Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 28
Η Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων ήταν μία νύχτα σπάνια, μια νύχτα μαγική κι ονειρική που η Πανσέληνος έλαμπε σαν ασήμι και το φως της έμοιαζε να πέφτει στη γη με τη μορφή δακρύων. Και καθένα από τούτα τα δάκρυα έπεφτε στα όνειρα κάθε πλάσματος, αποκαλύπτοντας τους μεγαλύτερους τρόμους, ή τους κρυφότερους πόθους. Μια νύχτα κυβερνήτρια των φόβων κι εκδικήτρια των πειρασμών, όπως λέγαν οι ποιητές, Εκείνη τη νύχτα, η Ραβάννα ένιωσε όλο το βάρος, όλες τις ενοχές της να φεύγουν μακριά, έγινε ελεύθερη, έστω για λίγο.
🌙
Όλα ξεκίνησαν με ένα απαλό χάδι στο μάγουλό της που την έκανε να ανοίξει τα μάτια της. Μα όχι με τρόμο ή ξάφνιασμα. Σαν να ήξερε ποιος ήταν, αντέδρασε ήρεμα στην τρυφερή κίνηση κι όταν αντίκρισε τα σκούρα γκρίζα μάτια του Σίον, μια γλυκιά, μα βιαστική αδημονία την κατέλαβε. «Σίον... πώς-»
«Σσσς», την διέκοψε ήρεμα εκείνος. «Δεν ξέρω πώς, αλλά δεν έχει σημασία. Έλα μαζί μου», της είπε ψιθυριστά κι η γυναίκα ανασηκώθηκε. Όλα γύρω τους, εκτός από αυτούς τους δύο που έμοιαζαν να λούζονται στο αργυρό φως, ήταν σκοτεινά και θολά. Η Ραβάννα δεν έκανε καμιά κίνηση αντίστασης, ούτε καν θέλησε να κοιτάξει στα κρεβάτια των άλλων, να δει αν κάποια είχε ξυπνήσει και τους είχε πάρει χαμπάρι. 'Δεν έχει σημασία', επανέλαβε στον εαυτό της τα λόγια του, καθώς ο Νεράιδος τη σήκωσε στα χέρια του και πέταξε στον αέρα. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε ή πόσο μακριά είχαν φτάσει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι στην αγκαλιά του ένιωθε ασφάλεια, ένιωθε όμορφα, ένιωθε όπως δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Και οι δύο χαμογελούσαν. Ήταν ευτυχισμένοι! Τίποτα άλλο δεν μετρούσε εκείνη τη νύχτα, την γεμάτη λαμπερά αστέρια κι ανεπανάληπτη αρμονία.
Σαν ξανακοίταξε γύρω της, είδε ότι βρισκόντουσαν σε μία λίμνη. Αν και ήταν νύχτα, τα νερά της ήταν καταγάλανα κι αντανακλούσαν σαν καθρέφτης τον αστροστόλιστο ουρανό. Έμοιαζε λίγο με τη λίμνη Έλλενστελ, αλλά στα μάτια της ήταν πολύ πιο όμορφη, πολύ πιο μαγική. Ο Σίον την άφησε να σταθεί όρθια στην όχθη της λίμνης, χωρίς ωστόσο να την αποχωριστεί από την αγκαλιά του. Εκείνη, ως ανταπόκριση, ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Είναι τόσο όμορφα εδώ», του είπε, μα δεν άργησε να προσέξει πως η θλίψη ξαναφάνηκε στο πρόσωπό του.
«Είναι μόνο ένα όνειρο...», τον άκουσε να της λέει μελαγχολικά. «Το ξέρω ότι δεν είναι αληθινό, μα θέλω να μείνω για πάντα εδώ, μαζί σου».
Τότε κι εκείνη αναστέναξε λυπημένα. «Κι εγώ... Να ήξερες πόσο σε αγαπώ», ψιθύρισε κάτι που εκείνος της είχε πει πολλές φορές, μα εκείνη δεν είχε ποτέ το θάρρος να του πει στην αληθινή ζωή. «Πόσο θα ήθελα να είμαι δική σου και να είσαι δικός μου για πάντα», τον ξανακοίταξε βιαστικά, φοβούμενη μην τυχόν το όνειρο διαλυθεί αν χάσει την συγκέντρωσή της σε αυτό. «Πόσα είναι αυτά που θέλω να σου πω».
«Μίλησέ μου, καρδιά μου», την παρακάλεσε. «Μην κρατάς μέσα σου όσα σε πνίγουν. Πες μου, για ποιον μου μίλησες εκείνη τη νύχτα; Πες μου, γιατί κοντεύω να τρελαθώ... ποιος πήγε να σε πιέσει;»
«Όχι», του απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Ας μην σπαταλήσουμε αυτή την ιερή ώρα του ονείρου με άλλες κουβέντες. Ήθελα να είμαι άψογη, μα τώρα δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω την καρδιά μου, τις ανάγκες μου. Όταν με πλησίασες εκείνο το βράδυ φοβήθηκα. Μα τώρα, εδώ δεν φοβάμαι, Σίον, ούτε κρύβομαι πια. Δεν μπορώ να κρυφτώ».
«Ούτε κι εγώ», τον άκουσε να της λέει. «Δεν θα σου το έλεγα ποτέ στον πραγματικό κόσμο... εύχομαι να μην ήσουν ιέρεια, εύχομαι... να μπορούσα να σε παντρευτώ, να κάναμε οικογένεια, να περνούσαμε μαζί το υπόλοιπο της ζωής μας».
Η τελευταία του αποκάλυψη έκανε τα μάτια της να αστράψουν με ξαφνική ευτυχία. «Μείνε μαζί μου», κατάφερε να πει προτού τα χείλη της ενωθούν με τα δικά του. Εκείνος ανταποκρίθηκε και σύντομα το φιλί τους έγινε πολύ πιο έντονο, ώσπου γλίστρησαν κι οι δυο αργά προς τα κάτω και το νερό τους έβρεχε σχεδόν μέχρι τη μέση. Η Ραβάννα έκανε πίσω κι ο Σίον την είδε να λύνει και να αφήνει τη ζώνη της ρόμπας της να φύγει. Ωστόσο δεν την έβγαλε. Σαν από ένστικτο εκείνος έβγαλε το πουκάμισό του και μόλις το χέρι της βρέθηκε στο στέρνο του, ένιωσε μια φλόγα να τον κατακαίει ολόκληρο, έστω κι αν το άγγιγμά της ήταν κρύο. Κοίταξε προς το δικό της στέρνο, που θα μπορούσε να αποκαλύψει με μια του κίνηση. Εκείνη έγνεψε και το βλέμμα της έγινε παρακλητικό και συνάμα ανυπόμονο.
«Σ' αγαπάω», της ψιθύρισε με την ανάσα του να γίνεται πιο βαριά. «Καίγομαι», συνέχισε, τραβώντας απαλά το μεταξωτό ύφασμα από πάνω της κι αφήνοντας το φως του Φεγγαριού να πέσει στο δέρμα της και να το κάνει να λάμπει. Ζύγωσε προς το μέρος της κι έφερε τις παλάμες του στους γυμνούς της ώμους με έναν δισταγμό. Μα αντί να τον αφήσει απλώς να την χαϊδεύει, τον άγγιξε κι εκείνη αυτή τη φορά, σέρνοντας τα δάχτυλά της, εξερευνώντας αργά το σμιλεμένο του σώμα. Έμεινε να την κοιτάζει άναυδος, να αναφωνεί ανεπαίσθητα και να αντιδρά στα αγγίγματά της σαν μαγεμένος, μέχρι που τα ρίγη τον είχαν συνεπάρει, ζητώντας επιτακτικά να κάνει κάτι παραπάνω. Προτού προχωρήσει κοίταξε εξεταστικά τα μάτια της για οποιαδήποτε αμφιβολία, μα δεν βρήκε τίποτα.
Η ανάσα του έκαιγε, ολόκληρο το κορμί του έκαιγε και η θέα της μπορούσε να τον ζαλίσει και να τον κάνει να αφεθεί στο ένστικτό του. Σύρθηκε ακόμα πιο κοντά της κι εκείνη άφησε μια εκπνοή καθώς τον ένιωσε να γεύεται το λαιμό, το στέρνο, τα στήθη της. Επέτρεψε στον εαυτό της να ξαπλώσει πίσω, στην μαλακή άμμο της όχθης κι εκείνος συνέχισε να φιλάει κάθε σπιθαμή του κορμιού της, με όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα, ενώ τα χέρια της ανεβοκατέβαιναν στη γυμνή του πλάτη. Σε λίγο ήξερε ότι δεν θα υπήρχε επιστροφή, αλλά είχε ανάγκη όσο τίποτα άλλο να βρεθεί μέσα της, να γίνει ένα με αυτή τη γυναίκα που αγαπούσε πιο πολύ κι απ' τη ζωή του. «Αγάπη μου», ψιθύρισε ανάμεσα στα φιλιά και τα χάδια του, παίρνοντας μια στιγμή για να την κοιτάξει στα μάτια.
«Σίον μου», ψιθύρισε κι εκείνη ανάμεσα σε ολοένα και πιο δυνατούς αναστεναγμούς, έτοιμη να τον δεχθεί, έτοιμη να δεθεί ολοκληρωτικά μαζί του. Και το όνειρο συνεχίστηκε...
🌙
Συνεχίστηκε κι όταν η Ραβάννα ξύπνησε και διαπίστωσε με λύπη πως είχε τελειώσει, λησμόνησε εντελώς το κάλεσμα του Ονειρονήματος, που κάθε τέτοια νύχτα ήταν πιο ισχυρό κι ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Ποτέ πριν δεν την είχε ζώσει μια τόσο γλυκιά φωτιά.
🌙
«Σε ονειρεύτηκα», της εξομολογήθηκε στα γρήγορα μια στιγμή που πέρασε δίπλα της.
«Κι εγώ εσένα», του είπε με μάγουλα ελαφρώς κόκκινα. «Μου είπες ότι...»
«...ότι εύχομαι να μπορούσα να σε παντρευτώ», συμπλήρωσε τη φράση εκείνος και κατάλαβε πως είχαν μοιραστεί το ίδιο όνειρο. Έμοιαζε τόσο πικρό το γεγονός ότι δεν ήταν αλήθεια, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αλήθεια, μα τουλάχιστον τώρα κρατούσαν αυτή την ψεύτικη παρηγοριά. Κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια, προτού ο καθένας τραβήξει για τις καθημερινές του ασχολίες. Δεν ήταν οι μόνοι που είδαν ένα τέτοιο όνειρο.
🌙
Την ίδια μαγική νύχτα, όταν η Λιδσένια αποκοιμήθηκε, βρέθηκε να συναντά ξανά τον παλιό της δάσκαλο, σε ένα μέρος όπου οι δυο τους μπορούσαν να είναι ελεύθεροι και να κάνουν ό,τι θέλουν. Σαν ξύπνησε, η σκέψη ότι θα τον αποχωριζόταν για πάντα την έκανε να νιώσει χειρότερα από κάθε άλλη φορά...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top