Κεφάλαιο 29

Κεφάλαιο 29

Το Χρίσμα του Φεγγαριού ήταν τώρα μία μέρα μακριά. Μία μέρα που η Λιδσένια πέρασε μελετώντας και προβάροντας για ακόμη μία φορά το τελετουργικό μαζί με την Λιουντέμνια. Τα λάθη δεν θα επιτρεπόντουσαν μια μέρα σαν αυτή, το ήξερε καλά κι αυτό έκανε και το στομάχι και το κεφάλι της να αντιδρούν ανελέητα. Οι γονείς της θα ερχόντουσαν κι αυτοί να καμαρώσουν το κοριτσάκι τους που θα γινόταν ιέρεια, πραγματοποιώντας όλες τους τις φιλοδοξίες. Έπειτα από τις αποκαλύψεις του Ράοφεν, η Λιδσένια δεν ήθελε ούτε να τους δει. Το μόνο καλό σε αυτή την ιστορία ήταν ότι, ως ιέρεια, θα έμενε μόνιμα στον ναό και πιθανότατα θα ήταν τόσο φορτωμένη με δουλειές και καθήκοντα που δεν θα είχε χρόνο για πάρε-δώσε μαζί τους. Μόνο αυτό σε παρηγοράει, σκέφτηκε μίζερα, κοιτάζοντας τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη. Το στεφάνι από νυχτολούλουδα που είχε φορέσει για να το δοκιμάσει πήγαινε υπέροχα με τα ροζ μαλλιά και τα χρυσά μάτια της, μα η όψη του δεν την έκανε να χαμογελάσει. Αντιθέτως την έκανε να θυμηθεί τα τελευταία λόγια που της είπε ο Ράοφεν: «Είσαι τόσο όμορφη, μικρή μου. Η ομορφότερη ιέρεια που θα υπάρξει ποτέ...»

Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της την στιγμή που άγγιξε το πρόσωπό της, την αγκαλιά που μοιράστηκαν. Βαθιά μέσα της, μια φωτιά την έκαιγε εδώ και καιρό, μια φωτιά που της είχαν μάθει να αντιμετωπίζει σαν κάτι αμαρτωλό και πρόστυχο. Μα το νεανικό της σώμα φλεγόταν τώρα ολάκερο και για πρώτη φορά ήξερε γιατί και κυρίως, για ποιον. «Το σώμα μας πάντα θα μας προδίδει», ακούστηκε στο μυαλό της η φωνή του και πριν προλάβει να το αναλύσει περαιτέρω, είχε κιόλας βγάλει το στεφάνι και το είχε αποθέσει μπροστά της, δίπλα στη φεγγαρόπετρα που θα φορούσε από αύριο.

🌙

Η νύχτα έπεσε, αλλά είχε ήδη πάει για ύπνο νωρίτερα από τις άλλες, που τελούσαν την Ανατολή του Φεγγαριού, όπως και κάθε βράδυ. Προσπαθούσε να κοιμηθεί εδώ κι ώρα. Γύριζε από 'δώ, γύριζε από 'κεί, μα ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Εκνευρισμένη, η κοπέλα πετάχτηκε από το κρεβάτι της και βγήκε αθόρυβα στον διάδρομο. Στην αναζήτησή της για το βοτάνι που μετρίαζε τον πονοκέφαλο, έπεσε τυχαία το μάτι της σε ένα μπουκάλι με λευκό κρασί. 'Γεύση βανίλια', διάβασε και θυμήθηκε πόσο της άρεσε αυτή η γεύση πάντοτε. Μία κούπα τσάι με αρώνια θα ήταν σαφώς καταλληλότερη επιλογή για να ηρεμήσει, αλλά το κρασί το είχε μπροστά της έτοιμο, χωρίς να χρειαστεί να ψάξει κι άλλο και να κάνει φασαρία. Κανονικά ήξερε ότι θα το χρειαζόντουσαν αύριο, στην γιορτή, αλλά σίγουρα το να βρέξει απλώς τα χείλη της δεν θα ήταν κακό. Ποιος θα το καταλάβαινε; Και φυσικά θα μπορούσε να την βοηθήσει και να κοιμηθεί. Έστω κι αν ήταν βέβαιη ότι δεν την έβλεπε, ούτε την άκουγε κανείς, ξεβίδωσε πολύ αργά κι ήσυχα το καπάκι και η έντονη μυρωδιά που έφτασε στα ρουθούνια της την έκανε να ζαλιστεί ελάχιστα. Έβρεξε τα χείλη της, όπως σχεδίαζε, μα δεν μπόρεσε να αντισταθεί από το να πιει μία μικρή γουλιά. Έπειτα από λίγο άλλη μία κι άλλη μία κι άλλη μία. Ποιος θα το καταλάβαινε; Το είχε ανάγκη. Χρειαζόταν αποφόρτιση και λίγη ελευθερία πριν σκλαβωθεί για πάντα στην ζωή που επέλεξαν οι άλλοι γι' αυτήν. Συνέχισε να πίνει το κρασί μέσα από το μπουκάλι και οι σκέψεις της συνέχισαν να θολώνουν. Ή μπορεί και να ξεθόλωναν και για πρώτη φορά να σκεφτόταν καθαρά κι αβίαστα, όπως το είδε μετά από λίγο...

🌙

Ο Ράοφεν καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Έπινε κι αυτός, αν και με πολύ μεγαλύτερη εγκράτεια από την άμαθη στο ποτό Νεράιδα. Δεν θέλησε να το πει μπροστά της –ίσως να μην το βρήκε ευπρεπές ή ακόμα και χρήσιμο-, αλλά το γεγονός ότι σε λίγες ώρες θα έχανε την Λιδσένια και στη θέση της θα ήταν πια μία ακόμα ιέρεια, τον γέμιζε λύπη. Λύπη κι οργή για το πώς πολλά νέα κορίτσια κατέληγαν να πάρουν αυτό τον δρόμο. Αλλά όχι, για εκείνη συγκεκριμένα τον στενοχωρούσε περισσότερο. Για την μικρή Λιδσένια που τελικά δεν ήταν πια τόσο μικρή. Οι σκέψεις του διεκόπησαν, όταν άκουσε κάποιον να πλησιάζει παραπατώντας. Σήκωσε το κεφάλι του και με έκπληξη είδε την παλιά του μαθήτρια να στέκει εμπρός του.

«Λιδσένια;», έκανε με απορία, όταν πρόσεξε τα κόκκινα μάγουλά της και το ζαλισμένο της ύφος. «Τι σου συμβαίνει; Πώς βρέθηκες εδώ;»

«Κρυφά», κατάφερε να πει εκείνη. «Εδώ που είσαι, όλα τα ωραία γίνονται κρυφά. Ποτέ δεν φανερώνονται», συνέχισε μπερδεύοντας τις κουβέντες της μέσα σε ένα μεθυσμένο γέλιο.

Ο Ράοφεν στάθηκε όρθιος και την πλησίασε με σκοπό να την βοηθήσει. «Θα σε πάω στην κάμαρή σου, μικρή μου», της είπε προσπαθώντας να μην δείξει την έκπληξή του.

Αυτή κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θέλω», είπε όσο καθαρά και σταθερά μπορούσε. «Και δεν είμαι μικρή, μη με λες πια 'μικρή'», συνέχισε θυμωμένα. «Απόψε είναι η τελευταία νύχτα της ελευθερίας μου. Θέλω μαζί σου να την περάσω, Ράοφεν», δήλωσε κι έκανε να τον φιλήσει, μια κίνηση που τον ξάφνιασε. Πριν το συνειδητοποιήσει, την είχε σπρώξει ελαφρά μακριά του.

«Έχεις πιεί...»

«Ναι, το έκανα. Πρώτη φορά παραβλέπω τους κανόνες. Και θέλω να παραβλέψω κι άλλον έναν», απάντησε θολωμένη εκείνη κι πήγε να πέσει στην αγκαλιά του. «Χρόνια μου άρεσες, Ράοφεν», του ψιθύρισε. «Πάντα ανυπομονούσα να έρθεις στο σπίτι, να σε δω, να σε ακούσω. Πάντα ήθελα... να γίνεις ταίρι μου».

«Λιδσένια... είμαι ο παλιός δάσκαλός σου και τίποτε άλλο», κόμπιασε εκείνος, δυσκολευόμενος να κρύψει πόσο τον συνάρπαζε αυτό που μόλις του εξομολογήθηκε.

«Και τώρα δάσκαλός μου θα είσαι. Στον έρωτα», του αποκρίθηκε και η καυτή της ανάσα χάιδεψε το πρόσωπό του. «Τι συμβαίνει; Μήπως φοβάσαι;», ρώτησε, κάνοντας ξαφνικά δύο βήματα πίσω και γελώντας ειρωνικά. «Τι; Επειδή πάω να γίνω ιέρεια; Εσύ δεν έλεγες πάντα ότι όλα αυτά είναι απλώς κατασκευάσματα των δυνατών για να μας ελέγχουν; Να... τώρα είναι η ευκαιρία να δείξεις ότι δεν τους υπολογίζεις...»

«Δεν είμαι ασεβής, Λιδσένια», της απάντησε εκείνος ήρεμα κι αυστηρά. «Όσο και να κατηγορώ, δεν θα έκανα ποτέ μια τέτοια βλασφημία. Φύγε, σε παρακαλώ».

Τα λόγια του την απογοήτευσαν, μα απελπισμένη και διψασμένη καθώς ήταν, καμιά κίνηση δεν έμοιαζε υπερβολική στα μάτια της. «Μήπως δεν με βρίσκεις όμορφη;», ρώτησε προκλητικά. «Μάλλον... δεν με έχεις δει καλά», συνέχισε και το χέρι της είχε ήδη αρχίσει να λύνει την ζώνη του χιτώνα της. Όταν τελικά έπεσε πανάλαφρος στο χώμα γύρω της, στάθηκε μπροστά του με το μεσοφόρι χωρίς ίχνος συστολής, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στο σώμα της, που τώρα πια ήταν σχεδόν ακάλυπτο. «Για κοίτα με καλύτερα. Δεν είμαι όμορφη;», είπε με φωνή αισθησιακή.

Ο Ράοφεν έμεινε με κομμένη την ανάσα μπροστά στο θέαμα που αντίκριζε. «Ό-Όχι, δεν πρέπει», ψέλλισε πριν η αντίστασή του συντριβεί εντελώς. Παρά την προσπάθειά του να γυρίσει αλλού, συνέχισε να την κοιτάει, να κοιτάει αυτό που του προσέφερε. Μέσα σε μια στιγμή, μείωσε την απόσταση ανάμεσά τους και την άρπαξε απότομα, μια κίνηση στην οποία αυτή ανταποκρίθηκε ακόμα πιο απότομα κι άρχισε να τον φιλάει σαν να ήθελε να τον κατασπαράξει. Προτού προλάβουν κι οι δυο να σκεφτούν, τα ένστικτά τους είχαν πάρει τον έλεγχο και τους κυριαρχούσαν αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top