέπετε σαν ήρωα; Ένα απόβρασμα θα είναι κι αυτός που ποιος ξέρει τι αμαρτίες έχει κάνει κι ήρθε εδώ ζητώντας εξιλέωση».

Οι υπόλοιπες βουβάθηκαν. «Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο κυνική μαζί του», της τόνισε η Ντεμάιρα. Από τη στιγμή που η Ραβάννα έμαθε ότι ο καινούριος ήταν προστατευόμενος της Λιουντέμνιας, η στάση της είχε γίνει πολύ πιο καχύποπτη.

«Η κατάσταση εδώ μέσα είναι ήδη φορτική. Αν χρειαζόμασταν κι άλλον πικραμένο, μπορούσαμε να τον ζητήσουμε. Με αυτόν ως Ράναντιρ θα γίνει ακόμη χειρότερη», είπε, απαντώντας στα απορημένα τους βλέμματα. «Τι κοιτάτε; Είμαι βέβαιη πως-»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και ένας δυνατός βήχας τις έκανε όλες να κοιτάξουν ανήσυχα προς το μέρος μιας νεαρής, κοκαλιάρας ιέρειας με κίτρινα μαλλιά που ήρθε απ' έξω. «Άλισσυ;», έκανε η Λάμεννυ, καθώς πετάχτηκε όρθια. «Τι δουλειά είχες έξω; Η θεραπεύτρια είπε να μείνεις στο κρεβάτι».

«Η Λιουντέμνια», ψέλλισε η Νεράιδα, παραπατώντας. «Επέμεινε να πάω να μαζέψω τους σταλακτίτες. Είπε ότι αν δεν μπορώ να κάνω υπερβάσεις, καλύτερα να γυρίσω σπίτι μου», κατάφερε να πει, προτού πέσει κάτω από εξάντληση.

Η Ραβάννα και η Φυρόλνυ την πλησίασαν. «Καίγεσαι στον πυρετό, ξωθιά μου», έκανε η τελευταία.

«Αυτό ήταν», έκανε η Ραβάννα θυμωμένη. «Έχει φτάσει στο απροχώρητο. Τι θέλει, δηλαδή, να μας σκοτώσει;»

«Μη μιλάς έτσι».

«Και πώς να μιλάω, Φυρόλνυ; Είναι απαράδεχτη. Η Λούθια δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο».

«Μα ο νόμος λέει-»

«Ξέρω τι λέει ο νόμος, κάθε μέρα μας κατακλύζει μ' αυτόν, αλλά ως πού θα πάει;»

«Μην της πας άλλο κόντρα. Ήδη έχεις τραβήξει το σκοινί κι είναι θυμωμένη μαζί σου».

«Απλώς λέω ότι δεν χρειάζεται να είναι τόσο απόλυτη, Ντεμάιρα. Να χαθούν οι νόμοι αν είναι τόσο σκληροί κι άκαμπτοι...»

«Μην στενοχωριέσαι, Άλισσυ», της είπε η Λάμεννυ, παίρνοντας το παγωμένο φορτίο από τα χέρια της τρεμάμενης Νεράιδας. «Θα κάνουμε εμείς τα υπόλοιπα. Εσύ ξεκουράσου κι αν μέχρι αύριο δεν συνέλθεις, θα ζητήσουμε βοήθεια από την Έδιββυ». Με αυτά τα λόγια, η Άλισσυ επέστρεψε υποβασταζόμενη στο κρεβάτι της κι οι υπόλοιπες πήγαν στις δουλειές τους, χωρίς να ξέρουν ότι η Νούλιφερ, μία από τις έμπιστες της Λιουντέμνιας τις άκουγε να μιλούν κι είχε σκοπό να τα πει όλα στην ανώτερή της. Παραξενεύτηκε, βέβαια, όταν είδε πως η Αρχιέρεια δεν έδειξε την μεγάλη σύγχυση που περίμενε, όταν έμαθε τα λόγια της Ραβάννας.

«Καιρό τώρα μου πάει κόντρα», είπε ήρεμα. «Μα αυτά τελειώσανε πια για εκείνη, σύντομα θα τελειώσει και η ίδια από εδώ μέσα. Μα τη Σελντίνια, αυτή η μικρή επαναστάτρια δεν θα με ενοχλήσει άλλο!»

🌙

Το επόμενο πρωινό, η Λιουντέμνια κάλεσε τον Σίον στο γραφείο της. «Με έχεις εκπλήξει πολύ ευχάριστα, Σίον», του είπε. «Όλο το προηγούμενο διάστημα δεν έχεις κάνει το παραμικρό παράπτωμα κι αυτό σε τιμά ιδιαίτερα. Απέδειξες και με το παραπάνω ότι αξίζεις να βρίσκεσαι εδώ! Ο χρόνος που ήσουν δόκιμος έχει κι επισήμως τελειώσει».

«Σας ευχαριστώ, Φεγγαροφώτιστη», είπε εκείνος χαμηλώνοντας το κεφάλι.

«Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι είσαι ο πιο πιστός και φρόνιμος που έχουμε και κάτι τέτοιο φυσικά δεν μπορεί να μείνει ανεκμετάλλευτο», συνέχισε η Αρχιέρεια, η μπάσα φωνή της να γεμίζει όλο το δωμάτιο, χωρίς όμως να είναι δυνατή σε ένταση. «Όπως ελπίζω να θυμάσαι από την πρώτη μας συζήτηση σε αυτό το γραφείο, ακόμα και σε μέρη τόσο ιερά, σαν και τούτο, όπου η μαγεία της Θεάς είναι τόσο ισχυρή, φυτρώνουν παράσιτα. Βασίζομαι πάνω σου. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεριζώσω τα παράσιτα».

«Δεν καταλαβαίνω, τι θέλετε να πείτε;», την ρώτησε ο νέος Ράναντιρ, με λίγο περισσότερο θάρρος, τώρα που ήξερε ότι είχε κερδίσει την συμπάθειά της.

«Θα καταλάβεις σύντομα», αποκρίθηκε εκείνη. «Στείλτε μου τη Ραβαννα», διέταξε αργότερα την Νούλιφερ, που βρισκόταν έξω από το γραφείο. Μέσα σε δύο λεπτά, η πρασινομαλλούσα μπήκε μέσα αλαφιασμένη. «Ραβάννα, χαίρομαι που είσαι εδώ», της είπε η Αρχιέρεια με ύφος σχεδόν φιλικό. «Έχω κάνει μία σκέψη για εσένα, που νομίζω ότι θα σε βοηθήσει πολύ». Η νεότερη ιέρεια την κοιτούσε χωρίς να μιλήσει. Καθώς η Λιουντέμνια γύρισε την πλάτη της, πρόλαβε να ρίξει μια ξαφνιασμένη ματιά στον Νεράιδο που στεκόταν πιο πέρα και φαινόταν εξίσου ξαφνιασμένος. «Αφού βρίσκεις την κατάσταση εδώ μέσα τόσο... 'φορτική'...», άρχισε να εξηγεί η Λιουντέμνια. «...αφού πιστεύεις ότι 'έχω φτάσει στο απροχώρητο' κι ότι είμαι 'απαράδεχτη'...», τόνισε χρησιμοποιώντας τα δικά της λόγια και η Ραβάννα κατάλαβε ότι η άλλη ιέρεια που βρήκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή κατάλληλη για να αποχωρήσει από το δωμάτιο, την είχε καρφώσει. «...θέλω να σου αποδείξω ότι κάνεις λάθος», κατέληξε η Λιουντέμνια μισοχαμογελώντας. «Ο νέος μας Ράναντιρ, ο Σίον, γιος του Σέλμεναρ, είναι απόλυτα ικανοποιημένος με τις συνθήκες και τον τρόπο που διοικώ. Απόδειξη η αφοσίωσή του και η υπακοή του σε όλους τους νόμους που θέσπισα, έστω κι αν είναι 'σκληροί κι άκαμπτοι', όπως επιμένουν να λένε ψευδώς οι κακές οι γλώσσες». Κανείς από τους δύο δεν καταλάβαινε πού σκόπευε να φτάσει, αλλά ο Σίον ένιωθε όλο και πιο αμήχανα. «Πιστεύω ότι έχεις πολλά να μάθεις απ' αυτόν, γι' αυτό κι αποφάσισα να γίνει ο προσωπικός σου Έιλουντιρ». Η Ραβάννα δεν αντέδρασε αμέσως, αν κι από μέσα της περνούσαν χίλιες σκέψεις. «Ο πιο υπάκουος Ακόλουθος κι η πιο ανυπάκουη Ιέρεια», σχολίασε η Λιουντέμνια. «Ένας συνδυασμός που μπορεί να αποβεί πολύ χρήσιμος, πράγματι. Δέχεσαι να τον έχεις υπό την προστασία σου, έτσι;»

Η νεότερη ιέρεια έσκυψε το κεφάλι. «Μάλιστα, Φεγγαροφώτιστη», ψέλλισε, μη μπορώντας να πει τίποτε άλλο, έπειτα από όσα είχε πει για εκείνη. Ήξερε πολύ καλά πως η Αρχιέρεια την είχε παγιδέψει.

«Έξοχα!», απάντησε εκείνη με ένα χαμόγελο. «Λοιπόν, λέω να μην το καθυστερήσουμε πολύ. Η Υπερπανσέληνος του Χιονιού τον επόμενο μήνα μου φαίνεται μια πολύ καλή συγκυρία. Εκτός, βέβαια, αν προτιμάτε κάποιον Χορό του Σεληνόφωτος τους επόμενους μήνες...», συνέχισε να μιλάει, αλλά κανείς από τους δυο δεν τόλμησε να εκφραστεί, αφού έως τώρα είχαν καταλάβει ότι η γνώμη τους επί του θέματος δεν έπαιζε κανέναν ρόλο.

🌙

«Είσαι πολύ τυχερή», της έλεγε η Λάμεννυ για να την παρηγορήσει, λίγη ώρα μετά. «Ο Σίον σίγουρα θα σε προσέχει σαν τα μάτια του».

Εκείνη ξεφύσηξε ενοχλημένη. «Δεν χρειαζόμουν Ακόλουθο», είπε πικρόχολα.

«Έλα, ξωθιά μου», της είπε ήρεμα και γελαστά ως συνήθως η παχουλή ιέρεια μπροστά τους. «Δες το με λίγο πιο θετικό μάτι», συνέχισε, ενώ παράλληλα ανακάτευε βότανα μέσα σε ένα τσουκάλι με νερό που έβραζε.

Η πικάντικη μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια της Ραβάννας, σημάδι ότι το φίλτρο για την Άλισσυ θα ήταν σε λίγα λεπτά έτοιμο. «Πώς να το δω με θετικό μάτι, όταν δεν είναι επιλογή μου; Το έστησε έτσι επίτηδες για να μην μπορώ να αντιδράσω. Σε όλες τα ίδια κάνει», συνέχισε με τα χέρια κάτω από το στήθος σε μια στάση άμυνας. Η Νεράιδα μπροστά της απλώς της χαμογέλασε με κατανόηση. Η Έδιββυ ήταν η πιο παλιά ιέρεια στον ναό και δούλευε σ' ένα μικρό, ξεχωριστό κτίσμα λίγο πιο μακριά, για να μπορεί να ασχολείται με την κατασκευή φίλτρων, χωρίς να διατρέχουν οι άλλες κάποιον κίνδυνο, αν κάποιο παρασκεύασμά της δεν πετύχαινε. Η αλήθεια ήταν ότι στην ηλικία που βρισκόταν δεν της άρεσε και τόσο η πολυκοσμία.

«Έχουμε περάσει και πιο δύσκολα Φεγγάρια και τα καταφέραμε. Δεν θα μας πτοήσει κάτι τέτοιο», είπε στην Ραβάννα, απαντώντας στο τελευταίο της σχόλιο.

«Πρώτη εσύ θα έπρεπε να προσπαθείς να της βάλεις μυαλό», της απάντησε αυτή και η Λάμεννυ δίπλα της την κοίταξε με έκπληξη. «Και μεγαλύτερή της είσαι και η πιο κοντινή στη Λούθια». Η γηραιότερη ιέρεια γέλασε ζωηρά, σαν μικρό παιδί.

«Μα Ραβάννα μου, ξέρεις την Λιουντέμνια να παίρνει από λόγια; Από μικρό παιδί έτσι ήτανε, δεν θα αλλάξει τώρα στα πίσω-πίσω. Το θέμα είναι ν' αλλάξουμε εμείς που και το θέλουμε και το μπορούμε. Να μάθουμε να μην την αφήνουμε να μας χαλάει την διάθεση με τα καμώματά της».

«Εύχομαι η Μητέρα να μην σε είχε αδικήσει. Εσύ άξιζες να γίνεις η επόμενη Αρχιέρεια και τώρα...»

«... και τώρα εξακολουθώ να κάνω αυτό που αγαπώ, να προσφέρω τον εαυτό μου στην υπηρεσία της Θεάς μας. Και δεν επιθυμώ τίποτε άλλο», απάντησε ήρεμα εκείνη. «Το ίδιο να κοιτάξετε κι εσείς. Σταθείτε σε αυτά που έχετε κι όλα τα υπόλοιπα αφήστε τα».

Από το ύφος της Ραβάννας, η Λάμεννυ κατάλαβε πως δεν σκόπευε να αρκεστεί σε αυτά που είχε. Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν πολύ γρήγορα...

🌙

«Πρέπει να κάνουμε κάτι», είπε αποφασιστικά η πρασινομαλλούσα. «Πρέπει να την κάνουμε να καταλάβει πως δεν μπορεί να μας φέρεται κατ' αυτόν τον τρόπο. Και πρέπει να το κάνουμε όλες μαζί».

«Τι έχεις στο μυαλό σου;», ρώτησε η φίλη της μπερδεμένη ενώ βρίσκονταν στη μέση του δρόμου της επιστροφής.

«Απόψε το βράδυ, όταν θα κοιμάται, θα βρούμε τρόπο να το συζητήσουμε με τις υπόλοιπες. Αλλά όχι με τη Νούλιφερ και την Μέλιαλυθ, γιατί πολύ φοβάμαι ότι θα της τα πουν όλα. Αυτές δεν θα μάθουν καν τι θα κάνουμε».

«Εννοείς, να συνωμοτήσουμε εναντίον της; Μα αυτό δεν είναι φρόνιμο».

«Ούτε είναι φρόνιμο να μας επιβάλλεται όπως μας επιβάλλεται», αποκρίθηκε πολύ αποφασισμένη η Ραβάννα.

🌙

Πράγματι το ίδιο βράδυ οι ιέρειες συναντήθηκαν κρυφά.

«Μα τι συμβαίνει, κορίτσια;», ρώτησε ο Νέβιν, που έτυχε να έχει νυχτερινή βάρδια και τις είδε να βγαίνουν στα κρυφά μία-μία και να τραβάνε για την πόλη.

«Δεν μπορώ να σου πω, βιάζομαι», του απάντησε γρήγορα η Λάμεννυ. «Εσύ μόνο κράτα το στόμα σου κλειστό.... Και κράτα κι αυτό», συμπλήρωσε, δίνοντάς του το μαξιλάρι της, το οποίο είχε κουβαλήσει μαζί της, αγουροξυπνημένη όπως ήταν. Εκείνος το πήρε παραξενεμένος και η ιέρεια πέταξε μακριά, μόνο για να γυρίσει ξανά πίσω. «Ευχαριστώ!», του πέταξε με μια μικρή υπόκλιση και ξαναγύρισε από την αντίθετη κατεύθυνση για να ξαναφύγει.

«Περίεργα πράγματα», μουρμούρισε ο Νέβιν με το μαξιλάρι ακόμα στα χέρια.

🌙

Μαζεύτηκαν σε μια μικρή σπηλιά, κρυμμένη πίσω από κληματσίδες. Η Ραβάννα είχε ανακαλύψει το μέρος αυτό όταν ήτανε μικρή κι έπαιζε κρυφτό με τα άλλα Νεραϊδάκια. Και τώρα ήταν κατά κάποιον τρόπο σαν να παίζανε κρυφτό. Φυσικά στην αρχή υπήρχε δισταγμός από όλες, μιας κι ένα κομμάτι του όρκου τους έλεγε ότι θα σέβονται και θα ακολουθούν πιστά την Φεγγαροφώτιστη, όποια κι αν είναι η διαταγή της. Η Ραβάννα όμως τους είπε πως αυτό δεν ίσχυε από τη στιγμή που η Λιουντέμνια έπραττε παρανοϊκά. Σε αυτό πολλές συμφώνησαν και σιγά-σιγά έβγαλαν μία-μία τα παράπονά τους.

Το σχέδιο στο οποίο κατέληξαν έπειτα από πολλή συζήτηση κι οργάνωση ήταν ότι θα της μιλούσαν όλες μαζί στην αρχή της επόμενης εβδομάδας. Αν άκουγε τα προβλήματά τους, αν έβλεπε ότι όλες τους ασφυκτιούσαν, δεν μπορεί, θα καταλάβαινε. Άλλωστε και η ίδια συνήθιζε να λέει την άποψή της στη Λούθια στα ίσια. Ίσως και πλάγια πολλές φορές, μα όπως και να έχει, εξέφραζε πάντα αυτά που ένιωθε. Για πρώτη φορά, έπειτα από πολλές νύχτες, όλες οι Ιέρειες της Σελήνης αποκοιμήθηκαν ήρεμες, ελπίζοντας, έστω και του κάκου, πως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα από την επόμενη εβδομάδα. Μα η ελπίδα πολλές φορές έρχεται και φεύγει με ταχύτητα αστραπής, κάτι που η φλογερή Ραβάννα θα διαπίστωνε σε μερικές ημέρες και που θα της ήταν πολύ, μα πολύ δύσκολο να χωνέψει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top